Για τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι...

Γράφει ο Costinho

Αν κάτι μου μένει από τον Μπερτολούτσι, είναι ότι η τέχνη συνιστά τον τρόπο του ανθρώπου να μοιράζεται κοινές εμπειρίες, δημιουργώντας παράλληλα καινούριες. Είναι ο τρόπος να κλέβεις την ομορφιά του κόσμου, αφού προηγουμένως έχεις αποδεχτεί ότι ο κόσμος αυτός και η ομορφιά του σε έχουν κλέψει για τα καλά.

Απ'όσες έχω δει, και δεν είναι λίγες, η σπουδαιότερη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι δεν είναι ούτε το Τελευταίο Ταγκό, ούτε το αριστουργηματικό Νοβετσέντο, ούτε το Τσάι στη Σαχάρα, ούτε ο Κονφορμίστας. Είναι η Κλεμμένη Ομορφιά – ακόμα πιο πετυχημένη, ως διφορούμενη, η αγγλική απόδοση: Stealing Beauty ενώ στην αυθεντική γλώσσα του δημιουργού της, ο τίτλος απηχεί ακόμα περισσότερο την πρόθεση: Ιo ballo da sola, δηλαδή «χορεύω μόνη μου». Το κοινό στις Κάννες το 1996 έκραξε, οι κριτικοί κυρίως έθαψαν, όλοι συγκράτησαν το σεξ του συμβόλου που έκανε τότε δυναμική είσοδο στο πανί: Liv Tyler.

Είναι από τις ελάχιστες φορές για ταινία που θυμάμαι πιο έντονα όχι το τι συνέβαινε κατά την διάρκεια της προβολής, αλλά το αμέσως μετά – ένα τεράστιο χαμόγελο που σχηματίστηκε ανεπαίσθητα λίγο πριν τους τίτλους τέλους και κράτησε όλη τη διαδρομή από το Άττικα της πλατείας Αμερικής μέχρι το σπίτι. Το ακόμα πιο απίθανο είναι ότι δεν γνώριζα καν τον λόγο αυτού του χαμόγελου. Η μαγεία της Τοσκάνης, του κοριτσιού, της καθαρότητας των προσώπων, της νεότητας κάθε ηλικίας, του δημιουργού, κατέβαλε ακόμα και κάθε ορθολογικό συμπέρασμα που προσπάθησα έκτοτε να εξάγω, προκειμένου να εξηγήσω, να τοποθετήσω, να στοχαστώ. Έκτοτε επίσης, έβλεπα αυτή την ταινία για να νιώσω καλύτερα αν είχα τις μαύρες μου, ή να επιβεβαιώσω την χαρά μου στις χαρές μου.


Στο μεταξύ, δεν χρειάστηκε πολύ για να κατανοήσω τους λόγους που αυτή η δημιουργία περιφρονήθηκε τόσο έντονα στον καιρό της – ζήτημα αν παίχτηκε δυο βδομάδες στην χώρα μας, όπου επίσης το κοινό σχεδόν γελούσε. Αυτό άλλωστε συμβαίνει συχνά με τις δημιουργίες που δεν διαφημίζουν την ποιότητά τους, δεν κραυγάζουν την ουσία τους˙ με εκείνες τις πολιτικές αναγνώσεις που δεν προτείνονται ως πολιτικές. Στην περίπτωση, αυτό που ίσως ενοχλούσε – ή φαινόταν ακατανόητο, μαζί συνήθως πάνε αυτά – ήταν η εικόνα μιας νεότητας που κατά την περιπλάνησή της μέσα από το παλιό και το νέο, μέσα από τα εμφυτευμένα ιδεώδη και τους κάθε λογής μνηστήρες της, μέσα από την αναζήτηση της καταγωγής της και το όνειρο ενός απογειωτικού έρωτα, κατορθώνει να απορρίπτει με σιγουριά και να επιλέγει με συνείδηση˙ στοιχίζει τις αρνήσεις προκειμένου να δώσει σχήμα σε μια θέση˙ μελετά προσεκτικά τον κόσμο για να βρει την θέση της σε αυτόν.


Έκτοτε, επίσης, η γεωγραφία της ταινίας διακλαδώθηκε όμορφα και απροσδόκητα με πρόσωπα, και επεισόδια της πραγματικής ζωής, από φωτεινά μέχρι τραυματικά – δηλαδή πραγματικά – και επιβεβαίωσε εντός μου την ξεχωριστή ποιότητά της και το πιο μοναδικό συστατικό της: την βεβαιότητα ότι κανείς δεν χορεύει μόνος του. Ότι δεν υπάρχει ομορφιά να κλέψεις παρά μόνο να σε κλέψει. Και ότι η χειρονομία του αληθινού δημιουργού – όπως αυτός που μας αποχαιρέτισε τις προάλλες – είναι ένα κουράγιο που σου προσφέρεται, αρκεί να' χεις κουράγιο να το δεχτείς. Και χαμόγελο που να κρατάει όσο μια διαδρομή.
Αν κάτι μου μένει από τον Μπερτολούτσι, είναι ότι η τέχνη συνιστά τον τρόπο του ανθρώπου να μοιράζεται κοινές εμπειρίες, δημιουργώντας παράλληλα καινούριες. Είναι ο τρόπος να κλέβεις την ομορφιά του κόσμου, αφού προηγουμένως έχεις αποδεχτεί ότι ο κόσμος αυτός και η ομορφιά του σε έχουν κλέψει για τα καλά.

Διαβάστε επίσης: Aretha Franklin: Take it like you give it...