Frank Farian, όπως λέμε... Boney Μ!

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Ξέρω ότι αυτό μπορεί να σας ξενίσει, αλλά θα ξεκινήσω με μια σκηνή από την ταινία Μάθε Παιδί μου Γράμματα στην οποία πρωταγωνιστούσε ο αείμνηστος Κώστας Τσάκωνας: «Σπούδασα Μηχανολόγος-Μεταλλειολόγος με ειδικότητα στις υψικάμινους», λέει σε μια στιγμή ο Τσάκωνας. «Δεν ήξερες ότι υπάρχει κίνδυνος να μείνεις χωρίς δουλειά;», τον ρωτάει κάποιος...

«Η επιλογή δεν έγινε τυχαία», απαντά ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Τσάκωνας. «Η κυβέρνηση είχε εξαγγείλει νέα μέτρα για την αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου. Αυτό για εμένα άνοιξε ένα νέο δρόμο για επιστημονική ειδίκευση ανωτέρου επιπέδου. Βέβαια, εκείνο τον καιρό ένας μεγαλοβιομήχανος έλεγε ότι ο ορυκτός μας πλούτος είναι προίκα της καθυστερημένης Ελλάδας για τον γάμο της με την προηγμένη Ευρώπη. Αυτό εγώ τότε, δεν το έλαβα υπόψιν μου. Γιατί σκέφτηκα και είπα: Τι πάει να κάνει αυτός; Πάει να τα βάλει με το κράτος; Που να ξέρω εγώ όμως ότι κράτος στην ουσία είναι αυτός… Γιατί όχι μόνο τον ορυκτό μας πλούτο δώσαμε στην ΕΟΚ αλλά ολόκληρη την Ελλάδα»…

Frank Farian

Αν αναρωτηθεί κάποιος τι γυρεύουν στο ίδιο κείμενο ο Τσάκωνας, ο ορυκτός πλούτος της Ελλάδας και οι Boney M, τότε σίγουρα δεν έχει δει τη μνημειώδη ταινία του Θόδωρου Μαραγκού που την περίοδο 1981-1982 έκοψε 321.571 εισιτήρια, ήρθε πρώτη ανάμεσα σε 46 ταινίες της ίδιας σεζόν και έφυγε με τέσσερα βραβεία από Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Α΄ γυναικείου ρόλου στην Άννα Μαντζουράνη, Α' ανδρικού ρόλου στο Βασίλη Διαμαντόπουλο, σκηνογραφίας και ειδικό βραβείο ερμηνείας στο Νίκο Καλογερόπουλο.
Στο χαρακτήρα που υποδύθηκε ο τελευταίος, ο Καλογερόπουλος δηλαδή, υπάρχει και η σύνδεση με τους Boney M, αφού στην ταινία ο Σωκράτης Παπαχριστοφόρου (ο χαρακτήρας του Καλογερόπουλου) χρησιμοποιεί το τραγούδι των Boney M «Rasputin» για να συνοδεύει τις κωμικές χορευτικές φιγούρες του ως ερωτικό κάλεσμα. Κυκλοφορεί στους δρόμους του χωριού με το κασετόφωνό του και βάζει αυτό το τραγούδι ελπίζοντας να προσελκύσει κοπέλες.
Το 1978-1979, το «Rasputin» είχε πάει νούμερο 1 σε πολλές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστραλία, νούμερο 2 στην Μεγάλη Βρετανία, νούμερο 10 στα χορευτικά του Billboard στην Αμερική κ.ο.κ. Επομένως, την εποχή που ο Μαραγκός γύριζε την ταινία του, ήταν το ξένο τραγούδι της εποχής που γνώριζαν όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες ελληνικές ταινίες, αλλά στη συγκεκριμένη το «Rasputin» έπαιξε σχεδόν σεναριακό ρόλο.
Όλοι στην Ελλάδα ήξεραν πλέον τους Boney M. Πόσο καλά τους γνώριζαν όμως; Γνώριζαν κυρίως την φιγούρα του συμπαθέστατου χορευτή τους, Bobby Farrell, και κατόπιν, τις κυρίες Liz Mitchell, Marcia Barrett και Maizie Williams. Αυτό όμως που διαδραματιζόταν πίσω από την αυλαία δεν ήταν πολύ ξεκάθαρο για το κοινό.
Οι Boney M ήταν δημιούργημα του Γερμανού μουσικού και παραγωγού Frank Farian (το κανονικό του όνομα είναι Franz Reuther). Οι συνομήλικοί μου τον γνωρίζουν κυρίως για τους Boney M, αλλά και για το επόμενο δημιούργημά του: τους Milli Vanilli.

