Χίλντα Παπαδημητρίου: «Δεν υπάρχουν "πρέπει" στη γραφή, πέρα από την πρωτογενή ανάγκη της έκφρασης...» (αποκλειστική συνέντευξη)

Συνέντευξη στην Ειρήνη Πολίτου

Η Χίλντα Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Καλλιθέα. Μεγάλωσε στη Νέα Σµύρνη, ακούγοντας Neil Young και Bob Dylan. Σπούδασε νοµικά και για μία εικοσαετία είχε δισκοπωλείο στην πλατεία της Νέας Σµύρνης. Από το 1994 ασχολείται επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση, τη μετάφραση δοκιμίων για τη μουσική και τις καλές τέχνες, αλλά και με τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων. Έχει γράψει δύο µονογραφίες για τους Beatles και τους Clash και τέσσερα αστυνοµικά µυθιστορήµατα µε πρωταγωνιστή τον αστυνόµο Χάρη Νικολόπουλο. Το τελευταίο της βιβλίο, Ένοχος  Μέχρι Αποδείξεως του Εναντίου, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Στην εκπνοή του χρόνου είχα τη χαρά να μιλήσω μαζί της για την πορεία της στον χώρο του βιβλίου και της μουσικής, αλλά και για όλα όσα συμβαίνουν στην Αθήνα του σήμερα.

 

Από τη νομική στον Χάρη Νικολόπουλο. Μιλήστε μας για αυτή την διαδρομή.

Όλα ξεκίνησαν από την αγάπη μου για τα pulp αστυνομικά που διάβαζα ως παιδί. Τα λάτρευε η μητέρα μου, τα κόλλησα κι εγώ. Και στα χρόνια της νομικής, περισσότερα διάβαζα «εξωσχολικά» βιβλία, και δη αστυνομικά, παρά τα συγγράμματα. Δεν κατάλαβα πώς μπήκα στη νομική, δεν κατάλαβα πώς βγήκα. Ανέλαβα το δισκάδικο του πατέρα μου μαζί με την αδερφή μου, και όταν αναγκάστηκα να το κλείσω λόγω ιδιόχρησης, έγινα μεταφράστρια. Είχε προηγηθεί η πρώτη μου μετάφραση στο Sound of the City, του Charlie Gillett, (Ο Ήχος της Πόλης, τότε για τις εκδόσεις Λιβάνη, τώρα για την Κουκίδα, σειρά Πόρτες), το πρώτο διδακτορικό που εκπονήθηκε με θέμα το rock ’n’ roll. Η μετάφραση είναι ένα ιδανικό σχολείο για όποιον θέλει να γράψει, σου μαθαίνει να διακρίνεις τα επίπεδα του κειμένου, πώς να αποφεύγεις τις «κοιλιές» στην αφήγηση και πώς να στήνεις πιστικούς διαλόγους. Δεν πρέπει να παραλείψω τα θεωρητικά κείμενα περί μουσικής και πολιτικής που έγραφα για ένα διάστημα στο ΖΟΟ και στο Ποπ & Ροκ, από τα οποία διδάχτηκα πώς να αφηγούμαι μια ιστορία σε περιορισμένο αριθμό λέξεων. Πρόκειται για μια πορεία 35 ετών, με πολλές στάσεις: τα αφιερώματα της Ταινιοθήκης της Ελλάδας στο φιλμ νουάρ, τις αναλύσεις του Χρήστου Βακαλόπουλου για το Γεράκι της Μάλτας και κάποιο b-movie του Abraham Polonsky που δεν θυμάμαι πια, τη σειρά των κίτρινων Λυχναριών που εκτός από έργα της Agatha Christie περιλάμβανε James Chase, William Irish (aka Cornell Woolrich), Raymond Chandler. Τις εκδόσεις Άγρα και Πόλις που μας γνώρισαν κι άλλα είδη του αστυνομικού, όπως το neopolar. Είμαι late bloomer, στον Χάρη Νικολόπουλο κατέληξα έχοντας καταναλώσει τόνους βιβλίων, ταινιών και δίσκων.

