Μουσική και Ιδεολογία: Η μουσική στα χρόνια της ναζιστικής Γερμανίας...

Γράφει ο Αντώνης Ζήβας

«Η μουσική ήταν και είναι η αγαπημένη μου τέχνη. Πάντα μου ξυπνούσε ένα θρησκευτικό αίσθημα, μια πίστη στη ζωή και το κυνήγι της ζωής μέσα μου. Πρώτα η μουσική, μετά τα πούρα ή τα τσιγάρα με τούρκικο καπνό, μετά τα βιβλία και μετά ο επιούσιος άρτος». (Μιχαήλ Μπακούνιν)

Για τη μουσική έχουν γραφτεί ολόκληρες βιβλιοθήκες. Τόσο για τον ρόλο της ως ψυχαγωγικό-πολιτιστικό και καλλιτεχνικό τεχνούργημα, όσο και για τα είδη της στον ειδικό μουσικό τύπο: αφιερώματα, ιστορία δισκοπαρουσιάσεις, και πάει λέγοντας. Για τη μουσική όμως ως όπλο προπαγάνδας στην υπηρεσία ενός κυρίαρχου ολοκληρωτικού καθεστώτος, δεν έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Τουλάχιστον, ο υπογράφων το παρόν κείμενο δεν έχει διαβάσει παρά ελάχιστα κείμενα που να αναφέρονται σε αυτό.

Η μουσική, αποτελεί μια ρευστή γλώσσα. Είναι ικανή να πυροδοτήσει συλλογικές μνήμες, να δημιουργήσει «τόπους» και να ορίσει ταυτότητες. Η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως σύμβολο, παρουσιάζοντας και προβάλλοντας έξω-μουσικές ιδέες. Μπορεί να συμβολίζει επαναστατικές πράξεις, πατριωτικές-εθνικιστικές τάσεις, κοινωνικές ανακατατάξεις και πολιτικές εξελίξεις, ή να εκφράζει τις βασικές κοινωνικές αξίες που συγκροτούν μία κοινωνική ομάδα, να περιγράψει τα αισθήματά της, τα πάθη της τον πόνο της, την οργή της, τις ελπίδες της ή την απαισιοδοξία της. Αναπόφευκτα λοιπόν, η δύναμη της μουσικής ως μέσο εξουσίας και προπαγάνδας έχει αξιοποιηθεί σε διάφορα χωροχρονικά πλαίσια και, κάτω από διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, επαναστατικές ομάδες, οργανώσεις, κινήματα, εξεγέρσεις, κόμματα, παρατάξεις, κράτη, βασιλιάδες, δικτάτορες και πολιτικούς, ως απαραίτητο προσάρτημα σε πολιτικές (αλλά και πολεμικές) εκστρατείες και, γενικότερα, στη δημόσια σφαίρα της πολιτικής επικοινωνίας.

Σύμφωνα με τον Γάλλο διανοούμενο, οικονομολόγο και συγγραφέα Ζακ Αταλί, υπάρχουν τρεις στρατηγικές χρήσεις της μουσικής από την εξουσία: Η πρώτη είναι η τελετουργική (ritual) δύναμη της μουσικής, η μουσική που οδηγεί τον λαό στη λήθη. Η δεύτερη, η αναπαραστατική (representative) δύναμη της μουσικής – η μουσική ως αναπαράσταση/δραματοποίηση(enactment) (πίστη). Και η τρίτη, η γραφειοκρατική (bureaucratic) δύναμη της μουσικής, η μουσική ως επανάληψη (σιωπή) (Attali, 1985: 19). Ο Αταλί υποστηρίζει ότι η μουσική χρησιμεύει ως μέσο κοινωνικού ελέγχου, δημιουργώντας και διατηρώντας την τάξη (order) αλλά και τη συλλογική μνήμη, τη συλλογικότητα.

Σερφάροντας στον ιστό, έπεσα επάνω σε μία διπλωματική εργασία του μουσικολόγου-εκπαιδευτικού και υποψήφιου διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Κωνσταντίνου Κερασοβίτη, η οποία μου προξένησε το ενδιαφέρον μόνο και μόνο από τον τίτλο της: «Η Μουσική στην εποχή του Τρίτου Ράιχ: Μια Σχέση Μουσικής και Ιδεολογίας». Διαβάζοντας, βρήκα αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για τη χρήση της μουσικής ως προπαγανδιστικό εργαλείο, με κύριο μέσον το ραδιόφωνο στη ναζιστική Γερμανία. Επίσης, στη συγκεκριμένη διπλωματική υπάρχει και η κοινωνιολογική ανάλυση όσον αφορά στη σταχυολόγηση των βασικών πτυχών του ζητήματος «Μουσική και Ναζισμός» και, συγκεκριμένα, τον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία της περιόδου 1933 – 1945 αντιμετώπισε τη μουσική κυρίως ως πολιτικό-ιδεολογικό μέσον, ως προπαγάνδα υπέρ ενός φασιστικού-ολοκληρωτικού καθεστώτος. Όπως είναι λογικό, ολόκληρη η διπλωματική είναι αδύνατον να δημοσιευτεί στο Merlin’s και έτσι επέλεξα να κάνω μια περιληπτική αφήγηση του κειμένου.


