Ο Σωτήρης Θεοχάρης γράφει για τα Ανώμαλα ρίμματα και για το χάος που έρχεται...
"Οι μαύρες σκέψεις μερικές φορές γεννάνε φωτεινές αποφάσεις..."
Στις 6 Μαρτίου 2020 οι ANFO έπαιξαν το τελευταίο τους live στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή στις 22 του ίδιου μήνα η χώρα μπήκε στο πρώτο της lockdown και στον μέχρι σήμερα αποκλεισμό των συναυλιών (τουλάχιστον όπως τις ξέραμε πριν). Παρά τις αντιξοότητες, εμείς συνεχίσαμε να δουλεύουμε το mini lp, Τhe Normal People (το οποίο τελικά κυκλοφόρησε στις 30 Ιανουαρίου 2021), ηχογραφώντας και μιξάροντας. Όμως ήταν πλέον αδύνατον να κάνουμε πρόβες με αποτέλεσμα η μπάντα να μπει σε «αναστολή μέχρι νεοτέρας» λόγω διάφορων αλλαγών στη ζωή των μελών και, φυσικά, εξαιτίας της επιδημίας.
Η μουσική για μένα είναι ζωή και το σταμάτημα της μουσικής ένα κομμάτι θάνατος. Όπως οι περισσότεροι στο κύκλο μου, έτσι κι εγώ είχα βαλτώσει και μετά από τους πρώτους δυο μήνες εγκλεισμού ένιωθα συμπιεσμένος, μεταξύ καναπέ, τηλεόρασης, μέσων κοινωνικής δικτύωσης, δουλειάς και πνευματικής απραξίας. Η δημιουργικότητα γαργαλιέται συνήθως κάτω από συνθήκες καταπίεσης και η ανάγκη να δραπετεύσεις και να αντισταθείς γίνεται τεράστια. Περπατούσα ατελείωτες ώρες με τον Lemmy, τον καλό μου σκύλο, στο Άλσος Βεΐκου και στο κεφάλι μου χόρευαν μελωδίες, μουσικές φράσεις, λόγια, φαντασιώσεις σκηνής, αναμνήσεις από πρόβες, live και ηχογραφήσεις. Και όταν έφτανα σπίτι γρατζουνούσα άγαρμπα ακόρντα στη κιθάρα, σημείωνα φράσεις από στίχους και δοκίμαζα συνθέσεις στο υποτυπώδες μου home studio. Πολλές φορές πέρναγε από το σπίτι η Νάντια Λυριτζή, με την οποία παίζαμε στους ANFO, έγραφε ριφάκια στην κιθάρα με τον μοναδικό της τρόπο και αυτοσχεδιάζαμε μαζί. Μετά από λίγο όμως, όλο αυτό με έκανε να αισθάνομαι χειρότερα αντί καλύτερα. Όσο περνούσε ο καιρός και στον ορίζοντα δεν φαινόταν να αλλάζει η κατάσταση, τόσο η αίσθηση της καταπίεσης, της απαγόρευσης, της φίμωσης, της ανημποριάς απέναντι στην άσκηση πειθαρχίας που εξασκούσε επάνω μας η κυβέρνηση, όσο και η εχθρική στάση της απέναντι σε όλες τις τέχνες που απαιτούσαν κοινωνικοποίηση, όπως η μουσική, το θέατρο, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά δρώμενα κλπ, γεννούσαν μέσα μου περισσότερη ανάγκη για δημιουργία, παράλληλα με οργή, θυμό και μένος. Αυτή η ανάγκη για δημιουργία, αυτή η οργή, ο θυμός και το μένος που δεν έβρισκαν ούτε μια χαραμάδα για να διαφύγουν, με έτρωγαν ζωντανό. Οργή, θυμός και μένος που τα διάβαζα στα πρόσωπα και τη διάθεση των περισσότερων ανθρώπων γύρω μου, μαζί με απελπισία, ιδρυματισμό, κατάθλιψη, και μια γενική εικόνα μοιρολατρικής παράδοσης άνευ όρων στην συστηματική επιβολή της υπακοής, με αφορμή αλλά όχι με αιτία την πανδημία.
