Η Επιρροή του Θανάτου

Με αφορμή το τελευταίο album των Nick Cave & Bad Seeds, Skeleton Tree, άνοιξε ξανά- και μάλλον θα συνεχιστεί κάθε φορά που υπάρχει η αφορμή για κάτι τέτοιο- μια σιωπηρή συζήτηση για τις επιρροές, που κάθε καλλιτέχνης (μουσικός, ζωγράφος, σκηνοθέτης κ.ο.κ.) αποτυπώνει στο έργο του.

Η συζήτηση βέβαια αυτή δεν αφορά τις αμιγώς καλλιτεχνικές επιρροές, που σαφώς επιδρούν στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, ούτε τις κοινές, καθημερινές εμπειρίες, οι οποίες, ναι μεν επηρεάζουν το καλλιτεχνικό έργο αλλά δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να το καθορίσουν σε τόσο ισχυρό, σχεδόν ανεξίτηλο βαθμό, όσο μπορεί κάποιο προσωπικό βίωμα.

Τέλος, δεν αφορά επιδράσεις ισχυρού βιωματικού χαρακτήρα, που όμως ποτέ δεν γίνονται γνωστές, ή εν τέλει μπορεί να γνωστοποιηθούν πολύ αργότερα από την εποχή της επίδρασής τους, συνεπώς παραμένουν άγνωστες στο σύγχρονο με το καλλιτεχνικό έργο κοινό.

Δεν αφορά, λόγου χάρη, τις μουσικές ή άλλες καλλιτεχνικές επιρροές ενός μουσικού ή το αν κάποιος ζωγράφος έχει επηρεαστεί στην τεχνική του έκφραση, στα χρώματα και στις σκιές από τον Φωβισμό

Αφορά τις επιρροές εκείνες, που δεν σχετίζονται άμεσα με την τέχνη που υπηρετεί, με το έργο άλλων εκφραστών της ίδιας ή ακόμα και άλλης τέχνης.

Δεν συζητάμε εδώ π.χ. για τις μουσικές ή πολιτικές επιρροές των Motorhead ή των Clash, ούτε για το πόσο ή πώς μια προσωπική επιλογή του Lemmy μπορεί να επηρέασε την πορεία των Motorhead.

Συζητάμε, για το αν η προσωπική αυτή επιλογή του Lemmy επηρέασε την κρίση των ακροατών σχετικά με την καλλιτεχνική αξία κάποιου δίσκου ή τραγουδιού των Motorhead.

Μπορεί να ακούγεται σαν να ψάχνει κάποιος ψύλλους στα άχυρα και δεν το αρνούμαι, από την άλλη όμως νομίζω ότι είναι μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.

Δεν θα είχε βέβαια κανένα νόημα μια τέτοια συζήτηση αν όλες οι εξω-καλλιτεχνικές επιρροές δεν επηρέαζαν την αποδοχή, τις πωλήσεις (όσες μπορούν να υπάρχουν πλέον) και κυρίως την αισθητική ματιά όσων (κοινό και κριτικοί δηλαδή) ασχολούνται με την Τέχνη σε όποια μορφή της (στη μουσική της εν προκειμένω).   

Μπορεί ο μουσικός να επηρεαστεί από ένα θέμα που σε μάς περνάει απαρατήρητο ή φαντάζει κοινό, όπως π.χ. το θέμα κι η στιχουργία του Δημήτρη Πουλικάκου στο τραγούδι “Στο Σουπερμάρκετ” στο οποίο καυτηριάζει τον μόλις τότε ανερχόμενο καταναλωτισμό της εγχώριας κοινωνίας. Αν όμως, μιλώντας εντελώς υποθετικά, το ίδιο τραγούδι, με τον ίδιο ακριβώς τίτλο αναφερόταν σε μια προσωπική εμπειρία του Πουλικάκου, που σχετιζόταν με τη δολοφονία του ταμία ενός σουπερμάρκετ από κάποιον ληστή, ποιό θα ήταν το κυρίαρχο κριτήριο του ακροατή και του κριτικού;

Θα αλλοίωνε το αισθητικό τους κριτήριο η γνώση της προσωπικής μαρτυρίας και μέχρι ποιου σημείου θα επικαλυπτόταν η ατόφια καλλιτεχνική αξία του καθαυτού τραγουδιού (αν υποθέσουμε, ότι το ρυθμικό μέρος, η ενορχήστρωση, ακόμα και η εκφορά του λόγου ήταν ίδια με αυτήν που γνωρίζουμε); 

Γιατί το ζήτημα του γούστου παραμένει άλυτο και καθαρά υποκειμενικό και δεν μπορούμε να το συζητήσουμε εδώ, αλλά το πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια “αξιωματική αισθητική” από ένα οριακό γεγονός, νομίζω ότι μπορούμε. Όχι βέβαια για να καταλήξουμε σε σίγουρα, "εργαστηριακά" συμπεράσματα (δεν μπορεί έτσι κι αλλιώς να συμβεί αυτό στο χώρο της Τέχνης, γιατί δεν μιλάμε για επιστήμη), αλλά για να διασφαλίσουμε στο μέτρο του δυνατού, πως ό,τι ακούμε, βλέπουμε, νιώθουμε δεν είναι αισθητικά κατασκευασμένο και συναισθηματικά καθοδηγούμενο, αλλά βιωματικά γεννημένο και εν τέλει διαχειρίσιμο.

Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες επιρροές αποτελούν έναν κρυφό κόσμο, που δύσκολα κοινό και κριτικοί μπορούν να διαρρήξουν και να ανακαλύψουν εύκολα τις πτυχές του.

Από την στιγμή που κάτι δεν είναι εμφανές, φαίνεται να μη μάς ενδιαφέρει κιόλας, στο βαθμό που μάς ενδιαφέρει όταν καθίσταται φανερό. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τις μύχιες, κρυφές πλευρές του καλλιτέχνη, εκτός και αν κάτι σημαντικό συμβεί στην ζωή του κι αυτό γνωστοποιηθεί.

Όταν δηλαδή κάποια επίδραση στην ζωή του γίνεται γνωστή, είτε λόγω αναγνωρισιμότητας είτε και για τυχαίους ακόμα λόγους, η επίδραση αυτή διαδραματίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στο πώς αντιμετωπίζουμε ένα έργο τέχνης.

Αυτό σχετίζεται με το πώς το αξιολογούμε και με το αν δικαιολογούμε τις όποιες ελλείψεις του έργου βάση της επίδρασης αυτής.

Για να επανέλθω και να αναφερθώ εντελώς παραδειγματικά: Μπορούμε λοιπόν να ακούσουμε ένα άλμπουμ σαν το Skeleton Tree “αντικειμενικά”;

Μπορούμε στα αλήθεια, όταν αυτό που πλανάται εντός, εκτός και γύρω από το εν λόγω άλμπουμ είναι κάτι τόσο οριακό όσο ο θάνατος, και μάλιστα του παιδιού του επικεφαλής και κυρίως δημιουργού;

Μπορούμε να σχηματίσουμε την ίδια και όσο το δυνατόν περισσότερο καθάρια άποψη, όπως τυχόν προσπαθήσαμε να κάνουμε με όλα τα προηγούμενα άλμπουμ του Nick Cave και των συνεργατών του;

Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι ανέφικτο, αλλά νομίζω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο. Και αυτό, γιατί τα οριακά γεγονότα θολώνουν την κρίση για το καλλιτεχνικό έργο κάνοντάς την είτε υπέρμετρα θετική είτε υπέρμετρα αρνητική, για αυτό και οι κρίσεις για τον συγκεκριμένο δίσκο ήταν κυρίως ακραίες. Πόσο μάλλον, όταν μιλάμε για τις εγχώριες κριτικές ενός από τους πιο αγαπημένους καλλιτέχνες στο καθ΄ ημάς μουσικό τοπίο.

Θάνατοι στον κόσμο της μουσικής υπάρχουν συχνά και μερικές φορές είναι και εκκωφαντικοί.

Όταν π.χ. πέθανε ο Cliff Burton των Metallica, όλοι αναρωτιούνταν ποιος θα τον αντικαταστήσει, αν θα έχει τη μουσική ή συνθετική δεινότητα του εκλιπόντος, αν θα διαθέτει την σκηνική του παρουσία κ.ο.κ.

Και φυσικά όταν κυκλοφόρησε το …And Justice For All μεγάλη συζήτηση έγινε για όλα τα παραπάνω (και για πολλά περισσότερα) μέσα από το πρίσμα της απώλειας αυτής.

Παρόμοια, μετά τον θάνατο του Bon Scott, πολλοί περίμεναν ότι οι Ac/dc θα σταματούσαν, όμως ήταν πολύ νωρίς για εκείνους να το κάνουν.

Και πάλι το “Back in Black” ακούστηκε και κρίθηκε, και με γνώμονα το γεγονός του θανάτου. Όμως, στις δύο παραπάνω περιπτώσεις ο θάνατος δεν ήταν παρών στις ηχογραφήσεις των δίσκων (με την έννοια της σύγχρονης επαφής και επιρροής του στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα) και επιπλέον αφορούσε μέλη των γκρουπ κι όχι κάποιου ιδιαίτερου υποκειμένου όπως είναι ένα παιδί, που μάλιστα βρίσκει και τραγικό θάνατο.

Οι δύο αυτοί δίσκοι έγιναν υπό τη σκιά του Θανάτου, δεν γεννήθηκαν όμως από Αυτόν.

Δεν ισχυρίζομαι ότι ο καλλιτέχνης πρέπει ή μπορεί να αποσπασθεί από τον προσωπικό του κόσμο, που προφανώς περιλαμβάνει και τραυματικά βιώματα. Λέω, ότι εμείς, ως ακροατές, δεν πρέπει να αφηνόμαστε σε συναισθηματισμούς ξένους προς το καλλιτέχνημα, αλλά μόνο σε αυτούς που άμεσα το αφορούν και εκπορεύονται από εκείνο.

Αν το έργο είναι αληθινό, θα καταφέρει μέσω της μορφής του να μάς μεταδώσει όλα τα συναισθήματα, ακόμα κι αν είναι γεννημένο μέσα σε… Θάνατο. Αν όμως αντιμετωπίζουμε το καλλιτεχνικό έργο πρωτίστως μέσα από το πρίσμα ενός θανάτου, τότε η κρίση μας μάλλον θολώνει και ξεθωριάζει, και σε αυτό δεν ευθύνεται ούτε το καλλιτέχνημα, ούτε κι οι δημιουργοί του.

Εκείνοι μάς παραδίδουν το έργο τους κι εμείς πρέπει να το διαχειριστούμε ακόμα και πέρα από τα όρια, που το ίδιο διαθέτει και μάς προτείνει.

Άλλωστε, δεν είναι μία από τις βασικές λειτουργίες της Τέχνης το να μπορεί να μετουσιώνει κάθε συγκεκριμένο γεγονός σε κάτι που μάς αφορά όλους;

Δεν είναι έργο της Τέχνης η απόσπαση της ουσίας της από τον δημιουργό της και η διάχυσή της στον καθημερινό κόσμο;

Δεν είναι η Τέχνη το άρρητο και το υπόρρητο του ανθρώπου;

Δεν είναι η Τέχνη ό,τι δεν μπορούμε να εκφράσουμε στον καθημερινό μας λόγο και πρακτική κι Εκείνη μάς δίνει τα όπλα να το κάνουμε;

Η ευθύνη είναι δική μας στο να στεκόμαστε απέναντι στους δημιουργούς και τα έργα τους, όπως πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στους εαυτούς μας και τους γύρω μας: Με ειλικρίνεια και χωρίς… αξιωματικές αισθήσεις.

Ο EΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ

http://eleftheriahtipota.blogspot.gr