Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο: Ένα απαγορευμένο βιβλίο και μια απαγορευμένη ταινία λίγο πριν το τέλος του κόσμου...

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

Το Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο θεωρείται ένα από τα πιο συγκλονιστικά αντιπολεμικά αριστουργήματα που προβλήθηκαν ποτέ στην κινηματογραφική οθόνη, δίπλα πλάι στη Μεγάλη Χίμαιρα του Ζαν Ρενουάρ και το Σταυροί στο Μέτωπο του Στάνλεϊ Κιούμπρικ...

Συνήθως οι νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου επικρίνονται επειδή δεν προέβλεψαν εγκαίρως την απειλή της ναζιστικής Γερμανίας ώστε να την πατάξουν ενώ ακόμα βρισκόταν στα σπάργανα, πριν το φίδι ξετρυπώσει από το αβγό, και αυτή η «αμέλεια» έχει αναλυθεί εκτενώς από τους ιστορικούς τα μεταπολεμικά χρόνια. Υπάρχει, βέβαια, και η άποψη ότι ο Μεγάλος Πόλεμος υπήρξε τόσο ολέθριος και θανάσιμος, έχοντας στην ουσία εξοντώσει εντελώς άσκοπα μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων που κανείς ηγέτης δεν θα ήταν τόσο τρελός ώστε να τον επαναλάβει. Δυστυχώς, όλοι λογάριαζαν χωρίς τον αποτυχημένο ζωγράφο Αδόλφο Χίτλερ και την κλίκα των διεστραμμένων δολοφόνων του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος.

Το 1930 προβλήθηκε από την Universal μια αμερικανική ταινία, η οποία περιέγραφε με συγκλονιστικό τρόπο τη ζωή μιας παρέας νεαρών Γερμανών στρατιωτών που εμφορούμενοι από πατριωτισμό έσπευσαν να καταταγούν με ενθουσιασμό το 1914, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι η «δόξα» του πολέμου ανθίζει πάντα πάνω σε αμέτρητα πτώματα. Το Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο του σκηνοθέτη Λιούις Μάιλστοουν ήταν ίσως η πρώτη αντιπολεμική χολιγουντιανή ταινία που γνώρισε εμπορική επιτυχία και τιμήθηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας για τη χρονιά της προβολής της.

Το σενάριο της ταινίας ήταν βασισμένο στο μπεστ σέλερ του Γερμανού συγγραφέα Έριχ Μαρία Ρεμάρκ που είχε κυκλοφορήσει στη Γερμανία το 1929. Το Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από τις 10 Νοεμβρίου έως τις 9 Δεκεμβρίου 1928 στη γερμανική φιλελεύθερη εφημερίδα Vossicsche Zeitung (1721 – 1934). Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Propyläen Verlag και μέσα σε μερικούς μήνες οι πωλήσεις του στη Γερμανία ξεπέρασαν το ενάμιση εκατομμύριο, παρά τις έντονες αντιδράσεις των συντηρητικών και των Ναζί. Εκτός Γερμανίας, το βιβλίο πούλησε γρήγορα πάνω ένα εκατομμύριο αντίτυπα (600.000 στη Μεγάλη Βρετανία και 200.000 στις ΗΠΑ – αν και λογοκριμένο). Στην πατρίδα του συγγραφέα, οι μνήμες του πολέμου ήταν ακόμα νωπές παρόλο που είχε περάσει μια και πλέον δεκαετία από τη λήξη του, ενώ ο εθνικοσοσιαλισμός και η πατριδοκαπηλία των Ναζί είχαν αρχίσει να εδραιώνονται για τα καλά σε μια χώρα που αισθανόταν ταπεινωμένη, έρμαιο των Συμμάχων και της Συνθήκης των Βερσαλλιών, και με την κυβέρνηση της Βαϊμάρης ανίκανη να εμποδίσει το κακό. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν λίγες εβδομάδες πριν την προβολή της ομώνυμης αμερικανικής ταινίας τον Δεκέμβριο του 1930, το Ναζιστικό Κόμμα εξασφάλισε το 18% της ψήφου (6,4 εκατομμύρια) και έγινε το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα στο Ράιχσταγκ. Τόσο το μυθιστόρημα όσο και οι ταινία ήταν το ακριβώς αντίθετο της ναζιστικής ιδεολογίας που εξυμνούσε τη βία και της άποψης των υποστηρικτών του Χίτλερ ότι ο ηρωικός γερμανικός στρατός είχε δεχτεί πισώπλατα μαχαιριά από τους Εβραίους και τους κομμουνιστές με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσει σε έναν πόλεμο στον οποίο στην πράξη δεν είχε ηττηθεί.

Για την ταινία ο Μάιλστοουν χρησιμοποίησε πάνω από δυο χιλιάδες κομπάρσους και εκατοντάδες στρέμματα αγροκτημάτων στην Καλιφόρνια, το έδαφος των οποίων ανατίναξε με δυναμίτη για να δημιουργήσει τους κρατήρες από τις οβίδες μιας Ουδέτερης Ζώνης. Σύμφωνα με τον δημιουργό της, το σενάριο δεν ήταν ούτε καταγγελία ούτε παραδοχή, πόσο μάλλον μια συνηθισμένη κινηματογραφική περιπέτεια. Ήταν η ιστορία μιας γενιάς που ακόμα κι αν είχε ξεφύγει από τις οβίδες, ψυχικά και σωματικά ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο.

Και αυτό ακριβώς ήταν το νόημα της ταινίας μέσα από τα μάτια του νεαρού Πάουλ Μπάουμερ (τον υποδυόταν ο ηθοποιός Lew Ayres). Οι νεαροί στρατιώτες ζουν κυριολεκτικά μέσα στα λασπωμένα χαρακώματα βιώνοντας την πείνα, τον τρόμο και τον θάνατο. Δεν έχουν ιδέα για ποιους λόγους πολεμούν – ως επί το πλείστον μάχονται εναντίον των Γάλλων μόνο και μόνο για να καταλάβουν μερικά στρέμματα γης με μεγάλες απώλειες και να τα ξαναχάσουν λίγο αργότερα. Σύντομα συνειδητοποιούν ότι έχουν περισσότερα κοινά με εκείνους που βρίσκονται απέναντί τους παρά με τους συμπατριώτες τους μακριά από το μέτωπο, οι οποίοι πιστεύουν ακόμα στη δόξα και τη νίκη και καταγγέλλουν τον Μπάουμερ όταν επιστρέφει σπίτι του με άδεια προσπαθώντας να τους περιγράψει τις ζοφερές αλήθειες του πολέμου.

Σε μια άλλη μνημειώδη σκηνή της ταινίας, ο Μπάουμερ ρίχνεται σε έναν κρατήρα από οβίδα για να καλυφθεί και βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με έναν Γάλλο στρατιώτη που έχει κάνει το ίδιο. Στην πάλη σώμα με σώμα που ακολουθεί, ο Μπαουμερ καρφώνει με την ξιφολόγχη του τον αντίπαλο κι έπειτα μένει όλη νύχτα ξάγρυπνος ακούγοντας τον επιθανάτιο ρόγχο του Γάλλου. Πλημμυρισμένος από τύψεις, ο νεαρός Γερμανός προσπαθεί μάταια να παρηγορήσει τον μέχρι πρότινος εχθρό του. Υπόσχεται να γράψει στη γυναίκα του και να φροντίσει τα παιδιά του, μιλώντας ταυτόχρονα για τον άσκοπο πόλεμο και λέγοντας ότι σε κάποιο άλλο σύμπαν θα μπορούσαν να είναι αδέλφια. Είναι μια συγκλονιστική και συμβολική στιγμή, ίσως η κορυφαία σκηνή της ταινίας. Στο τέλος της, οι περισσότεροι νεαροί ήρωες είναι πλέον νεκροί και καθώς οι στοιχειωμένες μορφές τους απομακρύνονται παρελαύνοντας, γυρίζουν ένας ένας και κοιτάζουν κατευθείαν το κοινό σαν να μας κατηγορούν ότι εμείς τους στείλαμε στο θάνατο απαιτώντας να μην επιτρέψουμε να συμβεί ξανά.

Από τεχνικής πλευράς, η σκηνοθεσία είναι έξοχη, ιδίως οι λήψεις στα χαρακώματα, όπου ολόκληρες σειρές στρατιωτών περιμένουν με αγωνία να δοθεί το σύνθημα της επίθεσης, ενώ η ανοησία του πολέμου αποδίδεται ρεαλιστικά με σκηνές στρατιωτών που κυνηγούν ποντίκια ή μοιράζονται εξουθενωμένοι ένα μπουκάλι με κάποιο οινοπνευματώδες έπειτα από άλλη μια άσκοπη έφοδο κατά μήκος της ουδέτερης ζώνης. Σε μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ταινίας, μια οβίδα τινάζει στον αέρα έναν στρατιώτη που γίνεται σκόνη πέρα από τα χέρια του που μένουν να κρέμονται από το συρματόπλεγμα. Το Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο είχε για πρώτη φορά σε πολεμική ταινία τον ήχο της μάχης των χαρακωμάτων. Το σφύριγμα των σφαιρών, τα ουρλιαχτά και τα βογγητά των πληγωμένων και των έντρομων στρατιωτών συγκλόνιζαν κυριολεκτικά το κοινό με τον ωμό ρεαλισμό τους.

Στη Γερμανία, η αντίδραση των Ναζί τόσο για το βιβλίο όσο και για την ταινία ήταν σχεδόν άμεση και 25.000 αντίτυπα του βιβλίου πυρπολήθηκαν σε υπαίθριες φωτιές, ενώ οι Φαιοχίτωνες του Χίτλερ πραγματοποίησαν επιδρομές σε κινηματογράφους που πρόβαλαν την ταινία. Μάλιστα, στην πρεμιέρα της στο Βερολίνο επικεφαλής τους ήταν ο ίδιος ο μελλοντικός υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ, Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος φρόντισε να βγάλει λόγο μέσα στην αίθουσα καταγγέλλοντας την ταινία. Φωνάζοντας «Εβραϊκή ταινία!» οι Ναζί πέταξαν βρομούσες από τον εξώστη και όπως ήταν φυσικό η προβολή διακόπηκε μέσα σε πανδαιμόνιο, καθώς οι θεατές έτρεχαν πανικόβλητοι να γλιτώσουν από το χάος. Στη συνέχεια ο Γκέμπελς οδήγησε ένα πλήθος από αρκετές χιλιάδες στην διάσημη λεωφόρο Κουρφούρστερνταμ φωνάζοντας αντιεβραϊκά και αντικομμουνιστικά συνθήματα, κάτι που συνεχίστηκε για πέντε μέρες μέχρις ότου οι αρχές απαγορεύσουν τις διαδηλώσεις. Σε μια από τις προβολές της ταινίας στο Βερολίνο ήταν παρών και ο Λιούις Μάιλστοουν, ο Αμερικανός σκηνοθέτης της, ο οποίος αργότερα θα αναφερόταν στην ντροπή που αισθάνθηκε όταν ο αιθουσάρχης ανακοίνωσε την παρουσία του, μια ανακοίνωση που το κοινό αντιμετώπισε με παγερή σιωπή. Σε άλλες περιπτώσεις οι Ναζί αμόλησαν ποντίκια στις αίθουσες και έριξαν φαγουρόσκονη στο κοινό.

Τελικά η γερμανική κυβέρνηση υπέκυψε στη ναζιστική υστερία και τον Δεκέμβριο του 1930 απαγόρευσε την προβολή της ταινίας. Μια πολύ λογοκριμένη εκδοχή της επιτράπηκε για ένα σύντομο διάστημα το 1931 και το 1933 οι Ναζί την απαγόρευσαν οριστικά. Στη Γερμανία προβλήθηκε ξανά για πρώτη φορά το 1952 στο Δυτικό Βερολίνο. Στην πρώτη της προβολή η ταινία λογοκρίθηκε ή απαγορεύτηκε σε αρκετές άλλες χώρες (ακόμα και στη Σοβιετική Ένωση) , όπως άλλωστε και το βιβλίο, και μόλις το 1997 άρχισε η εργασία για την ολοκληρωμένη έκδοσή της χωρίς περικοπές.

Το 1933, λίγο αφότου ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία, ο Ρεμάρκ εγκατέλειψε την πατρίδα του φοβούμενος για τη ζωή του αφού πρόλαβε βγάλει από τη Γερμανία το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του πριν οι Ναζί παγώσουν τους λογαριασμούς του. Στη διάρκεια της 37χρονης εξορίας του έζησε σε διάφορα μέρη όπως η Γαλλία, η Ασκόνα (όπου είχε αγοράσει ένα σπίτι πριν φύγει από τη Γερμανία), η Νέα Υόρκη και το Χόλιγουντ, όπου συνδέθηκε με άλλους Γερμανούς εξόριστους όπως ο Φριτς Λανγκ, ο Μπέρτολντ Μπρεχτ και ο Μπίλι Γουάιλντερ, ζώντας σαν πλέιμποϊ και συνάπτοντας ερωτικές σχέσεις με διάσημες καλλονές όπως η Γκρέτα Γκάρμπο, η Μάρλεν Ντίτριχ και η Πολέτ Γκοντάρ, την οποία παντρεύτηκε το 1958. Έχοντας στερηθεί τη γερμανική υπηκοότητα από το ναζιστικό καθεστώς το 1938, πολιτογραφήθηκε Αμερικανός το 1947, ενώ πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο επέστρεφε περιστασιακά στη Γερμανία. Πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 1970.

Δέκα χρόνια μετά τη φυγή του, η Γκεστάπο συνέλαβε τη μικρότερη αδελφή του Έλφριντ Σκόλζ, με την ψευδή κατηγορία αντιπολεμικών δηλώσεων. Η Έλφριντ δικάστηκε από «λαϊκό» δικαστήριο. «Δυστυχώς δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον αδελφό σου, αλλά εσύ δεν θα μας γλιτώσεις», της είπε ο δικαστής. Η Έλφριντ αποκεφαλίστηκε τον Δεκέμβριο του 1943, άλλος ένας κρίκος στην ατέλειωτη αλυσίδα των ναζιστικών θηριωδιών.

Η ταινία βοήθησε να διαμορφωθεί μια διαρκής εικόνα για την παραφροσύνη του πολέμου, μ τη λάσπη και τη βρόμα των χαρακωμάτων, το σοκ από τις οβίδες, τη θυσία και τη φρίκη, καθώς κύματα ανθρώπων εφορμούν για να συναντήσουν το θάνατο από τα εχθρικά πολυβόλα και πυροβόλα. Υπογραμμίζει επίσης την ανθρωπιά των στρατιωτών. Η ταινία ήταν τόσο βλοσυρή και συνάμα τόσο πρωτοποριακή, που δεκαετίες αργότερα θα επηρέαζε τον Στίβεν Σπίλμπεργκ όταν γύριζε τη Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν, ενώ το Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο θεωρείται ένα από τα πιο συγκλονιστικά αντιπολεμικά αριστουργήματα που προβλήθηκαν ποτέ στην κινηματογραφική οθόνη, δίπλα πλάι στη Μεγάλη Χίμαιρα (La Grande Illusion, 1937) του Ζαν Ρενουάρ και το Σταυροί στο Μέτωπο (Paths of Glory, 1957) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Αξιοπρεπέστατη είναι επίσης το ομώνυμο τηλεοπτικό remake του 1979 σε σκηνοθεσία του Ντέμπερτ Μαν με πρωταγωνιστές τον Ρίτσαρντ Τόμας (στον ρόλο του Μπάουμερ) και τον Ερνστ Μπόργκναϊν.

Πριν τον θάνατό του το 1980, ο Μάιλστοουν είχε ζητήσει την αποκατάσταση της ταινίας στην αρχική της εκδοχή και διάρκεια. Αυτό τελικά συνέβη το 2005, με την ψηφιακή επεξεργασία της από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ:

Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (Μίνωας, 2014)

All Quiet On the Western Front - The Story of a Film του Andrew Kelly (British Film Guides, 2002)

ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΕΔΩ:  https://vimeo.com/265987557

{youtube}v=3idAy5sQtfA{youtube}


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.