Ώσπου τελικά, σε μια από τις καθημερινές βόλτες με το σκύλο μου, συνειδητοποίησα ότι ο Lemmy είχε αρχίσει να κουράζεται, είχε ασπρίσει πολύ, είχε γεράσει. Περπατούσαμε πια και οι δυο πιο αργά, λαχάνιαζε ευκολότερα και, αντικειμενικά, στα επόμενα λίγα χρόνια θα έχει φύγει. Αναρωτήθηκα με θλίψη τι θα ήθελε να κάνει τελευταίο πριν φύγει. Αν θα ήθελε να φύγει παίζοντας με την αγαπημένη μπάλα του ή κολυμπώντας στην αγαπημένη του θάλασσα ή ζευγαρώνοντας μέχρι τελικής πτώσεως με μια ξανθιά Λαμπραντορίνα, ή κατασπαράσσοντας μέχρι σκασμού δέκα κιλά ψητό σολομό. Τι θα ήθελε να του προσφέρουμε για να νιώθει όμορφα μέχρι την ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής του. Και αν τελικά, όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα έχει φύγει ευτυχισμένος από τη ζωή μαζί μας ή μήπως η πειθαρχημένη ζωή που του προσφέρουμε, όσοι αγάπη κι αν περιέχει, θα τον άφηνε πικραμένο, καταπιεσμένο και με ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Κουβεντιάζοντας σαν παρανοϊκός με τον απελπισμένο εαυτό μου, ενώ ταυτόχρονα με κατέκλυζαν ιδέες για τραγούδια, γεννήθηκε ξαφνικά μέσα μου μια σχεδόν κυνική ερώτηση : «Αν αυτό τραβήξει για χρόνια, αν δε ανοίξει τίποτα, αν πεθάνεις και δεν προλάβεις να κάνεις ό,τι θέλεις και ονειρεύεσαι μουσικά ; Τι είναι αυτό που θα ήθελες να έχεις προλάβει να κάνεις περισσότερο απ όλα;» Σκέψη μαύρη κι άραχνη...
Όμως ήταν μια λαμπερή ανοιξιάτικη μέρα που μύριζε ζωή και ανανέωση. Και μέσα σε δευτερόλεπτα η απάντηση ήρθε ενστικτωδώς, λαμπρή και έγχρωμη. Θα ήθελα, έστω για μια τελευταία φορά, να παίξω σε μια μπάντα που θα λειτουργεί όπως όταν ξεκινούσαμε τις μπάντες μας σαν έφηβοι. Μονομανιακά, με το κέφι, τη χαρά και την αφοσίωση πάνω απ’ όλα. Μια μπάντα κινούμενη από ένστικτο, χωρίς πολυπλοκότητες, χωρίς περιττούς ορισμούς, χωρίς η καθημερινότητα να επεμβαίνει στη δημιουργία, χωρίς αιτία. Για τη χαρά της χαράς, βρε αδερφέ, έτσι απλά. Και χωρίς τη μιζέρια των «ενήλικων συγκροτημάτων»: χωρίς άλλα «δε προλαβαίνω», «δε μπορώ, την τάδε μέρα παίζει ο Πανλαρισαϊκός στον τελικό», «έχω άλλες προτεραιότητες στη ζωή μου», «δε ζω ρε φίλε από αυτό και δε μπορώ να πληρώνω πρόβες χωρίς κέρδος», «δεν μπορώ να ταξιδεύω για live επειδή ζηλεύει το ταίρι μου», «λυπάμαι αλλά για τους επόμενους 148 μήνες έχω να τετοιώσω το τέτοιο και να απαυτόσω το αυτό». Χωρίς άλλα «’ντάξ μωρέ, πώς κάνεις έτσι, ένα χόμπι είναι δεν