Charley Patton : Τo blues του Δέλτα...

Γράφει ο Θανάσης Μήνας 

Ο Charley Patton (1891; - 1934) έσκαψε το χώμα στο Δέλτα του Μισισίπι για τον Son House και τον Robert Johnson. Τέσσερις φορές ηχογράφησε όλες κι όλες. Σύνολο, 54 κομμάτια...

Το Δέλτα: διακόσια είκοσι περίπου μίλια αλλουβιακών προσχώσεων στο σχήμα φύλλου λευκοκαρυάς, που ορίζονται στα βόρεια απ’ το Μέμφις, στα νότια απ’ το Βίκσμπουργκ, στα δυτικά από τον Μισισίπι και στα ανατολικά από τον ποταμό Γιαζού, ο οποίος ενώνεται με τον Μεγάλο Ύπουλο, στρίβοντας προς το νότο. Αυτό είναι το μυθοποιημένο Δέλτα της παράδοσης του blues∙ κυριολεκτώντας, το φυσικό Δέλτα του Μισισίπι τοποθετείται ακόμη νοτιότερα, νοτίως της Νέας Ορλεάνης, εκεί που ο ποταμός εκβάλει στον Κόλπο του Μεξικού.

Το blues του Δέλτα είναι το blues στην πιο τραχιά, στην πιο αποσταγμένη, στην πιο αγροτική μορφή του. Το blues του Skip James και του Son House, του Tommy Johnson και του Robert Johnson∙ αλλά και του Howlin’ Wolf, του John Lee Hooker και του Muddy Waters, που κι αυτοί στο Δέλτα πρωτόπαιξαν πριν ακολουθήσουν -αναζητώντας δουλειά (χειρώνακτες οι περισσότεροι)- τους «δρόμους της εσωτερικής μετανάστευσης», από τον Νότο προς τα Βόρεια και τα Ανατολικά, προς το Σικάγο και το Ντιτρόιτ.

Αν κι όλες οι «πρωτιές» ελέγχονται ιστορικά (και δεν έχουν και μεγάλη σημασία), γενάρχης των προαναφερθέντων λογίζεται ο Charley Patton. Γεννήθηκε στην κομητεία του Χιντς, κάπου μεταξύ του Μπόλτον και του Έντουαρντς, πιθανότατα τον Απρίλιο του 1891. Σε κάποιες πηγές αναφέρεται και το 1887 ως πιθανή χρονολογία γέννησής του όμως στο 1891 συγκλίνουν η επίσημη βιογραφία του King Of Delta Blues των Stephen Calt και Gayle Wardlow (Rock Chapel Pr, 1988), η έξοχη μελέτη Delta Blues του Ted Goia (Norton, 2008), αλλά κι η κλασική πλέον Ιστορία του Blues του Paul Oliver (Απόπειρα, 1995, μτφ. Γιάννης Ανδρέου).

Γονείς του ήταν μάλλον ο William Patton και η Sara Garrett. Λέγεται ότι είχε έντεκα αδέλφια εκ των οποίων τα εφτά πέθαναν βρέφη. Σε μια άλλη εκδοχή ο Patton παρουσιάζεται ως το εξώγαμο παιδί του απελεύθερου κτηματία Henderson Chatmon που η φαμίλια του είχε μεγάλη μουσική παράδοση• από το κλαν των Chatmon προέρχονται οι οργανοπαίχτες που στελέχωσαν φημισμένα περιοδεύοντα σύνολα του προπολεμικού blues, όπως τους Mississippi Blacksnakes ή τους Mississippi Sheiks – που τόσο επηρέασαν οι δεύτεροι τον νεαρό Bob Dylan.

Διαφωνίες εγείρονται και για την καταγωγή του, επειδή ο Patton ήταν ανοιχτόχρωμος για μαύρος του Νότου. Κάποιοι αναφέρουν ότι έρεε μεξικάνικο αίμα στις φλέβες του. Άλλοι ότι ήταν Κρεολός. Ο Howlin’ Wolf, που συνδέθηκε μαζί του, υποστήριζε ότι ο Patton ήταν Τσερόκι. Στη βιογραφία του, οι Calt και Wardlow παραθέτουν την άποψη ότι κατά ένα μέρος ο Patton μπορεί να είχε μεσογειακή καταγωγή. Ο Ted Goia κλείνει το θέμα σημειώνοντας ότι πιθανότατα ήταν μεικτής καυκάσιας, αφρικανικής και γηγενούς αμερικανικής (ινδιάνικης) προέλευσης, και εύστοχα τονίζει ότι «όποια κι αν ήταν η προέλευσή του, στην τότε τοπική κοινότητα του Μισισίπι αυτά (τα θέματα) λίγο μετρούσαν. Για αυτούς με τους οποίους έπρεπε να συναναστραφεί, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, ο Patton ήταν μαύρος, και αντιμετώπιζε όλες τις βαριές αντιξοότητες και τους εξευτελισμούς που συνεπάγεται το να είναι μαύρος».