Το ραδιόφωνο της προπαγάνδας

Για να κάνω μια σύνδεση ανάμεσα στο σήμερα και το τότε, η χρήση του ραδιοφώνου από το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία και ο ρόλος του στην επικράτησή του, αποτέλεσε μια σημαντική αφορμή πάνω στο ρόλο, τη δύναμη και την επιρροή των Μ.Μ.Ε. σε σχέση με σήμερα.
Ήδη, από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα κρατικά ραδιόφωνα της Δύσης αφομοίωσαν τον δοκιμασμένο τρόπο της ραδιοφωνικής προπαγάνδας των ναζί μέσα, φυσικά, από ένα δικό τους πρίσμα μεν, υιοθετώντας τις βασικές ιδέες δε.
Επειδή το θέμα του ραδιοφώνου στη ναζιστική Γερμανία υπάρχει ως μια πολύ μικρή αναφορά στη διπλωματική, το ανέπτυξα περισσότερο ερευνώντας ιστορικά αρχεία της Deutche Welle, της γερμανικής δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.

O υπουργός Προπαγάνδας των ναζί, Γιόζεφ Γκέμπελς, σε επίδειξη ραδιοφωνικού δέκτη

Το 1933, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ήρθε στην εξουσία στη Γερμανία, το ραδιόφωνο ήταν περίπου ό,τι είναι σήμερα το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ήταν το κορυφαίο μέσο μαζικής επικοινωνίας. Οι Ναζί είχαν αναγνωρίσει από νωρίς τις τεράστιες δυνατότητες που πρόσφερε το ραδιόφωνο ως μέσο προπαγάνδας για να επηρεάζει τα τότε σχεδόν 70 εκατομμύρια Γερμανούς. Ωστόσο, τα ραδιόφωνα σαν συσκευές ήταν ακριβά και κόστιζαν συχνά περισσότερο από έναν μέσο μηνιαίο μισθό. Λίγες μόνο εβδομάδες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς ανάθεσε στις εταιρείες Telefunken, Loewe και Blaupunkt να κατασκευάσουν και να προσφέρουν μια ενιαία, φθηνή συσκευή ραδιοφώνου, το Volksempfänger, τον λεγόμενο «λαϊκό δέκτη». Το πρώτο μοντέλο ονομάστηκε Volksempfänger 301. Ο αριθμός του μοντέλου δεν ήταν τυχαίος καθώς ήταν η ημερομηνία της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία στις 30 Ιανουαρίου 1933 και κόστιζε περίπου χοντρικά όσο κοστίζει σήμερα ένας μεσαίος φορητός υπολογιστής, δηλαδή περίπου 300 ευρώ. Το Volksempfänger 301, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Μεγάλη Έκθεση Γερμανικού Ραδιοφώνου στο Βερολίνο και η επιτυχία ήταν τεράστια. Στις αρχές του 1932, τέσσερα εκατομμύρια γερμανικά νοικοκυριά είχαν ραδιόφωνο ενώ το 1943 έφτασαν περίπου τα 16 εκατομμύρια.
Τον Μάρτιο του 1933 ο Γκέμπελς αντικατέστησε όλους τους τότε διευθυντές προγράμματος της γερμανικής ραδιοφωνίας με μέλη του ναζιστικού κόμματος και όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο το είχε κάνει, εκείνος απάντησε κυνικά: «Δεν κρύβουμε το γεγονός ότι το ραδιόφωνο ανήκει σε εμάς, σε κανέναν άλλον. Και θα θέσουμε το ραδιόφωνο στην υπηρεσία της δικής μας ιδέας. Καμία άλλη ιδέα δεν έχει θέση εδώ». Όλες οι εκπομπές ξεκινούσαν με το «Χάιλ Χίτλερ» και τον ύμνο της ναζιστικής Γερμανίας. Στην Ελλάδα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα θυμούνται ότι στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 οι εκπομπές των τριών ραδιοφωνικών και των δύο τηλεοπτικών κρατικών προγραμμάτων άρχιζαν και τελείωναν με τον εθνικό ύμνο. Το ίδιο, φυσικά, γινόταν και με τα άλλα ραδιοφωνικά δίκτυα στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά.

Ας γυρίσουμε όμως στη ναζιστική Γερμανία. Ο ίδιος Χίτλερ μιλούσε συχνά στο ραδιόφωνο και οι σημαντικές ομιλίες του μεταδίδονταν ολόκληρες ζωντανά. Το ίδιο συνέβαινε με τα έκτακτα διαγγέλματα του. Την ίδια ακριβώς μέθοδο υιοθέτησαν οι Αμερικανοί περίπου την ίδια εποχή για να μεταδίδουν τις ομιλίες των εκάστοτε προέδρων των ΗΠΑ.
Στη ναζιστική Γερμανία, η μουσική των εμβατηρίων που μετέδιδε η Deutche Welle αντικατέστησε τη χορευτική μουσική και ενώ αρχικά ο στόχος ήταν η προπαγάνδα των ναζί, κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν η εμψύχωση του κόσμου και η τόνωση του ηθικού.
Το ναζιστικό ραδιόφωνο μετέδιδε ορχηστρικές φανφάρες, εμβατήρια, τραγούδια γραμμένα ειδικά, για τους στρατιώτες στο μέτωπο κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και χορωδιακά έργα και
αποσπάσματα συμφωνικών έργων – κι όλα αυτά ανάμεσα σε διαγγέλματα, ανακοινώσεις και ειδήσεις.
Εκτός από την προώθηση της εθνικής συνείδησης, η μουσική στο ραδιόφωνο χρησιμοποιήθηκε ως ψυχαγωγικό μέσο για τη διασκέδαση των μαζών, αλλά με απώτερο σκοπό τον περισπασμό από τη σκληρή πραγματικότητα της εργασίας, της φτώχειας και του πολέμου.