Υπάρχει πάντα μία αφετηρία για κάθε βιβλίο, ένα σημείο πυροδότησης, όπως μου είχε πει και η Ευτυχία Γιαννάκη. Ποιοι παράγοντες καθορίζουν το δικό σας σημείο πυροδότησης;

Τα πρώτα τρία βιβλία μου είναι μια τριλογία με κεντρικό θεματικό άξονα τη μουσική. Ήθελα να μιλήσω για αυτά που ήξερα και είχα ζήσει και τα έβλεπα να εξαφανίζονται σταδιακά (το 2008, όταν ξεκίνησα το γράψιμο των Βινυλίων). Δηλαδή, το σύμπαν των δισκάδικων και τις φυλές των βινυλιομανών, τα πρώτα ελληνικά ροκ συγκροτήματα που ξεκίνησαν με φόρα τη δεκαετία του ’80 και τα μέλη τους κατέληξαν να τροφοδοτούν τα σκυλάδικα και το έντεχνο, και τους ανεξάρτητους ροκ ραδιοσταθμούς που τσάκισε η λογική της playlist.
Με τον Ένοχο Μέχρις Αποδείξεως του Εναντίου ξεκίνησα έναν άλλο αφηγηματικό κύκλο, στον οποίο το σημείο πυροδότησης βρίσκεται έξω από μένα. Συγκεκριμένα, ήταν ένα άρθρο που διάβασα για το σεξουαλικό τράφικινγκ στον 21ο αιώνα, όταν μετά την Πτώση του Τείχους και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, εκατομμύρια άτομα, κυρίως γυναίκες, πέρασαν στη Δύση αναζητώντας τον παράδεισο. Σ’ αυτό πρέπει να προσθέσω την προσφυγική κρίση του 2015 και τις ανεξέλεγκτες προσφυγικές ροές που δημιούργησαν οι πόλεμοι που υποδαυλίζουν οι δυτικοί στην Ασία και την Αφρική.
Φαντάζομαι ότι ως σημείο πυροδότησης μπορώ να ορίσω κάτι που με ενοχλεί και δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ τα βράδια, ένα περιστατικό ή μία ιδέα που θέλω να την κάνω ιστορία. 

Πιστεύετε ότι ο συγγραφέας πρέπει να περνάει μηνύματα μέσα από τα βιβλία του;

Δεν υπάρχουν «πρέπει» στη γραφή, πέρα από την πρωτογενή ανάγκη της έκφρασης στη γραφή, πέρα από την πρωτογενή ανάγκη της έκφρασης. Ο διδακτισμός αποδιώχνει τους αναγνώστες, τους κάνει σαν τα παιδιά που καταλήγουν να μισούν τα σχολικά βιβλία.
Από την άλλη, εγώ σαν άτομο τρώγομαι από μια διαρκή ανησυχία για το μέλλον της ανθρωπότητας, για την οικολογική καταστροφή και το διαρκές άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στον προνομιούχο Πρώτο Κόσμο και τον βασανισμένο Τρίτο. Η κοσμοθεωρία και η βιοθεωρία κάθε συγγραφέα αντικατοπτρίζονται στα βιβλία του, χωρίς να χρειάζεται να βάλει στόχο «το μήνυμα». Για παράδειγμα, επειδή είμαι φεμινίστρια, προσπαθώ να αποφύγω τα κάθε λογής στερεότυπα που αφορούν το φύλο – αλλά και τη φυλή και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Επίσης, αν και δεν έχω αυταπάτες περί υπαρκτού ή ανύπαρκτου σοσιαλισμού, δεν πιστεύω στο καπιταλιστικό όνειρο που υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός. Πώς γίνεται να μη φανούν όλα αυτά στα βιβλία μου;


Η αστυνομική λογοτεχνία γνωρίζει μία μεγάλη άνθιση τα τελευταία χρόνια, ποιοι κατά τη γνώμη σας είναι οι λόγοι που το προκάλεσαν;

Νομίζω ότι στα τέλη των 90ς, έφτασε η στιγμή να αποτινάξουμε στην Ελλάδα τα κλισέ περί υποκουλτούρας και φτηνών αστυνομικών αναγνωσμάτων. Η διεθνής άνθιση του είδους είναι πολυπαραγοντική: η έκρηξη του σκανδιναβικού αστυνομικού μυθιστορήματος, οι τηλεοπτικές σειρές που προβάλουν οι πλατφόρμες και βοήθησαν ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού να αγαπήσει το είδος, κυρίως όμως το γεγονός ότι το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, σε γενικές γραμμές, σκιαγραφεί τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και παίρνει θέση απέναντί τους. Εδώ, όσο κι αν μισώ τα κλισέ, θα καταφύγω σ’ ένα αναπόφευκτο κλισέ: το αστυνομικό είδος είναι το πολιτικό μυθιστόρημα της εποχής μας και εξηγεί την παραβατικότητα με όρους πολιτικοκοινωνικούς. Ενώ το mainstream μυθιστόρημα καταφεύγει συχνά σε θεωρητικές ομφαλοσκοπήσεις, το αστυνομικό κοιτάζει το Κακό κατάματα και προσπαθεί να το εξηγήσει, πριν το τιμωρήσει – αν το τιμωρήσει.

Ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας. Οι ζωές μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με μία οθόνη, θωρείτε ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την σχέση των επόμενων γενεών με την λογοτεχνία;

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να απαντήσω σ’ αυτό. Πιστεύω ότι τα χάρτινα βιβλία έχουν πολλή ζωή ακόμα, συγχρόνως όμως τρομάζω παρακολουθώντας την εξέλιξη της μουσικής βιομηχανίας. Νομίζω ότι ένας εχθρός του βιβλίου είναι η ελλειπτικότητα και η πολυδιάσπαση που χαρακτηρίζει τον γραπτό λόγο στα σόσιαλ μίντια και ο διαρκής πληροφοριακός καταιγισμός. Διαβάζουμε τα πάντα στα πεταχτά, και κατανοούμε ελάχιστα. Το διάβασμα είναι απόλαυση πάνω απ’ όλα, και όπως κάθε απόλαυση θέλει τον χρόνο της. 

Ξεκινώντας την ιστορία του Χάρη Νικολόπουλου γνωρίζατε ποια θα είναι η πορεία του στο χρόνο ή πορευτήκατε και οι δύο μαζί προς το άγνωστο;

Γνωριστήκαμε σταδιακά, μέχρις ένα σημείο ήξερα πώς θα πορευτεί, στη συνέχεια πήρε εκείνος το πάνω χέρι. Διότι από εκεί που τον είχα σχεδιάσει σαν δευτερεύοντα χαρακτήρα, διεκδίκησε το προσκήνιο και παραγκώνισε τους πιο cool ήρωες. Τώρα ισχύει αυτό που γράψατε, πορευόμαστε μαζί προς το άγνωστο, μεγαλώνοντας μαζί, πενθώντας μαζί, σκοντάφτοντας στις τρικλοποδιές που μας βάζει η ρημάδα η ζωή. 

Στο τελευταίο σας βιβλίο Αθώος Μέχρι Αποδείξεως του Εναντίου ασχολείστε με το τράφικινγκ. Γιατί επιλέξατε αυτό το θέμα;

Σχεδίαζα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που να θίγει τη γυναικεία κακοποίηση και την ενδοοικογενειακή βία, όταν ξαφνικά ένιωσα ότι δεν άντεχα πια τα αστειάκια για Βουλγάρες χορεύτριες και δίμετρες Ρωσίδες μασέζ. Πίσω από τα φωτάκια των στριπτιζάδικων της Συγγρού υπάρχουν θύματα του σεξουαλικού τράφικινγκ, που φτάνουν στην Ελλάδα μέσω ενός δικτύου στο οποίο συμμετέχουν κάθε λογής «έντιμοι» πολίτες: δικηγόροι, δικαστές, αστυνομικοί, λιμενικοί, κοινωνικοί λειτουργοί. Έχουμε γυρίσει σε εποχές δουλεμπορίας, η ζωή είναι πια τρομερά φτηνή. Από τότε που ξέσπασε η προσφυγική κρίση, οι άνθρωποι είναι a priori αντικείμενα προς εκμετάλλευση. Οι γυναίκες ακόμα περισσότερο, όπως και τα μικρά παιδιά ανεξαρτήτως φύλου. 

Γυναικοκτονίες: Πρόκειται για ένα φαινόμενο της εποχής μας ή συνέβαινε πάντα και απλώς η κοινωνία εθελοτυφλούσε;

Ανέκαθεν οι γυναίκες ήταν θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τις έσφαζαν στο γόνατο για λόγους τιμής. Ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία, τελεία και παύλα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες διεκδίκησαν κι έμαθαν να λένε ΟΧΙ, κάτι που πολλοί άντρες δεν μπορούν να ανεχθούν. Κάποτε έτρωγαν ξύλο αδιαμαρτύρητα, σήμερα καταγγέλλουν στην αστυνομία τον κακοποιητή τους και το πληρώνουν με τη ζωή τους. «Ο βίαιος μισογυνισμός έχει ανθίσει στη σκιά της πανδημίας», τόνισε τον προηγούμενο μήνα ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, συμπληρώνοντας πως η έμφυλη βία είναι μια «παράλληλη και εξίσου φρικώδης πανδημία» που απειλεί τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό. [απόσπασμα από αφιέρωμα της Καθημερινής με θέμα τις γυναικοκτονίες, 20/7/2021]. 