Boney M

Και ο λόγος που θέλησα να γράψω το παρόν κείμενο είναι ο ίδιος ο Farian και η πορεία του στην μουσική βιομηχανία. Παραξενεύτηκα από το φοβερό αντίκτυπο της αποκάλυψης ότι οι Milli Vanilli δεν τραγουδούσαν στα τραγούδια τους, ότι ήταν playback (όπως λέμε στην Ελλάδα) κουνώντας απλώς τα χείλη τους, ενώ οι Boney M, στους δίσκους των οποίων τραγουδούσαν μόνο οι δύο από τις τρεις κοπέλες, πούλησαν 150 εκατομμύρια αντίτυπα και τους θυμούνται όλοι με συμπάθεια, ενώ για την Ελλάδα συμβολίζουν μουσικά μια εποχή.

Ο Frank Farian γεννήθηκε το 1941 στο Κερν της Γερμανίας, και πριν ασχοληθεί με την μουσική, είχε σπουδάσει για να γίνει σεφ. Το 1967 εγκαινίασε την σόλο καριέρα του διασκευάζοντας στα γερμανικά το «Mr. Pitiful» του Otis Redding.
Στράφηκε στην Αμερική, αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν για ένα Γερμανό που έπαιζε μαύρη μουσική (είχαν ντόπιους λευκούς μουσικούς για αυτή τη δουλειά, γιατί να τους φάει το ψωμάκι ένας ξένος; (Διαβάστε σχετικά στο άρθρο μου για τον Elvis). Έτσι, λοιπόν, ο Farian στράφηκε πάλι στην αγορά της Γερμανίας που ήταν και η πατρίδα του.
Η επόμενη κυκλοφορία του ήταν ένα επτάιντσο με δυο δικές του συνθέσεις, («Gipsy»/«Wenn Alle Wünsche In Erfüllung Gehen») που ανήκουν σε ένα μουσικό είδος το οποίο στη Γερμανία λέγεται Schlager (σημαίνει χιτ). Πρόκειται για ένα easy listening είδος που προσπαθεί να ικανοποιεί τους πάντες. Κάτι σαν τα τραγούδια της Eurovision, δηλαδή. (Είναι αυτό που λένε μερικοί «Εγώ ακούω απ’ όλα» ή «Σκασίλα μου, ας πάμε όπου γουστάρει η παρέα, εγώ ακούω και Τερλέγκα και Hawkwind…» Για να δώσω ένα παράδειγμα, οι ΑΒΒΑ συνδυάζουν στον ήχο τους στοιχεία παραδοσιακής σουηδικής μουσικής, με Schlager και ποπ-ροκ.
Στα επόμενα πέντε χρόνια, ο Farian κυκλοφόρησε διάφορα δισκάκια με μικρή επιτυχία, όπως το «When You ’ve Gotta Go» του Solomon King που το 1971 o Farian επίσης το τραγούδησε στα γερμανικά, ενώ πλέον έκανε ο ίδιος παραγωγή στους δίσκους του. Και καθώς εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας οι διασκευές τραγουδιών με τους στίχους να αλλάζουν ανάλογα με τη γλώσσα της κάθε χώρας (μη νομίζετε ότι γινόταν μόνο στην Ελλάδα – ακόμα και οι Beatles τραγούδησαν στα γερμανικά)) ήρθε η ώρα να επισκεφθεί κι εκείνος το γερμανικό νούμερο ένα με το «Rocky», μια διασκευή ενός τραγουδιού του Austin Roberts.

Frank Farian

Tο επόμενο τραγούδι του πάντως έχει μεγάλο ενδιαφέρον, επειδή ήταν μια διασκευή του ska τραγουδιού «Al Capone» που είχε κυκλοφορήσει ο Τζαμαϊκανός Prince Buster το 1964. Κι αν δεν σας λέει τίποτα αυτό το τραγούδι, να σας αποκαλύψω ότι το έπιασαν οι Specials το 1979 και το διασκεύασαν στη γνωστή τους επιτυχία «Gangsters», παραλλάσσοντας μάλιστα την αρχική ατάκα του τραγουδιού από «Al Capone's guns don 't argue» σε «Bernie Rhodes knows, don 't argue» (μια άμεση επίθεση στον τότε μάνατζερ των Clash, Bernie Rhodes).
Στη δική τους εκδοχή οι Specials κράτησαν τα στροφιλίκια του αυτοκινήτου που ακούγονται στην αρχή του τραγουδιού και του έδωσαν έναν πιο μοντέρνο αέρα, αν και δεν το συμπεριέλαβαν στο πρώτο τους άλμπουμ μολονότι μπήκε στα 10 πρώτα της Μεγάλης Βρετανίας, με εξαίρεση μερικές εκδόσεις που κυκλοφόρησαν σε χώρες του εξωτερικού.
Στην εκδοχή του «Al Capone» που ο Farian κυκλοφόρησε τρία χρόνια πριν τους Specials, είχε μιξάρει τα βασικά στοιχεία της αρχικής σύνθεσης με ποπ φωνητικά σε στυλ schlager, όπως συνήθιζε να κάνει, πρόσθεσε disco τέμπο και κιθάρες, ενώ πιτσάρισε την φωνή του ώστε να ακούγεται μπάσα και κατόπιν έγραψε κι άλλες που τις πιτσάρισε πολύ ψηλά και τις τσοντάρισε σαν backing vocals. Επειδή το αποτέλεσμα δεν «κόλλαγε» με το μουσικό στυλ που είχε μέχρι τότε, και αισθανόταν κάποια ανασφάλεια να το κυκλοφορήσει με το δικό του όνομα, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το όνομα του ντεντέκτιβ Boney από μια αυστραλιανή τηλεοπτική σειρά και πρόσθεσε το Μ επειδή έτσι του άρεσε καλύτερα. Του έκανε «κλικ».
Ο τίτλος που έδωσε στο τραγούδι ήταν «Baby Do You Wanna Bump», ο ίδιος μετονομάστηκε σε Producer Zambi και αυτή ήταν η πρώτη κυκλοφορία του συγκροτήματος Boney M, το 1976.
Κάποιοι ίσως θυμούνται ότι εκείνα τα χρόνια έκαναν επιτυχία στην Βόρεια Ευρώπη τραγουδιστές από εξωτικές χώρες. Ένας από αυτούς, έτσι για να θυμηθούν οι παλιότεροι, ήταν ο Afric Simone από τη Μοζαμβίκη (τότε έμενε στο Βέλγιο και σήμερα ζει στην Γερμανία) που το 1975 γνώρισε επιτυχία με τα τραγούδια «Ramaya» και «Hafanana». Ένας άλλος λόγος που τέτοια τραγούδια γίνονταν γνωστά ήταν ίσως η ευθυμία που προκαλούσαν λιώνοντας πίστες…
Το «Baby Do You Wanna Bump» μπορεί να μην έγινε νούμερο ένα στη Γερμανία, αλλά καθώς σκαρφάλωσε μέχρι το 14 της Ολλανδίας και το 8 του Βελγίου άρχισε η ζήτηση για ζωντανές εμφανίσεις των Boney M.

Boney M

Η κατάσταση ανάγκασε τον Farian να δημιουργήσει ένα συγκρότημα από το μηδέν και αφού στο σινγκλ δεν υπήρχαν άλλες φωτογραφίες πέρα από μια αμερικάνικη σημαία και τη σκιά μιας γυναίκας, κανείς δεν ήξερε πώς ήταν τα μέλη της μπάντας. Έτσι ο Farian πήρε την απόφαση να χρησιμοποιήσει φωτομοντέλα και χορευτές που παρίσταναν ότι τραγουδούσαν. Ήταν ο συνδυασμός της εξωτικής ομορφιάς με τη ζωντάνια της κίνησης; Σίγουρα ο Farian ήθελε κάτι εμπορικό και αφού αυτό έβλεπε να πουλάει γύρω του, ακολούθησε κι εκείνος την ίδια συνταγή.
Το πρώτο μέλος του γκρουπ ήταν το μοντέλο Maizie Williams από την βρετανική αποικία Μοντσεράτ. Η Williams είχε μεγαλώσει στην Αγγλία και ζούσε στην Γερμανία, όπου μια μέρα ο Farian την πέτυχε να τρώει σε ένα εστιατόριο παρέα με μια φίλη της, την Sheyla. Μικρή σημασία είχε αν είχε ταλέντο στο τραγούδι, αλλά αφού μπορούσε να εντυπωσιάζει με το παρουσιαστικό της και απλώς να κουνάει τα χείλη της πάνω στην σκηνή, η δουλειά γινόταν.
Έτσι λοιπόν η Maizie με την Sheyla, άλλη μια κοπέλα και ένα αγόρι, ξεκίνησαν τις ζωντανές εμφανίσεις ως Boney M σε διάφορες ντισκοτέκ και τηλεοπτικά προγράμματα, μέχρι που η Sheyla σκέφτηκε ότι η φωνή της δεν ήταν για να «θάβεται» παριστάνοντας ότι τραγουδάει με τη φωνή κάποιας άλλης κι έφυγε για σόλο καριέρα. Έψαξα να δω τι απέγινε, αλλά το όνομά της δεν αναφέρεται ούτε καν στα βιογραφικά των Boney M…
Στην έξοδο από την «μπάντα» την ακολούθησαν και τα άλλα δύο μέλη, τα ονόματα των οποίων δεν θα μάθουμε ποτέ, αφήνοντας μόνη την Maizie, μέχρι που ο Farian ανακάλυψε τον Bobby Farrell, ο οποίος τότε δούλευε ως dj και τον έφερε στο συγκρότημα μαζί με την Τζαμαϊκανή τραγουδίστρια Marcia Barrett, η οποία είχε στο ενεργητικό της ένα σιγκλ του 1971 με τίτλο «Could Be Love». Τελευταία προσθήκη στην σύνθεση των Boney M ήταν η επίσης Τζαμαϊκανή Liz Mitchell, η οποία το 1972 είχε κυκλοφορήσει ένα 45άρι με το ντουέτο Malcolm and Liz.

Η επιτυχία του «Baby Do You Wanna Bump» ανάγκασε τον Farian να συνθέσει ένα ολόκληρο άλμπουμ για τους Boney M. Σκέφτομαι ότι ο ίδιος πρέπει να είχε ανάμικτα συναισθήματα σχετικά με την επιτυχία, επειδή η μουσική που έκανε τόσα χρόνια με αγάπη δεν είχε την επιτυχία που ήθελε, ενώ το side project του φαινόταν να πήγαινε καλά. Είμαι σίγουρος ότι μέσα του πρέπει να ήταν κάπως πικραμένος, αλλά είμαι πιο σίγουρος ότι με τα χρήματα που κέρδισε κάλμαρε και του έφυγε η τσαντίλα.
H Marcia Barrett και η Liz Mitchell τραγουδούσαν όλα τα γυναικεία μέρη των φωνητικών, ενώ ο Farian συνέχισε να ηχογραφεί με την μπάσα φωνή του που όλοι γνωρίζουμε από τους Boney M. Στις συναυλίες, οι Barrett και Mitchell τραγουδούσαν, η Williams παρίστανε ότι τραγουδούσε και, μαζί με τον σίγουρα εντυπωσιακό Farrell, απλά κουνούσε τα κορμί της και τα χείλη της.
Το «Baby Do You Wanna Bump» συμπεριλήφθηκε στο πρώτο άλμπουμ της μπάντας που είχε γενικό τίτλο Take The Heat Off Me, αλλά επειδή δεν είχαν πάρει την άδεια από την εταιρεία που είχε κυκλοφορήσει το «Al Capone» (αχ, βρε Farian) έμεινε έξω από τις εκδόσεις της Αμερικής, της Μεγάλης Βρετανίας, της Βραζιλίας και της Ιαπωνίας. Πονηριά; Ναι! Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες. Νομίζω πάντως ότι αργότερα οι δισκογραφικές τα βρήκαν και η εταιρεία του Prince Buster κυκλοφόρησε το «Baby Do You Wanna Bump» σε 12ιντσο για να φάνε κι αυτοί λίγο ψωμάκι…
Αυτό που με στενοχωρεί είναι η φάση του Bobby Farrell γιατί, κακά τα ψέματα, τον χρησιμοποίησαν και μετά τον πέταξαν όπως συμβαίνει με τόσους και τόσους στη μουσική βιομηχανία.


Ο Farrell γεννήθηκε στην Αρούμπα και όταν τέλειωσε το σχολείο του στα 15, μπαρκάρισε σαν ναυτικός και ο δρόμος του τον έβγαλε αρχικά στη Νορβηγία και κατόπιν στην Ολλανδία. Η προσφορά του στην εικόνα των Boney M ήταν τεράστια αλλά η συμβολή του στους δίσκους σχεδόν μηδαμινή, μέχρι το 1981, όταν εγκατέλειψε την μπάντα έπειτα από κόντρες που είχε με τον Farian. Τον αντικατέστησε ο γκανέζικης καταγωγής Βρετανός Reggie Tsiboe μέχρι το 1984, οπότε ο Farrell επέστρεψε και έγιναν κουιντέτο μέχρι την οριστική τους διάλυση το 1986.
Όταν έφυγε την πρώτη φορά από τους Boney M ο Farrell παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του χωρίς να πάρει δεκάρα (υπέγραψε νόμιμα χαρτιά γι’ αυτό) και επέστρεψε στο Άμστερνταμ για να μείνει με την μητέρα του. Μετά το 1986 σχημάτισε τους Bobby Farrell's Boney M και πέθανε στις 30 Δεκεμβρίου 2010 από καρδιακή ανεπάρκεια σε ηλικία 61 ετών.
Ο ατζέντης του, John Seine, έχει πει ότι ο Farrell παραπονιόταν για αναπνευστικά προβλήματα μετά την εμφάνισή του με το συγκρότημά του το προηγούμενο βράδυ. Το προσωπικό του ξενοδοχείου ανακάλυψε το άψυχο σώμα του, αφού απέτυχε να ανταποκριθεί σε κλήση συναγερμού. Κατά σύμπτωση, ο Farrell πέθανε ακριβώς 96 χρόνια μετά τη δολοφονία του Γκριγκόρι Ρασπούτιν, «σατανικού μοναχού» των Ρώσων τσάρων και θέματος του διασημότερου τραγουδιού των Boney M, και μάλιστα στην ίδια ρωσική πόλη, την Αγία Πετρούπολη.

Bobby Farrell

Όμως το αυτό κείμενο αφορά τον Frank Farian και σε αυτόν θα επιστρέψω, καθώς εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για τους Boney M και το 1985 δημιούργησε τους Far Corporation (το Far από το Farian), ένα σούπεργκρουπ με τα μέλη των Toto, Steve Lukather, David Paich, Bobby Kimball, Simon Phillips, και τον τραγουδιστή Robin McAuley των McAuley Schenker Group.
Την ίδια χρονιά οι Far Corporation κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο Division One και ήταν η πρώτη μπάντα που γνώρισε επιτυχία με διασκευή του «Stairway to Heaven» των Led Zeppelin (έφτασε στο Νο 8 στην Αγγλία). Μάλιστα, στη γερμανική τηλεοπτική εκπομπή Rockpop, ο Robert Plant συνεχάρη στα παρασκήνια τον Robin McAuley για την καταπληκτική ερμηνεία του. Το 1994 οι Far Corporation κυκλοφόρησαν άλλο ένα άλμπουμ (υπάρχει και ένα ακυκλοφόρητο από την πρώτη τους περίοδο) και κάμποσα σινγκλ, επίσης με διασκευές, όπως το «Rikki Don't Lose That Number» των Steely Dan και το «Sebastian» των Cockney Rebel, με διαφορετικούς μουσικούς στην σύνθεσή τους.
To 1988 o Farian σκέφτηκε να επαναλάβει την επιτυχία των Boney M, αλλά αυτή την φορά αποφάσισε να το πάει ένα κλικ παραπέρα με τους Milli Vanilli. Πήρε δύο μοντέλα, τον Γάλλο Fab Morvan και τον Γερμανό με αφροαμερικάνικες ρίζες, Rob Pilatus, και τους έκανε ένα από τα πιο επιτυχημένα ονόματα στον κόσμο, με βραβείο Grammy και εκατομμύρια πωλήσεις. Στη διάρκεια όμως μιας συναυλίας «κόλλησε» ο σκληρός δίσκος και τότε αποκαλύφθηκε ότι εκείνοι που τραγουδούσαν δεν ήταν ο Morvan με τον Pilatus κι έτσι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν το Grammy που είχαν πάρει ως καλύτεροι πρωτοεμφανιζόμενοι καλλιτέχνες.
Εδώ είναι που κάπως ενίσταμαι εγώ: όταν σήμερα πέφτει το μικρόφωνο από τα χέρια της Madonna πάνω στην σκηνή, αλλά η φωνή συνεχίζεται; Όπως συνέβη σε μια συναυλία της στο Ισραήλ, αν θυμάμαι καλά. Το ίδιο έχει συμβεί και με την Britney Spears και με πολλούς άλλους, αν και η διαφορά είναι ότι τουλάχιστον κάποιοι τραγουδούν στην ηχογράφηση. Πέρα από όλα αυτά όμως, γίνεται κατανοητό ότι η μουσική είναι πάντα το πρώτο θύμα της μουσικής βιομηχανίας.

