Vincent Price: Ο Άρχων του Μακάβριου...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Πάντα μου άρεσε ο Vincent Price, ίσως γιατί οι πρώτες ταινίες του που είδα μικρός ήταν μεταφορές ιστοριών του Edgar Allan Poe, τις οποίες σε εκείνη την ηλικία διάβαζα μανιωδώς. Αυτή η σκέψη με προβλημάτισε λίγο και προσπάθησα να θυμηθώ αν αυτοί οι ρόλοι του Price με έκαναν να αγαπήσω τον Poe ή αν οι ήρωες του Poe με έκαναν να αγαπήσω τον Vincent Price. Αυτός ο ηθοποιός είχε κάτι ιδιαίτερο, πέρα από το ύψος του που έφτανε το 1,93 και την μοναδική του φωνή. Είχε κάτι που κάθε φορά αναζητώ να δω στις γοτθικές ταινίες της εταιρείας Hammer, σε κωμωδίες τρόμου όπως το The Abominable Dr. Phibes (ελλ. τίτλ. Ο Σατανικός Δόκτωρ Φάϊμπς) και το Theater of Blood (Το Θέατρο του Αίματος) γιατί εκείνος το δημιούργησε. Ήταν ο άνθρωπος που δημιούργησε αυτούς τους ρόλους. Και ο ρόλος του ήταν ένας: να είναι ο Vincent Price, ο Άρχων του Μακάβριου.

ΜΟΤΕΡ ΚΑΙ… ΠΑΜΕ!

Το τέταρτο παιδί μιας εύπορης οικογένειας του Σεντ Λούις του Μισούρι, ο Vincent Leonard Price Jr. γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1911.
Από μικρός λάτρεψε τα έργα τέχνης και στα 17 του έκανε το πρώτο του ταξίδι στο Λονδίνο, το Παρίσι και την Μαδρίτη.
Ήταν ένα πανύψηλο παιδί και αυτό τον έκανε να μην έχει πολλές παρέες μέχρι το 1929, όταν μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Yale για να σπουδάσει ιστορία τέχνης.
Αυτό όμως που τον έκανε να ασχοληθεί με το θέατρο ήταν κυρίως οι ρόλοι των «κακών» σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου όπως ο χαρακτήρας που είχε υποδυθεί ο Paul Wegener στη δανέζικη Der Golem του 1915 ή εκείνος του John Barrymore στο Dr. Jekyll and Mr. Hyde. Έτσι άρχισε να παίρνει μέρος σε ερασιτεχνικές ταινίες συμμαθητών του.
Όταν αποφοίτησε το 1933, οι δουλειές ήταν ελάχιστες εξαιτίας του οικονομικού κραχ και για ένα χρονικό διάστημα εργάστηκε σαν δάσκαλος σε ένα δημοτικό σχολείο της Νέας Υόρκης, αλλά έπειτα από έναν χρόνο αποφάσισε να φύγει για την Ευρώπη και να κάνει το μάστερ του στο Λονδίνο.

