Με τα λουλούδια ή με τους βάλτους;

Του Γιάννη Αφένδρα

Ένα λουλούδι έχει κάνει την εμφάνισή του και ανθίζει τα τελευταία χρόνια, κυρίως τα καλοκαίρια, στη χώρα μας. Ένα λουλούδι που η ομορφιά του συνεπαίρνει χιλιάδες ανθρώπους και τους ωθεί στην αναζήτησή του. Ένας ανθός που ξεχωρίζει με το χρώμα και την ευωδιά του και φωτίζει λίγο το δυσώδες μαύρο που επικρατεί, όπως παντού σχεδόν, και στις πολιτιστικές ξέρες αυτής της χώρας.
Ο λόγος για το φαινόμενο των μουσικών φεστιβάλ, ένα θεσμό με μεγάλη ιστορία, ο οποίος τα τελευταία χρόνια γνωρίζει αξιοσημείωτη έξαρση και αναπτύσσεται με διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς, προσφέροντας ηχηρές μελωδίες σε ένα εν πολλοίς βουβό πολιτισμικό τοπίο. Πρόκειται για εγχειρήματα που στις περισσότερες των περιπτώσεων ξεπηδούν από τη βασική ανάγκη των ανθρώπων (διοργανωτών, καλλιτεχνών και επισκεπτών), ανεξαρτήτου ηλικίας μα πάντα νέων στην καρδιά, για έναν εναλλακτικό τρόπο ψυχαγωγίας, για μια διαφορετική μορφή συνάντησης μεταξύ ανθρώπου – τέχνης – φύσης, για μια ακηδεμόνευτη και ελεύθερη πρωτοβουλία, για μια διέξοδο από τις κατεστημένες, μαζικές αλλά ταυτόχρονα χωρίς καμία έννοια συλλογικότητας, αντιαισθητικές και αποβλακωτικές πολιτιστικές συνταγές. Αυτό που χαρακτηρίζει τις περισσότερες από αυτές τις προσπάθειες είναι η θέληση για το νέο και το διαφορετικό, η επιθυμία διαφυγής από τη μονοτονία και την επανάληψη. Ιδέες και προτάσεις που συχνά ξεφεύγουν από το λεγόμενο mainstream, μουσικές και καλλιτέχνες που δε θα ακούσει κανείς εύκολα αλλού, χώροι και αντιμετώπιση με πρώτιστο κριτήριο το σεβασμό όλων των εμπλεκόμενων, χαμηλά ή ανύπαρκτα εισιτήρια, οργανωτικές δομές που απομακρύνονται από τα καθιερωμένα ιεραρχικά μοντέλα και πλησιάζουν πιο άμεσες δημοκρατικές μορφές, σχέσεις μεταξύ διοργανωτών και θεατών που δεν είναι καθαρά εμπορικές σχέσεις εκμετάλλευσης, αλλά σχέσεις αλληλοσεβασμού και συμμετοχής, διάθεση αποκέντρωσης και πλησιάσματος προς τη φύση.


Για τον κάθε καλλιτέχνη τα φεστιβάλ αυτά αποτελούν ευκαιρίες να παρουσιάσει τη δουλειά του σε πολυπληθή και ετερογενή ακροατήρια, να πουλήσει πολύ μεγαλύτερο αριθμό δίσκων ή οτιδήποτε άλλο, να έρθει σε επαφή με άλλους συναδέλφους του, να νιώσει μέρος μιας σκηνής. Για τον μουσικόφιλο είναι μοναδικές ευκαιρίες να δει πολλά από τα αγαπημένα του συγκροτήματα μαζί με πολύ χαμηλό κόστος, να ακούσει και μουσικές που ίσως μεμονωμένα δε θα επέλεγε, να συνδυάσει τη μουσική με μια εκδρομή ή ένα διήμερο διακοπών. Για τον τόπο που φιλοξενεί ένα τέτοιο γεγονός τα οφέλη είναι πολλά και δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν λεπτομερώς. Μπορούμε απλώς να αναφέρουμε την προβολή και τη φήμη που αποκτά ένα μέρος, όταν το επισκέπτονται χιλιάδες άνθρωποι και το μαθαίνουν ακόμα περισσότεροι, την πολιτιστική αναβάθμιση, την οικονομική άνοδο και την τόνωση όλης της ντόπιας αγοράς. Αυτά και πολλά άλλα στοιχεία συντελούν στο να φυτρώνουν χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερα φεστιβάλ, σε όλο και περισσότερες γωνιές, με όλο και περισσότερο κόσμο να τα ακολουθεί και να τα στηρίζει.


Κι όμως! Το ενθουσιώδες αυτό κύμα των μουσικών φεστιβάλ προσκρούει σε εμπόδια που πολλές φορές αποδεικνύονται αξεπέραστα. Εμπόδια που έχουν να κάνουν με τις δυνάμεις εκείνες που τάσσονται φανατικά υπέρ της συντήρησης, υπέρ του καθιερωμένου, υπέρ του παλιού και αναμασημένου και ενάντια σε κάθε τι καινούριο, διαφορετικό ασυνήθιστο. Ιδεολογίες που δαιμονοποιούν κάθε νέα κίνηση στο όνομα της ασφάλειας και της διατήρησης του ήδη υπάρχοντος. Άνθρωποι που δε νοούν καν την πιθανότητα ύπαρξης άλλων τρόπων έκφρασης εκτός από αυτούς που ήδη ξέρουν και στους οποίους έχουν βολευτεί. Νοοτροπίες που προτιμούν και αμύνονται την ασάλευτη τάξη του βάλτου που τους περιβάλλει και αντιτίθεται σε οτιδήποτε φαίνεται στα μάτια τους απειλητικό ότι μπορεί να ταράξει κάπως τα νερά. Γονείς που ονειρεύονται τα παιδιά τους καθ’ εικόνα και ομοίωσή τους, ακόμα κι αν η εικόνα αυτή είναι η ίδια η προσωποποίηση της μιζέριας και της παρακμής και που τρέμουν στην ιδέα οι νέοι άνθρωποι να διεκδικήσουν έστω ένα μικρό χώρο προσωπικής δημιουργίας και διαφορετικότητας για τους εαυτούς τους. Κι όσο κι αν η εξάπλωση του νέου λουλουδιού των φεστιβάλ δίνει ένα φως ελπίδας, η αλήθεια δυστυχώς παραμένει ότι η πολύ μεγάλη πλειοψηφία της χώρας αποτελείται από αυτούς τους ανθρώπους των βάλτων (δεν μιλάμε καν για το κράτος και το νόμο που έτσι κι αλλιώς είναι απέναντι, δημιουργώντας μόνο δυσκολίες και μην παρέχοντας κανένα κίνητρο και καμία διευκόλυνση).


Τα εμπόδια φαντάζουν έτσι άπειρα και το αποτέλεσμα είναι πολλά φεστιβάλ να σταματούν μετά από λίγα χρόνια παρουσίας, να παρακμάζουν κάτω από τον ανηλεή πόλεμο και την προπαγάνδα εναντίον τους, πολλοί από τους διοργανωτές να έχουν μπλεξίματα με το νόμο και τα δικαστήρια μετά από καταγγελίες διαφόρων καλοθελητών (στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, γνωστών πολιτικών φρονημάτων), μαζί με την καθημερινή εχθρική αντιμετώπιση από μεγάλη μερίδα της κάθε τοπικής κοινωνίας, το ηθικό και η όρεξη για τέτοιες προσπάθειες να φθείρονται και να κάμπτονται τελικά από τη διαρκή εναντίωση. Ένα ερώτημα, λοιπόν, γεννιέται και αφορά όλους μας (κοινό, διοργανωτές, μουσικούς, φορείς, όλους όσους εμπλέκονται και ενδιαφέρονται με οποιοδήποτε τρόπο με αυτό που αποκαλούμε «πολιτισμό»): μέσα σε αυτή την κατάσταση, ποια είναι η θέση που εμείς παίρνουμε; Στο δίλημμα κίνηση ή ακινησία, τι επιλέγουμε; Σε ποια πλευρά τελικά στεκόμαστε: με τα λουλούδια ή με τους βάλτους; Για όσους από εμάς η απάντηση είναι ξεκάθαρα η πρώτη, ένα δεύτερο ερώτημα προκύπτει, το οποίο τελικά παίρνει τη μορφή ενός καθήκοντος. Ποια μορφή παίρνει στην πράξη η στήριξη μας στα φεστιβάλ, καθώς αυτή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτροπή του αφανισμού τους; Στήριξη με τη φυσική παρουσία και συμμετοχή, με την οικονομική συνεισφορά (εισιτήρια, κάβες, merchandise), με την ηθική και ψυχολογική υποστήριξη των πρωτεργατών όλων αυτών των κινήσεων, με την αλληλεγγύη σε άτομα που διώκονται ακριβώς για τη συμμετοχή τους σε αυτές. Για να έχουμε κι εμείς τους δικούς μας χώρους και χρόνους της δικής μας ελευθερίας και διασκέδασης και να μη βουλιάξουμε μαζί με αυτούς που αρνούνται να δουν οτιδήποτε τους υπερβαίνει.

ΥΓ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή τις διώξεις μελών του Los Almiros Festival και αφορά τη στήριξη όλων των ανεξάρτητων μουσικών φεστιβάλ της χώρας.

Γιάννης Αφένδρας (μουσικός)