Milli Vanilli

Πριν ο Farian καλέσει τους Morvan και Pilatus στο στούντιό του στην Φρανκφούρτη για να συνεργαστούν, οι δύο νέοι ζούσαν πεινασμένοι σε εγκαταλειμμένα σπίτια, ενώ το 1988 είχαν κυκλοφορήσει ένα σινγκλ ως Empire Bizarre. O παραγωγός τους έπαιξε μια ήδη ηχογραφημένη εκτέλεση του «Girl You Know It's True»  και τους ρώτησε αν μπορούσαν να το τραγουδήσουν. Σύμφωνα με τους ίδιους, του απάντησαν ότι μπορούσαν και τότε εκείνος τους είπε «Σας πιστεύω, αλλά σας έχω ήδη κλείσει εμφανίσεις για την επόμενη εβδομάδα, οπότε μη χολοσκάτε, θα σας κάνω εκατομμυριούχους». Τους έβαλε να υπογράψουν ένα συμβόλαιο συνεργασίας (το οποίο δεν διάβασαν), αλλά υποχρέωνε τον Farian να συνθέσει δέκα νέα τραγούδια.
Αργότερα, ο Farian σχολίασε ότι όταν τους έδωσε να τραγουδήσουν τα τραγούδια στο στούντιο οι φωνές τους δεν τον εντυπωσίασαν. Η συνέχεια είναι γνωστή…
Πάντως, ο Farian δεν εξαφανίστηκε από την μουσική βιομηχανία μετά την φασαρία των Milli Vanilli. Γνώρισε επιτυχία με τους La Bouche και τους Le Click, ενώ το 2006, σήκωσε αυλαία στο Shaftesbury Theatre του Λονδίνου με το μιούζικαλ Daddy Cool, μια παράσταση σε δική του παραγωγή κόστους τριών εκατομμυρίων λιρών.
Το 1998, σε ηλικία 33 ετών, ο Pilatus βρέθηκε νεκρός από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και χρήση ναρκωτικών.
O Frank Farian ζει στο Miami της Florida.
Υπάρχουν λοιπόν πολλές ιστορίες πίσω από τα τραγούδια. Υπάρχει μίσος και αγάπη, απάτη και πόνος, χαρά και εκμετάλλευση, εξυπνάδα και βλακεία. Υπάρχουν και οι νοσταλγικές μνήμες του απλού ακροατή. Και, φυσικά, υπάρχουν πολλά τραγούδια που δένουν άσχετες ιστορίες με αυτό για το οποίο γράφτηκαν, όπως στην ταινία Μάθε Παιδί μου Γράμματα. Που κι αυτά όμως έπαιξαν το σεναριακό τους ρόλο...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ

Klaus Schulze: Ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του krautrock

Harvest Records: Ένα label παλαιάς εσοδείας, σαν το καλό κρασί...

Κraftwerk: Άνθρωποι, μηχανές και μουσική

Ο Phil Manzanera και οι 801...

Daevid Allen & Gong: Σύντομη αναδρομή σε μια διαστημική καριέρα...

Δύναμη και πάθος: Πενήντα (και κάτι) χρόνια Eloy...

Conny Plank: Ο θόρυβος και οι δυνατότητές του...

BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:

https://tribe4mian.wordpress.com/

https://newzerogod.com/home

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.