Ναπολέων Λαπαθιώτης: «Όλη η ψυχή μου είναι ένας Θάνατος, Είμαι ένας Θάνατος μα ζωντανός...»

Ο Λαπαθιώτης ανήκει στους λεγόμενους «καταραμένους» ποιητές του μεσοπολέμου και είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες. Ό,τι μπορούσε να μαζέψει πάνω του για να γίνει ο καταραμένος ποιητής της εποχής του το μάζεψε. Ομοφυλόφιλος, άθεος, ναρκομανής και στα ύστερα χρόνια συμπαθών του ΚΚΕ. Η ειρωνεία είναι ότι τον κατατάσσουν στους ρομαντικούς ποιητές, αλλά οι συμβολικοί και υπαινικτικοί στίχοι του, πάνε πολύ πιο πέρα από τα τυπικά χαρακτηριστικά του ρομαντικού κινήματος.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν γνωστός δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας στα νιάτα του, με εκκεντρικές εμφανίσεις και με δεδηλωμένη την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο εθισμός τους στις ναρκωτικές ουσίες τού προκάλεσε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, μέχρι του σημείου να αναγκαστεί να πουλήσει το πιάνο και τη σπάνια βιβλιοθήκη του.

 Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του...

 

«Πολλές φορές, μες στις νυχτερινές μου περιπλανήσεις, βλέπω ξαφνικά τη σκιά μου, πού φέρνει βόλτες, γύρω μου, είτε σαλεύει επάνω στους τοίχους, παρακολουθώντας με, κάτω από το φως των φαναριών κ’ επειδή, την ώρα εκείνη, είτε παραπατώ απάνω ατά πετραδάκια, είτε ακούω το χτύπο των βημάτων μου στην άσφαλτο, σ υ λ λ α μ β ά ν ω, για μια στιγμή, όλο το μηχανισμό του κορμιού μου, καθώς αυτό παρουσιάζεται εξωτερικά: και τότε βλέπω καθαρά, το πόσο, και γω, δεν είμαι παρά ένα νευρόσπαστο, ένα μηχανικό και κουρντισμένο ανδρείκελλο, που εκτελεί τις ίδιες ακριβώς (λέξη δυσανάγνωστη εδώ) κινήσεις με όλα τ’ άλλα όντα ― πόσο δε διαφέρω σε τίποτα από τ’ άλλα νευρόσπαστα που με περιστοιχίζουν και με διασταυρώνουν…

Και τότε συλλογίζομαι ότι οι άλλοι δε βλέπουν απ’ τον εαυτό μου, παρά μόνο αυτό το τυχαίο ανδρείκελλο, που μ’ εκπλήσσει κάθε φορά πού τ’ αντικρύζω, χωρίς να το γνωρίζω για δικό μου! Κι αν μου ’λεγε κανένας: «Και όμως, αυτό ήσουν εσύ!», θα του απαντούσα: «Όχι, φίλε μου, α υ τ ό δεν είμαι γω· αυτό το πράμα, που βλέπεις και που βλέπω (και μάλιστα εγώ το βλέπω πιο σπάνια από σένα, και συ, τουλάχιστον, μπορεί να το ’χεις συνηθίσει, όμως εγώ δεν το συνήθισα διόλου, και μου κάνει πιο πολλή εντύπωση), αυτό το πράμα μου είναι τόσο ξένο. Όσο και σε σένα… Δεν έχω καμιά σχέση μαζί του, πίστεψέ με ― δεν υποψιαζόμουν καν την παρουσία του»… Κι όμως, όλοι κρίνομε ο ένας τον άλλον, απ’ αυτό το κωμικό ανδρείκελλο, το επίπλαστο και άγνωστο νευρόσπαστο, που μάς εμφανίζει στη ζωή, με την αξίωση πως μας εκπροσωπεί… Και μου φαίνεται σα να ’μαστε όλοι, στη ζωή, σ’ εν’ αδιάκοπο καρναβάλι, με το πλαστό το ρούχο του κορμιού μας και την αιώνια μάσκα της μορφής μας ― με την τραγική διαφορά, ότι τούτα δεν τα βγάζομε ποτέ! Και γι’ αυτό πεθαίνομε μια μέρα, χωρίς ποτέ πραγματικά να γνωριστούμε…»



Κάτω στον Μήτσου το ντεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν μάτσο τουμπεκί, πέντ'-έξη-οχτώ λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες, και δεκαοχτώ μαρκούτσια
βρήκαν και ντερβισόπαιδα φουμάραν αργελέδες
το Μήτσουλα, το Στριμινέα, το Γιάννη τον Τσαρμπάρα,
το Γκελεμέ, το Μεντρεσέ, κι άλλους εφτά νομάτοι
ήντουστε κ' έξη βλάμηδες και παίζανε μπαρμπούτι.
Βρήκαν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Βιέκα το μανιταρτζή, το Θια τον Αλεκάκια,
το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα, και το Μπαλή το Μήτσο
βρήκανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που 'κάνε πέντε στην Παλιά και τρεις στο Παλαμήδι,
κι όντας μιλάει τσακίζεται και λέει «ιφ, τ' αδρεφάκι!...»
βρήκαν και το καλόπαιδο, το Γιαγλαντή το Μάνθο,
μαστουρωμένονε, ναν τους βαράει μπαγλαμαδάκι...
Με ζούλα μας τη φέρανε, μια Κυριακή, μια μέρα:
σουρτά, κλεφτά, με μπαμπεσά, μας πέσαν από πλάι,
τσίμπησαν πρώτα το Μπαλήν, οπού φυλούσε τσίλιες,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα!
πήρανε μάτσο τουμπεκί, πέντ'-έξη-οχτώ λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκαοχτώ μαρκούτσια
πήραν και τους ντερβίσηδες και στο πλεχτό τους πάνε
πήραν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Μπάμπουρα, το Μπσύρμπουλα, και το Μπαλή το Μήτσο
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που 'κάνε πέντε στην Παλιά και τρεις στο Παλαμήδι,
κι όντας μιλάει τσακίζεται και λέει «ιφ, τ' αδρεφάκι!...».
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια...
Κι ο Λιάκος αναστέναζε κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
Λιάκο μ' τι έχεις και θλίβεσαι, τ' έχεις κι αναστενάζεις;
Δε σκάζω κι αν με πιάσανε και στο πλεχτό με πάνε,
μόνο που με τσιμπήσανε - κι ακόμα είμαι χαρμάνι...


….

Το φέρετρό μου σανιδένιο
δε θα ’χη καμιάν ομορφιά·
θα το καρφώσουν μάνι-μάνι,
με τα κοινότερα καρφιά,

κι ύστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
θα πάρει σε δυο μέρες δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί…

Θα είναι ο Άγγελος, ο Χάρης,
ο Κλέων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης,
κι άλλοι πολλοί, πολλοί, πολλοί…

….

Και την επαύριο θ’ αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κ’ εκεί,
― κι αμέσως θα με παραλάβουν
οι κριτικές, κι οι κριτικοί:

«τεχνίτης», «μουσικός του στίχου»,
«πολύ λεπτός αισθητικός»,
― αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς·

«τύπος ανώμαλος εκφύλου»,
«γνωστή και συμπαθής μορφή»…
Μα εμέ για ό,τι θα μου γράψουν
δε θα μου καίγεται καρφί!

Γιατί από μένα, ό,τι θα μείνει
―κι εκεί που τώρα κατοικεί, ―
δεν θ’ ασχολείται με τους άλλους,
δε θα διαβάζη κριτική…

….

Ο φίλτατός μου Πέτρος Χάρης
με σφίξιμο χεριού γερό
θα λέει αράδα στους γνωστούς του:
― Τι φοβερό! τι φοβερό!…

Και παρατώντας τις δουλειές του,
βιβλία και πολιτική,
τη «Νέα Εστία» και τις «Τέχνες»,
θα μου σκαρώση κριτική!

Μα κι ο Βαγιάνος θα αρχίσει
σ’ όλη, γραμμή, την Αττική,
μ’ αστούς, μ’ εργάτες, με χωριάτες,
καμπάνια λαπαθιωτική!

Και κυνηγώντας άρον-άρον
θα γράφη μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων
της πολιτείας Αχαρναί!!!

(1943)

lapathioths44