Γράφει ο Αντώνης Ζήβας
Το καλοκαίρι του 1958 στις ακτές της Καλιφόρνια ήταν άλλο ένα τυπικό καλοκαίρι. Λευκοί Αμερικανοί/ίδες (φαντάζομαι και αρκετοί Αφροαμερικανοί/ίδες) απολάμβαναν τη θάλασσα και τα κύματα του Ειρηνικού Ωκεανού. Οι πιο παράτολμοι έκαναν surfing καλπάζοντας επάνω τους με την βοήθεια μιας σανίδας που είχε φέρει από τη Χαβάη στις ακτές της Καλιφόρνιας (και συγκεκριμένα στo Ρεντόντο Μπιτς) ο George Freeth στις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτός ήταν που καθιέρωσε το surfing όπως το γνωρίζουμε, ένας τρόπος θαλάσσιας διασκέδασης γνώρισε μεγάλη άνθηση τόσο στην Καλιφόρνια όσο και στην Αυστραλία (όπου επίσης τα κύματα είναι μεγάλα και οι καρχαρίες αφθονούν).
O George Frith με τη σανίδα του το 1915
Το surfing ήταν ένα παλιό παραδοσιακό παιχνίδι των ιθαγενών της Χαβάης και της Πολυνησίας που έπαιζαν αγόρια και κορίτσια από όλα τα (ας πούμε) κοινωνικά στρώματα. Τις δεξιότητές τους επαίνεσαν σε χρονογραφήματα τους οι πρώτοι Ευρωπαίοι περιηγητές στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο άνθρωπος που τελειοποίησε το surfing στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ήταν o Tom Blake, ένας άλλος surfer, ο οποίος πρόσθεσε ένα πτερύγιο κάτω από την ουρά επιτρέποντας στους surfers να κατευθύνουν καλύτερα τη σανίδα τους (board).
Κάπου εδώ φαντάζομαι ότι ήδη έχετε αρχίσει ν’ αναρωτιέστε ποια σχέση έχουν οι ηλεκτρικές κιθάρες με όσα γράφω παραπάνω, αφού σίγουρα το σχήμα τους δεν έχει καμία σχέση με το σχήμα των σανίδων του surf.
Το καλοκαίρι του 1958 οι ακτές της Καλιφόρνια απέκτησαν έναν ακόμη ήχο εκτός από το βρυχηθμό των κυμάτων. Αυτό και μόνο έκανε εκείνο το καλοκαίρι να μην είναι πλέον τυπικό, αλλά πολύ διαφορετικό, κάτι που δεν οφειλόταν στη σανίδα αλλά στην ηλεκτρική κιθάρα, το ηλεκτρικό μπάσο, τον ενισχυτή των 100 Watt και το reverb που είχε επινοήσει o Leo Fender. Μέσα από την καμπίνα των ηλεκτρικών ενισχυτών και τις χορδές των της ηλεκτρικής κιθάρας, το surf έγινε δημοφιλές πέρα από τις ακτές της Καλιφόρνιας και της Αυστραλίας, αφού στα τέλη της δεκαετίας του ’50 γεννήθηκε ένα νέο είδος rock and roll που ήθελε να μιμηθεί τον ήχο των κυμάτων. Και αυτό το είδος ονομάστηκε surf.
To surf είναι στην ουσία μια ορχηστρική μουσική, (instrumental, δηλαδή) χωρίς στίχους, αν και αυτό δεν ισχύει για όλα τα τραγούδια. Αποτελείται κυρίως από ένα ρυθμό τεσσάρων τετάρτων και αυτό που το χαρακτήρισε ήταν οι ανατολίτικες κλίμακες της αραβικής μουσικής, αλλά και οι μεξικάνικες κλίμακες των Mariachi που ενσωματώθηκαν σε αυτό. Αυτό όμως που το έκανε πραγματικά ξεχωριστό ήταν το reverb. Το συγκεκριμένο εφέ στην ηλεκτρική κιθάρα, το οποίο θύμιζε κατά κάποιον τρόπο, τον παφλασμό των κυμάτων της θάλασσας.
Κιθαρίστας και surfer
Το 1954 ο νεαρός Richard Anthony Monsour μετακόμισε με την οικογένειά του στην Καλιφόρνια από την Βοστώνη της Μασαχουσέτης όπου είχε γεννηθεί στις 4 Μαΐου του 1937. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός και βρήκε δουλειά στο εργοστάσιο της αεροδιαστημικής βιομηχανίας Hughes Aircraft Company, στη νότια Καλιφόρνια. Οι γονείς του πατρός Monsour ήταν μετανάστες από τον Λίβανο στο Ουίτμαν της Μασαχουσέτης, ενώ η σύζυγός του ήταν Λευκορωσικής και Πολωνικής καταγωγής.
Ο μικρός Richard Anthony μεγάλωσε στο Κουίνσι της Μασαχουσέτης όταν οι γονείς μετακόμισαν εκεί προς άγραν εργασίας, μια πόλη όπου υπήρχε σημαντική αραβική μεταναστευτική κοινότητα. Γύρω στα πέντε του χρόνια ακούει στο ραδιόφωνο τον Hank Williams και αποφασίζει ότι θέλει να γίνει τραγουδιστής. Συγκεντρώνει άδεια μπουκάλια από Coca Cola και Pepsi, τα φορτώνει στο Radio Flyer του (ένα δημοφιλές αμερικάνικο παιδικό παιχνίδι, καροτσάκι-φορτηγό σε κόκκινο χρώμα από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70) και πηγαίνει στο κοντινό πολυκατάστημα όπου τα ανταλλάσει με ένα γιουκαλίλι αξίας έξι δολαρίων.
Dick Dale
Το πρώτο κομμάτι που μαθαίνει να παίζει είναι το «Tennessee Waltz», ένα δημοφιλές country τραγούδι που γράφτηκε το 1946 και κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1948, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία και πουλώντας σχεδόν δύο εκατομμύρια δίσκους 78 στροφών. Στα εννέα του χρόνια αρχίζει να μαθαίνει πιάνο, ενώ λίγο πιο πριν έχει ξεκινήσει να παίζει και τρομπέτα. Εκτός όμως από αυτά τα όργανα, μέσω ενός Λιβανέζου θείου του μαθαίνει να παίζει τουμπερλέκι ενώ ταυτόχρονα ακούει ανατολίτικη μουσική και θα επηρεαστεί από αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό. Στα δεκαεπτά, και ενώ έχει πλέον μετακομίσει οικογενειακώς στο Όραντζ Κάουντι της Καλιφόρνιας, μαθαίνει να κάνει surf όπως πολλοί συνομήλικοί του. Ταυτόχρονα δανείζεται από έναν φίλο του μία κιθάρα και αρχίζει να μαθαίνει. Το surfing ήταν η μία του αγάπη. Η άλλη ήταν το rock and roll.
Κύματα γραμμένα με νότες
Νομίζω ότι κάπου εδώ αρχίζω να βλέπω την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σας: «Μα ποιος το διάβολο είναι αυτός ο Richard Anthony Monsour και γιατί μας έχει ζαλίσει ο τύπος με ένα κατεβατό για δαύτον;» Κάνετε λίγο υπομονή.
Λοιπόν… Ένας άλλος τύπος ονόματι Guy Norris «Texas Tiny» Cherry, ένας τεράστιος υπέρβαρος Τεξανός καουμπόι που επίσης είχε μετακομίσει στην Καλιφόρνια, φρόντισε να βεβαιωθεί ότι κανείς στο μέλλον δεν θα άκουγε ξανά το όνομα Richard Anthony Monsour.
O Τexas Tiny, όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά λόγω του τεράστιου όγκου του, εργαζόταν σαν ραδιοφωνικός D.J. παρουσιάζοντας την εκπομπή «Party Town Party» σε έναν τοπικό σταθμό του Χέμιτ Βάλεϊ της Καλιφόρνιας. Όταν είδε τον νεαρό Richard Anthony Monsour να παίζει στις πρώτες του εμφανίσεις σε ένα μπαρ του Όραντζ Κάουντι εντυπωσιάστηκε από την τεχνική του στην κιθάρα. Του πιάνει την κουβέντα και τον ρωτάει το όνομά του. Μόλις όμως το ακούει, του λέει: «Άκου, μπόι μου, αν θέλεις να κάνεις επιτυχία πρέπει να το αλλάξεις σε κάτι πιο καλλιτεχνικά αμερικάνικο. Πως σου φαίνεται να λέγεσαι Dick Dale;» Κάπως έτσι, σύντομα και αμερικάνικα, γεννήθηκε ο βασιλιάς της surf.
Όπως σας είπα, ο Dick Dale ήταν surfer. Ήταν από τους ελάχιστους μουσικούς που έπαιζαν και ταυτόχρονα έκαναν surfing. Eξάλλου, το surfing ήταν υπεύθυνο για τον ήχο που δημιούργησε ο Dale, όπως είχε δηλώσει μετά από χρόνια: «Όταν σερφάρω πάνω στη σανίδα έχω τεράστια ενέργεια. Απλά όλη αυτή η ενέργεια μεταφέρθηκε στην κιθάρα μου. Το ύφος της μουσικής που ανέπτυξα εκείνα τα χρόνια και την ονόμασα surf, ήταν ακριβώς εκείνη η αίσθηση που ένιωθα όταν βρισκόμουν επάνω στη σανίδα καβάλα τα κύματα. Ήθελα να προβάλω την δύναμη του Ωκεανού πάνω στους ανθρώπους κι αυτό δεν μπορούσα να το κάνω με το τραγούδι. Έτσι, η μουσική μου πήρε ορχηστρική μορφή».
Το ύφος και η τεχνική του Dick Dale είναι αυτά που γέννησαν την surf instrumental μουσική. Ήταν από τους πρώτους κιθαρίστες που έπαιξαν σε γρήγορες ταχύτητες, ανεβοκατεβαίνοντας τις κλίμακες. Πρόσθεσε στα τύμπανα τους ρυθμούς της αφρικάνικης ζούγκλας και το ρυθμικό χορό των φυλών της, ενώ με την κιθάρα δημιούργησε ήχους που θύμιζαν το βρυχηθμό των λιονταριών και ήταν εμπνευσμένοι από το αγαπημένο του κατοικίδιο που ήταν μια… λέαινα. Και το κυριότερο: ενσωμάτωσε στο rock and roll τις ανατολίτικες κλίμακες του χιτζάζ, επειδή καθώς ήταν μισός Λιβανέζος άκουγε πολλή ανατολίτικη μουσική, την οποία και λάτρευε.
Dick Dale
Εκεί όμως που πραγματικά πρωτοπόρησε ήταν στο τεχνικό επίπεδο. Καθιέρωσε το staccato picking στο παίξιμο της ηλεκτρικής κιθάρας επειδή ήταν αριστερόχειρας και στην αρχή έπαιζε με κιθάρα για δεξιόχειρες, πριν τελικά την αλλάξει για να μην τον περιορίζει στο παίξιμο (κάτι που δεν το έκανε ο Jimi Hendrix, ο οποίος είχε επηρεαστεί πάρα πολύ από το παίξιμο του Dale). Χρησιμοποίησε μάλιστα “βαρύτερες” χορδές (16p, 18p, 20p, 38w, 48w, 58w) για να παράγει όσο περισσότερο όγκο μπορούσε, τη στιγμή που οι περισσότεροι κατασκευαστές δεν έβαζαν βαρύτερες από 13p έως 56w. Και ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που χρησιμοποίησαν το reverb στον ήχο τους.
Δεν θα έκανε όμως τίποτε από όλα αυτά αν δεν γνώριζε έναν άλλο πρωτοπόρο, τον Clarence Leonidas Fenter, που είναι ευρύτερα γνωστός ως Leo Fender. «Όταν γνώρισα τον Leo Fender, την περίοδο που προσπαθούσε να δημιουργήσει τους πρώτους του ενισχυτές, έγινα ο πιλότος των δοκιμών του. Ήταν πρωτοπόρος και ήμουν πρωτοπόρος. Όλα προέκυψαν μέσα από το κεφάλι του Leo και όπως έλεγε χαρακτηριστικά: “Όποιος μπορεί να αντέξει το ηχητικό φράγμα του Dick Dale είναι έτοιμος να αγοράσει τους ενισχυτές μου”. Μου έδωσε να δοκιμάσω πάνω από πενήντα ενισχυτές, τους οποίους κυριολεκτικά ανατίναζα επειδή δεν μπορούσαν να αντέξουν τον όγκο που έστελναν στο ηχείο οι εξηντάρες χορδές που χρησιμοποιούσα. Με αποκάλεσαν πατέρα του heavy metal επειδή προκαλούσα σχεδόν αιμορραγία στα αυτιά των ανθρώπων που με άκουγαν να παίζω».
Ο Leo Fender συνέχισε να δίνει στον Dale ενισχυτές και ο Dale συνέχισε να τους καίει.
Ένα βράδυ, ο Leo και ο Freddie Tavares, ο βοηθός του, πήγαν στην αίθουσα Rendezvous Ballroom στο Μπαλμπόα της Καλιφόρνιας όπου ο Dale μαζί με την μπάντα του, τους Del-Tones, έπαιζαν μπροστά σε τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους. Εκεί κατάλαβαν αυτό που προσπαθούσε να τους δώσει να καταλάβουν ο Dale καίγοντας τους ενισχυτές. Ήθελε περισσότερο όγκο και ένταση.
Επισκέφθηκαν στην εταιρεία του James B. Lansing και του εξήγησαν ότι ήθελαν ένα ηχείο δεκαπέντε ιντσών κατασκευασμένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους. Το μοντέλο που έφτιαξαν έγινε διάσημο ως το μοντέλο 15 JBL D130F, σχεδιάστηκε ειδικά για τον Dale και ονομάστηκε Single Amper Amp, Fender Showman. Όταν ο Dale «κούμπωσε» την Fender Stratocaster του στη νέα κεφαλή Amp Showman με το μεγάφωνο των 15 ιντσών στην καμπίνα, έγινε ο πρώτος μουσικός που μεταπήδησε από έναν μικρό ενισχυτή στο επίπεδο των 100 Watt, παράγοντας έναν ήχο και έναν όγκο που οι περισσότεροι ενισχυτές και μεγάφωνα ήταν αδύνατον να παράγουν. Ο Dale είχε σπάσει τους περιορισμούς του ηλεκτρικού μουσικού ήχου εκείνης της εποχής!
Clarence Leonidas Fenter. Ο άνθρωπος που άλλαξε τη μουσική
Αν μου κάνατε την ερώτηση: «Ποιανού είναι το rock;» θα σας απαντούσα αβίαστα του Clarence Leonidas Fenter. Ο Clarence Leonidas «Leo» Fender (10 Αυγούστου 1909 - 21 Μαρτίου 1991) ήταν Αμερικανός εφευρέτης κι ιδρυτής της Fender Electric Instrument Manufacturing Company. Τον Ιανουάριο του 1965 πούλησε την εταιρεία στην CBS και αργότερα ίδρυσε δύο άλλες εταιρείες μουσικών οργάνων: την Music Man και την G & L Musical Instruments. Οι ηλεκτρικές κιθάρες, τα μπάσα και οι ενισχυτές που σχεδίασε από τη δεκαετία του 1940 εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ευρέως: Η Fender Telecaster (1950) ήταν η πρώτη κιθάρα του μαζικής παραγωγής. Η Fender Stratocaster (1954) είναι μία από τις πιο διάσημες ηλεκτρικές κιθάρες στον κόσμο, ενώ το Fender Precision Bass (1951) ήταν το πρότυπο για όλα τα ηλεκτρικά μπάσα, όπως και ο ενισχυτής Fender Bassman, η βάση για τους μεταγενέστερους ενισχυτές μπάσων όπως οι Marshall και Mesa Boogie που κυριάρχησαν στο rock and roll. Ο Leo Fender μπήκε στο Rock N Roll Hall of Fame το 1992 - ένα μοναδικό επίτευγμα δεδομένου ότι ποτέ δεν έμαθε να παίζει κάποιο από τα όργανα που κατασκεύαζε.
Leo Fender
Ο Fender γεννήθηκε στις 10 Αυγούστου 1909 και οι γονείς του, Clarence Monte Fender και Harriet Elvira Wood, ήταν ιδιοκτήτες ενός μεγάλου πορτοκαλεώνα ανάμεσα στο Άναχαϊμ και το Φούλερτον της Καλιφόρνιας. Ο Leo έδειξε ενδιαφέρον για τις ηλεκτρονικές κατασκευές από μικρή ηλικία. Όταν ήταν 13 χρονών, ο θείος του, ο οποίος είχε ένα κατάστημα ραδιοφώνων αυτοκινήτου, του έστειλε ένα κουτί γεμάτο με απορριφθέντα εξαρτήματα ραδιοφώνου αυτοκινήτου και μια μπαταρία. Την επόμενη χρονιά, ο Leo επισκέφθηκε το κατάστημα του θείου του στη Σάντα Μαρία της Καλιφόρνιας και γοητεύτηκε από ένα ραδιόφωνο που είχε κατασκευάσει ο θείος του από ανταλλακτικά και το είχε βάλει να παίζει σαν δείγμα στην βιτρίνα του καταστήματος. Ο Leo θυμόταν ότι η δυνατή μουσική που ακουγόταν από το μεγάφωνο του συγκεκριμένου ραδιοφώνου, του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση κι έτσι λίγο αργότερα άρχισε να επισκευάζει ραδιόφωνα σε ένα μαγαζάκι που είχε σκαρώσει στο σπίτι των γονιών του.
Την άνοιξη του 1928, ο Fender αποφοίτησε από το Γυμνάσιο του Φούλερτον και μπήκε στο κολέγιο του Φούλερτον για να σπουδάσει λογιστικά. Στη διάρκεια των σπουδών του συνέχισε να πειραματίζεται και να μαθαίνει μόνος του να κατασκευάζει ηλεκτρονικές πλακέτες, ραδιόφωνα και άλλα ηλεκτρικά είδη χωρίς ποτέ του να σπουδάσει ηλεκτρονικός.
Όταν αποφοίτησε έπιασε δουλειά στην εταιρεία Consolidated Ice and Cold Storage Company στο Άναχαϊμ, όπου αργότερα έγινε λογιστής. Την ίδια περίοδο ένας μουσικός από ένα τοπικό συγκρότημα, προσέγγισε τον Leo και τον ρώτησε αν μπορούσε να φτιάξει μία μικροφωνική εγκατάσταση ( το γνωστό P.A.) για να τη χρησιμοποιήσει η μπάντα του σε χορούς στο Χόλιγουντ. O Fender κατασκεύασε έξι από αυτά τα συστήματα για τις ανάγκες της μπάντας.
Το 1933 ο Fender γνώρισε την Esther Klosky και το 1934 το ζευγάρι παντρεύτηκε. Βρήκε δουλειά ως λογιστής στο τμήμα αυτοκινητοδρόμων της Καλιφόρνιας, στο Σεν Λούις Ομπίσπο. Εκεί τον πέτυχε η οικονομική ύφεση, απολύθηκε, βρήκε για έξι μήνες δουλειά στο τμήμα λογιστικής μιας εταιρείας ελαστικών, αλλά λίγο αργότερα η εταιρία χρεοκόπησε.
Το 1938, ο Leo και η Esther επέστρεψαν στο Φούλερτον και αφού δανείστηκαν 600 δολάρια ο Leo άνοιξε το κατάστημα Fender Radio Service και αρχίζει να κατασκευάζει ραδιόφωνα και μικροφωνικές. Σύντομα, μουσικοί και συγκροτήματα, άρχισαν να τον επισκέπτονται για να αγοράζουν ή να νοικιάζουν για τις εμφανίσεις τους τις μικροφωνικές που κατασκεύαζε. Αγόραζαν επίσης τους μαγνήτες που ο Fender κατασκεύαζε για την ενίσχυση της ακουστικής κιθάρας «lap steel», η οποία έμοιαζε με την ισπανική κλασική κιθάρα αλλά ήταν ειδικά σχεδιασμένη για να παίζεται οριζόντια πάνω στα πόδια του μουσικού που έσερνε ένα μεταλλικό η γυάλινο κύλινδρο επάνω στις χορδές της, μετακινώντας τον στα τάστα ανάλογα με τις νότες. Με το συγκεκριμένο τρόπο παιξίματος ο κύλινδρος ακουγόταν σαν να γλιστρούσε πάνω στις χορδές (αργότερα αυτό ονομάστηκε slide), μια τεχνική ήδη γνωστή από τον 19ο αιώνα, καθώς έτσι έπαιζαν οι αυτόχθονες ιθαγενείς της Χαβάης. Γι’ αυτό τον λόγο οι lap steel κιθάρες έγιναν γνωστές ελληνιστί ως «χαβάγιες» (Hawaiian guitars), ενώ άρχισαν να τις χρησιμοποιούν όλο και περισσότεροι μουσικοί στις Big Bands της jazz στις νότιες ακτές της Καλιφόρνιας για της χροιά του ήχου και το στυλ του παιξίματος.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Leo συναντήθηκε με τον Clayton Orr «Doc» Kauffman, έναν εφευρέτη και κατασκευαστή lap steel κιθάρων που είχε δουλέψει για την Rickenbacker, μια εταιρεία κατασκευής και πώλησης ακουστικών lap steel από τα τέλη της δεκαετίας του ’30. Ο Fender τον έπεισε να συνεργαστούν και έτσι ξεκίνησαν την K & F Manufacturing Corporation κατασκευάζοντας ενισχυμένες «χαβάγιες». Το 1944, ο Leo και ο Doc κατοχύρωσαν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μια lap steel κιθάρα που είχε ενσωματωμένο ένα ηλεκτρικό μαγνήτη (pickup) και που ο Fender είχε ήδη κατασκευάσει και κατοχυρώσει μερικά χρόνια νωρίτερα. Το 1945, άρχισαν να πουλούν την κιθάρα μαζί με έναν ενισχυτή που είχε σχεδιάσει ο Fender.
Fender Esquire
Δεδομένου ότι προς το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η μόδα των Big Bands φαινόταν να υποχωρεί, όλο και περισσότερα μικρά σχήματα τριών ή τεσσάρων μουσικών που έπαιζαν boogie-woogie, rhythm and blues και honky-tonk, σχηματίζονται παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτά τα ολιγομελή σχήματα άρχισαν να χρησιμοποιούν κιθάρες ενισχυμένες με μαγνήτες επειδή παρήγαγαν μεγαλύτερη ένταση με αποτέλεσμα να ακούγονται πιο δυνατά στους χώρους που έπαιζαν.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι ηλεκτρικές κιθάρες γίνονταν όλο και πιο δημοφιλείς αλλά εξακολουθούσαν να θεωρούνται καινοτομία, με την Rickenbacker Spanish Electro να κάνει τις μεγαλύτερες πωλήσεις, ενώ κατασκευαστές όπως ο Les Paul και ο Paul Bigsby καινοτομούσαν κατασκευάζοντας τα δικά τους όργανα.
Ο Fender παρατήρησε αυτήν την αλλαγή και το 1949 ολοκλήρωσε το πρωτότυπο μιας κιθάρας με λεπτό συμπαγές σώμα από ξύλο που έφερε έναν ηλεκτρικό μαγνήτη. Η κιθάρα αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αγορά το 1950 αρχικά σαν Fender Esquire, κατόπιν σαν Broadcaster και, τελικά, σαν Telecaster, αφού της τοποθέτησε δύο μονοπήνιους μαγνήτες το επόμενο έτος. Ήταν μια κιθάρα που έγινε μια από τις δημοφιλέστερες ηλεκτρικές κιθάρες στην ιστορία.
Όμως ο Fender δεν σταμάτησε εκεί. Κρίνοντας από τις παρατηρήσεις των μουσικών-πελατών του αποφάσισε να αφήσει την Telecaster όπως ήταν και να σχεδιάσει μια καινούργια κιθάρα. Οδηγός του σε αυτό το εγχείρημα ήταν ο κιθαρίστας του swing Bill Carson. Ο Carson έπαιζε ήδη με Telecaster και είπε στον Fender ότι ο νέος σχεδιασμός της κιθάρας έπρεπε να περιλαμβάνει μία ρυθμιζόμενη γέφυρα, τέσσερις ή πέντε μαγνήτες και μια ράβδο για vibrato στη γέφυρα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και να επιστρέφει στην αρχική της θέση. Επίσης, θα χρειαζόταν ένα πιο ομοιογενές και λεπτό σώμα για μεγαλύτερη άνεση σε σύγκριση με τις γωνιώδεις άκρες της Telecaster. Με βάση αυτές τις υποδείξεις, στα τέλη του 1953 ο Fender, άρχισε να σχεδιάζει το μοντέλο της Stratocaster. Ήταν η κιθάρα που έγινε πασίγνωστη χάρη στον Dick Dale.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Fender αντιμετώπισε τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μουσικοί του ακουστικού κοντραμπάσου που δεν μπορούσαν πλέον να συναγωνιστούν σε όγκο των ήχο των άλλων μουσικών. Εξάλλου, τα κοντραμπάσα ήταν μεγάλα, ογκώδη και δυσκίνητα.
Με το Precision Bass (ή P-Bass), το οποίο σχεδίασε και κυκλοφόρησε το 1951, ο Leo Fender έλυσε και τα δύο θέματα: το Precision ήταν μικρό και φορητό και το ξύλινο συμπαγές σώμα του έπαιζε σε υψηλότερους τόνους.
Το Precision ονομάστηκε έτσι επειδή το μπράτσο του είχε τάστα επιτρέποντας στους μουσικούς να παίζουν τις νότες με ακρίβεια, σε αντίθεση με το άταστο κόντρα μπάσο. Ο Fender κατασκεύασε ταυτόχρονα έναν ενισχυτή μπάσου, τον Fender Bassman. Ήταν ένας ηλεκτρικός ενισχυτής 25 Watt με ηχείο 15 ιντσών (αργότερα αναβαθμίστηκε σε 45 Watt με τέσσερα ηχεία των 10 ιντσών) που αποτέλεσε τον οδηγό για τους ενισχυτές μπάσου Marshall και Mesa Boogie.
Τον Ιούνιο του 1957, ο Fender αναβάθμισε τον σχεδιασμό του Bass Precision. Η αναβάθμιση περιελάμβανε μεγαλύτερο μπράτσο, μια μεταλλική γέφυρα με τέσσερις σέλες-μία για κάθε χορδή- που μπορούσαν να ρυθμιστούν στο ύψος ανεξάρτητα, καθώς και διπλούς μονοπήνιους μαγνήτες. Αυτή ήταν η τελική έκδοση του οργάνου όπως το ξέρουμε μέχρι σήμερα.
Αυτά τα δύο όργανα και οι ενισχυτές τους (μαζί με τα ντραμς, φυσικά) ήταν αυτά που γέννησαν το rock and roll.
The reverb nation
Όπως διαβάσατε πιο πάνω, ο Dick Dale, με την πολύτιμη βοήθεια του Leo Fender, έφερε μια πραγματική επανάσταση τόσο στη σύνθεση και στον τρόπο παιξίματος όσο και στον ήχο. Δυο πράγματα χαρακτηρίζουν τη rock μουσική ηχητικά: το ένα είναι η χρήση των εφέ και της παραμόρφωσης που αλλοιώνουν τον ήχο των οργάνων και το άλλο τα powerful ακόρντα, για τα οποία θα σας μιλήσω παρακάτω. Όταν ο Dick Dale ξεκίνησε να παίζει με τους Del-Tones το 1956, έγραφαν τραγούδια που είχαν φωνητικά. Η πρώτη τους κυκλοφορία και επιτυχία ήταν το σινγκλ «Ooh-Whee Marie» που κυκλοφόρησε το 1958. Αυτό το κομμάτι χαρακτηρίζει το surf σαν είδος για δύο λόγους: Ο ένας είναι η χρήση του reverb, μια ακόμη επινόηση του Leo Fender, που ήταν αρχικά ένα ελατήριο μέσα στον ενισχυτή. Το ελατήριο ταλάντωνε με την ένταση το μεγάφωνο του ενισχυτή, παραμορφώνοντάς τον ώστε να βγάζει έναν ήχο παρόμοιο με τον αχό των κυμάτων. Αυτή ήταν η πρώτη παραμόρφωση και αλλοίωση του ήχου. Αργότερα ο Fender έφτιαξε ένα διαφορετικό ξεχωριστό κουτί στο μέγεθος της κεφαλής του ενισχυτή που είχε περισσότερα ελατήρια και με τις κινήσεις των ποδιών του κιθαρίστα παραμόρφωνε ακόμα περισσότερο τον ήχο.
Ο δεύτερος λόγος είναι η παρουσία των φωνητικών από ένα άλλο είδος που είχε ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 στην Ανατολική ακτή και την Νέα Υόρκη. Ήταν το doo wop που παιζόταν κυρίως από Αφροαμερικανούς και χαρακτηριζόταν από απλές φωνητικές αρμονίες δεύτερων και τρίτων φωνητικών, με ελάχιστα ή καθόλου μουσικά όργανα. Στιχουργικά δε, βασιζόταν σε απλοϊκούς εφηβικούς ερωτικούς στίχους και παιδικές εκφράσεις. Το doo wop γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία του ανάμεσα στην αφροαμερικανική νεολαία στη δεκαετία του ’50 και ήταν αυτό που καθόρισε αργότερα το rhythm and blues και τη soul στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60.
Εδώ πλέον έχουμε την εκμετάλλευση ενός αμιγώς «μαύρου» μουσικού είδους από λευκούς Αμερικανούς. Και αυτή την μίξη, την ανέδειξαν όσο καμία άλλη μπάντα, οι Beach Boys από το Χόθορν της Kαλιφόρνιας, οι οποίοι ξεκίνησαν την καριέρα τους το 1961. Μια μπάντα που, όπως λέγεται, αν ο ηγέτης της, Brian Wilson, δεν έμπλεκε με τις αναζητήσεις του εσωτερικού του κόσμου μέσω του LSD, θα ξεπερνούσε ακόμα και τους Beatles σε δημοτικότητα.
Oι Beach Boy εμπορικοποίησαν τη surf μουσική όσο κανείς άλλος
Ο Dick Dale έγραφε ορχηστρικά κομμάτια ήδη από το 1958 και τελικά κατέληξε να παίζει μόνον αυτά, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία αρχικά ανάμεσα στους surfers και κατόπιν σε όλη τη νεολαία των ακτών της Καλιφόρνιας. Το 1961 παίζει μια φορά την εβδομάδα στο Rendezvous, μια τεράστια αίθουσα χορού στο Νιούπορτ Μπιτς, όπου κάθε φορά τέσσερις χιλιάδες άτομα τον παρακολουθούν χορεύοντας ξέφρενα. Ο πατέρας του τον βοήθησε να πάρει την αίθουσα με τη συμφωνία ότι οι νέοι δεν θα κατανάλωναν αλκοόλ και θα ήταν ντυμένοι ευπρεπώς. Ονόμασε τις συγκεκριμένες βραδιές «stomps» (βαρύ και ατσούμπαλο βάδισμα) και σύντομα απέκτησαν διαστάσεις θρύλου σε όλη την Δυτική Ακτή.
Ο Paul Johnson, κιθαρίστας των surfers The Bel-Airs (1961) από το Σάουθ Μπέι θυμόταν: «Πήγαμε στο Rendezvous το καλοκαίρι του ’61 για να δούμε τί ήταν όλη η φασαρία γύρω από τον Dick Dale και την μπάντα του. Ήταν μια τεράστια εμπειρία. Η μουσική του εξέπεμπε απίστευτη δύναμη. Και η ενέργεια μεταξύ των Del-Tones και όλων εκείνων των surfers που βουτούσαν στο δάπεδο χορεύοντας ξέφρενα, ήταν εκπληκτική. Ο τόνος και ο όγκος της κιθάρας του Dale, ήταν ο μεγαλύτερος που είχα ακούσει ως τότε και η τεχνική του ήταν πραγματική φωτιά. Ήταν κάτι που έπρεπε να δούμε».
