Τα παιδιά του ήλιου (με αφορμή την "έξοδο" του Νίκου Σπυρόπουλου)...

Γράφει ο Γιάννης Σιδεράκης*

Φωτογραφίες: Τηλέμαχος Παπαδόπουλος (QoQ photos) 

Το σύστημα είναι αδηφάγο, αχόρταγο και εκεί που δεν "κωλώνει" με τίποτα είναι, όπου μυρίζει χρήμα. Όσο περισσότερο τόσο καλύτερα.. Καταφέρνει, διαβασμένο πια, να καταβροχθίζει μουσικά κινήματα, ολόκληρες σκηνές, underground και επικίνδυνες τάσεις. Έτσι έγινε με τις μεγάλες ρόκ ν ρόλ μπάντες του 50 και του 60, έτσι έγινε με τα ρόκ και τα χάρντ ρόκ συγκροτήματα του 70 και του 80, έτσι έγινε με την πάνκ, με την metal, με την λεγόμενη ανεξάρτητη σκηνή, με τις μπάντες του Σιάτλ, ακόμη και με το hip hop τελευταία... Οτιδήποτε, ήταν επικίνδυνο και κοφτερό, ότι είχε να πει κάτι στους νέους βασικά ανθρώπους, να τους ταράξει, να τους κάνει να σκεφτούν, να τους πάρει και να τους σηκώσει, να φέρει αλλαγή σε νοοτροπία παγκοσμίως, το σύστημα έβρισκε τον τρόπο να το αμβλύνει, να το κάνει ακίνδυνο και ανούσιο. Το καταφέρνει πάντα αυτό, με τα φράγκα, με τα μεγάλα συμβόλαια, με την διαφήμιση, με τους παραγωγούς που θέλουν εμπορεύσιμο προϊόν... 

Με αυτά τα όπλα στην φαρέτρα του, παίρνει ένα ντόμπερμαν και το κάνει τσιουάουα, σε μηδέν χρόνο... Αλητήριες φάτσες, εργατόπαιδα, που το μάτι τους γυάλιζε, που ήθελαν να τα γκρεμίσουν όλα, βρέθηκαν να φορούν γούνες, να οδηγούν ρόλς ρόις, να κάνουν μπάνιο σε πισίνες με συντροφιά κιλά κόκας και ξεβράκωτες γκόμενες. Εκεί που με την μουσική τους, με τον στίχο τους, θα μπορούσαν να γκρεμίσουν τον κόσμο, χαζεμένοι από τα φράγκα, κατέληξαν καρικατούρες, μαριονέτες στα χέρια επιδέξιων μανατζαρέων, που τους ξεζούμισαν και τους χρησιμοποίησαν, μέχρι να τους στραγγίξουν! Όταν σταμάτησαν να παράγουν ντόλαρς, τους πέταξαν στα σκουπίδια και άρχισαν να ψάχνουν για τους επόμενους, επικινδύνους, σε σκοτεινά κλάμπ και υπόγεια περάσματα... Και η ιστορία συνεχίζεται και θα συνεχίζεται...

 Όλα αυτά βέβαια στο υπόλοιπο κόσμο, γιατί σε μια γωνιά των Βαλκανίων, τα πράγματα λειτουργούσαν και λειτουργούν εντελώς διαφορετικά... Εδώ κανένας δεν έβγαλε λεφτά από την σκληρή μουσική, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, που δεν έγιναν εκατομμυριούχοι, αλλά έζησαν απλά, για κάποιο χρονικό διάστημα από την μουσική τους. Οι υπόλοιποι, πάλευαν και παλεύουν με τα θηρία. Λίγα live, κακοπληρωμένα, ίσα ίσα για τα έξοδα, αντιμετώπιση, "αυτοί κάνουν την πλάκα τους", πολύωρα ταξίδια, πέντε άτομα μαζί με τα όργανα σε ένα μικρό αυτοκίνητο, άθλια stage με απαίσιο ήχο, μηδέν διαφήμιση. Εδώ βλέπεις το παράδοξο, το Σάββατο το βράδυ μπάντα να παίζει σε κατάμεστο μαγαζί ή σε μεγάλο φεστιβάλ και να αποθεώνεται και την Δευτέρα το πρωί, τα μέλη της, άλλος να πηγαίνει οικοδομή, άλλος πωλητής σε δισκάδικο, άλλος καφετζής για το μεροκάματο. Δουλειά, πρόβα όλη την εβδομάδα, live το Σάββατο και πάλι από την αρχή και όλα αυτά, μόνο και μόνο για την "φανέλα", μόνο και μόνο για την τρέλα για την αγάπη, για τίποτε άλλο. Στην Ελλάδα, όσο καλός και να είσαι, όσο κόσμο και να μαζεύεις, λόγω του ότι τα "κουκιά" είναι μετρημένα, δεν υπάρχει μεγάλο κοινό, η αγορά είναι πολύ μικρή, πως να το πώ, παίζεις για την δόξα, ίσως, όποια και όπως και να είναι αυτή, για τον δρόμο, για τους φίλους, για την καύλα σου, αλλά ποτέ για τα λεφτά, δεν μπορείς να ζήσεις από αυτό. Με αυτές τις συνθήκες, οι περισσότεροι τα παρατάνε, δεν μπορούν να αντέξουν, το αφήνουν πίσω τους και γίνεται μια μακρινή ανάμνηση.  

 

Κάποιοι άλλοι, που θέλουν να ζήσουν από την μουσική, υποχρεώνονται να παίξουν άλλα πράγματα... Ρεμπέτικα, δημοτικά, σκυλάδικα, οτιδήποτε άλλο από αυτό που ονειρεύονταν και καταλήγουν να γίνουν κυνικοί, να είναι απλά μουσικοί, που θα παίξουν οτιδήποτε και οπουδήποτε, αν έχει καλό μεροκάματο, διαλέγουν έναν άλλο δρόμο και με την δικαιολογία, "εγώ μουσικός είμαι, δεν με νοιάζει τι θα παίζω, αρκεί να παίζω" προχωρούν.... Μέσα σε αυτή την άρρωστη κατάσταση, για να αντέξει, για να συνεχίσει να υπάρχει ροκ σκηνή, έχουμε ανάγκη από "σημαίες". Έχουμε ανάγκη από ανθρώπους, που παρά τις τραγικές συνθήκες, δεν τα παρατούν και με νύχια και με δόντια παλεύουν να υπερασπιστούν αυτό που ξεκίνησαν. Προσπαθούν και στέκονται στο ύψος τους, χωρίς να κάνουν υποχωρήσεις, χωρίς να τα κατεβάζουν και δεν τους σταματάει τίποτα, ούτε καν ο αδυσώπητος χρόνος, ούτε καν τα μετρημένα, τα ελάχιστα πλέον live. Είναι μαγικό να βλέπεις ροκάδες (rockers είναι στο Αμέρικα, εδώ είμαστε ροκάδες), με άσπρα μαλλιά, με παραπανίσια κιλά, με ζάρες και κουρασμένες φωνές, να είναι εκεί που πρέπει, πάνω στο stage και να δίνουν όπως πάντα την ψυχούλα τους, με μοναδικό αντάλλαγμα την αγάπη, το χειροκρότημα. Είναι πανέμορφο, να βλέπεις ανθρώπους που πριν από σαράντα, τριάντα χρόνια, είχαν ένα όνειρο και δεν το έχουν εγκαταλείψει, να τα δίνουν όλα, με αξιοπρέπεια και δύναμη. Είναι καταπληκτικό να βλέπεις σε συναυλίες, εξηντάρηδες πάνω και δεκαεξάχρονα από κάτω, να τραγουδάνε μαζί, το ίδιο τραγούδι, τον ίδιο ρυθμό, να είναι μαζί, δεμένοι αιώνια, στην ίδια διάσταση.

Αυτό που λέμε Ελληνική ροκ σκηνή, είναι ένα συνονθύλευμα, μια ιστορία, παλικαριάς, δύναμης, ιδρώτα, θυσιών, απογοήτευσης, χαράς, φιλίας, δρόμου, δουλειάς, λαχτάρας, ονείρων, ανθρώπων, μουσικής, παρεξηγήσεων, έρωτα, αγάπης, σπασίματος, υπομονής και αλληλεγγύης... Γιατί παρά τις διαφορές μας, παρά τους καυγάδες μας, είμαστε όλοι μια μεγάλη οικογένεια, με κοινά προβλήματα, με κοινούς στόχους και κοινή αγάπη, με μεγάλη τρέλα και αφοσίωση. Είμαστε όλοι εμείς, που έχουμε τις "σημαίες" μας προσωποποιημένες και τα "λάβαρα" μας, σε μουσικούς ύμνους. Όλοι εμείς, που άλλος τα κατάφερε περισσότερο και άλλος λιγότερο, να κρατήσουμε ζωντανό το όνειρο και να ματώσουμε γι'αυτό... Όταν μια σημαία φεύγει, όπως έγινε χθες, είμαστε φτωχότεροι, μικρότεροι, αλλά ξέρουμε, ότι ο σπόρος που έχουμε φυτέψει, δεν θα πάει χαμένος. Το ρόκ ν ρόλλ, το Ελληνικό, αυτό το "ποτισμένο" προβληματικά και λειψά, δεν θα πεθάνει ποτέ. 

 

Όλες οι γενιές, είναι μαζί, οι πάνω και οι κάτω, οι μικροί και οι μεγάλοι, αυτοί που προχωράνε και αυτοί που τα παράτησαν, οι γενναίοι και οι φοβισμένοι, αυτοί που είναι μαζί μας και αυτοί που έφυγαν, για το μεγάλο ταξίδι... Όλοι μαζί σε ένα τραγούδι, σε έναν ύμνο, αυτή την φορά, αφιερωμένο στον Νίκο τον Σπυρόπουλο.... Όλοι είμαστε, "παιδιά του ήλιου", όπως τραγούδησαν με πολύ νόημα οι Nighstalker....

 

Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα και το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντεγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…
 

image

Τηλέμαχος Παπαδόπουλος

Γεννήθηκα σε πολύ νεαρή ηλικία με μία έμφυτη τάση προς τα παχυντικά, τα ανήθικα και τα θορυβώδη. Έκτοτε προσπαθώ, με μέτρια επιτυχία, να τελειοποιήσω το ταλέντο μου αυτό.
Που και που πατάω κουμπιά φωτογραφικών μηχανών. Σπανιότερα μπορεί να πω και 2-3 πράγματα που γνωρίζω για κάποια πράγματα, πάντα με πραγματιστική άποψη και πραγματικά καλές προθέσεις, φιλοδοξώντας κάποια στιγμή να στρώσω με αυτές το δρόμο προς την κόλαση.
 
 
 
image

Τηλέμαχος Παπαδόπουλος

Γεννήθηκα σε πολύ νεαρή ηλικία με μία έμφυτη τάση προς τα παχυντικά, τα ανήθικα και τα θορυβώδη. Έκτοτε προσπαθώ, με μέτρια επιτυχία, να τελειοποιήσω το ταλέντο μου αυτό.
Που και που πατάω κουμπιά φωτογραφικών μηχανών. Σπανιότερα μπορεί να πω και 2-3 πράγματα που γνωρίζω για κάποια πράγματα, πάντα με πραγματιστική άποψη και πραγματικά καλές προθέσεις, φιλοδοξώντας κάποια στιγμή να στρώσω με αυτές το δρόμο προς την κόλαση.
 
 
 
image

Τηλέμαχος Παπαδόπουλος

Γεννήθηκα σε πολύ νεαρή ηλικία με μία έμφυτη τάση προς τα παχυντικά, τα ανήθικα και τα θορυβώδη. Έκτοτε προσπαθώ, με μέτρια επιτυχία, να τελειοποιήσω το ταλέντο μου αυτό.
Που και που πατάω κουμπιά φωτογραφικών μηχανών. Σπανιότερα μπορεί να πω και 2-3 πράγματα που γνωρίζω για κάποια πράγματα, πάντα με πραγματιστική άποψη και πραγματικά καλές προθέσεις, φιλοδοξώντας κάποια στιγμή να στρώσω με αυτές το δρόμο προς την κόλαση.