Εκεί, βλέποντας ξανά και ξανά τον σπουδαίο θεατρικό ηθοποιό John Gielgud να υποδύεται τον Άμλετ, ο Vincent Price ερωτεύθηκε το θέατρο και εγκατέλειψε τις σπουδές του για να συμμετάσχει σε έναν θεατρικό θίασο και να πρωταγωνιστήσει στο έργο Victoria Regina με θέμα του την ερωτική σχέση της βασίλισσας Βικτορίας με τον Γερμανό εξάδελφό της, Αλβέρτο.
Το ύψος του και τα κυματιστά ξανθά μαλλιά του έκαναν τον Price τον ιδανικό ηθοποιό για τον ρόλο του Αλβέρτου και όταν η παράσταση μεταφέρθηκε στην Αμερική για να ανέβει στο Μπρόντγουεϊ με πρωταγωνίστρια την Helen Hayes, την επονομαζόμενη «Πρώτη Κυρία του Αμερικάνικου Θεάτρου», ο νεαρός ηθοποιός πήγε πακέτο μαζί με τον ρόλο.
Η πρεμιέρα του έργου έγινε στις 26 Δεκεμβρίου 1935 και οι παραστάσεις συνεχίστηκαν για τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ χάρη στην επιτυχία της κόσμησε το εξώφυλλο του περιοδικού Time κάνοντας διάσημο τον 24άχρονο ηθοποιό που είχε την τύχη να παίζει με τη μεγαλύτερη ηθοποιό της εποχής.
Από το 1938 και μετά, ο Price συμμετείχε σε μια σειρά ταινιών στο Χόλιγουντ αλλά σε δεύτερους και τρίτους ρόλους, πράγμα που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να αλλάξει κάτι στο στυλ του για να γίνει πρωταγωνιστής. Το 1941, λοιπόν, αποφάσισε να αλλάξει το είδος των χαρακτήρων που υποδυόταν και έτσι επέστρεψε στο Μπρόντγουεϊ για να υποδυθεί τον δολοφόνο στο ψυχολογικό θρίλερ Angel Street, την ίδια εποχή που οι Ιάπωνες πραγματοποίησαν την επίθεσή τους στο Περλ Χάρμπορ.
Το έργο γνώρισε τεράστια επιτυχία και ο ηθοποιός είχε βρει επιτέλους την κλίση που μας τον έκανε γνωστό, υποδυόμενος ευαίσθητους χαρακτήρες με καλλιτεχνικές τάσεις που η ζωή τους ανάγκαζε να γίνουν κακοί. Η πρώτη του κινηματογραφική επιτυχία ήταν η ταινία Laura του 1944 σε σκηνοθεσία του Οττο Πρέμινγκερ.
Το 1952 ο Price είχε πλέον τελειοποιήσει τους ρόλους των «κακών» και πρωταγωνίστησε σε μια ταινία, η οποία θα έδινε άλλη διάσταση στην κινηματογραφική του καριέρα: το House of Wax (ελλ. τίτλ. Κέρινες Μάσκες).
Ήταν η πρώτη τρισδιάστατη ταινία και θα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις δέκα πιο εμπορικές εκείνης της χρονιάς.


ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΘΙΣΜΟ

Στο τέλος ενός ραδιοφωνικού επεισοδίου του Άγιου που βγήκε στον αέρα από το NBC Radio στις 30 Ιουλίου 1950, 0 Price καταδίκασε τις φυλετικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις σαν ένα είδος δηλητηρίου, υποστηρίζοντας ότι οι Αμερικανοί πρέπει να πολεμήσουν τις φυλετικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις που τροφοδοτούσαν τους εχθρούς του έθνους. Αυτές οι φιλελεύθερες ιδέες του και κάποιες άλλες φιλοκομμουνιστικές του τοποθετήσεις έγιναν η αιτία, το καλοκαίρι του 1953, να κληθεί για να καταθέσει στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, την επιτροπή που είχε συστήσει ο φανατικός αντικομμουνιστής γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι.

Με τον Alice Cooper

Στην ιστοσελίδα του καλιφορνέζικου ραδιοφωνικού σταθμού 89.3 KPCC υπάρχει μια σελίδα σχετικά με την αντίδραση των ηθοποιών του Χόλιγουντ στην επιτροπή αυτήν με τίτλο  «The Trumbo backstory: How Hollywood tried to fight HUAC, then caved», από όπου αντιγράφω τα παρακάτω:

«Αρχικά δημιουργήθηκε η ομάδα «Hollywood Fights Back», 35 μέλη της οποίας βγήκαν στο ραδιόφωνο για να διαμαρτυρηθούν. Ήταν γνωστοί αστέρες, γερουσιαστές, εκδότες, ο βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας του «Θάνατος στην Βενετία» Τόμας Μαν αλλά και ο Humphrey Bogart, ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός αστέρας της εποχής.
Για να λέμε την αλήθεια, κομμουνιστές υπήρχαν στο Χόλιγουντ, όπως και οπουδήποτε αλλού στην Αμερική, πριν από τον Ψυχρό Πόλεμο. Η Μεγάλη Ύφεση είχε δυσφημίσει τον καπιταλισμό. Για τους περισσότερους, το να βλέπεις τα πράγματα «κόκκινα» ήταν όπως είναι σήμερα το κόμμα των Πρασίνων. Όταν όμως αυτή η πρώτη μετάδοση του «Hollywood Fights Back» βγήκε στον αέρα, στο παρασκήνιο η συνοχή αυτών των καλλιτεχνών κατέρρευσε σαν φθηνό σκηνικό ταινίας, φτιαγμένο από κόντρα πλακέ. Σε ένα μήνα το όλο πράγμα είχε τελειώσει. Η μαύρη λίστα ήταν πλέον δεδομένη για όλα τα στούντιο και το «Hollywood Fights Back» ήταν απλώς μια στιγμιαία αντίδραση, χρήσιμη μόνο για την καταμέτρηση φαντασμάτων. 
Τα αστέρια που προσπάθησαν να πολεμήσουν είχαν νικηθεί. Ο Edward G. Robinson, ο Burl Ives, η Lucille Ball. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Gene Kelly, εξευτελίστηκαν κατονομάζοντας με λεπτομέρειες συναδέλφους τους σε επιστολές τους, ενάντια στις προσωπικές τους πεποιθήσεις. Στο τέλος ακόμα και ο Bogart υπέκυψε».