Το ραδιόφωνο έπαιξε καθοριστικό ρόλο ως προπαγανδιστικό εργαλείο των ναζί. Για παράδειγμα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939 οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν μέσω του ραδιοφώνου για μια υποτιθέμενη πολωνική επίθεση, η οποία έδωσε στην ναζιστική Γερμανία την προσχηματική αφορμή για να ξεσπάσει και επίσημα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Και όπως ο πόλεμος άρχισε με ένα ραδιοφωνικό προπαγανδιστικό ψέμα, έτσι τελείωσε: Την 1η Μαΐου 1945, το ναζιστικό ραδιόφωνο μετέδωσε ότι ο Χίτλερ έπεσε μαχόμενος για τη Γερμανία στην Καγκελαρία πολεμώντας ενάντια στον μπολσεβικισμό, ενώ στην πραγματικότητα ο Γερμανός φύρερ είχε αυτοκτονήσει, κρυμμένος βαθιά μέσα στο υπόγειο καταφύγιό του.

Η κλασική και η παραδοσιακή μουσική στην υπηρεσία του Μεγάλου Έθνους

Εκτός, φυσικά, από τον λόγο, τις ανακοινώσεις και τα διαγγέλματα, στην υπηρεσία της προπαγάνδας τέθηκε και η μουσική. Το ναζιστικό κόμμα τη χρησιμοποίησε ως εργαλείο για να διαμορφώσει την πολιτιστική ενότητα της Γερμανίας σύμφωνα με τα ναζιστικά πρότυπα.
Από το 1933 και μετά, το νέο καθεστώς μετέτρεψε την πλούσια μουσική δημιουργία των χρόνων της Βαϊμάρης σε ένα είδος εθνικιστικής προπαγάνδας. Η ναζιστική κυβέρνηση πρόβαλε τη μεγάλη κλασική γερμανική μουσική παράδοση ως μια παρακαταθήκη του παρελθόντος και αιτία εθνικής υπερηφάνειας, η οποία αντανακλούσε τη
φυλετική και πολιτισμική ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ.

Ο Χίτλερ και άλλοι ναζί αξιωματούχοι παρακολουθούν συναυλία κλασικής μουσικής

Εκτός από την κλασική μουσική, στην οποία, άλλωστε, δεν μπορούσε να είχε πρόσβαση όλος ο λαός λόγω του «ευγενούς» χαρακτήρα της, ένα άλλο είδος μουσικής που αντιμετωπίσθηκε θετικά ήταν η παραδοσιακή γερμανική μουσική ως η «Μουσική του Λαού» (volkmusik). Και αν όλα αυτά σας θυμίζουν τα κλαρίνα της κρατικής εθνικοφροσύνης μετά το τέλος του Ελληνικού Εμφυλίου και στη διάρκεια της χούντας στην Ελλάδα, μην απορείτε – σε αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν συμπτώσεις.
Στην αντίθετη πλευρά, μουσικοί, συγγραφείς και καλλιτέχνες που σύμφωνα με τους ναζί ήταν δημιουργοί της «εκφυλισμένης» ή «νοθευμένης τέχνης» και εκφραστές του «καταστροφικού
εβραϊκού πνεύματος», διώχθηκαν και τα έργα τους απαγορεύθηκαν, καταστράφηκαν ή κατασχέθηκαν.

 

Μοντέρνα Jazz και Ατονική Μουσική στα χρόνια των ναζί

Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η Γερμανία ήταν το κέντρο για την ανάπτυξη της avant garde τέχνης που, πιο συγκεκριμένα, εκφράστηκε, μέσω του εξπρεσιονισμού. Το εθνικοσοσιαλιστικό ναζιστικό κόμμα απέρριπτε τη «μοντέρνα» μουσική ως ξένη προς τη γερμανική κουλτούρα.
Ο ναζί μουσικολόγος Walter Abendroth επέρριψε την ευθύνη για τη διάβρωση της γερμανικής λόγιας μουσικής στη «νέα μουσική» και τη χαρακτήρισε ως ένα «βακτήριο που μολύνει το πολιτιστικό σώμα των Γερμανών. Οι μουσικοί νεοτερισμοί και πειραματισμοί της νέας ατονικής μουσικής είναι αντίθετοι προς το γερμανικό πνεύμα και θα πρέπει να εξαφανιστούν ως επιζήμιοι». Η ατονική μουσική και η jazz συμπεριλαμβάνονταν στα «απαγορευμένα» είδη, όπως αυτά είχαν παρουσιαστεί στην έκθεση «Εκφυλισμένης Μουσικής» του 1938 στο
Ντίσελντορφ.
Για το ναζιστικό κόμμα, η ατονικότητα στη μουσική υποδήλωνε «εκφυλισμό και καλλιτεχνικό μπολσεβικισμό». Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Alfred Rosenberg, στελέχους και θεωρητικού του ναζιστικού κόμματος: «Ολόκληρο το κίνημα της ατονικής μουσικής είναι αντίθετο με τον παλμό του αίματος και την ψυχή του γερμανικού έθνους». Στο σύγγραμμα των Herbert Gerigk (ναζί μουσικολόγος) και Theophil Stengel (ναζί συνθέτης και μουσικολόγος) με τίτλο «Λεξικό των Εβραίων στη Μουσική», το δωδεκάφθογγο σύστημα σύνθεσης χαρακτηριζόταν «ισοδύναμο με την εβραϊκή ισοπέδωση σε κάθε πτυχή της ζωής. Αντιπροσωπεύει μια ολοκληρωτική καταστροφή της φυσικής
τάξης των φθόγγων στην τονική αρχή της κλασικής μας μουσικής». Σημειωτέον ότι, εκτός από τις εβραϊκές ρίζες που οι ναζί είχαν προσδώσει
στην ατονική μουσική, η ατονική μουσική, λόγω των ακουσμάτων της, δεν άφηνε σχεδόν κανένα περιθώριο προπαγανδιστικής ή εκπαιδευτικής χρήσης, με αποτέλεσμα να παραμείνει ατόφια.

Έκθεση έργων "εκφυλισμένης" τέχνης

Για το ναζιστικό κόμμα, η jazz και το swing ήταν μουσικές « των Εβραίων, των κατώτερων νέγρικων φύλων της αφρικάνικης ζούγκλας και των ομοφυλόφιλων». Η jazz και το swing απορρίπτονται επίσημα ως ανεπιθύμητες μουσικές, ξένες προς τη γερμανική φυλή, η οποίες προέρχονται από «κατώτερες φυλές, Εβραίων πρακτόρων και μαύρων, με σκοπό να υπονομεύσουν τη γερμανική μουσική».
Ειδικά όμως, η ναζιστική κυβέρνηση αρχικά αντιμετώπισε αντικειμενικές δυσκολίες στην απαγόρευση της jazz και του swing. Για αυτό τον λόγο δημιουργήθηκε μία επιτροπή «ειδικών», στην οποία απευθύνονταν οι γερμανικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί όταν υπήρχε κάποια αμφιβολία για το αν κάποιο κομμάτι εντασσόταν στην κατηγορία της jazz –και, επομένως, έπρεπε να απαγορευθεί– ή όχι. H jazz χαρακτηρίστηκε ως «εκφυλισμένη μουσική» (Entartete Musik) και ως «μουσική των νέγρων» (Negermusik), ενώ το swing συνδέθηκε με αμερικανοεβραίους μουσικούς, όπως ο Artie Shaw και ο Benny Goodman.

Γκέμπελς και Χίτλερ σε έκθεση έργων "εκφυλισμένης τέχνης


Ειδικότερα, η υποκουλτούρα του swing, που στις αρχές της δεκαετίας του 1930 γνώριζε άνθιση ανάμεσα στη γερμανική νεολαία, υπέστη σημαντικούς περιορισμούς και διώξεις, καθώς τα μέλη της χαρακτηρίζονταν ως πολιτικοί αντίπαλοι του ναζιστικού κόμματος και η μουσική τους ως «απολίτιστη» και «ζωώδης». Ωστόσο, παρά την πληθώρα δημοσιεύσεων και κυβερνητικών διαταγμάτων, ήταν, η συνολική «εκκαθάριση» της χώρας από την jazz και το swing ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για το ναζιστικό κόμμα, καθώς συνέχισαν να αποτελούν κομμάτι της μουσικής ψυχαγωγίας με σημερινά underground χαρακτηριστικά, θα έλεγα, με αυτοσχέδια και σχετικά κρυφά και παράνομα κλαμπ, όπου νέες και νέοι χόρευαν ξέφρενα βγάζοντας τη γλώσσα στους νέους κυβερνόντες.
Οι Γερμανοί, κυρίως η νεολαία, άρχισαν να έλκονται σε μεγάλο βαθμό από την jazz και ακόμη περισσότερο από το ξέφρενα χορευτικό swing και κατέφευγαν σε παράνομα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης που έπαιζαν μουσική αυτού του είδους, ενώ οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν ψεύτικα ονόματα για να μην στοχοποιούνται. Ως αποτέλεσμα, η συγκεκριμένη μουσική σκηνή στη ναζιστική Γερμανία αποτέλεσε ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα άρνησης και αντίστασης στο ναζιστικό καθεστώς.
Κι εδώ έχουμε άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον διαχρονικά αντιεξουσιαστικό και αντιστασιακό χαρακτήρα μιας μουσικής την οποία ακούν και με την οποία διασκεδάζουν οι νέοι σε όλες τις εποχές: από τα blues των μαύρων του αμερικανικού νότου την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ που υπογείως κατακτούσαν και νεανικά λευκά ακροατήρια, και την αντίστοιχη περίπτωση της γερμανικής νεολαίας με τη jazz και το swing στη ναζιστική Γερμανία, μέχρι την έλευση του rock and roll στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, του punk στα 70’s και της ηλεκτρονικής μουσικής και των rave πάρτι στα 90’s.


Η τέχνη στην υπηρεσία της ναζιστικής ιδεολογίας

Το ναζιστικό ιδεώδες αξιοποίησε ιδιαίτερα τη μουσική και τον κινηματογράφο ανάμεσα σε άλλες μορφές τέχνης, όπως η ζωγραφική και η γλυπτική. Με όχημα την τέχνη της προπαγάνδας («Η τέχνη μπορεί να είναι προπαγάνδα και η προπαγάνδα τέχνη», όπως έλεγε ο Γκέμπελς), το ναζιστικό Τρίτο Ράιχ προσπάθησε να επιβάλλει μια γενικότερη κοσμοθεωρία και αντίληψη των πραγμάτων όσο αφορά στην τέχνη, αλλά και τη δική του έννοια περί «κάλλους». Οι ναζί καθιέρωσαν τη πολιτική του «Συντονισμού» (Gleichschaltung), στη βάση της οποίας όλη η μουσική παραγωγή και εκτέλεση θα έπρεπε να συμμορφώνεται με τις ιδέες και τα ιδεώδη του ναζισμού. Συγκεκριμένα, το Τρίτο Ράιχ εξοβέλισε και απαγόρευσε την «ανεπιθύμητη μουσική». Κάθε είδος μουσικής, του οποίου οι συνθέτες, οι στιχουργοί, οι ενορχηστρωτές ή οι εκδότες ήταν Εβραίοι ή ανήκαν σε εχθρικά κράτη (Αγγλία, Πολωνία, Ρωσία, Γαλλία), ήταν απαγορευμένο ως «επιβλαβές» για την ταυτότητα των Γερμανών Αρίων.
Ειδικότερα, η «μοντέρνα» μουσική αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη απέχθεια από τους Ναζί. Κάθε μουσική που περιείχε μοντερνιστικές επιρροές ή ερχόταν σε αντίθεση με το καθεστώς, χαρακτηρίστηκε ως «εκφυλισμένη» - χαρακτηρισμός που αφορούσε κυρίως την ατονική μουσική, την jazz και κάθε δημιουργία Εβραίου συνθέτη, ανεξάρτητα από το είδος.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα επιλεκτικά κριτήρια για τη μουσική δεν ήταν αμιγώς «μουσικά», αλλά είχαν να κάνουν με το πολιτικό και φυλετικό υπόβαθρο των καλλιτεχνών. Έργα συνθετών, όπως ο Alban Berg, ο Hindersmith και ο Stravinsky, η μουσική των οποίων χαρακτηρίστηκε «άγρια» ή «υπερσεξουαλική» και οι συνθέτες τους «εκφυλισμένοι» απαγορεύτηκαν.

Αφίσα της ναζιστικής προπαγάνδας που παρουσιάζει μαύρο μουσικό της jazz σαν πίθηκο με εβραϊκό αστέρι στο πέτο

Στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, η μουσική ήταν αυστηρά γραφειοκρατικά οργανωμένη προκειμένου να ελέγχει κάθε πτυχή της παραγωγής, της σύνθεσης και της μετάδοσης. Με εμπνευστή τον υπουργό προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς, τον Σεπτέμβριο του 1933 ιδρύεται το «Μουσικό Επιμελητήριο του Ράιχ» (Reichsmusikkammer) με σκοπό «...να κρίνει αν όλα τα πολιτιστικά προϊόντα που θα παραχθούν, αλλά και τα ήδη υπάρχοντα, θα έχουν ως αποτέλεσμα την πρόοδο του Γερμανικού Λαού. Σε αυτό υπάγονται τα εξής επιμέρους επιμελητήρια: Καλών Τεχνών, Κινηματογράφου, Μουσικής, Ραδιοφώνου, Λογοτεχνίας, Θεάτρου και Αρχιτεκτονικής». Το επιμελητήριο συγκροτούσαν «φυλετικά αγνοί» καλλιτέχνες, οι οποίοι υποστήριζαν το κόμμα ή συμμορφώνονταν με τις επιταγές του. Με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι ναζί, απαίτησαν την εγγραφή στους καταλόγους του Επιμελητηρίου όλων των Γερμανών μουσικών, μια διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε το 1940.

 

Δισκογραφία και ναζί: Η Άρια παραγωγή

Εκτός από τη μετάδοση, οι ναζί ενδιαφέρθηκαν φυσικά και για την ίδια τη παραγωγή της μουσικής μέσω των γερμανικών δισκογραφικών εταιρειών.
Οι υπάρχουσες εταιρείες δεν μπορούσαν να αποφύγουν την ένταξη στον μηχανισμό ελέγχου, λογοκρισίας και προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ.
Τότε, οι δισκογραφικές εταιρείες που λειτουργούσαν στη Γερμανία ήταν τέσσερις. Συγκεκριμένα, η Electrola και Lindstrom (Odeon και Columbia) ως γερμανικά παραρτήματα της βρετανικής EMI και οι Deutsche Grammophon (Polydor) και Telefunken, οι οποίες ήταν γερμανικές. Απαγορεύτηκαν οι ηχογραφήσεις «εκφυλισμένης» μουσικής, καθώς και οι Εβραίοι συνθέτες.
Διάσημα ονόματα εβραϊκής καταγωγής, όπως οι Felix Mendelssohn, ο Jacques Offenbach, ο Erich Wolfgang Korngold διαγράφτηκαν από τους καταλόγους ηχογραφήσεων των δισκογραφικών εταιρειών. Στη σημείο αυτό να σημειώσω ότι ο ολοκληρωτικός έλεγχος των εταιρειών από τους ναζί δεν ήταν και τόσο... ολοκληρωτικός, για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν η ανάγκη να μην βάλουν λουκέτο εταιρείες και χαθούν αγορές, με συνέπεια να χαθούν γερμανικές θέσεις εργασίας. Ο δεύτερος και βασικότερος λόγος ήταν ότι ένα μεγάλο μέρος από τα κέρδη των εταιρειών προερχόταν από το εξωτερικό εμπόριο αγορές. Ως αποτέλεσμα, οι δισκογραφικές εταιρείες ανέπτυξαν μια πολιτική που αφενός ήταν ευθυγραμμισμένη με τις θέσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και αφετέρου ήταν ανοιχτή στην εισροή κερδών από το εξωτερικό.

Ο Αδόλφος Χίτλερ στην όπερα


Η κυκλοφορία «εκφυλισμένων» έργων που ηχογραφούσαν οι εταιρείες απαγορεύτηκε στη Γερμανία, όχι όμως η εξαγωγή τους σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Για τις εξαγωγές είχε διαμορφωθεί ένας ειδικός, ξεχωριστός κατάλογος που περιλάμβανε όλες τις ηχογραφήσεις χωρίς εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, η «Λυρική Σουίτα» του Alban Berg από το εβραϊκό κουαρτέτο Galimir κυκλοφόρησε από την Deutsche Grammophon μόνο εκτός Γερμανίας το 1936. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, καλή η ιδεολογία και η καθαρότητα της φυλής και του έθνους, αλλά το χρήμα είναι πάντα πιο ωραίο κι ας μην έχει πατρίδα.

 

Μουσική σπουδή στο βάδισμα της χήνας

Η εκπαίδευση και, συγκεκριμένα, η μουσική εκπαίδευση, δεν θα μπορούσε να μην διαδραματίσει κι εκείνη σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση των ναζιστικών ιδεών. Στα πλαίσια της εκπαίδευσης η μουσική, όπως άλλωστε όλα τα μαθήματα, αξιοποιείται για την καλλιέργεια συγκεκριμένων αντιλήψεων. Αυτό που τη διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα μαθήματα του ναζιστικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι ότι, εκτός από μάθημα, αποτελεί και μορφή τέχνης η οποία μπορεί να επηρεάσει και να διαμορφώσει αντιλήψεις με έναν έμμεσο και διαφορετικό τρόπο προς την εξυπηρέτηση της ναζιστικής προπαγάνδας. Οι υπέροχες μοναδικές μουσικές παιδαγωγικές που είχαν αναπτυχθεί από τον Carl Orff και τον Emile Jaques Dalcroze συντρίφτηκαν από ναζιστικό κόμμα. Η μουσική της «χιτλερικής νεολαίας» και τα μουσικά προγράμματα σπουδών βασίζονταν σε γερμανικά παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία ερμηνεύονταν με εθνικιστικό τρόπο, ενώ συχνά οι στίχοι άλλαζαν προκειμένου να εξυπηρετούν τη ρατσιστική και ιδεολογική προπαγάνδα του ναζισμού.
Οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν την παραδοσιακή μουσική ως τον πυρήνα της φυλετικής ψυχής, και αυτό επειδή «προερχόταν μέσα από την ψυχή του Λαού» και εξέφραζε εθνικά ιδανικά και αξίες. Η παραδοσιακή και λαϊκή μουσική αποτέλεσαν το κατάλληλο είδος τόσο για την ανάδειξη ένδοξων επιτευγμάτων όσο και για την αγάπη προς για την πατρίδα με στόχο, βεβαίως, να «αφυπνίζουν» τα πατριωτικά συναισθήματα του λαού. Η παραδοσιακή γερμανική μουσική γνώρισε νέα άνθιση υπό το Τρίτο Ράιχ και υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της κατασκευής του εθνικοσοσιαλιστικού πολιτισμού. Ως παράδειγμα, πρέπει να αναφερθεί η θεσμοθέτηση εθνικού διαγωνισμού από το Τρίτο Ράιχ για το καλύτερο παραδοσιακό–λαϊκό τραγούδι με στόχο την έμφαση στις «ρίζες» και τις «παραδοσιακές» αξίες, ως αντίβαρο στην απειλή του εκφυλισμού και εκμαυλισμού της γερμανικής κουλτούρας από τον «παρακμιακό» μοντερνισμό.

 

Φεστιβάλ για Αρίους και ορχήστρες της φρίκης

Κατά τη ναζιστική περίοδο η Γερμανία απέκτησε έναν μεγάλο αριθμό μουσικών οργανισμών που προωθούσαν την απασχόληση των μουσικών στην υπηρεσία του κράτους. Οργανώθηκαν πολλά φεστιβάλ που απέβλεπαν στην εξύμνηση της γερμανική μουσικής παράδοσης και την κυρίαρχη ανάδειξή της στην παγκόσμια μουσική. Επίσης, η μουσική αποτέλεσε ένα σημαντικό στοιχείο των συγκεντρώσεων και των δημόσιων εκδηλώσεων του ναζιστικού κόμματος. Συμβατά κατάλληλη θεωρήθηκε η κλασική μουσική, ενώ ένα εντελώς ξεχωριστό αλλά πολύ σημαντικό κομμάτι ήταν ο κινηματογράφος στην υπηρεσία των ναζί, με προεξέχουσα τη σκηνοθέτιδα Λένι Ρίφενσταλ.

Όλα αυτά ενθουσίαζαν τους Γερμανούς και τους γέμιζαν με εθνική υπερηφάνεια για το μεγαλείο και τη δόξα του γερμανικού έθνους. Πίσω όπως από τους αναμμένους πυρσούς και τις μεγαλειώδεις άψογα οργανωμένες παρελάσεις, για τους πολλούς υπήρχε η σκοτεινή, αθέατη και φρικιαστική γωνία των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Εκεί, οι Ναζί δημιούργησαν ορχήστρες και χορωδίες από κρατούμενους, τους οποίους ανάγκαζαν να παίζουν μουσική για τους συγκρατουμένους τους, ενώ βασανίζονταν ή οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων. Οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να τραγουδούν όσο εργάζονταν, στο δρόμο και στην επιστροφή από την εργασία τους. Οι καταπονημένοι αιχμάλωτοι υποχρεώνονταν να τραγουδούν γρήγορα ακολουθώντας το ρυθμό της μουσικής. Ειδικά, κατά την επιστροφή από τον τόπο εργασίας, ο μόνος σκοπός αυτής της επιμονής αυτής ήταν ο εξευτελισμός και το τσάκισμα του ηθικού των κρατουμένων.

Ομάδα νεολαίων που αντιτίθεντο στα ναζιστικά μέτρα για τη μουσική σε εκδρομή

Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να τραγουδούν όλοι μαζί, δυνατά και σωστά. Ένας από τους επιζήσαντες θυμόταν: «Ήμασταν μια χορωδία δέκα χιλιάδων ανδρών. Ακόμη και σε φυσιολογικές συνθήκες, ακόμη κι αν όλοι ήξεραν να τραγουδούν, θα χρειάζονταν εβδομάδες προβών. Κι επιπλέον, πώς θα πηγαίναμε κόντρα στους νόμους της ακουστικής; Ο χώρος είχε διάμετρο περίπου 300 βήματα. Επομένως, οι φωνές των ανδρών από το πιο μακρινό άκρο θα έφταναν στα αφτιά του διοικητή σχεδόν ένα δευτερόλεπτο αργότερα εκείνες των ανδρών που βρίσκονταν κοντά στην πύλη, με αποτέλεσμα όσοι ακούγονταν με καθυστέρηση στα αυτιά του διοικητή να εκτελούνται επειδή δεν “απέδιδαν σωστά” το τραγούδι».
Επειδή όμως όπως ανέφερα στην αρχή, η μουσική είναι και ένα μέσον ελπίδας και θετικών συναισθημάτων, σύμφωνα με μαρτυρίες διασωθέντων, οι κρατούμενοι μουσικοί συνέθεταν επίσης τραγούδια αντίστασης και ελπίδας. Τα τραγούδια των κρατουμένων, μιλούσαν για έρωτα και αγάπη, ενώ δημιουργήθηκαν επίσης τραγούδια αλληλεγγύης, πολιτικής ιδεολογίας και επιβεβαίωσης της πολιτικής τους ταυτότητας και καταγωγής τους. Η μουσική στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτέλεσε κι ένα μέσον πνευματικής και πολιτισμικής αντίστασης των εγκλείστων μέσα στη βαρβαρότητα που βίωναν.


Η κλασική μουσική στα χρόνια της χολέρας

Η κλασική μουσική στη ναζιστική Γερμανία χρησιμοποιήθηκε ως μέσον συγχώνευσης μύθου και ιστορίας, με καθόλου ξεκάθαρη τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ενός φαντασιακού παρελθόντος και ενός εξίσου επινοημένου παρόντος. Πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία, η κλασική μουσική θεωρήθηκε από τους ναζί η πλέον κατάλληλη για την επίτευξη των στόχων τους, μιας και στο παρελθόν, στο είδος αυτής της μουσικής, οι Γερμανοί συνθέτες είχαν συνθέσει αριστουργηματικά έργα.
Αυτή η θεώρηση εξυπηρετούσε την ενίσχυση και την επιβεβαίωση των ναζιστικών αντιλήψεων και του μύθου περί ανωτερότητας των Γερμανών συνθετών, της γερμανικής μουσικής και, φυσικά, του γερμανικού έθνους.
Έτσι, η κλασική μουσική απέκτησε μια ιδιαίτερα σημαντική παρουσία, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας. Η κυβέρνηση στήριζε συναυλίες, όπερες και μουσικούς, ενώ τα στελέχη του ναζιστικού κόμματος κολακεύονταν πιστεύοντας ότι λειτουργούσαν ως προστάτες της πλούσιας καλλιτεχνικής κληρονομιάς της χώρας, με έργα κλασικών συνθετών, όπως οι Μπετόβεν, Μότσαρτ και Σούμαν να ακούγονται σε επίσημες τελετές και εκδηλώσεις.

Διαφήμιση για το ραδιόφωνο του Λαού

Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί, ως παράδειγμα η περίπτωση του Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ, του οποίου τόσο το έργο όσο και η προσωπικότητα αποτέλεσαν αντικείμενα λατρείας του Ράιχ. Οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν και άκουσαν το έργο του Βάγκνερ σε καταχρηστικό βαθμό και ο Βάγκνερ έγινε το «σύμβολο» της γερμανικής κλασικής μουσικής. Χρησιμοποιήθηκε και αποθεώθηκε από τη ναζιστική Γερμανία περισσότερο από κάθε άλλον συνθέτη. Αποτέλεσε την επιτομή του γερμανικού μεγαλείου και η μουσική του την πιο αντιπροσωπευτική καλλιτεχνική προπαγάνδα για τα ναζιστικά σχέδια. H μουσική του συνόδευε προπαγανδιστικές ταινίες και οι όπερες του είχαν την τιμητική τους, τόσο σε συνέδρια του ναζιστικού κόμματος όσο και στο ραδιόφωνο. Η ναζιστική κυβέρνηση χρησιμοποίησε μορφές ηρώων από το έργο του για να προβάλει το γερμανικό ηρωικό πνεύμα και τις αποτύπωσε σε γραμματόσημα της εποχής. Η μουσική του χρησιμοποιήθηκε επίσης για την καλλιέργεια της ναζιστικής μυθολογίας και ταυτότητας.

Ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813 – 1883) ήταν Γερμανός πρωτοποριακός ρομαντικός συνθέτης όπερας και θεωρείται ο πλέον αντιπροσωπευτικός μουσικός δημιουργός του Γερμανικού Ρομαντισμού και ο κορυφαίος εκπρόσωπος του γερμανικού εθνικισμού στη μουσική κατά τον 19ο αιώνα. Ο Βάγκνερ επίσης ήταν προσωπικός φίλος του μεγάλου αναρχικού επαναστάτη και στοχαστή Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος λάτρευε τη μουσική του, ενώ είχε εκφραστεί πολύ θετικά υπέρ των νέων σοσιαλιστικών αναρχικών ιδεών στα μέσα του 19ου αιώνα. Παρόλα αυτά, ο Βάγκνερ ήταν αντισημίτης και ένθερμος υποστηρικτής της λεγόμενης Γερμανικής Ιδεολογίας και του γερμανικού εθνικισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό. Ο Βάγκνερ πίστευε ότι η Γερμανία έπρεπε να ενωθεί, να ισχυροποιηθεί και να αναλάβει ηγετικό ρόλο για την ανθρωπότητα σε πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο με βάση το «άριστο» φυλετικό υλικό της. Σύμφωνα με τον Βάγκνερ, οι Γερμανοί ήταν ο πιο μουσικός λαός του κόσμου και η γερμανική μουσική ήταν η πιο αυθεντική, βαθιά και πνευματική από όλες τις άλλες μουσικές στον κόσμο. Για τον Βάγκνερ η γερμανική μουσική είναι ο δρόμος για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους και στις όπερές του προβάλλει τις αξίες της δύναμης, της σωματικής ρώμης, του ηρωισμού, της αυταπάρνησης, της τιμής και της φυλετικής καθαρότητας. Υποστηρίζει τη στροφή των Γερμανών στο παγανιστικό παρελθόν και σε μια αριστοκρατική ηθική, ως αρμόζουσα στην ψυχοσύνθεση των βόρειων λαών. Το καλλιτεχνικό του έργο συνεπαίρνει τους θεατές, οι οποίοι, μέσω του δράματος, ταυτίζονται με τους γενναίους Γερμανούς ιππότες και τους ηρωικούς πρωταγωνιστές, που υπερνικούν κάθε λογής δυσκολίες και εμπόδια.
Ο Βάγκνερ, με έναν βιωματικό τρόπο, άσκησε μεγάλη επίδραση στον Αδόλφο Χίτλερ μέσα από τις όπερες του. Η όπερα Ριέντσι, με το πολιτικό της περιεχόμενο που παρουσιάζει την άνοδο και την πτώση ενός λαϊκού ηγέτη της μεσαιωνικής Ιταλίας, ήταν η αγαπημένη του Χίτλερ. Μετά την επικράτηση των εθνικοσοσιαλιστών, ο Βάγκνερ τιμήθηκε όσο κανείς άλλος και το φεστιβάλ του Bayreuth αναδείχθηκε στο λαμπρότερο ετήσιο πολιτιστικό γεγονός της χώρας με τη σύσσωμη παρουσία της κυβέρνησης και την αποθέωση των έργων του.


Οι όπερες του Βάγκνερ θεωρήθηκαν ένα από τα σημαντικότερα πολιτισμικά στοιχεία της γερμανικής εθνικής ταυτότητας. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά κομμάτια του Βάγκνερ, το οποίο κατείχε περίοπτη θέση, ήταν «Ο Καλπασμός των Βαλκυριών», από την όπερα «Η Βαλκυρία», το δεύτερο μέρος της τετραλογίας Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν. Σύμφωνα με καταγεγραμμένες μαρτυρίες στρατιωτών της εποχής, τo συγκεκριμένο έργο χρησιμοποιούνταν και ως μέσο εξύψωσης του ηθικού και έμπνευσης για τη μάχη. Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε άριστες προσωπικές σχέσεις με τους απογόνους του Βάγκνερ, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διεξαγωγή του φεστιβάλ και τη διατήρηση της μνήμης του. Συχνά, οι εκτελέσεις έργων του Βάγκνερ συνόδευαν τους εορτασμούς για τα γενέθλια του φύρερ.

Συμπερασματικά, για τους εθνικοσοσιαλιστές η μουσική υπήρχε για να υπηρετεί το έθνος, τη φυλή. Η μουσική όφειλε να είναι εναρμονισμένη με τη ναζιστική ιδεολογία και θεωρία και να εκφράζει τα ιδανικά της αυτοθυσίας, της τάξης και του ηρωισμού που διαπότιζαν την εθνικοσοσιαλιστική θεωρία. Όσες μορφές και είδη μουσικής δεν ανταποκρίνονταν σε αυτές τις απαιτήσεις, απορρίπτονταν ως ακατάλληλες και διαβρωτικές για τον λαό. Για τη ναζιστική κυβέρνηση, η γερμανική μουσική παράδοση (λαϊκή και συμφωνική) ήταν η γνησιότερη έκφραση της γερμανικής εθνικής, ιδιοσυγκρασίας και ψυχοσύνθεσης. Κι αν όλα αυτά σας θυμίζουν ανάλογες πρακτικές των εξουσιαστών όταν θέλουν να προσδώσουν οποιοδήποτε μεγαλείο στο έθνος τους, να θυμάστε ότι η μουσική δεν το κάνει από μόνη της, καθώς ανήκει εξίσου σε όλα τα αυτιά.
Το κάνουν οι άνθρωποι εκείνοι που θέλουν τα αυτιά των υποτελών τους κλειστά σε οτιδήποτε αντιτίθεται στις απόψεις των εξουσιαστών και, πάνω από, όλα το στόμα κλειστό απέναντι στα έργα τους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Η αντιναζιστική Λαϊκή Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης του 1936

Οι κανονισμοί των Ναζί σχετικά με την jazz μουσική και οι Swingjugend

Μισάκ Μανουσιάν: Ένας διανοούμενος επαναστάτης...

Ζαζού: Οι αντιφασίστες επαναστάτες «ρόκερ» της Γαλλίας στον καιρό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου...

Η μικρή-μεγάλη ιστορία της κατασκευής του φασιστικού χαιρετισμού...

Η Ακροδεξιά στην Ελλάδα: Η Νύχτα που κράτησε 100 χρόνια...

Η Τέχνη στο Ρόλο της Υπηρέτριας της Κυριαρχίας

Η μικρή-μεγάλη ιστορία της πρώτης ένοπλης αντιφασιστικής ομάδας, των Arditi Del Popolo, στην Ιταλία του μεσοπολέμου...

Ο Μπακούνιν και η μουσική...


image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 
image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 
image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1