Χαμένοι στο δικό τους σύμπαν, οι Fuel Eater στέλνουν τα δικά τους σήματα προς γήινους και εξωγήινους. Έχουν ένα νέο, δεύτερο άλμπουμ και η μετάδοσή του μέσω κοσμικών ακτίνων θα μπορούσε να αποτελέσει ένα φανταστικό μέσον προσέγγισης αιφνιδιάζοντας ευχάριστα τον ακροατή. Εξάλλου, είναι ζήτημα φαντασίας, όπως όλα. Το Soberian Kinship ακούγεται απνευστί και μέχρις ότου η άκατος των Fuel Eater φτάσει στον προορισμό της για να εξερευνήσει νέα μουσικά τοπία, αρκούμαι να ακούω ξανά και ξανά το δίσκο επειδή τις τελευταίες μέρες διευκολύνει τις πρωινές μου βόλτες στο Λόφο. Και μπορεί οι στίχοι να εκφράζουν ενίοτε μια παρατεταμένη απειλή και η μουσική να πηγάζει μέσα από μια doom/stoner, άκρως επιθετική διάθεση, αλλά οι μεταλλικές κλαγγές, οι οποίες στην ουσία διέπουν το συγκεκριμένο μουσικό έργο, είναι τόσο εύστοχες που μολονότι είσαι βέβαιος πως τις έχεις ξανακούσει χιλιάδες φορές, το Soberian Kinship χρησιμοποιεί ένα μαγικό ραβδί προκειμένου να σε πείσει για το αντίθετο.
Τρία χρόνια μετά το Centralia, οι Πατρινοί Fuel Eater ετοίμασαν ένα άλμπουμ όπου δεν λείπουν τα κοινωνικά μηνύματα, κάτι σπάνιο για συγκρότημα του είδους, και αυτό σίγουρα είναι ένα ιδιαίτερο θετικό πρόσημο στο σύνολο της δουλειάς τους. Το Merlin’s θεώρησε επιβεβλημένo μια σύντομη, επεξηγηματική προσέγγιση από την ίδια την μπάντα - Γ. Κ.
Γεια σας...
Είμαστε οι εκ Πατρών Fuel Eater και τον Φεβρουάριο κυκλοφορήσαμε το δεύτερό μας άλμπουμ, με τίτλο Soberian Kinship. Το Merlin’s Music Box, μας ζήτησε να μοιραστούμε μαζί σας το πώς το δισκάκι αυτό έφτασε στα αυτιά σας, δηλαδή από πού ξεκινά, πού υλοποιήθηκε, και τι πραγματεύεται... Ιδού λοιπόν η ιστορία μας.
Εν αρχή ην η σύνθεση, όπως και στα περισσότερα πράγματα και μετέπειτα απλά ενώνονται οι κουκκίδες. Ήδη από την εποχή του πρώτου πονήματος (Centralia, 2015) εν μέσω περιοδειών, προωθήσεων κ.λ.π., υπήρχαν δοκιμές και τζαμαρίσματα σε νέες ιδέες.Εδώ είναι ένα καλό σημείο να πούμε πως, το 2015 και αμέσως μετά τις ηχογραφήσεις του Centralia, εισήλθε στα ranks μας η, πολύ σημαντική για το δεύτερο άλμπουμ, φιγούρα του Μάριου Sen στη θέση του μπάσου. Η προσθήκη αυτή, έδωσε έναν αρκετά φρέσκο αέρα στην οπτική μας, καθώς και πολλές φορές, αυτούσιες ιδέες. Η διπλή αυτή συμβολή, μας βοήθησε στον πολύ σημαντικό στόχο που θέσαμε: να πάμε τη μουσική που γουστάρουμε και παίζουμε, ένα βήμα πιο μπροστά. Πιο δουλεμένα φωνητικά, περισσότερη βάση στη μελωδία και μία πιο “metal” προσέγγιση.
Το brainstorming για το artwork, τον τίτλο κ.λ.π., ήταν αυτό που ακολούθησε τις συνθέσεις. Καταλήξαμε ότι μας άρεσε το “τοπογραφικό” του θέματος που είχαμε συστήσει με το Centralia. Πηγαίνοντας στα “κρύα” αυτή τη φορά και θαμπωμένοι από τους ιριδισμούς της παγωμένης λίμνης Βαϊκάλης, την κάναμε Σιβηρικά σε πρώτη όψη, αλλά με ένα βαθύτερο νόημα σε δεύτερη: “μπλέξαμε” το “Siberia” με το “Sober” και μας προέκυψε μία οικογένεια, της οποίας όλοι σχεδόν είμαστε μέλη (κυρίως τα τελευταία χρόνια): αυτή της ψυχολογικής και νοητικής ασθένειας, καταπίεσης και σκλαβιάς ή οποία καταστέλλεται συνεχώς με νόμιμα ναρκωτικά.
Το artwork και τα γενικότερα γραφιστικά, τα επιμελήθηκε ο Μάριος, ξεδιπλώνοντας άλλο ένα από τα ταλέντα του, με μία βοήθεια από τον Σπύρο – Γεράσιμο Βιτωράτο (SGV) στο τελικό layout.
Συνεχίζοντας με τον τεχνικό τομέα, η παραγωγή και ηχογράφηση του δίσκου έγινε παντελώς ανορθόδοξα: ενώ είθισται ως προς την ηχογράφηση να τηρείται η σειρά : ντραμς, μπάσο, κιθάρες, φωνητικά, μίξη mastering, μία σειρά ατυχών γεγονότων μάς οδήγησαν στο να ηχογραφήσουμε πρώτα μπάσο και φωνές και μετά ντραμς και κιθάρες. Παράτολμο, αλλά τελικά μας βγήκε. Το μπάσο και η φωνή ηχογραφήθηκαν στο Blackberry Studio, με την επιμέλεια του Μάριου, ενώ οι κιθάρες και τα τύμπανα στο Ηχοβρύχιο, από τον πολύ αγαπητό Γιώργο Παυλίδη από τους Χάσμα. Η μίξη έγινε και πάλι από το πολυεργαλείο που ακούει στο όνομα Μάριος και τέλος το mastering έγινε από τα καταπληκτικά μηχανήματα του Sweetspot Studio στα Εξάρχεια. Όλη η ιστορία κράτησε από τον Ιούλιο του 2017, έως τον Ιανουάριο του 2018.Το αποτέλεσμα μας εξέπληξε, καθότι ήταν ακριβώς αυτό που θέλαμε: διαφορετικό - όχι μόνο απ’ το Centralia - αλλά και από όλον τον generic ήχο της stoner συστάδας (τον οποίο τόσο λατρεύουμε, αλλά είναι και πολυφορεμένος).
Όσον αφορά τώρα στον γενικότερο χαρακτήρα του δίσκου, αυτός είναι ολοφάνερος μέσα από τα ίδια τα κομμάτια. Γενικά ως συγκρότημα, δίνουμε αρκετή σημασία στη στιχουργική μας και θέλουμε η μουσική μας να λέει κάτι για μας. Οκ, καλά τα τραγούδια για γκόμενες, ξύλο και ποτά (έχουμε και από αυτά!), αλλά επιδιώκουμε πάντα να εκφράζουμε και δικά μας θέματα και χαρακτηριστικά. Στόχος μας με αυτό το δίσκο είναι να αναγνωρίσουμε, να συνειδητοποιήσουμε και να γίνουμε ένα, μακρυά από αυτό που θέλουν να μας “φορέσουν” οικογένειες, έθνη, πολιτικές και λοιποί καλοθελητές. Αυτή την εσάνς, ας πούμε, έχουν τα κομμάτια “Pretty People” και “Dome Below”.
Με το ψυχολογικό υπόβαθρο του θέματος, ασχολούνται τα “Who Am I?” και “Standpunkt” (εναρκτήριο και καταληκτικό κομμάτι αντίστοιχα), τα οποία καταπιάνονται με το ζήτημα των κρίσεων πανικού. Το πρώτο αναλύει τη συμπτωματολογία, ενώ το δεύτερο, απευθυνόμενο στον ακροατή σε δεύτερο ενικό, μας δείχνει το πώς αυτή η κατάσταση βιώνεται από τον ίδιο τον παθόντα.
Τα κομμάτια “Cosmic Riffle” και “Apathetic Whistle” έχουν να κάνουν με το παγκόσμιο μίσος που παρατηρείται όλο και περισσότερο από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα: το πρώτο αναφέρεται στο concept του Doomsday Clock (και είναι αρκετά επηρεασμένο από το αγαπημένο comic “Watchmen”), ενώ το δεύτερο κάνει ξεκάθαρη αναφορά στη γενικότερη άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη.
Αφήνουμε για το τέλος τα “Dead End” και “Our Soberian Kinship” καθώς η θεματολογία είναι πιο ελεύθερη. Εδώ, το “Dead End” είναι ένα κομμάτι χωρίς δυσθεώρητα βάθη, περνάμε όλοι καλά και ακολουθείται πιστά η συνταγή της μανίας και του ξεσπάσματος που μας έδωσαν συγκροτήματα όπως οι Pantera. Πάνω από όλα, είμαστε καθαρά συναυλιακή μπάντα, οπότε απαιτείται να προκαλούμε και τον ανάλογο χαμό!
Τέλος, το “Our Soberian Kinship”, κάνει αναφορά σε μία εμπειρία υπό την επήρεια ψυχοτρόπων μανιταριών. Καθ' όλη τη διάρκεια του μεγαλειώδους αυτού trip μας παρουσιάζονται aesthetic, ψυχεδελικές εικόνες, οι οποίες κλείνουν το μάτι στην μυθολογία του William Blake.
Για να συνοψίσουμε, πιστεύουμε ότι σε πρώτη φάση πετύχαμε το στόχο μας: να διαφοροποιηθούμε από το Centralia χωρίς όμως να ξεφύγουμε, παρουσιάζοντας ένα δίσκο που δείχνει ότι ακόμα έχετε να περιμένετε πολλά. Σε δεύτερη, μένουμε πιστοί στους στίχους του Μαγιακόφσκι: “Η τέχνη δεν πρέπει να αντανακλά σαν τον καθρέφτη, μα σαν φακός να μεγεθύνει”, και απλά χαιρόμαστε που ο κόσμος ακολουθεί.
Κάπου εδώ θα κλείσουμε ευχαριστώντας όλους όσους συνέβαλλαν στο να συνεχίζουμε να πραγματοποιούμε το όνειρό μας. Εμείς θα τα πούμε σύντομα στο δρόμο. Μέχρι τότε, καλές ακροάσεις!