είμαστε δα και οι Rolling Stones!», «ήπια μπάφους και ξέχασα να έρθω, θύμισε μου λίγο πoια μπάντα είμαστε και πώς με λένε», «είμαι μουσικός με τεράστια μουσική παιδεία, βαριέμαι να παίζω με άσχετους», «ο κιθαρίστας γαμήθηκε με την πρώην της πρώην μου, εγώ με αυτόν το μαλάκα δε ξαναπαίζω, φεύγω απ την μπάντα», «θα κάνω το προσωπικό μου πρότζεκτ με έντεχνο λαϊκό γιατί με σας χαραμίζομαι» κλπ. Μια μπάντα με ελληνικό στίχο. Σίγουρα με ελληνικό στίχο γιατί είχα επιθυμήσει αφόρητα την αμεσότητα και στη συγκεκριμένη φάση της ζωής μου οι στίχοι που ξεπηδούσαν κάθε μέρα από το μυαλό μου ήταν όλοι στα ελληνικά. Άφησα τη σκέψη αυτή να μείνει στο κεφάλι μου για μερικούς μήνες, να κρυώσει, και αφού δεν άλλαξε τη μοιράστηκα μια μέρα με την Νάντια – ήταν αρχές Αυγούστου του 2020. Τη μοιράστηκα μαζί της ξέροντας ότι περνούσε το ίδιο βασανιστήριο και είχε αντίστοιχους προβληματισμούς, ενώ παράλληλα η έως τότε συνεργασία μας μουσικά ήταν άψογη και δοκιμασμένη. Ανταλλάσσαμε αστραπιαία ιδέες, κατανοούσε κάθε στοιχειώδη σύνθεση μου αμέσως και την επέκτεινε με ένα μοναδικό, ιδιαίτερο, τρόπο. Δεν είχαμε ποτέ την παραμικρή μουσική διαφωνία, παρά τις πολύ διαφορετικές καταβολές μας. Επίσης, γνώριζα ότι αισθανόταν την ίδια κούραση που αισθάνεται κανείς παίζοντας με μπάντες στην Ελλάδα, όπου τα μέλη αλλάζουν διαρκώς, οι ταχύτητές τους διαφέρουν ανάλογα με την προσωπική τους ζωή και, στο τέλος, οι πιο τρελοί και αφοσιωμένοι καταλήγουν να τρέχουν πίσω απ τους πιο αργούς και λιγότερο αφοσιωμένους. Όταν ανήκεις στην εργατική τάξη και δεν βιοπορίζεσαι από τη μουσική, είναι λογικό οι προτεραιότητές σου να επισκιάζουν την μπάντα. Κατανοητό, και κανείς δε μπορεί να μεμφθεί για αυτό. Έτσι κι αλλιώς, το να κάνεις rock n roll στην Ελλάδα μετά από μια ηλικία, δουλεύοντας, έχοντας οικογένεια και παιδιά, είναι ήδη ένα μικρό ιδεαλιστικό κατόρθωμα. Όμως από τη μια, εγώ και η Νάντια βαράγαμε την ίδια τρέλα σε αυτό το ζήτημα, οι μπάντες και το rock n roll ήταν για μας πρώτη προτεραιότητα και ανάγκη ζωής πάνω απ’ όλα, και από την άλλη, ποτέ δεν είχαμε πάρει πολύ σοβαρά τους εαυτούς μας ως «καλλιτέχνες». Το κάναμε επειδή γουστάραμε να το κάνουμε και επειδή το είχαμε περισσότερο ανάγκη από οτιδήποτε άλλο. Της ανακοίνωσα λοιπόν τις σκέψεις μου και απάντησε αμέσως πολύ φιλοσοφημένα και βαθυστόχαστα : «Ναιιιιιιιιιιιιι ρε μαλάκα ! Μέσααααα, πάμε να το κάνουμε, πάμε να τα σπάσουμε».