Το 1961 ο Dick Dale κυκλοφορεί με τους Del Tones στην δική του εταιρία Deltone το σινγκλ «Let's go Trippin’». Το κομμάτι θεωρείται το πρώτο surf κομμάτι στην ιστορία του rock and roll και ακολούθησαν τα «Jungle Fever» και «Surf Beat».
Το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του κυκλοφορεί το 1962 από την Capitol Records με τίτλο Surfers Choice. Διανεμήθηκε σε εθνικό επίπεδο, ενώ σύντομα ο Dale άρχισε να εμφανίζεται στην παναμερικανικής εμβέλειας τηλεοπτική εκπομπή The Ed Sullivan Show του Ed Sullivan. Εκεί παρουσιάζει για πρώτη φορά τη διασκευή που έχει κάνει στο «Misirlou», ένα τραγούδι που κυκλοφόρησε το 1962. Το κομμάτι ήταν βασισμένο στο ελληνικό τραγούδι «Μισιρλού», το οποίο ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον Τέτο Δημητριάδη πάνω σε ανατολίτικες κλίμακες. Είναι το surf τραγούδι που έχει διασκευαστεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Αρκετά χρόνια αργότερα θα δηλώσει για αυτό: «Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που το
έπαιξα σε συναυλία. Άλλαξα το ρυθμό κάνοντάς το πολύ πιο γρήγορο από το αρχικό και ήταν σαν πραγματική αποκάλυψη. Ο κόσμος πηδούσε ψηλά και έπεφτε στο πάτωμα ουρλιάζοντας εκστασιασμένος. Υποθέτω ότι αυτή ήταν η αρχή των “stomps” για τους surfers».
Την τριετία 1960-1963 το surf είναι μια πολύ δημοφιλής μουσική ανάμεσα στη λευκή αμερικανική νεολαία και συναγωνίζεται επάξια την άλλη μεγάλη δημοφιλή σκηνή της εποχής των γυναικείων μαύρων συγκροτημάτων της Motown. Surf μπάντες ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια αρχικά σε κάθε γωνία της Δυτικής Ακτής και αργότερα σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μπάντες όπως οι Chantays που το 1963 γράφουν το «Pipeline», ένα κομμάτι από τα πιο επιτυχημένα του είδους φτάνοντας μέχρι το Νο. 4 των αμερικανικών τσάρτς ή οι Surfaris που την ίδια χρονιά κυκλοφορούν άλλο ένα (επίσης πολυδιασκευασμένο) surf κομμάτι, το θρυλικό «Wipe Out» που σκαρφάλωσεστο Νο. 2. Και άλλες μπάντες καταπιάστηκαν με το είδος: οι Lively Ones, οι Bel-Airs, οι Astronauts από το Μπόλντερ του Κολοράντο και οι The Trashmen από την Μινεάπολη με το πασίγνωστο «Surfin’ Bird» που το 1964 ανέβηκε στο Νο. 4. Επίσης, οι Rivieras, από το Σάουθ Μπεντ της Ιντιάνα, που την ίδια χρονιά το κομμάτι τους «California Sun» έφτασε στο Νο 2, και οι πολύ σπουδαίοι Ventures που σχηματίστηκαν το 1958 στην Τακόμα της Ουάσινγκτον. Κι ακόμα, ο θρυλικός Davie Allan με τους Arrows και το «Blues Τheme» που χάρη στην ταινία Wild Angels του 1966 έγινε συνώνυμο της κουλτούρας των συμμοριών μοτοσικλετιστών όπως οι Hell’s Angels και πολλές άλλες.
Κι αν ο μπαμπάς της surf είναι ο Dick Dale, τότε ο Link Wray είναι ο ετεροθαλής θείος της.
Fred Lincoln «Link» Wray Junior.: Ο ιθαγενής της φυλής των Σόνι που έγινε σαμάνος των χορδών
O Link Wray γεννήθηκε στις 2 Μαΐου του 1929 στο Νταν της Βόρειας Καρολίνας και καταγόταν από τη φυλή των Αμερικανών ιθαγενών Σόνι.
Το 1958 έγινε γνωστός με την μπάντα του ως Link Wray & His Ray Men χάρη στον χαρακτηριστικά «βρώμικο» παραμορφωμένο και ογκώδη ήχο της κιθάρας του, επινοώντας και παίζοντας το λεγόμενο power chord: Ένα ακόρντο ματζόρε που αποτελείται από τη πρώτη, τρίτη, πέμπτη και έβδομη νότα της συγχορδίας, παιγμένες ταυτόχρονα σε τρεις χορδές της κιθάρας με ένα μόνο χτύπημα. Το συγκεκριμένο ακόρντο είναι αυτό που χαρακτηρίζει όλη τη rock μουσική και το rock παίξιμο στην κιθάρα. Χάρη σε αυτή την τεχνική, ο Link Wray θεωρείται ως ο πατέρας του hard rock και του punk.
Link Wray
Το 1958 o Wray και οι Ray Men κυκλοφορούν το πρώτο τους σινγκλ, το καταπληκτικό «Rumble». Το κομμάτι γνωρίζει μεγάλη επιτυχία αλλά μερικές εβδομάδες αργότερα απαγορεύεται η ραδιοφωνική του μετάδοσή του και αφαιρείται από τα τζουκ μποξ, κυρίως στην Νέα Υόρκη και την Βοστόνη, επειδή οι τοπικές αρχές θεωρούν το τραγούδι υπεύθυνο για την έξαρση της βίας ανάμεσα στις νεανικές συμμορίες της πόλης. Η αλήθεια είναι ότι πολλές από αυτές το είχαν υιοθετήσει σαν ύμνο και ζητούσαν από τους ντι τζέι να το παίζουν ή το διάλεγαν ακατάπαυστα στα τζουκ μποξ των στεκιών τους.
Το 1959 κυκλοφορεί το σινγκλ «Comanche» που ήταν αφιερωμένο στην ομώνυμη φυλή των Ινδιάνων. Ήταν ένα τραγούδι που με το στυλ παιξίματος του επηρέασε την garage punk σκηνή του ’60 αλλά και το hard rock και το punk του ’70. Το άλλο πασίγνωστο κομμάτι του, το «Apache», ήταν αφιερωμένο στην ομώνυμη φυλή και γνώρισε μεγάλη επιτυχία το 1960 μέσα από την εκτέλεση των Βρετανών Shadows, φτάνοντας στο Νο 2 των Αμερικάνικων τσάρτς (τα οποία προφανώς δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν έναν «Ινδιάνο»).
Ο Link Wray ξεκίνησε να παίζει country και στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στάλθηκε στην Κορέα για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία στη διάρκεια του πολέμου. Εκεί προσβλήθηκε από φυματίωση, με αποτέλεσμα να χάσει τον έναν του πνεύμονα. Νοσηλεύθηκε για έναν ολόκληρο χρόνο σε στρατιωτικό νοσοκομείο και οι γιατροί του είπαν ότι δεν θα μπορούσε να ξανατραγουδήσει.
Επέστρεψε στις ΗΠΑ και κάπου το 1957 άρχισενα παίζει instumental surf και rock and roll κομμάτια γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία παρ’ όλο που δισκογραφικά συναντούσε εμπόδια λόγω της καταγωγής του και όλοι προσπαθούσαν να τον εκμεταλλευτούν. Η αξία του Link Wray ως συνθέτης και κιθαρίστας πέρα από τη μουσική του καθεαυτή, βρίσκεται στα λόγια όσων επηρέασε με το παίξιμο και την τεχνική του. Ο Neil Young και ο Iggy Pop έχουν δηλώσει ότι τους έχει επηρεάσει όσο κανένας άλλος, ενώ ο Pete Townshend των Who είχε δηλώσει πως «Αν δεν υπήρχε ο Link Wray και δεν είχε γραφτεί το "Rumble" ποτέ δεν θα είχα ασχοληθεί να μάθω κιθάρα». Ο Jimmy Page είχε πει ότι το παίξιμο του Wray ήταν πραγματικά επαναστατικό και ομολόγησε ότι τον επηρέασε όσο κανένας άλλος στις αρχές της καριέρας του. Ο δε Mark E. Smith των Fall έχει πει: «Οι μόνοι άνθρωποι που με επηρέασαν πραγματικά ήταν οι Link Wray και Iggy Pop. Τύποι σαν τον Link Wray ήταν πάντα πολύ αγαπητοί και ιδιαίτεροι για μένα».
Ο Link Wray πέθανε το 2005 σε ηλικία 76 ετών στην Κοπεγχάγη της Δανίας οπού ζούσε μόνιμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του μαζί με την φίλη του. Με τις τρεις προηγούμενες γυναίκες του είχε αποκτήσει οκτώ παιδιά.
Το surf εξακολουθεί να καλπάζει επάνω σε κύματα και χορδές
Το surf σαν μουσικό είδος άρχισε να χάνει έδαφος στις ΗΠΑ εξαιτίας της λεγόμενη; «Βρετανικής Εισβολής» το 1964. Ωστόσο, ήταν ο ένας από τους πυλώνες που συνέβαλαν στην άνοδο του rock and roll μαζί με το garage-punk. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 το surf θα επηρεάσει σαν τεχνοτροπία την ανερχόμενη hardcore-punk σκηνή της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ, με μπάντες όπως οι Agent Orange, οι Adolescents, οι Social Distortion και πολλές άλλες. Από τότε που εμφανίστηκε μέχρι σήμερα εξακολουθεί και παίζεται σε όλο τον πλανήτη από εκατοντάδες γνωστές και λιγότερο γνωστές μπάντες όπως οι Barracudas, οι Surf Punks, οι Man or Astroman, οι Deadbolt, οι Bomboras, οι Ρώσοι Messer Chups, ενώ αντίστοιχα συγκροτήματα συντηρούν επάξια την ιστορικότητα του είδους με πρωταγωνιστές τους Invisible Surfers, τον Johnny Carbonaras, τους Fountoukia, τους Dirty Fuse και άλλους. Yποστηρίζεται από ένα πιστό και πολυπληθές underground κοινό και εξακολουθεί να χορεύεται ξέφρενα, πλημμυρίζοντας με ιδρώτα και αδρεναλίνη τα κορμιά, όπως ακριβώς το ομώνυμο ψυχαγωγικό άθλημα.
ΑΚΟΥΣΤΕ ένα σχετικό αφιέρωμα για τη surf μουσική από εκπομπή Reclaim The Music του Αντώνη Ζήβα που μεταδίδεται από το Μεταδεύτερο κάθε Σάββατο 4-5 μ.μ.
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The MusicΑντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The MusicΑντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music