Ο Patton ήταν παιδί ακόμη όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Ντόκερι, ένα άλλο μυθοποιημένο τοπωνύμιο της παράδοσης του blues: στο Ντόκερι τοποθετείται εκείνο το Σταυροδρόμι όπου πούλησε την ψυχή του στο διάβολο ο Robert Johnson. Στην πραγματικότητα με το τοπωνύμιο Ντόκερι υπονοείται η παλιά φυτεία του Σκωτσέζου στην καταγωγή Γουίλ Ντόκερι, ο οποίος αγόρασε την έκταση το 1895. Στην ακμή της, στη φυτεία ζούσαν καλλιεργώντας τη γη πάνω από σαράντα οικογένειες μαύρων, μεταξύ τους και αυτή του Patton.

Ελάχιστα μας παραδίδονται για τη ζωή του Patton πριν να κάνει την πρώτη του ηχογράφηση. Ο Paul Oliver γράφει ότι πιθανότατα του έμαθε κιθάρα ο Henry Sloan (1870 -1948;) που φέρεται να έπαιζε πλάι στον W.C. Handy στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Ted Goia δεν αντικρούει αυτή την άποψη, υπογραμμίζει όμως ότι ο bluesman και φίλος του Patton, Booker Miller, υποστήριξε σε συνέντευξή του στον Gayle Wardlow ότι στην πραγματικότητα ο Sloan ήταν ένας κιθαρίστας ελάσσονος σημασίας που ουδέποτε εντυπωσίασε τον Patton• η εν λόγω συνέντευξη διασώζεται στο εφταπλό cd Screamin' And Hollerin' The Blues - The Worlds Of Charley Patton (Revenant Records, 2001). O Goia συμπληρώνει ότι ίσως ο μυστηριώδης δάσκαλος του Patton αλλά και του Tommy Johnson ήταν ο κιθαρίστας Ben Marre που γεννήθηκε γύρω στα 1887 και έζησε ως τα τέλη του ‘60. Βαθύ το έδαφος για να ολοσκάψεις στο Δέλτα.

Η μία και μοναδική φωτογραφία του που μας είναι γνωστή καθώς και μερικές σκόρπιες μαρτυρίες είναι τα μοναδικά βοηθήματά που έχουμε στην προσπάθειά μας να σχηματίσουμε μια εικόνα για το πώς ήταν φυσιογνωμικά ο Patton. Σίγουρα ήταν μικροκαμωμένος, περίπου στο 1,65 και γύρω στα 60 κιλά. Το αδύναμο παρουσιαστικό του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη χροιά και την ένταση της φωνής του, ίσως της πιο τρανταχτής κι αγριωπής φωνής που τραγούδησε ποτέ το blues, αγριότερης ακόμη κι απ’ του Λύκου – που κόπιαρε το ερμηνευτικό ύφος του Patton. Παρότι μικροκαμωμένος, ο Patton δεν δίσταζε να μπλέξει σε καυγά. Οπωσδήποτε κούτσαινε από το ένα πόδι, ίσως επειδή κάποτε τον είχαν πυροβολήσει. Είχε και μια πλατιά αυλακιά στο μέτωπο, ίσως από σουγιά ή από σπασμένο μπουκάλι.

Στα χρόνια πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, οι μουσικοί του blues του Δέλτα δεν έκαναν αυτό που λέμε καριέρα. Δούλευαν συνήθως χειρώνακτες το πρωί και το βράδυ έπαιζαν για πάρτη τους στα τοπικά juke joints για ένα ή δυο δολάρια τη βραδιά συν μερικά κερασμένα ποτά. Οι ευκαιρίες που τους προσφέρονταν για να ηχογραφήσουν ήταν λιγοστές. Πριν από το 1930 ελάχιστα δείγματα του delta blues χαράχτηκαν στο κερί, ας πούμε το «Milk Cow Blues» του Freddie Spruell που γράφτηκε για λογαριασμό της OKeh στα τέλη του 1926 ή το «I’m Leaving Town» του William Harris που ηχογραφήθηκε για την ίδια εταιρεία τον Ιούλιο του 1927. Παρ’ όλα αυτά, η περιορισμένη έστω επιτυχία που γνώρισαν εκείνες οι εγγραφές της OKeh παρακίνησε τις δυο κύριες ανταγωνίστριες δισκογραφικές της εποχής εκείνης, τη Victor και την Paramount, να αναζητήσουν το δικό τους μερίδιο σ’ αυτού του είδους το ρεπερτόριο: ήγουν το ρεπερτόριο που επονομάστηκε race records ή race music στη γλώσσα της δισκογραφίας και το οποίο απευθυνόταν στο μαύρο ακροατήριο. Η Victor για παράδειγμα ηχογράφησε το 1928 τον Tommy Johnson σ’ εκείνο το μνημειώδες «Canned Heat Blues», που όμως δε βρήκε, άγνωστο το γιατί, ιδιαίτερη απήχηση. Η Paramount, που είχε ήδη στον κατάλογό της τον Τεξανό Blind Lemon Jefferson, μακράν τον πιο εμπορικό bluesman της δεκαετίας του 1920 (έφυγε το 1929), πόνταρε στον Patton και δικαιώθηκε εισπρακτικά και όχι μόνο. Η πρωτιά λοιπόν του Patton δεν συνίσταται στο ότι ήταν ο πρώτος, αλλά στο ότι ήταν ο πρώτος bluesman του Δέλτα που γνώρισε αναπάντεχη επιτυχία. Θεριό μονάχο κι ο ίδιος, ο Bukka White αφηγείται ότι απ’ το ‘29 και μετά «εμείς στο Δέλτα περιμέναμε πως και πως την καθεμιά εγγραφή του Charley Patton».

Ο άνθρωπος που χρεώνεται την ανακάλυψη του Patton ακούει στο όνομα H.C. Speir. Φωτογραφίες του δεν σώζονται, όμως κρίνοντας από τις διηγήσεις για το σάκος του τον φαντάζομαι σαν φιγούρα από ταινία των αδελφών Κοέν, κάπως σαν τον Jon Polito στο Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί. Ο Goia τον περιγράφει σαν ένα αβανταδόρο ντυμένο σε κοστούμι τραπεζίτη. Ο Speir δούλευε free lancer. Ήταν το εντεταλμένο λαγωνικό διαφόρων δισκογραφικών για τις περιοχές του Δέλτα και γενικά για τα Νότια. Έβρισκε τους μουσικούς, τους υπέγραφε επί τόπου, κανόνιζε τα των ηχογραφήσεων κι ύστερα ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να πουλήσει τους δίσκους τους κάτω απ’ τη γραμμή των Μέισον και Ντίξον, κρατώντας ένα ποσοστό από τις πωλήσεις για τον εαυτό του. Λέγεται ότι πούλησε από πόρτα σε πόρτα κάμποσες εκατοντάδες αντίτυπα από το «Black Snake Moan» του Blind Lemon Jefferson. Ο τύπος ήταν απατεώνας, καμιά αμφιβολία, είχε όμως ένστικτο και καλή μύτη. Μερικά χρόνια μετά την ανακάλυψη του Patton, ο Speir μυρίστηκε τον Robert Johnson. Η πιο ορθολογική μεθερμηνεία του μύθου, σύμφωνα με τον οποία ο διάβολος που ο Johnson πούλησε την ψυχή του συμβολίζει τους άπληστους λευκογιακάδες της δισκογραφίας, απαντά στον Speir. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι στον Patton έδωσε εφάπαξ μόλις 75 δολάρια για την πρώτη του ηχογράφηση, που απέδωσε 14 πλευρές που πούλησαν συνολικά μερικές χιλιάδες αντίτυπα.

Δυστυχώς ο Speir εντοπίστηκε από τους ιστορικούς του blues σε πολύ προχωρημένη ηλικία και δεν θυμόταν πώς και πού ανακάλυψε τον Patton, ούτε καν τον Robert Johnson. Ανακαλούσε μόνο ότι «ο γερο-Τσάρλι ήταν ο καλύτερος που είχε δει».

Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη ηχογράφηση που έκλεισε ο Speir για τον Patton πραγματοποιήθηκε στο Ρίτσμοντ της Ιντιάνα στις 14 Ιουνίου του 1929 και απέδωσε μια κι έξω δεκατέσσερα κομμάτια, μεγάλο νούμερο για τα δεδομένα της εποχής. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται το «Pony Blues» και το «A Spoonful Blues», που όχι απλώς εγγράφονται αλλά συγκροτούν τον κανόνα του blues του Δέλτα• οι στίχοι στο δεύτερο υπαινίσσονται ότι ο Patton μπορεί να είχε κι άλλα νταραβέρια από αυτά που αναφέρθηκαν. Άλλα τρία κομμάτια από το ίδιο session («Screamin’ & Hollerin’ The Blues»/«Prayer Of Death», «Mississippi Bo Weavil Blues») εκδόθηκαν με τα ψευδώνυμα Elder J. Hadley και The Masked Marvel. Το «Shake It & Break It (But Don’t You Let It Fall Mama)» εμφανίζει ομοιότητες με το «Shake ‘Em On Down» του Bukka White που ηχογραφήθηκε περίπου την ίδια περίοδο ενώ ως τίτλος καθιέρωσε πατέντα που πρόθυμα παράλλαξαν χρόνια μετά δεκάδες λευκά αγόρια, από τους Blues Project ως τους Led Zeppelin• το ίδιο και το «I’m Going Home» πάνω στο οποίο πάτησαν οι Stones για το ομώνυμο κομμάτι του «Aftermath».

Τα 75 δολάρια που έβγαλε ο Patton από την πρώτη του ηχογράφηση του επέτρεψαν να ζήσει για λίγο σαν πρίγκιπας. Τα ίχνη του χάνονται για κάμποσους μήνες. Εικάζεται ότι επέστρεψε στο Ντόκερι αλλά τον έδιωξαν απ’ τη φυτεία οι κάλπηδες επειδή υποτίθεται ότι έμπλεξε με τη λάθος γυναίκα. Επανεμφανίζεται κάπου στο Μέριγκολντ και λίγο μετά στο Ντάκιν, στο Τζέφρις, στο Μέμφις και όπου αλλού θέλει ο μύθος. Ο Speir ίδρωσε μέχρις ότου να εντοπίσει τον πιο εμπορικό του καλλιτέχνη, για να τον καλέσει για το επόμενο session, που έλαβε χώρα στο Γκράφτον του Ουινσκόνσιν τον Οκτώβριο του 1929. Αυτός ο κύκλος των ηχογραφήσεων απέδωσε 28 κομμάτια, στα οποία συμμετέχει ο βιολιστής Henry Son Slims• ο ίδιος Henry Son Slims τον οποίον ο Alan Lomax πρόκρινε για Διόσκουρο του Muddy μερικά χρόνια μετά. Το βιολί σαν να περιορίζει συγκριτικά τον Patton σε τούτες τις ηχογραφήσεις, όμως το αποτέλεσμα είναι και πάλι συγκλονιστικό: «Rattlesnake Blues», «Goin’ To Move To Alabama», «Green River Blues», «High Water Everywhere» . Το τελευταίο που αγγίζει τα έξι λεπτά σε διάρκεια χωρίστηκε σε δύο μέρη που κατέλαβαν την πρώτη και τη δεύτερη πλευρά στο σχετικό 78άρι. Απ’ όσο γνωρίζω ήταν η πρώτη φορά που συνέβη αυτό, δεκαετίες ολόκληρες πριν διαμεριστεί το «What’d I Say» του Ray Charles.

Το τρίτο session του Patton, που έγινε τον Ιούνιο του 1930, είναι από μια άποψη το πιο ιστορικό: εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πλάι του ο άμεσος διάδοχός του, ο Ed House Sr. ή αλλιώς Son House, που ταξίδεψε μαζί του ως το Γκράφτον. Τους συνόδευσαν η πιανίστρια Louise Johnson (ερωμένη του παντρεμένου Patton) αλλά κι ο κιθαρίστας Willie Brown, αλλά ο χώρος δεν μου επιτρέπει ν’ ανοίξω συζήτηση για το ποιος απ’ όλους τους Willie Brown μπορεί να ήταν ο αναφερόμενος.