Είχα ήδη βρει το όνομα για τη μπάντα : «Ανώμαλα ρίμματα», φαινομενικά ανορθόγραφο αλλά απολύτως σωστό. Πάντα βρίσκω ονόματα για τις μπάντες πριν τις φτιάξω, επειδή έτσι αυτόματα περιχαράσσεται το ύφος. Η ρήξη με την κανονικότητα με συνοδεύει από παιδί και δεν θα την απεμπολήσω ποτέ, είναι βαθύ κομμάτι της προσωπικότητας μου. Τη σιχαίνομαι την κανονικότητα, είναι η βαθιά ουσία του φασισμού. Και η «κανονικότητα» ήταν η λέξη που χρησιμοποιήθηκε ως σλόγκαν όταν επιβλήθηκε τόσο ισχυρά με τα lockdown και τις καραντίνες η ισοπέδωση κάθε κοινωνικότητας και όταν εξαπολύθηκε η λάσπη απέναντι στη νεολαία που λίγο πολύ βαφτίστηκε «δημόσιος κίνδυνος», προκειμένου να τιθασευτεί η «αντικανονική» ορμή της. Η διαφορετικότητα είναι πάντα ο φόβος και ο τρόμος κάθε συστήματος «κανονικότητας». Το λογοπαίγνιο «Ανώμαλα ρίμματα» λοιπόν ήταν η συμπτυγμένη δήλωση για το τι εκφράζουμε εμείς, αλλά και ένας ολάκαιρος κόσμος που αρνείται να είναι «κανονικός και καθώς πρέπει», «άριστος» και «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος». Ένας κόσμος που είναι παραπεταμένος, περιφρονημένος, καταπιεσμένος αλλά και φορτισμένος, έτοιμος να εκτοξεύσει την οργή του, να δηλώσει ανοιχτά τη διαφορετικότητα του και να παλέψει σκληρά για αυτή.
Στις επόμενες κουβέντες με τη Νάντια, θέσαμε τις βασικές προϋποθέσεις για το πώς θα το κάναμε. Πώς θα το κάναμε πρακτικά εφικτό προκειμένου να λειτουργήσουμε μέσα στην καθημερινότητα των ενήλικων υποχρεώσεων μας, διατηρώντας εκείνη την ποθητή ανήλικη rock n roll νοοτροπία. Κατ’ αρχάς, είπαμε όσο λιγότεροι τόσο πιο εύκολο. Καταλήξαμε στο ελάχιστο και πλέον ευέλικτο σχήμα : το τρίο. Έπρεπε να παίξω μπάσο, εγώ, ο εξαιρετικά αδέξιος με οποιοδήποτε μουσικό όργανο, εγώ, που δε είχα ξαναπιάσει μπάσο στη ζωή μου, και ταυτόχρονα έπρεπε να τραγουδάω. Συνεπώς, το μπάσο θα έπαιζε τα στοιχειώδη και βασικά ρυθμικά και η κιθάρα θα είχε όλο το χώρο και την ελευθερία να χρωματίζει μελωδίες, να αναπτύσσει αρμονίες, να ριφάρει κλπ. Και θέλαμε έναν ρυθμικό, σταθερό ντράμερ με μπόλικη φαντασία, που να κάνει το σύνολο να «χορεύει». Θέλαμε να ξεκινήσουμε άμεσα και θέλαμε να δουλέψουμε πολύ, να αφοσιωθούμε σε αυτό 1000%. Απευθυνθήκαμε στον Στάθη Παπανδρέου, τον πρώτο ντράμερ των ΑΔΙΕΞΟΔΟ και φίλο μας, εκείνος δέχτηκε και έτσι αρχίσαμε να τζαμάρουμε. Τέλος Αυγούστου του 2020 βαλθήκαμε να πειραματιζόμαστε σε διάφορες συνθέσεις με τη βοήθεια του Στάθη, ο οποίος όμως είχε συγκεκριμένες υποχρεώσεις με την μπάντα του, τους Art Telepaths, και ήταν αδύνατον (και λόγω μεγάλης απόστασης που μέναμε μεταξύ μας) να ακολουθήσει τους ξέφρενους ρυθμούς μας και να δεσμευτεί με τις απαιτήσεις μας ως προς το χρόνο. Εξάλλου, ο Στάθης εξαρχής ήρθε περισσότερο σαν φίλος για να μας βοηθήσει στα τζαμαρίσματα, ξέροντας ότι ήταν δύσκολο να ακολουθεί δυο μπάντες ταυτόχρονα. Όμως, στα λίγα τζαμ που κάναμε μαζί του, προχωρήσαμε συνθετικά και άρχισε να δημιουργείται το χρώμα, η μυρωδιά και η κατεύθυνση των συνθέσεων. Στις 28 Οκτωβρίου ήρθε σε μια πρόβα ο Φώτης Μεγαλούδης για να τον δοκιμάσουμε και να μας δοκιμάσει. Μετά τα πρώτα 45 λεπτά τζαμάροντας μερικές ιδέες, σηκώσαμε τα κεφάλια μας, αλληλοκοιταχτήκαμε και χαμογελάσαμε έχοντας καταλάβει ότι «αυτό είναι!» Ο Φώτης είχε ξαναπαίξει με την Νάντια στο παρελθόν και λειτούργησε άμεσα και με οικειότητα, παίζοντας ακριβώς το ρυθμικό υπόβαθρο που υπηρετούσε τα τραγούδια με χαρακτήρα και ευρηματικότητα. Στο διάλειμμα της πρόβας, αφού ξεκαθαρίστηκαν η διαθεσιμότητα και η γενική του διάθεση, τα «Ανώμαλα ρίμματα» απέκτησαν τη σύνθεση τους, την μορφή και την ουσία τους. Βιαστικός, ευχάριστος και ορμητικός, ο Φώτης συμπλήρωσε την μπάντα που σύντομα έγινε και μια καλή παρέα. Στο τέλος της ίδιας εκείνης πρόβας τέθηκαν επίσης οι στόχοι. Άμεσα και με ενθουσιασμό. «Αντάρτικο» είπαμε ! Θα κάνουμε «αντάρτικο» στην απαγόρευση της ύπαρξής μας. Υπόγεια και «παράνομα», δεδομένου ότι η λειτουργία των στούντιο και οι πρόβες ήταν απαγορευμένα. Είπαμε πως ό,τι κι αν γίνει, δεν θα σταματήσουμε, θα παίζουμε τρεις μεγάλες πρόβες τη βδομάδα, στη ζούλα, είτε ξαναγίνει lockdown, είτε πέσει κομήτης, είτε κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος, είτε καταργηθεί με διάταγμα η τέχνη και ο πολιτισμός, είτε γαμηθεί ο Δίας με τον Αλλάχ και ο Χριστούλης κάνει μπανιστήρι. Και τον Μάρτη, είπαμε, θα μπούμε στούντιο με όσα κομμάτια έχουμε συνθέσει μέχρι τότε.
Λίγες μέρες μετά ξεκίνησε το ακόμα χειρότερο, μακρύτερο και αυστηρότερο lockdown. Δε μπορούσαμε πλέον να κάνουμε πρόβες στο στούντιο Ψ, στο κέντρο της Αθήνας, γιατί οι δυο μέναμε πολύ μακριά και ήταν αδύνατο να μετακινούμαστε προς τα εκεί με οπουδήποτε τέχνασμα. Έτσι αποφασίσαμε να βρούμε ένα στούντιο, το οποίο να βρίσκεται περίπου στη μέση των αποστάσεων, να λειτουργεί στη ζούλα ώστε να ρισκάρουμε λιγότερο τα 300ρια και να συνεχίσουμε ακάθεκτοι. Για πολλή καλή μας τύχη, με συστάσεις κοινών φίλων, ανακαλύψαμε το o-zone studio και τον Γιάννη Γερονικολό στη Λαμπρινή, όπου η απόσταση μας βόλευε όλους. Κυριολεκτικά, πηγαίναμε σαν τους κλέφτες, σχεδόν τρεις φορές τη βδομάδα και κάναμε τρίωρες και τετράωρες πρόβες. Είχαμε αποφασίσει πως θα μοιραζόμασταν όποιο πρόστιμο έτρωγε καθένας μας αν τελικά πέφταμε στην άτυχη στιγμή να μας ελέγξει κάποιος μαλακόμπατσος. Τελικά, ευτυχώς αυτό δε συνέβη ποτέ. Πρέπει να σπάσαμε το κοντέρ των ημερήσιων μηνυμάτων-απάτη, «για άσκηση», «βόλτα με κατοικίδιο», «σουπερμάρκετ», «βοήθεια σε σπίτι», «φαρμακείο», κλπ και περπατήσαμε και οδηγήσαμε πολλά βράδια μέσα από μικρά, απόκεντρα στενά, προσεκτικά, πολύ μετά την ώρα λήξης της κυκλοφορίας, για να γυρίσουμε σπίτια μας. Είχε αυτό από μόνο του μια παιχνιδιάρικη αίσθηση και μια γοητεία, μια αλητεία, να σπας την τρομοκρατία και να μην υπακούς, να κοροϊδεύεις το σύστημα. Ο Γιάννης στην ουσία παρακολουθούσε την γέννηση και την εξέλιξη της μπάντας από την αρχή της και η χημεία μαζί του ήταν από την πρώτη στιγμή πολύ καλή. Έτσι, όταν τον Δεκέμβρη του 2020 φτάσαμε να κάνουμε ένα ντέμο, έχοντας συνθέσει ήδη έξι κομμάτια, γνωρίζαμε από το αποτέλεσμα ότι ο Γιάννης ήταν ο άνθρωπος στον οποίον θα εμπιστευτούμε την παραγωγή του δίσκου μας.
Έτσι, εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχαμε δώσει μεταξύ μας στην πρόβα της 28 Οκτωβρίου 2020, στις 25 Μαρτίου 2021αρχίσαμε να γράφουμε τον πρώτο μας δίσκο. (Κάτι τρέχει με τη μπάντα και τις εθνικές επετείους, πρέπει να το κοιτάξουμε…) Όλα έγιναν γρήγορα αλλά όχι απρόσεχτα. Με πολύ κέφι και χαρά. Ο Γιάννης, έχοντας τις κατάλληλες γνώσεις κι έχοντας ακούσει σε κάθε πρόβα τις συνθέσεις, τον ήχο, το ύφος και τις δυνατότητες της μπάντας, ήξερε πολύ καλά πώς και τι να κάνει προκειμένου να αποτυπώσει τα τραγούδια πολύ κοντά στην αληθινή τους διάσταση. Χωρίς κατάχρηση σε φτιασίδια, εφέ και overdubs, όσο πιο ρεαλιστικά μπορούσε να γίνει και όσο πιο κοντά στον ήχο της μπάντας. Και το έκανε με τρόπο καταπληκτικό. Τόσο καλά, που έμοιαζε να είναι μέσα στα μυαλά μας. Στην ουσία, λειτούργησε ως παραγωγός, αλλά με την χαλαρότητα της παρέας στην οποία άνηκε πλέον κι εκείνος και με πολύ μεράκι. Στις 26 Ιουνίου 2021 παίξαμε το πρώτο μας live στην πλατεία Αγίου Ανδρέα στη Λαμπρινή και στις 10 του ίδιου μήνα κυκλοφόρησε διαδικτυακά, με δωρεάν κατέβασμα από το bandcamp, ο δίσκος μας με τίτλο Έρχεται Χάος που περιέχει δέκα τραγούδια.
Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει …
Bandcamp
YouTube
Facebook
Instagram
Σωτήρης Θεοχάρης
Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
Σωτήρης Θεοχάρης
Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
Σωτήρης Θεοχάρης
Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...