Και μετά ήρθε η πανδημία. Πως βιώσατε την περίοδο του εγκλεισμού; Άλλαξε καθόλου τον τρόπο με τον οποίο βλέπατε τη ζωή;

Εκ πρώτης όψεως, η ζωή μου δεν άλλαξε ιδιαίτερα. Περνάω πολύ χρόνο μέσα στο σπίτι, καθώς βιοπορίζομαι από τις μεταφράσεις. Αυτό που μου έλειψε στις καραντίνες ήταν η φυσική άσκηση, το κολύμπι στην πισίνα του Πανιωνίου, το σινεμά και κυρίως οι συναυλίες. Και αναρωτιέμαι αν θα ζήσουμε ξανά την ανεμελιά με την οποία βγαίναμε, αγκαλιαζόμασταν και πίναμε μια γουλιά από το ποτό του άλλου, στριμωχνόμασταν στους συναυλιακούς χώρους. It’s the end of the world as we know it, and I ain’t feel fine. 

Πάμε σε κάτι διαφορετικό που δεν σας κρύβω ότι ζήλεψα όταν το έμαθα. Ήσασταν από τους τυχερούς που παρακολουθήσατε μία unplugged συναυλία του Μπρους Σπρίνγκστιν. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτή σας την εμπειρία.

Είδα τον Bruce Springsteen το 2016 στη Ρώμη, στο Circo Massimo, και δεν ήταν unplugged - τον είχα δει πρώτη φορά στη Διεθνή Αμνηστία, το 1988, στο ΟΑΚΑ. Τον ξαναείδα το 2018, στη Νέα Υόρκη, στο Walter Kerr Theatre του Μπρόντγουεϊ, όπου έπαιξε για δυόμισι ώρες στη σκηνή με την κιθάρα και το πιάνο του, αφηγούμενος αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του – μάλλον αυτό εννοείτε. Όταν τελειώσει αυτός ο εφιάλτης που ζούμε και ξαναβγεί σε περιοδεία, θα προσπαθήσω να τον δω όσο περισσότερες φορές μπορώ.

Κλείνοντας, έχετε γράψει και δύο μονογραφίες, μία για τους Beatles και μία για τους Clash. Να περιμένουμε κάτι αντίστοιχο το προσεχές διάστημα ή θα συνεχίσουμε να σας απολαμβάνουμε στα αστυνομικά μυθιστορήματα;

Όταν ξεκίνησα τις μονογραφίες, το 2002-3, σχεδίαζα να γράφω από μία για το πιο σημαντικό συγκρότημα κάθε δεκαετίας. Οι Beatles ήταν για τα 60ς, οι Clash για τα 70ς – και θα συνέχιζα με τους Smiths για τα 80ς και τους Nirvana για τα 90ς. Οι εκδότες όμως έκριναν ότι δεν ήταν αρκετά προσοδοφόρο το εγχείρημα, κι έτσι το πράγμα έμεινε εκεί. Με βλέπω να γερνάω αγκαλιά με τον Χαρίδημο Νικολόπουλο. Αλλά πάλι… ποτέ μη λες ποτέ. Η ζωή είναι τελείως απρόβλεπτη ιστορία. 

Το τελευταίο βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου Αθώος Μέχρι Αποδείξεως του Εναντίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Έργα της Χίλντας Παπαδημητρίου

facebook

official site


image

Ειρήνη Πολίτου

Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας και ρουφάω καθημερινά το πολύτιμο καυσαέριο αυτής της πόλης. Ταξιδεύω με το νου σε γνωστά και άγνωστα μέρη και απορροφώ την ενέργεια τους ώστε να μπορέσω να τη μεταδώσω στους φίλους, στους συνεργάτες και στους μαθητές μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες όχι. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι…
 
 
 
image

Ειρήνη Πολίτου

Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας και ρουφάω καθημερινά το πολύτιμο καυσαέριο αυτής της πόλης. Ταξιδεύω με το νου σε γνωστά και άγνωστα μέρη και απορροφώ την ενέργεια τους ώστε να μπορέσω να τη μεταδώσω στους φίλους, στους συνεργάτες και στους μαθητές μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες όχι. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι…
 
 
 
image

Ειρήνη Πολίτου

Κατοικώ στο κέντρο της Αθήνας και ρουφάω καθημερινά το πολύτιμο καυσαέριο αυτής της πόλης. Ταξιδεύω με το νου σε γνωστά και άγνωστα μέρη και απορροφώ την ενέργεια τους ώστε να μπορέσω να τη μεταδώσω στους φίλους, στους συνεργάτες και στους μαθητές μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες όχι. Εξάλλου η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι…