FUGAZI: Πολιτική, ποστ πανκ και η επαναξιολόγηση του πιο διάσημου συγκροτήματος της Ουόσιγκτον Ντι Σι μετά από είκοσι πέντε χρόνια.

Άρθρο του Ryan Reft (για περισσότερα άρθρα του στο ίδιο περιοδικό δες ΕΔΩ) που δημοσιεύτηκε στο online περιοδικό Tropics of Meta (13 Μαΐου 2015)

Μετάφραση: ΠΑΝΟΣ ΤΟΜΑΡΑΣ

Original Source: Musical Fugazi: Politics, Post Punk and Reevaluating D.C.'s Most Famous Rock Band 25 Years Later

Τον περασμένο Δεκέμβριο, μέσα σ’ έναν από τους πιο κρύους και χιονισμένους χειμώνες της Ουόσιγκτον Ντι Σι, ένα σύμβολο του μουσικού παρελθόντος της πόλης εμφανίστηκε σ’ έναν απ’ τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της. Πάνω απ’ τον περιφερειακό Ι-495, στη γέφυρα του τρένου CSX ανάμεσα στις λεωφόρους Τζόρτζια και Κονέτικατ, κάποιος είχε γράψει με σπρέι έξι υπέροχα, ανομοιόμορφα γράμματα: Fugazi. Το συγκρότημα είχε να παίξει έστω και μια νότα για μια δεκαετία και βάλε, παρ’ όλα αυτά υπήρχε εκεί μια ακατέργαστη χειροπιαστή απόδειξη της πάλαι ποτέ κραταιής παρουσίας τους. «Μου φαίνεται παράξενο να γράψει κάποιος Fugazi σε μια σιδηροδρομική γέφυρα εν έτει 2014», έγραψε ο Τζον Κέλι στην Ουόσιγκτον Ποστ. «Είναι σαν να γράψει κάποιος ‘Ο Κλάπτον είναι Θεός’ σ’ έναν τοίχο στο Λονδίνο σήμερα. Η στιγμή έχει περάσει». 

Προς τιμήν του, ο Κέλι έσπευσε να τονίσει ότι δώδεκα χρόνια αφότου το συγκρότημα εισήλθε σε μια απροσδιόριστη χρονικά περίοδο απραξίας, «το γκραφίτι ήταν σαν να ανάβεις τον προβολέα του Μπάτμαν: Ελάτε πίσω». Τον Απρίλιο του 2015 σημειώθηκε η 25η επέτειος από την κυκλοφορία του πρώτου κανονικού στούντιο άλμπουμ τους, του Repeater, ενός ποστ πανκ αριστουργήματος, που ήταν μεταμφιεσμένο σε «δύσκολο» ανεξάρτητο ροκ. Μπορεί να είχε προηγηθεί το εξαιρετικό 13 Songs, αλλά αυτό ήταν πιο πολύ μια συλλογή των δύο προηγούμενων EP τους, παρά μια ολοκληρωμένη ενιαία παραγωγή όπως η κυκλοφορία του 1990. Αν και το Repeater έχει χαρακτηριστεί κλασικό άλμπουμ, είναι παράξενο που στη σημερινή κουλτούρα όπου η δέκατη, η δέκατη πέμπτη και η εικοστή επέτειος κάθε μέτριας κωμωδίας της δεκαετίας του 1980 και του 1990 χαιρετίζεται με υπερβολικά εγκώμια, λείπουν οι ύμνοι και οι αγιογραφίες του συγκροτήματος από το διαδίκτυο κι από αλλού. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό ταιριάζει σ’ ένα σχήμα που απέφευγε συνειδητά τις δομές της μουσικής βιομηχανίας και την εμπορικότητα. Ωστόσο, κανείς δεν πρέπει να παραβλέψει το καπιταλιστικό ένστικτο και το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Fugazi. Παραδόξως, το τετραμελές γκρουπ έχει πουλήσει πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα του Repeater σε όλο τον κόσμο, και τρία εκατομμύρια άνθρωποι έχουν αγοράσει το 13 Songs όλα αυτά τα χρόνια. Κι όλα αυτά χωρίς να πούμε τίποτα για το Steady Diet of Nothing (1991), το In on the Killtaker (1993), το Red Medicine (1995, είκοσι δύο χρόνων φέτος τον Ιούνιο), το End Hits (1998) και το The Argument (2001). Σκεφτείτε ότι συγκροτήματα σαν τους The Hold Steady, που έχουν παραδεχτεί ότι είναι επηρεασμένοι από τους Fugazi, γίνονται αντικείμενο απείρων θετικών σχολίων στο διαδίκτυο, αν και έχουν πουλήσει ένα κλάσμα των άλμπουμ που έχουν πουλήσει οι Fugazi. 

«Αν εσύ δεν λες τίποτα, τότε θα πουν άλλοι για σένα… θα πουν αυτοί τι είσαι», είπε ο Ίαν Μακάι στον Τζεμ Κόεν και σε άλλους στο Instrument, την ταινία που γυρίστηκε για το συγκρότημα το 1998. «Αλλά αν το πας στο άλλο άκρο, θα πουν ότι πας να το εκμεταλλευτείς». Οι Fugazi είχαν συνειδητοποιήσει ίσως πολύ περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο συγκρότημα της εποχής τους ότι τα παντοδύναμα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα χοντρά λεφτά επρόκειτο να κατακλύσουν την «εναλλακτική ροκ» σκηνή. «Το διπλό χτύπημα του ‘Merchandise’ και του ‘Blueprint’, που στηλιτεύουν την εμπορευματοποίηση και την οικειοποίηση της τέχνης από τρίτους, στέλνει το πιο ηχηρό μήνυμα», επισήμαινε το Stereogum πριν από λίγα χρόνια. «Από φιλοσοφική άποψη, αυτά τα δύο τραγούδια ίσως είναι το πιο τολμηρό και πιο σημαντικό επτάλεπτο των Fugazi σε δίσκο. Επίσης, βοηθάει το γεγονός ότι και τα δύο έχουν μερικές από τις πιο εύληπτες μελωδίες τους που έχουν αντέξει στον χρόνο».

Όταν οι χρυσοθήρες της μουσικής βιομηχανίας έσπευδαν να υπογράψουν ένα σωρό εναλλακτικά συγκροτήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι φήμες για τον πουριτανισμό των Fugazi κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα: είχαν αρνηθεί δεκάδες εκατομμύρια δολάρια από πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρίες, είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν στο Lollapalooza. «Νιώθω μεγάλη απέχθεια για τη δισκογραφική βιομηχανία», δήλωσε στη γερμανική τηλεόραση ο Μακάι το 1990. «Κατά τη γνώμη μου, το να λειτουργείς ανεξάρτητα από το καθιερωμένο κύκλωμα είναι από μόνο του πολιτική στάση».

Από πολιτική άποψη, οι στίχοι ήταν μερικές φορές ελλειπτικοί ή αφαιρετικοί, αλλά τις περισσότερες φορές διηγούνταν μια ιστορία, αν και με ιδιαίτερα μεταμοντέρνο τρόπο. Πάντως, ό,τι κι αν πιστεύει κανείς για τους στίχους των Fugazi, το συγκρότημα είχε απόλυτη επίγνωση ότι η μουσική, όσο μνημειώδης κι αν είναι, δεν είναι παρά μόνο μουσική. «Η μουσική διαμαρτυρίας υπάρχει εδώ και 30 χρόνια… έχει περισσότερη σημασία το τι κάνεις παρά το τι λες», δήλωσε ο Γκι Πιτσότο σε μια γοητευτικά παράξενη αλλά διεισδυτική συνέντευξη το 1988 με έναν οπαδό, ο οποίος ήταν μαθητής πρώτης λυκείου στο γυμνάσιο Ίστερν, στην Ουόσιγκτον Ντι Σι. Οι Fugazi έδωσαν αμέτρητες συναυλίες αφιλοκερδώς για να στηρίξουν οικονομικά μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, κλινικές που προσφέρουν δωρεάν περίθαλψη και άλλα παρόμοια ιδρύματα, ενώ επίσης έκαναν δωρεές για την αναμόρφωση των φυλακών, έδωσαν χρήματα σε καταφύγια αστέγων και σε νοσοκομεία για ασθενείς με AIDS. Μην ξεχνάτε ότι όλους μας μάς διαμορφώνει το περιβάλλον μας. Ο Κέντρικ Λαμάρ, επηρεασμένος από την κινηματογραφική βιομηχανία του Λος Άντζελες και τη θρυλική συνοικία του Κόμπτον, έβγαλε ένα ηχητικό κινηματογραφικό αριστούργημα το 2013, το Good kid… m.A.A.d city. Το να περιμένει κανείς ότι οι Fugazi δεν θα ασχολούνταν με τη δουλειά της πρωτεύουσας της χώρας, την πολιτική, μοιάζει τουλάχιστον αφελές.

Όταν ο ίδιος έφηβος ρώτησε σ’ εκείνη τη συνέντευξη τι εννοούσαν οι Fugazi με στίχους όπως «Αμερική είναι απλώς μια λέξη», ο Μακάι απάντησε επισημαίνοντας ότι η λέξη αντιπροσωπεύει μια έννοια, «αλλά ο καθένας πρέπει να βρει μόνος του τι σημαίνει γι’ αυτόν αυτή η έννοια». Βαθιά νοήματα για έναν έφηβο τίγκα στις ορμόνες, αλλά να είστε βέβαιοι πως μερικοί από εμάς, όσο νέοι, χαζοί και άπειροι κι αν ήμασταν, πιστεύαμε ότι οι Fugazi ψιθύριζαν στ’ αυτιά μας αλήθειες που άλλα συγκροτήματα δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Το Repeater έπεσε στα χέρια του υπογράφοντα το καλοκαίρι πριν το λύκειο, και περιττό να πούμε ότι μετά τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Αμέτρητοι άλλοι θα μπορούσαν να πουν το ίδιο. «Όταν είδα πρώτη φορά τους Fugazi άλλαξε η ζωή μου», θυμάται η Καθλίν Χάνα, αρχηγός των Bikini Kill και σύμβολο των riot grrl. «Το θλιβερό τοπίο μέσα στο οποίο σερνόμουνα (π.F. – προ Fugazi) ξαφνικά απέκτησε χρώμα, θα μπορούσα να πω ότι μ’ έκαναν να νιώσω αισιόδοξη».  

Το πώς αντιλαμβανόντουσαν οι εξωτερικοί παρατηρητές όλα αυτά προκαλούσε έκπληξη αλλά και απογοήτευση στο συγκρότημα. Στο Instrument ο Μπρένταν Κάντι, ο ντράμερ, διηγείται μια ιστορία που του είχε πει η αδερφή του. Έβγαινε μ’ έναν τύπο που, όταν συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο αδερφός της, τη ρώτησε αν ήταν αλήθεια ότι τα μέλη του συγκροτήματος έμεναν όλοι μαζί σ’ ένα σπίτι χωρίς θέρμανση, σαν δείγμα του ήθους και της αλληλεγγύης τους. Βέβαια, το συγκρότημα το θεώρησε γελοίο, αλλά ύστερα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και παραδέχτηκαν ότι όταν ηχογραφούσαν το Red Medicine στο σπίτι των παππούδων του Μακάι στο Κονέτικατ συντηρούνταν στη ζωή μόνο με ρύζι και νερό (προφανώς υπερβάλλουν, αλλά η αλήθεια δεν πρέπει να απέχει και πολύ). Όχι ακριβώς το στυλ των ηχογραφήσεων των Guns N’ Roses για τα Use Your Illusion ή αυτών που απεικονίζονται στο Some Kind of Monster, το ντοκιμαντέρ των Metallica.

Πάντως δεν εντυπωσιάζονταν όλοι οι οπαδοί τους από κάτι τέτοια. Στο ίδιο ντοκιμαντέρ [στο Instrument], ένας τύπος που έχει πάει σε μια συναυλία τους κατηγορεί το συγκρότημα για έπαρση και φαρισαϊσμό, κυρίως επειδή δεν αφήνουν το κοινό να κάνει slam dancing. Δεν παραθέτω αυτολεξεί, αλλά «[ο Μακάι] την έχει δει ροκ σταρ». Κάποιοι άλλοι απογοητεύτηκαν από τη στροφή του συγκροτήματος προς έναν πιο τεχνικό ήχο, επαναλαμβάνοντας συνεχώς το γνωστό τροπάρι: «Προτιμώ τα παλιά τους». Όπως παρατήρησε η Καθλίν Χάνα, αποκλείεται να ήταν εύκολη υπόθεση να είσαι οι Fugazi: «Δεν είναι απλό πράγμα να είσαι το λευκό πανί πάνω στο οποίο προβάλλει τον εαυτό του κάθε νεαρός Αμερικάνος πανκ».

Τα τελευταία δέκα χρόνια οι κριτικοί και οι οπαδοί του συγκροτήματος έχουν κάνει συνειδητές προσπάθειες να υποσκελίσουν την πολιτική στάση των Fugazi. Τώρα η λέξη «κέφι» χρησιμοποιείται αλόγιστα, σαν ένα είδος εκστρατείας αποκατάστασης, προκειμένου να συγκαλύψει την εντύπωση ότι το κουαρτέτο αποτελείτο από τέσσερις φωνακλάδες που δεν έπιναν αλκοόλ, σιχαινόντουσαν το slam dancing και τα ναρκωτικά και δεν διέθεταν αίσθηση του χιούμορ. «Η φήμη για τον πουριτανισμό των Fugazi έρχεται σε αντίθεση με την καθαρτική ενέργεια και το κέφι από τα οποία σφύζει η μουσική τους», δήλωνε το 2011 ο Κόρει Μπίσλι γράφοντας στο Pop Matters. Όπως επισημαίνουν ο Μπίσλι και ο Τζέιμς Τζάκσον Τοθ του Stereogum, μερικές φορές τα μέλη του συγκροτήματος έκαναν απίστευτη πλάκα, όπως φαίνεται στο Instrument, όταν ο Γκι Πιτσότο φλυαρεί για το απίθανο σχέδιό του να δολοφονήσει τον Τζορτζ Μπερνς στα εκατοστά του γενέθλια ή όταν κατσαδιάζει κάτι υπερενθουσιώδεις οπαδούς που κάνουν slam dancing για το «αντριλίκι» τους, αποκαλύπτοντας στο κοινό ότι πριν τη συναυλία τους είχε δει να τρώνε παγωτό που είχαν αγοράσει από ένα φορτηγάκι της εταιρείας Good Humor. «Είστε κάτι μαλακισμένα που τρώνε παγωτό», δηλώνει. 

Η εκστρατεία των οπαδών και των κριτικών που θέλουν να υποσκελίσουν την πολιτική στάση του συγκροτήματος για να αναδείξουν τη μουσική του – με το επιχείρημα ότι συχνά το πρώτο αποσπά τους ακροατές, λειτουργώντας εις βάρος του δεύτερου – μπορεί να γίνεται από καλές προθέσεις, αλλά συγχρόνως διαστρεβλώνει τη σημασία του συγκροτήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μουσική των Fugazi παραμένει ένα από τα καλύτερα δείγματα του ποστ-πανκ της γενιάς τους, είτε τη συνδυάζει κανείς με μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση είτε όχι. Ωστόσο, εν μέσω μιας επανάκαμψης του νεοσυντηρητισμού, δεν είναι σωστό να προσπαθεί κανείς να ξαναγράψει την Ιστορία παριστάνοντας ότι οι Fugazi δεν αντιπροσώπευαν μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση. Οι θρύλοι του πανκ, οι Clash και οι Sex Pistols, κυκλοφόρησαν κι αυτοί άλμπουμ στα οποία επέκριναν την κοινωνία της δεκαετίας του ’70 και εξέφραζαν τη διαφωνία τους, και τώρα εξυμνούνται γι’ αυτό, και δικαιολογημένα. 

Προσωπικά, ο υπογράφων έβρισκε τις συζητήσεις για την πολιτική τους στάση ασαφείς. Πολλοί από τους συγχρόνους μουσικούς των Fugazi θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολιτικά τοποθετημένοι. Πριν οι Metallica μεταμορφωθούν σ’ ένα (μεταφορικά) ροκ συγκρότημα της δεκαετίας του ’70, κυκλοφόρησαν κάποια άλμπουμ τη δεκαετία του 1980 που έβριθαν πολιτικών μηνυμάτων. Τα Ride the Lightning, Master of Puppets και And Justice for All αναμφίβολα περιείχαν πολιτικά σχόλια για τον πόλεμο, τη θανατική ποινή, την κατάχρηση των ναρκωτικών και την κρατική εξουσία. Οι συγκεκριμένοι μεταλλάδες δεν γύριζαν ούτε αυτοί βίντεο κλιπ, μέχρι που έχασαν την παρθενιά τους με το αδιαμφισβήτητα πολιτικό “One”. Οι Public Enemy σέρβιραν το μήνυμά τους για τα ίσα δικαιώματα και την υπερηφάνεια των μαύρων με μια γερή δόση ανοιχτής πολιτικής διαφωνίας. Οι Pearl Jam έμοιαζαν βουτηγμένοι μέχρι το γόνατο στην πολιτική διαμαρτυρία. Μάλιστα η δονκιχωτική απόπειρά τους να υπονομεύσουν την Ticketmaster έμοιαζε ανέκαθεν μια κίνηση τουλάχιστον αντάξια των Fugazi. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για μερικούς πιο παραδοσιακούς ροκάδες. Ο Μπρους Σπρίνγκστιν συμμετέχει συχνά σε πολιτικές εκστρατείες, όπως κι ο Τζεφ Τουίντι των Wilco, ωστόσο κανένας δεν καλείται να επανεξετάσει τη δισκογραφία τους κάτω από αυτό το πρίσμα. Σήμερα οι οπαδοί των Rage Against the Machine τους θυμούνται για τραγούδια όπως το “Killing in the Name of”, το “Know Your Enemy” και το “Bombtrack”, αλλά κανένας δεν προσπαθεί να υποσκελίσει την προφανή πολιτική τους τοποθέτηση. Επιπλέον, αρκετοί κάντρι μουσικοί διατυμπανίζουν τακτικά τις συντηρητικές πολιτικές τους απόψεις χωρίς να τους ψέγει κανείς. Ακόμα κι ο Τεντ Νούτζεντ, αγαπημένος του Μακάι (χωρίς πλάκα), έχει εκφράσει εδώ και πολύ καιρό απόψεις κατά του ελέγχου της οπλοκατοχής, του Ομπάμα και άλλων ζητημάτων από ακροδεξιά σκοπιά, αλλά κανείς δεν αμφισβητεί τις ροκ περγαμηνές του, κι ας ήταν μέλος των Damn Yankees! Άλλωστε, τι ακριβώς πάει να πει πολιτική; Οι Slayer προσέφεραν αρκετές απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα στον καιρό τους, αν και το να προσπαθεί κανείς να προσδιορίσει σε ποιον χώρο ανήκουν πολιτικά είναι σαν να προσπαθεί να διαβάσει το φλιτζάνι. Θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα, ωστόσο το ζήτημα είναι ότι οι Fugazi αναφέρονται πολλές φορές, ξανά και ξανά, ως παράδειγμα υπερβολικά πολιτικού και «δασκαλίστικου» συγκροτήματος. Και το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι οπαδοί τους και οι κριτικοί έχουν προσπαθήσει να υποβαθμίσουν τα πολιτικά τους μηνύματα για να προβάλλουν την ομολογουμένως εξαιρετική μουσική τους.

Γιατί, όμως, οι Fugazi γίνονται αντικείμενο τόσων επικρίσεων για την πολιτική τους στάση; Ίσως έχει να κάνει με το είδος της πολιτικής στάσης που πρέσβευαν και με το γεγονός ότι η αντίθεσή τους στις εταιρικές πρακτικές τρόμαζε άλλους καλλιτέχνες. Όσον αφορά το πρώτο, το συγκρότημα πρόβαλε από την πρώτη στιγμή τα δικαιώματα των γυναικών (ήταν υποστηρικτές του κινήματος των Riot Grrl, ακόμα κι όταν ύστερα από χρόνια η πάλαι ποτέ αρχηγός του κινήματος, η Καθλίν Χάνα, τους επέκρινε κάποιες φορές), εναντιώνονταν στον μισογυνισμό (βλέπε το τραγούδι “Suggestion”), μάχονταν ενάντια στην ομοφοβία σε μια πρώιμη εποχή που ξεχείλιζε από συγκαταβατική συμπεριφορά των ανδρών απέναντι στις γυναίκες, από πόζες όλο αντριλίκι και από επιθέσεις εναντίον ομοφυλοφίλων. Στο Instrument ο Κόεν κινηματογραφεί σκηνές από την ουρά στα εισιτήρια και από τα πάρκινγκ πριν από συναυλίες τους, αποτυπώνοντας τα δημογραφικά στοιχεία των οπαδών των Fugazi, οι οποίοι, όπως ήταν αναμενόμενο, περιλαμβάνουν στις τάξεις τους πολλές νεαρές γυναίκες που συνήθως δεν άκουγαν το είδος της μουσικής που έπαιζε το συγκρότημα. Όσο για την άρνησή τους να παίξουν το παιχνίδι των πολυεθνικών εταιρειών, ο υπογράφων πίστευε πάντα ότι άλλα συγκροτήματα τους αντιπαθούσαν γι’ αυτό, πράγμα που λέει περισσότερα για τους συναδέλφους των Fugazi παρά για τους ίδιους. Σε μια συνέντευξη στο περιοδικό Spin τον Νοέμβριο του 1999 οι Blink 182 επαίνεσαν το συγκρότημα για τη μουσική του και την επιμονή τους να βάζουν εισιτήριο πέντε δολάρια στις συναυλίες τους, αλλά ύστερα δήλωσαν ότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους σ’ εκείνο το σημείο της καριέρας τους. Η πολιτική στάση των Fugazi δεν ήταν συμβολική. Ήταν προσιτοί στα άλλα συγκροτήματα όπως και στους οπαδούς τους, αλλά προκαλούσαν τον κόσμο να σκεφτεί και να αναλάβει δράση. Σε μια συναυλία των Rage στο φεστιβάλ Lollapalooza τα μέλη τους εμφανίστηκαν με το στόμα κλεισμένο με μονωτική ταινία και άφησαν τα όργανά τους να σφυρίζουν. Ήταν πράγματι μια συμβολική κίνηση, αλλά σε τι απέδωσε στην πραγματικότητα; Σαν οπαδός, μπορώ να συγχαίρω τον εαυτό μου επειδή υποστηρίζω τη δίκαιη αγανάκτησή τους για τη λογοκρισία, όμως αυτό δεν απαιτεί κάτι από μένα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τραγούδια σαν το “Killing in the Name of”, όσο καλά κι αν είναι, αντιπροσωπεύουν μια φαντασιακή διαμαρτυρία: Ποιος από εμάς είναι πραγματικά διατεθειμένος να σκοτώσει για τα πολιτικά του πιστεύω; Προφανώς κανένας δεν θα ’πρεπε, αλλά όταν ακούς κάποιον να το λέει, αισθάνεσαι ηθικός, ακόμα κι αν μετά τη συναυλία γυρίζεις σ’ ένα σπίτι σε ένα πλούσιο προάστιο έξαλλος από την αγανάκτηση.

Ένας άλλος παράγοντας που ενδεχομένως έπαιξε ρόλο στον τρόπο που εκλήφθηκε η πολιτική στάση του συγκροτήματος είναι η κοινωνική τους τάξη. Οι Minot Threat, το θρυλικό συγκρότημα του Μακάι, είχαν επίσης πολιτική χροιά, αλλά τα μέλη τους είχαν επίγνωση της καταγωγής τους ως παιδιά της μεσαίας και της ανώτερης μεσαίας τάξης μιας εύπορης ελίτ της Ουόσιγκτον Ντι Σι. Ο Τζεφ Νέλσον, ο ντράμερ των Minor Threat, ισχυρίστηκε ότι το συγκρότημα απέφευγε τις υπερβολικές κορώνες περί καταπίεσης λόγω της δικής τους ταξικής καταγωγής. «Νομίζω ότι θα ήταν ψευτοπαλληκαριά και υποκρισία αν ήμασταν πολύ πιο επιθετικοί και γκρινιάζαμε ενάντια στο “σύστημα” που μας καταπιέζει», είπε σε έναν συγγραφέα ύστερα από χρόνια . Ο ίδιος ο Μακάι ανήκει στην έκτη γενιά μιας οικογένειας από την Ουόσιγκτον με βαθιές ρίζες στην Ιστορία και στον ακτιβισμό. Ο συν-τραγουδιστής και κιθαρίστας Πιτσότο αποφοίτησε από το κυριλέ λύκειο Georgetown Day School και πήρε το πτυχίο του στη φιλολογία από το πανεπιστήμιο του Τζόρτζταουν. Οπότε προφανώς οι Fugazi δεν ήταν/είναι παιδιά της εργατικής τάξης που προόδευσαν.

Απ’ αυτή την άποψη είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί η καταγωγή των μελών τους ενδέχεται να ενοχλεί κάποιους τρίτους παρατηρητές. «Έχω την εντύπωση, δίκαια ή άδικα, ότι η πλειονότητα των πανκ στην Ντι Σι προέρχονταν από την ανώτερη μεσαία τάξη – μόνο ένα πλουσιόπαιδο θα έσκιζε ένα καλό μπουφάν και θα το γέμιζε παραμάνες», επισήμανε ο Κέλι. «Αυτό με ενοχλούσε». Η τοπική σκηνή έμοιαζε ξεκομμένη από το τι συνέβαινε, έλεγε αργότερα ο Κέλι, και εκείνα τα χρόνια πράγματι ήταν ως έναν βαθμό. Όταν ο Κέλι λέει ότι θυμάται τους «ροδομάγουλους» Teen Idles, τους προδρόμους των Minor Threat με τον Μακάι στη σύνθεσή τους, η ανάμνησή του δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. 

Ύστερα από μια περιοδεία στη δυτική ακτή, στο Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο, όπου εκτέθηκαν στην επιθετικότητα του καλιφορνέζικου πανκ και είδαν με τα μάτια τους τις απόπειρες της αστυνομίας να διαλύσει τη σκηνή, ο Μακάι παραδέχεται ότι οι Teen Idles επέστρεψαν τσαντισμένοι και αγριεμένοι: «Γινόντουσαν τσακωμοί και πριν πάμε στο Λος Άντζελες, αλλά όταν γυρίσαμε το χάσαμε τελείως και αρχίσαμε να πλακωνόμαστε όλη την ώρα» . Επιπλέον, ο Μακάι εξήγησε ότι η εικόνα που λάνσαραν, οι αλυσίδες και τα καρφιά που επισήμανε ο Κέλι, ήταν μια προσπάθεια να δημιουργήσουν μια «σφραγίδα», να δείχνουν σαν μέλη μιας «παρέας», να είναι «αναγνωρίσιμοι σαν τα μέλη της ίδιας φυλής». Δεν σκόπευαν να αποκλείσουν κανέναν, αλλά, κοιτάζοντας πίσω, «όποτε είσαι τόσο επικεντρωμένος στο να δημιουργήσεις κάτι, απωθείς τον υπόλοιπο κόσμο που είναι στην απέξω. Αργότερα διάφοροι μας είπαν: “Ήσασταν πολύ μαλάκες τότε…” »

Οι αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν για το συγκρότημα υπό το πρίσμα των Teen Idles και, αργότερα, των Minor Threat θα στοίχειωναν τους Fugazi σε όλη τη διάρκεια της πορείας τους. Ενώ έμεναν συχνά σε καταλήψεις για να μειώσουν το κόστος των περιοδειών τους, το συγκρότημα αντιμετώπιζε διαρκώς αντιδράσεις από εκείνους που διαφωνούσαν με την θεωρούμενη straight-edge ιδεολογία τους. «Κάποιος από ένα κοινόβιο σε πηγαίνει εκεί για να κοιμηθείς και οι υπόλοιποι κάτοικοι του κοινοβίου σε μισούν λόγω των Minor Threat ή για κάποιον άλλο λόγο», θυμόταν ο Κάντι. «Ή έγραφαν πράγματα πάνω στις μπανάνες μας… Η μπανάνα σου έγραφε: “Είσαστε πολύ μαλάκες”», ισχυρίστηκε ο μπασίστας Τζο Λάλι. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Λάλι και άλλα μέλη του συγκροτήματος, οι Fugazi «δεν είχαν κάνει παντιέρα κάποιο θέμα. Δεν λέγαμε τίποτα» .

Πάντως οι Fugazi μερικές φορές κακολογούσαν άλλους. Για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τα τσούγκρισαν με κάποια συγκροτήματα από το Σικάγο, όπως οι Big Black και οι Naked Raygun. Ο Μακάι χαρακτήρισε τη σκηνή του Σικάγο σαν «άτομα που καπνίζουν πούρο και τρώνε παϊδάκια… Δεν νομίζω ότι γούσταραν πραγματικά το πανκ ροκ… όταν ήταν μικροί άκουγαν πανκ, αλλά μεγαλώνοντας το ξεπέρασαν». Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πώς κάτι τέτοιο μπορεί να ερμηνευθεί από κάποιους σαν ένα είδος Λυδίας λίθου για το ποιος είναι πιο αυθεντικός από τον άλλον. Επιπλέον, το συγκρότημα είχε αρνηθεί να δώσει συνεντεύξεις στο Spin, στο Details και σε παρόμοια έντυπα, εν μέρει επειδή περιλάμβαναν διαφημίσεις για τσιγάρα και οινοπνευματώδη ποτά. Ιδίως το Rolling Stone είχε βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής τους. «Δεν καταλαβαίνω… τι διάολο έχει να κάνει με το ροκ εν ρολ. Αντιλαμβάνομαι ότι έχει κάποιο νόημα να διαδώσεις καλές ιδέες μέσω του Rolling Stone», είπε ο Πιτσότο στον Άζεραντ, «αλλά όταν είναι στριμωγμένες ανάμεσα σε ένα σωρό κακές ιδέες, δεν νομίζω ότι γίνονται κατανοητές» . Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι τα πανκ ροκ φανζίν στα οποία έδιναν συνεντεύξεις, όσο κι αν υποκινούνταν από καλές προθέσεις, δεν έφταναν στα χέρια ενός παιδιού από τη Νεμπράσκα, που μπορεί να γούσταρε τον ήχο και ίσως την πολιτική στάση των Fugazi, αλλά δεν είχε άλλη πηγή πληροφόρησης εκτός από τα προαναφερθέντα μέινστριμ περιοδικά.

Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική στάση των Fugazi δεν ήταν τόσο υπερβολική όσο μπροστά από την εποχή της, και το πρώτο τους άλμπουμ το αντικατοπτρίζει αυτό. «Ουσιαστικά το Repeater είναι ένα κόνσεπτ άλμπουμ με θέμα την άποψη ότι μπορεί κάποιος να επηρεάσει τις κοινωνικές αλλαγές αν σκέπτεται προσεκτικά τι προϊόντα αγοράζει», γράφει ο Άζεραντ, «και οι Fugazi επεκτείνανε αυτή την άποψη και πέρα από την υλική έννοια» . Σήμερα η ιδέα του καταναλωτικού ακτιβισμού δεν είναι μόνο αποδεκτή, αλλά προωθείται ακόμα και από μεγάλες εταιρείες σαν κίνητρο για την αγορά των προϊόντων τους. Σκεφτείτε τον καφέ δίκαιου εμπορίου, τα περιβαλλοντολογικά εγκεκριμένα προϊόντα, ακόμα και την εταιρεία Tom’s Shoes. Ο ασκητισμός των Fugazi λειτουργεί ακόμα και ως ασπίδα προστασίας για άλλα συγκροτήματα. Κάποιες μέινστριμ μπάντες όπως οι Pearl Jam και οι Blink 182 δηλώνουν τον θαυμασμό και την αγάπη τους για τους Fugazi, παρατηρεί ο Άζεραντ, για να εξιλεωθούν για τις δικές τους ενοχές .

 

Πέρα από την πολιτική

«Ίσως το πιο απογοητευτικό πράγμα σχετικά με τις βαρετές, ατέλειωτες συζητήσεις για την πολιτική στάση του συγκροτήματος είναι ότι αυτές οι κουβέντες συχνά επισκιάζουν τη μουσική των Fugazi», δήλωσε ο Τζέιμς Τζάκσον Τοθ το 2012. «Οι Fugazi είναι πρώτα απ’ όλα ένα φοβερό ροκ εν ρολ συγκρότημα με την παραδοσιακή έννοια, όσο παραδοσιακό μπορεί να θεωρηθεί ένα συγκρότημα τα μέλη του οποίου φοράνε μάλλινους σκούφους και στρατιωτικά παντελόνια». Το γεγονός είναι ότι η μουσική των Fugazi είχε αίσθηση του σουίνγκ. Σίγουρα ήταν δυναμική, αλλά είχε ψυχή και ρυθμό. «Οι Fugazi ήταν το δικό μου boy band όταν ήμουν έφηβη», είπε στο Rolling Stone την προηγούμενη εβδομάδα η Κάρι Μπράουνστοουν, κιθαρίστρια των Sleater-Kinney και των Wild Flag, πρωταγωνίστρια της σειράς Portlandia και γενικώς πολυπράγμων γυναίκα. «Δεν πρόλαβα το πρώτο κύμα του χάρντκορ, αλλά η επιθετικότητα της μουσικής τους ταίριαζε με τον θυμό και την απογοήτευση που ένιωθα. Ήθελα να κοπανιέμαι ακούγοντας το “Margin Walker” όπως χοροπηδούσα παλιότερα ακούγοντας τους New Kids on the Block, τους Duran Duran κι άλλα παρόμοια». Ναι, σωστά: οι Fugazi είναι οι Duran Duran του χάρντκορ. 

Το Repeater συνδυάζει ρέγκε, πανκ, κλασικό ροκ σαν τους Queen και τον Nugent, «φωνητικές ερωταπαντήσεις» της χρυσής εποχής των Run-DMC και δανείζεται στοιχεία από τους Public Enemy, κυρίως το «επαναλαμβανόμενο σκούξιμο της κιθάρας στο ομώνυμο κομμάτι», το οποίο, σύμφωνα με τον Άζεραντ, το πήραν από το “Rebel Without a Pause”. Το άλμπουμ ξεκινάει με ένα από τα μεγαλύτερα σε διάρκεια κομμάτια, το “Turnover”, που δίνει μια πρώτη γεύση του προσανατολισμένου προς το γκρουβ ήχο των ντραμς και του μπάσου του Λάλι και του Κάντι, οι οποίοι είναι απλά ακατάβλητοι σε όλο τον δίσκο. Περιλαμβάνει επίσης τις αιχμηρές και δυναμικές κιθάρες του Πιτσότο και του Μακάι, που μοιάζουν πανταχού παρούσες στα περίπου 35 λεπτά που διαρκεί το Repeater. Το “Turnover” ενώνεται με το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, που χαρακτηρίζεται από το τρελό παίξιμο του Κάντι στα ντραμς όσο κι απ’ τα παραμορφωμένα, κλειστοφοβικά φωνητικά.Για τα πιο γνωστά τραγούδια του δίσκου, το “Merchandise” και το “Blueprint”, το μελάνι που έχει χυθεί σε γραπτούς επαίνους είναι περισσότερο κι απ’ το αίμα που είχε χυθεί κατά την μεταρρύθμιση των Διαμαρτυρομένων. Όσον αφορά το δεύτερο, το μήνυμα του τραγουδιού για την εμπορευματοποίηση, αν και σημαντικό, ερχόταν πάντα σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά με έναν παλιότερο στίχο: «Τι διαφορά, τι διαφορά μπορεί να κάνει μια μικρή αλλαγή». Στο ρυθμικό “Styrofoam” ο Μακάι καταγγέλλει τους πάντες (συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του) για την τάση μας για προκατάληψη: «Είμαστε όλοι στενόμυαλοι / ξεχειλίζουμε τόσο πολύ από μίσος / που απελευθερώνουμε το δηλητήριό μας σαν φελιζόλ». Ποιος άλλος έχει καταφέρει να συνοψίσει τόσο αποτελεσματικά και τόσο άμεσα μια επίκριση του ρατσισμού, της στενομυαλιάς και της εμπορικότητας, προάγοντας ταυτόχρονα την περιβαλλοντική συνείδηση, και μάλιστα με υπόκρουση έναν δυνατό ρυθμό; «Ο τύπος είναι απίστευτα χαρισματικός κι επίσης έχει τη δυνατότητα να σου λέει αυτό που εννοεί με μία μόνο περιεκτική φράση», δήλωσε η Χάνα, επίσης είδωλο του πανκ.

Το “Sieve Fisted Find” μοιάζει με την αρχή ενός τουρνουά στίβου ή ενός ξέφρενου αγώνα μπάσκετ, αλλά μοιάζει να ξεγλιστράει συνέχεια μέσα απ’ τα χέρια: «Να άλλο ένα πρόβλημα με περιτύλιγμα τη λύση / Είναι άσχημο όπως και φορεμένο / Και δυο φορές πιο δύσκολο να το καταπολεμήσεις». Ο Πιτσότο εκλιπαρεί «Άσε με να καταπιαστώ μαζί του», και καταλαβαίνεις ότι το πρόβλημα θα μπορούσε να είναι η πείνα στον κόσμο ή απλώς το να βρεις μια δουλειά που να σ’ αρέσει.

Όταν ήμουν στο πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο διάβασα τους στίχους του “Reprovisional”, που κάποιος τους είχε χαράξει σ’ έναν δίσκο σερβιρίσματος στην καφετέρια: «Κάπου μέσα στις απομονωμένες καρδιές μας, μας χωρίζουν αντικρουόμενες ιστορίες / Και ελπίζουμε ότι θα πάρουμε αυτό που μας αξίζει / Κρυβόμαστε πίσω από τους στόχους, μπροστά σε όλους αυτούς που υπηρετούμε». Όταν μου ήρθε στο μυαλό το βουητό της γυμνής, γεμάτης ενέργεια κιθάρας που φτάνει σε κρεσέντο κοντά στα τελευταία 20, 30 δευτερόλεπτα του τραγουδιού, μου σηκώθηκαν οι τρίχες στον σβέρκο. 

«Έκοψα πολύ κοντά τα νύχια μου / Αλλά και πάλι μ’ έπιασαν με το χέρι στο βάζο με το γλυκό / Στα πράσα», τραγουδάει ο Πιτσότο πάνω από ένα ήσυχο, κουδουνιστό, μεταλλικό σχήμα της κιθάρας στο “Two Beats Off”, το οποίο μπαίνει σ’ έναν χοροπηδηχτό, χαλαρό ρυθμό καθώς τραγουδάει πιο μετά: «Ο πλούτος επικυρώνει τα πάντα». Το βαρύ, ήρεμο, βαρύ μοτίβο του “Shut the Door” θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα πρωτόλειο ριφ της εναλλακτικής μουσικής της δεκαετίας του 1990, με την απαραίτητη ερώτηση που, ως συνήθως, ακολουθεί: «Ανάβω φωτιά για να δροσιστώ / Καίγομαι / Είμαι το καύσιμο / Δεν ήθελα να φερθώ σκληρά / Εσύ έχεις φερθεί ποτέ σκληρά;»

Θα μπορούσα να φλυαρώ απεριόριστα για το Repeater, να μιλάω μέχρι τελικής πτώσεως για το In on the Killtaker, όπως και για τα περισσότερα άλλα άλμπουμ των Fugazi, αν εξαιρέσουμε πιθανώς το Steady Diet of Nothing, που μου άρεσε λιγότερο σε σύγκριση με τις άλλες στούντιο κυκλοφορίες τους. Συχνά λέγεται ότι οι Fugazi δεν έβγαλαν ποτέ τους κακό άλμπουμ, κάτι που μάλλον είναι αλήθεια. Οι οπαδοί διαφωνούν για την αξιολογική σειρά, αλλά ως επί το πλείστον όλοι συμφωνούν ότι η ποιότητα της δουλειάς του συγκροτήματος παραμένει αδιαμφισβήτητη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το Repeater του 1990, το πρώτο ενιαίο εγχείρημά τους, σηματοδοτεί την επίσημη αρχή του συγκροτήματος.

Είδα τους Fugazi ζωντανά μόνο μια φορά, στο τελευταίο έτος του πανεπιστημίου, μαζί με τον συγκάτοικο και κολλητό μου, τον Ρας, στο Κόνγκρες Θίατερ του Σικάγο. Τη συναυλία άνοιξαν οι Shellac του Στιβ Αλμπίνι. Οι Fugazi έπαιξαν ένα παθιασμένο σετ, ως συνήθως. Πάντα επιστρέφω στους Fugazi όταν θέλω κάτι να μου φτιάξει τη διάθεση. Ο συνδυασμός καταπληκτικής μουσικής και πολιτικής πρόκλησης ανέκαθεν με ενέπνεε και συνεχίζει να με εμπνέει. Ξέρω ότι όσοι προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή μακριά από την πολιτική στάση του συγκροτήματος, αποκλειστικά προς τη μουσική, έχουν καλές προθέσεις. Είναι απόλυτα δικαιολογημένο, αλλά για κάποιους από μας αυτά τα δύο είναι αδιαχώριστα στην πραγματικότητα. Για μερικούς από μας (και τονίζω το «μερικούς») η ιδέα ότι η μουσική δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα ψυχαγωγική και πολιτικοποιημένη είναι απαράδεκτη. Η τραγουδίστρια των Against Me! Λόρα Τζέιν Γκρέις – που της είναι επίσης οικεία η ιδέα της «πολιτικοποιημένης μουσικής» – δήλωσε πρόσφατα στον Γκρεγκ Κοτ και τον Τζιμ ΝτεΡόγκατις: «Όπως είπε κι ο Ίαν Μακάι, ‘τα συναισθήματά σου δεν είναι τίποτα άλλο παρά πολιτική’». 

 


image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 
image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 
image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.