Έπειτα από ένα χρόνο ανεργίας ο Price δεν άντεξε άλλο και πρόδωσε τις αρχές του δίνοντας και αυτός ονόματα στα κρυφά, πίσω από κλειδωμένες πόρτες. Έτσι ξαναβρήκε δουλειά και το 1956 έπαιξε στην υπερπαραγωγή του Cecil B. DeMille Οι Δέκα Εντολές. Η ταινία αναζωογόνησε την καριέρα του Vincent Price ο οποίος, έχοντας ανάγκη το μεροκάματο, έκανε μια σειρά από ταινίες τρόμου ξεκινώντας το 1958 από τη Μύγα (θα θυμάστε, φαντάζομαι, το ρημέικ του David Cronenberg του 1986 με πρωταγωνιστές τους Jeff Goldblum και Geena Davis). Παρόλα αυτά συνέχισε να αισθάνεται τις επιπτώσεις του μακαρθισμού, μιας και ήταν πλέον αναγκασμένος να σπαταλάει το μεγάλο υποκριτικό του ταλέντο σε ταινίες τρόμου χαμηλού προϋπολογισμού.


Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Εδώ να προσθέσω ένα συμβάν από τα γυρίσματα της ταινίας Οι Δεκα Εντολές  που ωστόσο δεν έχει να κάνει με τον Vincent Price: Καθώς ο DeMille είχε ανέβει σε μια σκάλα για να καθοδηγήσει τους εκατοντάδες κομπάρσους με έναν τηλεβόα για την σκηνή του οργίου όπου θα εμφανιζόταν ο Μωυσής με τις 10 εντολές, το μάτι του πήρε μια νεαρή που στεκόταν σε μια γωνιά και μιλούσε με μια άλλη. Εκνευρισμένος, σταμάτησε να δίνει οδηγίες και ζήτησε την προσοχή όλων λέγοντας: «Για κοιτάξτε εδώ αυτή την νεαρή που θεωρεί πιο σημαντική  τη συζήτηση με τη φίλη της από τις οδηγίες του σκηνοθέτη της, τη στιγμή που όλοι εμείς  προσπαθούμε να κάνουμε μια ταινία που θα μείνει στην ιστορία. Μήπως θα μπορούσες να μας πεις τι στο διάβολο είναι τόσο σημαντικό που δεν μπορεί να περιμένει για να το πεις στην φίλη σου μετά το γύρισμα της σκηνής;» Έπειτα από μια στιγμή αμηχανίας, η κοπέλα απάντησε με θράσος: «Ρωτούσα την φίλη μου εδώ πέρα πότε αυτός ο καραφλός κωλόγερος θα πει “Διάλειμμα για μεσημεριανό”» Ο DeMille την κοίταξε για λίγο κι έπειτα σήκωσε τον τηλεβόα δίνοντας την εντολή «διάλειμμα για μεσημεριανό». Μάλιστα, υπάρχει η φήμη ότι σε αυτή την ταινία έλαβε μέρος ως κομπάρσος στον ρόλο ενός Αιγύπτιου στρατιώτη, ο Φιντέλ Κάστρο. Όπως γράφει η Shirley MacLaine στο βιβλίο της My Lucky Star, όταν ρώτησε τον πρόεδρο της Κούβας αν αυτή η φήμη ήταν αληθινή, η απάντησή που έλαβε ήταν ασαφής…


ΛΑΤΡΗΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

Όντας διανοούμενος, από το 1951 ο Price ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο δίνοντας διαλέξεις για την «αισθητική ευθύνη του πολίτη», ενώ ήταν επίσης συλλέκτης έργων τέχνης  δωρίζοντας 90 έργα από την συλλογή του στο πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες καθώς και τα χρήματα για τη συντήρησή τους.
Εκείνη την εποχή ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ τον διόρισε στο «Συμβούλιο Ινδιάνικων Έργων και Τεχνών», ένα γραφείο στο Υπουργείο Εσωτερικών με αποστολή την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης των Ινδιάνων της Αμερικής και των ιθαγενών της Αλάσκα, το οποίο ιδρύθηκε από το Κογκρέσο το 1935. Ο Price, όντας υποστηρικτής του κόμματος των Δημοκρατικών, δήλωσε έκπληκτος για αυτό τον διορισμό από τον ρεπουμπλικάνο Αϊζενχάουερ.

Το επόμενο σκάνδαλο στο οποίο ενεπλάκη το όνομα του ξέσπασε το 1956, όταν συμμετείχε στο τηλεπαιχνίδι The 64.000 Dollar Question. Το παιχνίδι ήταν πολύ επιτυχημένο και κάποιος διευθυντής μουσείου του έστειλε ένα γράμμα λέγοντάς του ότι χάρη σε εκείνον, οι επισκέψεις στο μουσείο είχαν απογειωθεί. Κάποιος παίκτης όμως δήλωσε στις εφημερίδες ότι το παιχνίδι ήταν στημένο και ότι οι απαντήσεις είχαν δοθεί εκ των προτέρων από την παραγωγή σε διάφορους συμμετέχοντες. Ένας από αυτούς που κατηγορήθηκαν ότι τις είχαν πάρει πριν από τα γυρίσματα, ήταν και ο Vincent Price.
Εκείνος όμως προσέλαβε δικηγόρο και κατάφερε να αποδείξει ότι γνώριζε την απάντηση.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η αλυσίδα καταστημάτων Sears, Roebuck and Company του πρότεινε να εκθέσει αυθεντικά έργα τέχνης στα καταστήματά της, τα οποία θα μπορούσαν να αγοράζουν οι πελάτες. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια ο Price εξασφάλισε για λογαριασμό της Sears πάνω από 55.000 εκθέματα, από έργα του Πάμπλο Πικάσο μέχρι έργα νέων καλλιτεχνών που είχε ανακαλύψει ο ίδιος.


ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ

Το 1960 ο πενηντάχρονος πλέον Vincent Price βλέπει να ξεκινά η αναγέννηση της κινηματογραφικής του καριέρας με την πρώτη από τις οκτώ ταινίες που έκανε ο σκηνοθέτης Roger Corman βασισμένες σε ιστορίες του Edgar Allan Poe. Η κινηματογραφική βιομηχανία άλλαζε, τα μεγάλα στούντιο κατέρρεαν και οι ανεξάρτητες κινηματογραφικές εταιρίες έπαιρναν την θέση τους. 
Εκείνη την χρονιά ο Price ξεκίνησε την συνεργασία του με την American International Pictures, μια ανεξάρτητη εταιρία παραγωγής B-movies με ταινίες που στόχευαν κυρίως το νεανικό κοινό.
To House of Usher (Ο Πύργος των Καταραμένων), γυρισμένο 121 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου από τον Poe, ήταν η αρχή πολλών συνεργασιών μεταξύ του Corman και του Price: The Raven (Το Κοράκι), Pit and the Pendulum (Το Εκκρεμές της Αγωνίας), The Comedy of Terrors (Το Πανδοχείο των Ζωντανών Νεκρών) και κάθε μια από αυτές έκανε καλύτερες εισπράξεις από την προηγούμενη, ενώ το καλλιτεχνικό αποκορύφωμα όλων ήταν το The Masque of the Red Death (Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου).
Μάλιστα, Το Πανδοχείο των Ζωντανών Νεκρών του 1964 είναι από τις αγαπημένες μου κωμωδίες τρόμου, με τον Peter Lorre να βοηθά τον Vincent Price να βρουν με δόλιο τρόπο πελάτες για το γραφείο κηδειών τους και τον Boris Karloff να υποδύεται τον πεθερό του Price.

Mε τον Tim Burton και τον Johnny Depp

Από εκεί και πέρα ο Price άρχισε να διακωμωδεί τους κινηματογραφικούς του χαρακτήρες παίζοντας σε ταινίες όπως το Dr. Goldfoot and the Bikini Machine,  μια παρωδία του James Bond με συμπρωταγωνιστή τον Frankie Avalon, η οποία όμως εισπρακτικά δεν πήγε καλά εκτός από την Ιταλία, κάτι που εξηγεί τον λόγο για τον οποίο γυρίστηκε εκεί η συνέχεια της με τίτλο Le spie vengono dal semifreddo (Οι Δύο Μαφιόζοι) με πρωταγωνιστές τον Vincent Price και τους αγαπημένους του ελληνικού κοινού Franco (Franchi) και Ciccio (Ingrassia). Την είχε σκηνοθετήσει ο Ιταλός σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής Mario Bava που έγραψε ιστορία σαν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της χρυσής εποχής των ιταλικών ταινιών τρόμου. Μάλιστα, η ταινία του Terrore nello Spazio (1965) υπήρξε κύρια πηγή έμπνευσης για το Alien του Ridley Scott.
O Price όμως ακόμα και σε αυτές τις ταινίες επέμεινε στον ιδιαίτερο κινηματογραφικό χαρακτήρα που είχε δημιουργήσει.


Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄70 ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ LGBT ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Στην δεκαετία του 1970 ο Price πέρασε στην μικρή οθόνη για να τον ανακαλύψει ένα νεανικό κοινό μέσα από τηλεοπτικές σειρές, από τις οποίες έκανε ένα πέρασμα όπως ο Batman, το Νησί της Φαντασίας, Η Βιονική Γυναίκα, Το Πλοίο της Αγάπης, από το άλμπουμ Welcome to my Nightmare του Alice Cooper, από τηλεοπτικά παιχνίδια, ενώ εμφανιζόταν σχεδόν σε οτιδήποτε του πρότειναν για να μπορεί να εργάζεται συνέχεια.

Oταν η κόρη του, Victoria, ανακοίνωσε ότι είναι λεσβία, ο Price της συμπαραστάθηκε και κατέκρινε σθεναρά την εκστρατεία σε βάρος των δικαιωμάτων των gay που είχε οργανώσει η τραγουδίστρια Anita Bryant. Επίσης, αναγορεύτηκε σε επίτιμο μέλος του διοικητικού συμβουλίου της PFLAG (Γονείς και Φίλοι Λεσβιών και Gay) και ήταν μια από τις πρώτες διασημότητες που εμφανίστηκαν συμμετέχοντας δημόσια μέρος σε συζητήσεις σχετικά με το AIDS.


ΑΥΛΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ

Όταν ο Quincy Jones και ο Michael Jackson του ζήτησαν να κάνει το Thriller, κανείς δεν υποψιαζόταν την τρομερή επιτυχία που θα ακολουθούσε. Παρόλο που το άλμπουμ του Jackson πούλησε σαν τρελό, ο Price δεν έλαβε δεκάρα για την δουλειά αυτή. Η τελευταία του ταινία ήταν Ο Ψαλιδοχέρης του Tim Burton, αλλά ο Vincent Price είχε ήδη χτυπηθεί από τη νόσο του Πάρκινσον και χρειάστηκε δυόμιση μέρες για τα γυρίσματα του ρόλου του αντί της μίας που του είχαν προγραμματίσει. Οι παραγωγοί της ταινίας πήγαν στο γύρισμα και άρχισαν να τσακώνονται με τον Tim Burton, ο οποίος είχε πάρει το μέρος του Price. Για τον ηθοποιό όμως ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι είχε φτάσει στο τέρμα της υποκριτικής του καριέρας.
Πέρα από την υποκριτική, ο Vincent Price έγραψε αρκετά άρθρα για εφημερίδες, μια αυτοβιογραφία, κάμποσα βιβλία σχετικά με τις τέχνες, και μια εγκυκλοπαίδεια τεράτων μαζί με τον γιο του, Vincent Barrett Price.
Στις 25 Οκτωβρίου 1993 πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων. Όταν κάποτε κάποιος τον είχε ρωτήσει τι θα ήθελε να γραφτεί στον τάφο του, εκείνος έδωσε μια απάντηση με το πάντα ευφυές και μακάβριο χιούμορ του: «Γράψτε ότι θα επιστρέψω»…

 


 

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ: 

Μπέλα Λουγκόζι: ηθοποιός, αρχισυνδικαλιστής και αντιφασίστας...

 

BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:

https://tribe4mian.wordpress.com/

https://newzerogod.com/home

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.