Επί δεκαετίες ολόκληρες οι ζηλωτές αναζητούσαν αυτό που θεωρείτο ως το χαμένο δισκοπότηρο του blues: την μόνη κοινή ηχογράφηση των Patton και House, ήτοι το «Clarksdale Blues», που τελικά ένας συλλέκτης ανακάλυψε το 2005. Ω! της απογοήτευσης, όμως ο Patton σίγουρα δεν συμμετέχει. Τέσσερα μόλις κομμάτια προέκυψαν από εκείνο το session.

Η περίοδος της Μεγάλης Ύφεσης, που ξεκίνησε το 1929-30, έπληξε τις δισκογραφικές και τους μουσικούς του blues. Η Paramount λίγο έλειψε να χρεοκοπήσει, κι ο Patton δεν ηχογράφησε ξανά ως το 1934. Στο μεσοδιάστημα αναφέρεται ότι παντρεύτηκε κάποια Bertha Lee στο Μόργκαν Σίτι και ότι παραλίγο να του κόψουν το λαιμό όταν έμπλεξε ξανά σε καυγά το 1932. Η τελευταία του ηχογράφηση έγινε για λογαριασμό της American Recording Company στις 30/31 Ιανουαρίου και 1η Φεβρουαρίου του 1934. Ηχογραφήθηκαν 26 τίτλοι εκ των οποίων εκδόθηκαν μόνο εννιά, μάλλον. Ανάμεσά τους ήταν και το «Oh Death». Τέσσερις μήνες μετά ο Patton πέθανε, πιθανότατα από καρδιακή προσβολή. Το πιστοποιητικό του θανάτου αναφέρει την 28η Απριλίου του 1934.

Ο Patton είναι ο προπάππους του blues του Δέλτα όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρείται παραδοσιάρχης. Αντίθετα, είναι ένας ακραιφνής μοντερνιστής. Οι καινοτομίες που έχει επιφέρει στο blues παραμένουν αξιοζήλευτες. Ο Patton παίζει την κιθάρα σχεδόν στα πέντε τέταρτα. Πολλές φορές αδιαφορεί για τα εισαγωγικά κουπλέ και εφορμάει in media res. Είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τη φωνή του ως μουσικό όργανο ή πιο σωστά σαν να ‘ ναι η έβδομη χορδή. Υπάρχουν κομμάτια του που ακούγονται ως ντουέτα, κι, όμως, είναι η ίδια, η δική του φωνή που σπάει στα δύο• σε μια πρωτοπρόσωπη βασική αφήγηση και σε μια παραπληρωματική που εκφέρεται ως εσωτερικός μονόλογος που απορρέει από τη συνείδησή του.

O Patton χρησιμοποιεί το μοτίβο της επανάληψης, που είναι ίδιον της τραγουδοποιίας του blues, όμως το μεταπλάθει σε εναλλασσόμενες παρηχήσεις που υπερβαίνουν το μέτρο, κόβοντας συνειδητά λέξεις απ’ το συμπλήρωμα της φράσης. Παράδειγμα το «Pony’s Blues»:

Hitch up my pony, saddle up my black mare,
Hitch up my pony, saddle up my black mare,
I’ m gonna find a ridert, baby, in the world somewhere

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το “High Water Everywhere”, όπου περιγράφει τις μεγάλες πλημμύρες που έπληξαν το Μισσισίπι το 1929, περιγραφή που δεν θα έμοιαζε παράταιρη στις σελίδες του «Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ».

Looky here, the water drag out, Lordy something broke, rolled most everywhere.
The Water at Greenfield and Leland, Lord, it done rose everywhere.
I would go down to Rosedale, but they tell me there’ water there.

Τηρουμένων των αναλογιών και έχοντας κατά νου το συσχετισμό στη μεταξύ τους δράση στο χωροχρόνο, τολμώ να πω ότι ο Patton είναι για το blues του Νότου ό,τι είναι ο Ουίλιαμ Φώκνερ για τη λογοτεχνία του Νότου.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Μικρά πορτρέτα σημαντικών ανθρώπων: Blind Lemon Jefferson...

 Η μουσική του διαβόλου – Ο μύθος του Ρόμπερτ Τζόνσον

Μικρά πορτρέτα σημαντικών ανθρώπων: Guitar Slim...

Μικρά πορτρέτα σημαντικών ανθρώπων: Lightnin’ Hopkins...

Robert Johnson was the devil man..

Στα μουσικά άδυτα των βάλτων της Λουιζιάνα (και μια μη αναμενόμενη σύσταση)...

Ο "Jump Jim Crow" και τα blues...

Tampa Red, ο μάγος της κιθάρας...

 


image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1