Γράφει ο Ελευθεριακός
Πέρασε αρκετό διάστημα από τον θάνατο του Τζίμη Πανούση κι αυτό από μόνο του είναι για μένα μια απαραίτητη συνθήκη, ώστε να εκθέσει κάποιος τις σκέψεις του για κάποιον σημαντικό (με ή χωρίς εισαγωγικά) με μια απόσταση χρόνου, που μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής και ίσως τον προστατεύει από το να γράψει πράγματα για τα οποία μπορεί αργότερα να μετανιώσει.
Αυτό βέβαια επ’ ουδενί σημαίνει πως όσα γράφω παρακάτω είναι ασφαλή ως προς την αντικειμενικότητά τους, γιατί αντικειμενικότητα δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει πότε. Το μόνο που μας "σώζει" είναι η έκθεση της άποψής μας εξηγώντας τους λόγους της διαμόρφωσής της και τα "γιατί".
Τη μουσική, το λόγο, τις ιδιαίτερες παραστάσεις του Πανούση τις γνώρισα αρχές της δεκαετίας του '90 και έχουν συνδεθεί σε συνειδητό και υποσυνείδητο με πολύ αγαπημένα πρόσωπα, χαρμόσυνες μα και θλιβερές καταστάσεις, προβληματισμούς, σκέψεις και συζητήσεις περί πολιτικής και με μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.
Έτσι δεν συνδέεσαι άλλωστε σχεδόν πάντα με ένα καλλιτεχνικό έργο ή ακόμα και με τον δημιουργό του;
Οι εκφάνσεις της καθημερινότητας, οι προσωπικές στιγμές, οι φορτίσεις κι οι ελλείψεις μας δεν είναι αυτές που μάς συνδέουν με την Τέχνη και την ζωή ολόκληρη; Δεν είναι η ίδια η ζωή η Τέχνη του ζην;
Δεν ξέρω, αναρωτιέμαι.
Πολλοί στο μυαλό μας έχουμε μια καθάρια, αμόλυντη, ασφαλή θέση για όσους θεωρούμε σημαντικούς, για όσους περιμένουμε να είναι διαφορετικοί από εμάς – και οι καλλιτέχνες, λόγω θέσης, είναι έτσι κι αλλιώς διαφορετικοί.
Κάνουν κάτι που εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε (πολλές φορές και για λόγους πρακτικούς, αφού θεωρώ ότι εν δυνάμει όλοι είμαστε καλλιτέχνες), κάνουν κάτι που θαυμάζουμε ή απορρίπτουμε επειδή είναι αυτό που είναι, ως ουσία και ως περιεχόμενο. Συνεπώς, αυτό που κάνουν δεν είναι κάτι καθημερινό, δεν είναι μια δουλειά όπως κάνουμε εγώ κι εσύ. Ακόμα κι όταν γίνεται καθημερινό, η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού έργου είναι ποιοτικά διαφορετική από την ανιαρή δουλική καθημερινότητα των περισσοτέρων από εμάς.
Ακόμα κι αν κατά παραγγελία αφεντικών αναγκάζεσαι να επιστρατεύσεις το ταλέντο σου για να δημιουργήσεις καλλιτεχνικά, η ίδια η ουσία της καλλιτεχνικής ενασχόλησης είναι διαφορετική από την ανιαρή ενασχόληση με κάτι που σου προσφέρει τα προς τα ζην και μόνο αυτό.
Ίσως επειδή σε όλη μας σχεδόν τη ζωή ψάχνουμε για πρότυπα, για κάποιους-ες που δεν θα έχουν τις δικές μας αδυναμίες, ψάχνουμε εναγωνίως για καθαρό λόγο, κρυστάλλινες πράξεις, για ευθείες γραμμές ανάμεσα σε αίτιο και αιτιατό, για διαλεκτικές σχέσεις συμπαγείς, και ίσως για αυτό αναζητούμε σύνδεση λόγου και πράξης σε αυτούς που θαυμάζουμε.
Ειδικά στους καλλιτέχνες, αναζητούμε ποιότητα έργου, προσωπικής και κοινωνικής βίωσης, ένα όχημα να μάς ανεβάσει παραπάνω, να ξελασπώσει την ψυχή μας, να δώσει ώθηση στην καθημερινότητά μας.
Όμως, πιστεύω ότι η ζωή από πολύ νωρίς μάς μαθαίνει καθημερινά (άσχετα αν εμείς το καταλαβαίνουμε ή όχι) ότι η ουσία της είναι γεμάτη αντιφάσεις, συνθηκολογήσεις, ματαιώσεις, προσμονές και κάπου-κάπου ευτυχείς στιγμές και ταυτίσεις λόγων και πράξεων, ατομικών και συλλογικών.
Επιτυχίες, προσωπικές ή συλλογικές που συναρμόζουν και κονιορτοποιούν όλες τις αντιφάσεις, τις συνθηκολογήσεις, τις ματαιώσεις, μα όχι για πάντα.
Με έντονο τρόπο κάποιες φορές, αλλά όχι εφάπαξ και όχι με πλήρη και ολοκληρωτική ασφάλεια.
Ο Πανούσης στο μυαλό μου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, και σαν καλλιτέχνης και σαν ατομική στάση.
Ουσιαστικά, καλλιτεχνικά αλλά και σε όλες τις άλλες δραστηριότητές του επαναλάμβανε τον εαυτό του (πολλές φορές σε σημείο εμμονικό) – αλλά και ποιός καλλιτέχνης δεν το κάνει αυτό;
Παράλληλα οι παραστάσεις που έστηνε διέθεταν πάντα νέες ενορχηστρώσεις, πάλευε δηλαδή να εμπλουτίσει, να αλλάξει, να χρωματίσει τα τραγούδια του, να τα επαναδημιουργήσει, να τα σερβίρει διαφορετικά, ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος-α πιστεύει ότι αυτό γινόταν μόνο για εμπορικούς λόγους, μόνο με άμεσο και μοναδικό σκοπό το κέρδος.
Από την άλλη, ίσως ο Πανούσης να επαναλάμβανε τις εμμονές του πιο χοντροκομμένα και χωρίς πολύ τακτ, όμως ακόμα κι αυτό λειτουργούσε υπέρ του, υπό την έννοια ότι σχεδόν πάντα περίμενες στην παράστασή του κάποιο αστείο, κάποια γκριμάτσα, που ενώ την είχες ξαναδεί εκατοντάδες φορές ήθελες να την ξαναδείς σαν να ήταν η πρώτη φορά.
Οι μουσικοί που έπαιζαν μαζί του και πλαισίωναν τις προσπάθειες του, από τις Μουσικές Ταξιαρχίες μέχρι εκείνους που τον συνόδευαν ως τον θάνατό του, έδωσαν στον καλλιτεχνικό κόσμο του Πανούση μια διάσταση διαφορετική από εκείνη που ίσως φανταζόταν και ο ίδιος για τα μουσική και τα λόγια του. Πάζιος, Δρόλαπας, Φράγκος, Αράπης, Πλακίδης, Βέκιος για να αναφέρω μερικούς, δεν είναι καθόλου ασήμαντοι μουσικοί για να παίζουν μαζί σου, να ενορχηστρώνουν, να υποστηρίζουν την ιδέα σου. Και τα ονόματα αυτά δεν έγιναν σπουδαία λόγω Πανούση, ήταν ήδη και εξακολουθούν να είναι (πλην του Βαγγέλη Βέκιου που μας άφησε το 2015) καταξιωμένοι μουσικοί.
Οι παραστάσεις του Πανούση είχαν κοινό σκελετό, δηλαδή ήξερες την ραχοκοκαλιά που θα παρακολουθήσεις, αλλά πάντα υπήρχε μια πυρηνική κατάσταση, κάποια κεντρικά πρόσωπα που μέσω της ανηλεούς σάτιράς του μερικές φορές καυτηρίαζε σε σημείο... καψίματος. Και αυτό όμως ήταν εκρηκτικό, ήταν κάτι σχεδόν πρωτόγνωρο, κάτι που ανέμενες και το αποζητούσες, όσες φορές κι αν επαναλαμβανόταν.
Δεν είναι αυτό ένα από τα στοιχεία του περιεχομένου ενός καλλιτέχνη που μπορεί να αναγνωρίζεται από μία φράση, έναν πίνακα, μια νότα, μια φράση;
Ο Πανούσης προφανώς και δεν ήταν αυτό που έδειχνε.
Δεν είναι ο μόνος. Πολλοί από εμάς δεν είμαστε οι ίδιοι στη δουλειά, στο μπαρ, στη συναυλία. Παρ’ όλα αυτά και πάλι είμαστε... εμείς, έχοντας μέσα μας τόσο διαφορετικές και αντιτιθέμενες πτυχές, που πολλές φορές απορούμε πώς χωράνε όλες μέσα μας και δεν βρίσκουμε τον τρόπο να τις διαχειριστούμε.
Στην περίπτωση της Τέχνης βέβαια, ενσκύπτει το κλασικό δίπολο καλλιτέχνης-πράξη/καλλιτέχνης-καλλιτεχνικό έργο.
Πρέπει κάποιος να διαχωρίσει τον καλλιτέχνη από το έργο του ή μήπως οι δύο αυτοί πόλοι υποχρεωτικά ταυτίζονται και μέχρι ποιού σημείου;
Ποιός κάνει τις ταυτίσεις, ποιός αποφασίζει τα ποσοστά τους, ποιός κρίνει και επικρίνει; Μα φυσικά όλοι εμείς που ερχόμαστε σε επαφή με το έργο του καλλιτέχνη. Εδώ δεν υπάρχουν μανιέρες, εγχειρίδια, εδώ υπάρχουμε εμείς και το καλλιτεχνικό έργο.
Από την άλλη, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι καθώς ο καλλιτέχνης επηρεάζει την κοινωνία καθίσταται απόλυτα υπεύθυνος, πρέπει να υποστηρίζει τα λόγια του, τις μουσικές του, τη σκέψη του με την ζωή του και την καθημερινότητά του.
Πρέπει να βρίσκεται κοντά στους αγώνες των καθημερινών ανθρώπων, να τους αφουγκράζεται καίρια, να αντιλαμβάνεται τον πόνο τους στα αλήθεια ή μήπως τελικά όλα αυτά αποτιμώνται σε φράγκα, φιάλες με ουίσκι και πιατέλες φρούτων, σπίτια, εύκολη ζωή;
Δύσκολη η απάντηση και σίγουρα δεν μπορώ εγώ να την δώσω, ξέρω ότι δεν θα τα καταφέρω και δεν έχω καταλήξει κιόλας. Ωστόσο, μπορώ να καταθέσω κάποιες προσωπικές σκέψεις.
Για μένα, το σίγουρο είναι ότι αν το πόνημα του καλλιτέχνη συμβαδίζει με τη ζωή του, αυτό είναι ευτυχία και για εκείνον αλλά και για εμάς που το παρακολουθούμε, γιατί έτσι γίνεται καταλυτικό και πολλαπλασιάζει την ισχύ όχι μόνο του καλλιτεχνικού έργου αλλά και του ίδιου του καλλιτέχνη και της δυναμικής του στην κοινωνία.
Ως παράδειγμα μπορώ να σκεφτώ τον Άσιμο από τη μία πλευρά και τον Ρέμο από την άλλη. Μη νομίζετε, και ο Ρέμος όσο κενότητα κι αν χαρακτηρίζει το "καλλιτεχνικό" του έργο, άλλη τόση κενότητα υποστηρίζει με τη δημόσια εικόνα του και τις επιλογές του. Το συμπέρασμα επομένως είναι ότι η ταύτιση έχει δύο πόλους.
Να πω στο σημείο αυτό ότι, αν υποθέσουμε ότι ο Άσιμος δεν είχε δισκογραφήσει ποτέ (κάτι για το οποίο και o ίδιος προφανώς δεν ήταν σίγουρος όταν το τόλμησε και άκουσε τα χίλια δυο από συντρόφους του περί ξεπουλήματος κ.ο.κ.) πόσοι επόμενοι θα τον άκουγαν, πόσοι θα τον ήξεραν. Σίγουρα υπάρχουν και μουσικοί που δεν τους μαθαίνει ποτέ κανείς, επειδή κινούνται υπόγεια περισσότερο ακόμα κι από τον Άσιμο, όμως... αυτός τελικά είναι ο σκοπός; Να μένουν οι άνθρωποι παντελώς στο περιθώριο κι όταν μετά από χρόνια εκδίδεται το έργο τους από κάποια δισκογραφική να μυθοποιούνται πάραυτα, ακόμα κι αν το καλλιτεχνικό τους έργο δεν αξίζει;
Να γίνονται ουσιαστικά undreground εμπόρευμα των mainstream δισκογραφικών εταιριών;
Έχουμε ανάγκη από πρότυπα ό,τι... underground κι αν λένε, ακόμα κι αν δεν τους γνωρίζουμε, αν δεν τους υποστηρίζουμε την εποχή της δράσης τους;
Μήπως η απόσταση όταν το έργο τους γίνεται γνωστό δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας και ακίνδυνης αποδοχής;
Σίγουρα ο Πανούσης κατέληξε ένας underground καλλιτέχνης του συρμού, καμία σχέση δηλαδή με τις Μουσικές Ταξιαρχίες της δεκαετίας του ‘80, τότε που το underground κυλούσε μέσα στις φλέβες αυτής της μουσικής, στιχουργικής, παραστατικής πρότασης.
Δεν έχασε βέβαια το χιούμορ του, την καυστικότητά του, το επίμονο σατιρικό του είναι. Όμως όταν κάνεις το ίδιο και το ίδιο τόσα χρόνια και, κυρίως, όταν λειτουργείς με τους όρους που υποτίθεται ότι καταπολεμάς (παραστάσεις σε μεγάλα κέντρα, φασίζοντα ραδιόφωνα, συνεντεύξεις σε "δημοσιογράφους", συνεργασία με αστικές εφημερίδες κ.α.), τότε το έργο σου σε σχέση με σένα, τον καλλιτέχνη, αρχίζει να αποκτά ιδιαίτερα μεγάλες αποστάσεις.
Από τη μία είναι ευθύνη του καλλιτέχνη, από την άλλη όμως ευθυνόμαστε και εμείς που ως κοινό αναζητούμε σωτήρες και θεούς, αναθέτουμε τις ηθικές κρίσεις και αναμονές μας σε άλλους τους οποίους, λόγω της ενασχόλησής τους με την Τέχνη, θεωρούμε κάτι σαν θεούς ή τουλάχιστον ημίθεους.
Αυτό δεν είναι κακό, δεν είναι δηλαδή κακό να αναζητάς επίμονα την πλήρη ταύτιση δημιουργού-έργου, αλλά από την άλλη δεν γίνεται πάντα κατανοητό ότι οι καλλιτέχνες είναι άνθρωποι σαν κι εμάς, διαφορετικοί μεν, άνθρωποι δε.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το κοινό μπορεί ή πρέπει να δικαιολογήσει οτιδήποτε χάριν του αυτόνομου καλλιτεχνικού έργου, κάτι βέβαια που εξαρτάται από τις προσωπικές κρίσεις του καθενός, από το μέγεθος και την ένταση της εμβάθυνσής του.
Τον Πανούση δεν τον είχα δει σε παράσταση εδώ αρκετά χρόνια λόγω των απόλυτων διαφωνιών μου με τις επιλογές του σε πολιτικό και εκφραστικό επίπεδο, διαφώνησα απόλυτα με αρκετά περιεχόμενα των λεγομένων του, της τακτικής του, των εργασιακών του επιλογών.
Γιατί, και το φέρνω ως παράδειγμα αυτό, δεν γίνεται να τραγουδάς "... και του Χατζηνικολάου να του κατουρήσω την ψυχή..." αλλά μετά από λίγα χρόνια να βγάζεις τους παλιούς σου δίσκους στην εφημερίδα του ή να εκδίδεις το νέο σου καλλιτεχνικό πόνημα και πάλι μέσω αυτής.
Παρ’ όλα αυτά και άλλα πολλά που δεν υπάρχει λόγος να αναφέρω, ο Πανούσης είναι εγγεγραμμένος στο (υπο)συνείδητο πολλών ανθρώπων.
Παρ’ όλες τις εμμονές και τα αλλόκοτα αρκετές φορές γυρίσματά του, παραμένει εκεί.
Ένας από αυτούς τους πολλούς είμαι κι εγώ.
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΕ ΤΑ BLOGS ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΥ: