The Cartel: Ο post-punk διανομέας της δεκαετίας του '80...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Μια φίλη με ρώτησε πως έκαναν την διανομή των κυκλοφοριών τους οι Sisters of Mercy μέχρι να υπογράψουν με την WEA, πράγμα που δεν γνωρίζω. Την παρέπεμψα όμως σε μια συνεταιριστική οργάνωση διανομής δίσκων που δημιουργήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο από έναν αριθμό μικρών ανεξάρτητων εταιριών: τη Rough Trade (από το Λονδίνο), τη Red Rhino Records (από το York), την Backs Records (από το Norwich), τη Fast Forward (από το Εδιμβούργο), τη Nine Mile (από το Leamington Spa), την Probe Plus (από το Liverpool) και τη Revolver (από το Bristol).

Το όνομα του διανομέα αυτών των εταιριών, ήταν The Cartel και με αυτόν θα ασχοληθώ σε αυτό το κείμενο.

A LONG TIME AGO IN A GALAXY FAR, FAR AWAY…

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με αρχές της δεκαετίας του 1980, το κόστος παραγωγής ενός σινγκλ ή ενός άλμπουμ έπεσε σε προσιτά (για τους κοινούς θνητούς) νούμερα, πράγμα που έδωσε την ευκαιρία να δημιουργηθούν στη Μεγάλη Βρετανία πάρα πολλές μικρές ανεξάρτητες εταιρείες, είτε από τους ίδιους τους μουσικούς, είτε από δισκοπωλεία.

Να θυμίσω στο σημείο αυτό ότι πέρα από τον οικονομικό παράγοντα, σάρωνε την χώρα η punk αντίληψη του Κάν' το Μόνος Σου (Do It Yourself). Υπήρχε μια νέα πολιτική κίνηση αριστερής αντίληψης, να παρθεί ο έλεγχος από τις πολυεθνικές εταιρίες (κάποιες από αυτές, όπως η ΕΜΙ είχαν ήδη δημιουργήσει ανεξάρτητες εταιρίες όπως την Harvest Records, την οποία χρησιμοποιούσε ως κατάλογο για καλλιτέχνες πιο «δύσκολους» στο άκουσμα).

Geoff Travis

Οι νέοι είχαν ανάγκη να αποτυπώνουν τα εσώψυχά τους και να τα μοιράζονται με τον κόσμο και χάρη στο punk δεν υπήρχε πλέον απαίτηση για χλιδάτα εξώφυλλα, πανάκριβες παραγωγές, με πολύωρες ηχογραφήσεις προκειμένου να μεταφερθεί με ακρίβεια το τσαλιμάκι που έκανε ο τάδε ή ο δείνα μουσικός στο όργανό του και κατόπιν να ακουστεί με μια πολύωρη μίξη ακόμα και το τελευταίο «τσικ» που είχε ηχογραφηθεί…

Έμπαιναν στο στούντιο για δύο-τρείς ώρες, έγραφαν, και κάποιος το κυκλοφορούσε (επειδή οι Εγγλέζοι δεν είναι μάγκες όπως η δική μας εφορία – εκείνοι έχουν άλλο φορολογικό καθεστώς και κάποια μικρή επιχείρηση που δηλώνει μέχρι ένα ποσό τον χρόνο μπορεί να έχει κάποιες φορολογικές ελαφρύνσεις).

Οι Scritti Politti χρησιμοποίησαν ένα απλό διπλωμένο χαρτί, στο οποίο ανέφεραν λεπτομερώς το ποσό που τους είχε στοιχίσει κάθε τι για να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους σινγκλ. Έτσι, καθοδήγησαν κι άλλες μπάντες σαν κι αυτούς στο τι έπρεπε να κάνουν και πώς να ξοδέψουν.

Ωστόσο παρέμενε το πρόβλημα της διανομής, καθώς το μονοπώλιο ανήκε στην ΕΜΙ και τη CBS, οπότε ακόμα και μεγάλες ανεξάρτητες εταιρείες όπως η Island Records και η Virgin απευθύνονταν σε εκείνες για τη διανομή των προϊόντων τους.

Η αγορά εκείνη την εποχή βασιζόταν στο βινύλιο κι έτσι τόσο τα άλμπουμ όσο και τα σινγκλ ήταν σημαντικά. Τα περισσότερα δισκοπωλεία εξακολουθούσαν να είναι ανεξάρτητα, δηλαδή τοπικά, συνοικιακά, και όχι αλυσίδες καταστημάτων όπως έγιναν αργότερα. Αυτό απαιτούσε ένα δίκτυο χονδρικής διανομής που να έχει εθνική εμβέλεια σε αυτά τα μεμονωμένα καταστήματα. Έτσι εμφανίστηκαν τοπικοί διανομείς που προσφέρονταν να τυπώνουν και να διανέμουν (έναντι συμβολαίου) τους δίσκους αυτών των μικρών εταιριών σε όλα τα δισκοπωλεία μιας περιοχής. Τα δισκοπωλεία προτιμούσαν να συναλλάσσονται μόνο με λίγους διανομείς κι έτσι οι μικροδιανομείς συμφώνησαν μεταξύ τους να διανέμουν ο ένας τις κυκλοφορίες του καταλόγου του άλλου, χωρίζοντας την αγορά με βάση τη γεωγραφία των δισκοπωλείων και όχι με βάση το μουσικό ύφος ή τις συγκεκριμένες δισκογραφικές εταιρίες. Αυτή ήταν η αρχή της ιδέας πίσω από το Cartel.

 

RUGH TRADE - Ο ΠΡΩΤΕΡΓΑΤΗΣ

Από όλες τις ιστορικές ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες της punk και μετα-punk εποχής, η ιστορία της Rough Trade είναι αναμφισβήτητα η πλουσιότερη από άποψη απήχησης και εξαιρετικών δίσκων – πλεγμένων όλων με ένα χρήσιμο κουβάρι πολιτικής, τόσο προσωπικής όσο και ιδεολογικής.

To 1976, o Geoff Travis άνοιξε το δισκοπωλείο Rough Trade στο Ladbroke Grove του Δυτικού Λονδίνου, επηρεασμένος από το punk ήθος του Do It Yourself, την χρηματοοικονομική αδυναμία της εποχής (μην ξεχνάμε πως η Αγγλία σπαρασσόταν από απεργίες και είχε υψηλά ποσοστά ανεργίας) και πιστεύοντας απόλυτα στην έμφυτη αξία της μουσικής – αντιλήψεις εντελώς αντίθετες με τις προτεραιότητες της τότε μουσικής βιομηχανίας.

Στο κατάστημα έπιασε αρχικά δουλειά ο μέχρι τότε πελάτης Steve Montgomery και κατόπιν ο Richard Scott που μέχρι τότε μανατζάριζε τη reggae μπάντα των Third World. O Scott είχε την ιδέα της διανομής επειδή το σύστημα ταχυδρομικών παραγγελιών της Rough Trade δεν προλάβαινε να καλύψει την ζήτηση.

Κάποια μέρα του 1978 μπήκε στο κατάστημα το γαλλικό punk συγκρότημα των Métal Urbain και ζήτησε βοήθεια για να κυκλοφορήσει την  μουσικής του. Ο τίτλος των δυο κομματιών που είχαν ηχογραφήσει ήταν «Paris Maquis»/»Cle De Contact» και με αυτά η Rough Trade εγκαινίασε τις κυκλοφορίες της.

Métal Urbain

Το συμβόλαιο της εταιρείας περιλάμβανε δύο όρους:

  1. HRoughTrade και ο καλλιτέχνης συμφωνούν να δημιουργούν και να πωλούν δίσκους μέχρις ότου και τα δύο μέρη διαφωνήσουν με το παρόν συμφωνητικό.
  2. Τα δύο μέρη συμφωνούν ότι μόλις καλυφθούν τα έξοδα της ηχογράφησης, της κατασκευής και της προώθησης, τα δύο μέρη θα μοιράζονται εξίσου τα κέρδη.

Την ίδια χρονιά, ο Travis και οι δύο συνεργάτες του άρχισαν να οργανώνουν ένα δίκτυο διανομής που ονόμασαν The Cartel, σε συνεργασία με άλλα ανεξάρτητα δισκοπωλεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτό το δίκτυο επέτρεψε σε μικρές δισκογραφικές εταιρείες όπως η Factory Records και η 2 Tone να πωλούν τις κυκλοφορίες τους σε εθνικό επίπεδο. Ειδικεύτηκε κυρίως στο ευρωπαϊκό post-punk και άλλους εναλλακτικούς ήχους των τελών της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1980. Επίσης, το Cartel, διένειμε και πωλούσε μια σειρά από βρετανικά φανζίν της εποχής όπως τα Sniffin' Glue, No Cure, Vague, Acts of Defiance, Love and Molotov Cocktails, Attack on Bzag, Ded Yampy και Alternative Sounds.

Μέσα στο 1978, η εταιρεία κυκλοφόρησε δισκάκια των Monochrome Set, Subway Sect, Swell Maps, Electric Eels, Spizzoil και Kleenex, ενώ το 1979 κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ, το Inflammable Material των Ιρλανδών Stiff Little Fingers, το οποίο έφτασε μέχρι το Νο 14 στα τσαρτ και πούλησε πάνω από 100.000 αντίτυπα, βοηθώντας σημαντικά την εταιρεία να συνεχίσει.

Stiff Little Fingers

Ανάμεσα στα δισκοπωλεία στα οποία έκανε διανομή το Cartel της Rough Trade, ήταν κι εκείνο της Red Rhino του Tony K, Ο Scott τον ρώτησε αν θα μπορούσε αναλάβει τη διανομή σε καταστήματα στα βορειοανατολικά. Ο Tony K απάντησε θετικά και άλλα καταστήματα άρχισαν να ζητούν κι αυτά να στοκάρουν δίσκους της Rough Trade.

 

RED RHINO

H Red Rhino ήταν ένα δισκοπωλείο που δημιούργησε ο Tony Kostrzewa (γνωστός ως "Tony K") τον Ιούνιο του 1977 στο νούμερο 9 της οδού Gillygate του York και το διεύθυνε μαζί με τη γυναίκα του, την Gerri. Μετά από δύο χρόνια ύπαρξης, τον Νοέμβριο του 1979, η Red Rhino έβγαλε την πρώτη της κυκλοφορία, το σινγκλ «Saturday Night»/ «Not Another Love Song» των Odds (στους οποίους αργότερα έπαιξε ο σαξοφωνίστας της Sade, Stuart Matthewman).

Άλλες μπάντες που κυκλοφόρησε η εταιρεία ήταν οι Chumbawamba, The Rose Of Avalanche, Green On Red, Soft Cell, The Gun Club, Kill Ugly Pop, Red Lorry Yellow Lorry, The Wedding Present, Pulp και άλλοι. Τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά, που αργότερα ίδρυσαν μια θυγατρική στο Βέλγιο, τη Red Rhino Europe. Το ευρωπαϊκό παράρτημα της Red Rhino κυκλοφόρησε κυρίως δουλειές των Front 242, το Thunder Up των Sound και πολλά άλλα.

 

BACKS RECORDS

To Backs Records ήταν ένα δισκοπωλείο του Norwitch που λειτούργησε ως ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία αλλά και διανομέας. Μέσω του Backs κυκλοφόρησαν δουλειές τους οι B Movie, oι Gothic Girls, oι Venus In Furs, οι Chron Gen, οι Chelsea, οι GBH και άλλοι.

 

FAST FORWARD

Τον Δεκέμβριο του 1977 ο Bob Last, ένας 20χρονος φοιτητής της αρχιτεκτονικής, ίδρυσε στο Εδιμβούργο μαζί με την κοπέλα του, Hilary Morrison (τραγουδίστρια του συγκροτήματος Flowers), και τον Tim Pearce, την έντονα πολιτικοποιημένη εταιρεία Fast Product. Ο Last δεν ενδιαφερόταν για συμβόλαια με μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες και επικεντρώθηκε σε μεμονωμένα επτάιντσα και παιχνιδιάρικες συλλογές.

Οι κυκλοφορίες της εταιρείας αμφισβητούσαν τις συμβάσεις της ποπ μουσικής (εξ ου και τα πρώτα μοτίβα της ότι προσέφερε «δύσκολη διασκέδαση» και «μεταλλαγμένη ποπ»). Μέσω των κυκλοφοριών της και του μάρκετινγκ ακολούθησε ένα DIY punk πνεύμα και γενικά είχε μια αριστερή πολιτική προοπτική. Συχνά τα εξώφυλλα των δίσκων της προσέγγιζαν με καυστικό τρόπο τον καταναλωτισμό (για παράδειγμα, η εικόνα ενός τοίχου γεμάτου χρυσούς δίσκους στο εξώφυλλο του δεύτερου σινγκλ των Mekons). Γενικότερα, η Fast Product προσπάθησε να δείξει ότι όλες οι πτυχές της δισκογραφικής επιχείρησης, από τη μουσική και τα εξώφυλλα μέχρι τη διανομή, θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τα χέρια των μεγάλων εταιρειών.

Αν και η Fast Product δεν έβγαλε πολλές κυκλοφορίες, στη συλλογή Earcom 2 που κυκλοφόρησε το 1979, υπάρχουν δύο τραγούδια των Joy Division πριν ακόμα υπογράψουν με τη Factory Records, το «Auto-suggestion» και το «From Safety To Where...?»

Σε αυτή την εταιρεία ξεκίνησε η καριέρα των Mekons, των Human League και των Gang of Four ενώ άσκησε σημαντική επιρροή στις μεθόδους μελλοντικών ανεξάρτητων εταιρειών.

To 1980 η δισκογραφική Fast Forward έκλεισε και έγινε η εταιρεία διανομής προσχωρώντας στο δίκτυο Cartel. Το ζευγάρι Last και Morrison πάντως δημιούργησε και μια θυγατρική, την Pop Aural που έβγαλε ακόμα 13 κυκλοφορίες. Η τελευταία από αυτές ήταν το σινγκλ των Fire Engines «Big Gold Dream» από την οποία πήρε τον τίτλο του ένα ντοκιμαντέρ που γύρισε το 2015 ο Grant McPhee με θέμα τη σκωτσέζικη post punk σκηνή. Εκτός των άλλων, επικεντρώνεται στις εταιρείες Fast Product και Postcard Records.

 

NINE MILE

Η Nine Mile, από το μικρό χωριό Leamington Spa (ένας τουριστικός προορισμός με ιαματικά λουτρά) ξεκίνησε ως υποκατάστημα της Red Rhino με διαφορετικό όνομα. Εντάχθηκε στο Cartel το 1983, έγινε ένα από τα κύρια μέλη του, και το 1984 μετονομάστηκε Nine Mile. Με αυτό το όνομα κυκλοφόρησε και διένειμε δουλειές των Mission, Pop Will Eat Itself, Alternative TV, Loop, The Membranes και πολλών άλλων.

 

PROBE RECORDS

Το 1971 ο Geoff Davies άνοιξε το δισκοπωλείο Probe στην Clarence Street του Λίβερπουλ και όταν το 1976 μετακόμισε κοντά στο γνωστό κλαμπ Eric’s βρέθηκε στο επίκεντρο της punk και new wave σκηνής της πόλης.

Ο Davies ο οποίος ήταν πολύ περισσότερο λάτρης της μουσικής παρά επιχειρηματίας, δημιούργησε επίσης ένα ανεξάρτητο χονδρεμπορικό τμήμα στην επιχείρηση, μέσω του οποίου προωθούσε ανερχόμενα ταλέντα. Πολλοί μεγάλοι έμποροι λιανικής της βορειοδυτικής Αγγλίας όπως το HMV, το Virgin και το Our Price αγόραζαν τις ανεξάρτητες κυκλοφορίες από την Probe.

Την περίοδο 1977-1984, πέρασαν από το δισκοπωλείο ως υπάλληλοι γνωστοί μουσικοί όπως ο Pete Wylie των Wah Hit!, o Julian Cope, o Pete Burns των Dead or Alive και ο Paul Rutherford των Frankie Goes to Hollywood.

Για να μην μπερδεύει ο κόσμος το δισκοπωλείο με τη δισκογραφική εταιρεία, ο Davies την ονόμασε Prob Plus και αποφάσιζε ποιους καλλιτέχνες θα υπογράψει σε συνεννόηση με δύο καλούς του φίλους, το συγγραφέα Andrew Kenyon-Smith και το ραδιοφωνικό παραγωγό John Peel. Έχει κυκλοφορήσει δουλειές των Half Man Half Biscuit, Ex Post Facto, Attila The Stockbroker και άλλων.

 

REVOLVER

Η Revolver Records από το Bristol, ήταν ένα δισκοπωλείο στο οποίο στην δεκαετία του ΄70 σύχναζε ο Mark Stewart των Pop Group, αλλά και πολλοί άλλοι. Να τονίσω ότι δεν έχει σχέση με την Revolver Music του Paul Birch, μια κιθαριστική εταιρεία με σκληρό ήχο.

Το 1981, το δισκοπωλείο δημιούργησε την εταιρεία Recreational Records για να κυκλοφορεί δίσκους και την εγκαινίασε με το επτάιντσο σινγκλ των X-Certs «Together»/«Untogether» (στους X-Certs έπαιζε ο Kev Mills των Flesh For Lulu και των Specimen), αλλά η Revolver έκανε και ένα παράρτημα διανομής για άλλες εταιρείες της πόλης, όπως της Monopause Records.

Οι καλλιτέχνες της Revolver ήταν: οι Animal Magic (ένα σεξτέτο με χαρακτηριστικά πνευστά), οι Electric Guitars, που αργότερα μεταπήδησαν στην Stiff Records για δύο σινγκλ, οι Ivory Coasters με afro-beat ήχο, η funk μπάντα των Mouth, η tribal/funk μπάντα των Scream And Dance, το reggae συγκρότημα Talisman που χάρισε στην εταιρεία το πρώτο της σινγκλ που έφτασε στο νούμερο 17 των βρετανικών τσαρτ, και το punk συγκρότημα των X-Certs.

Όλα αυτά τα διένειμε το Cartel.

Talisman

 

NATIVE

Άλλη μια μικρή δισκογραφική εταιρεία που ακολούθησε το Cartel, ήταν η Native Records από το Sheffield, δημιούργημα του Kevin Donoghue όταν έφυγε από την RCA το 1985, για να εργαστεί ως ηχολήπτης. Το 1989, η Native υπέγραψε τους Nine Inch Nails αλλά τους αποδέσμευσε όταν εμφανίστηκε η αμερικανική TVT Records με καλύτερο συμβόλαιο. Αρχικά τη διένειμε το Cartel και η Red Rhino, ενώ στην Γερμανία η Rough Trade και στην Ισπανία η Radical. Στον κατάλογό της είχε καλλιτέχνες όπως οι Screaming Trees, οι Peter Hope & Richard H. Kirk και άλλοι. H Native ειδικευόταν σε indie, rock, punk και metal αλλά ίδρυσε και την Ozone Recordings, μια χορευτική θυγατρική από το 1989 ως το 1995.

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ CARTEL

H Native κατάφερε να επιζήσει μετά την διάλυση του Cartel στις αρχές του 1990 και, όπως διαπίστωσα, το 2006 άνοιξε δική της εταιρεία διανομής. Έκανε και κάποιες κυκλοφορίες το 2014, το 2017 και το 2018.

 Η Recreational της Revolver σίγησε το 1982.

Θεωρητικά, η Probe Records πρέπει να υπάρχει ακόμα ως δισκοπωλείο στο κέντρο του Λίβερπουλ, μιας και από το 2010 μετακόμισε στο Bluecoat Chambers. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχουν σημεία ζωής στο διαδίκτυο.

Μέχρι τη δεκαετία του 1990, το Nine Mile είχε εξαφανιστεί μαζί με το υπόλοιπο Cartel.

Tο κατάστημα της Backs Records έκλεισε κι αυτό τις πόρτες του στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και η Backs επικεντρώθηκε στις διανομές. Μετά το Cartel, εξακολούθησε να λειτουργεί ως διανομέας για τις RTM και Pinnacle, αλλά το οικονομικό κλίμα το 2008 έκανε την Pinnacle Entertainment να τεθεί υπό εποπτεία τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Από εκεί και πέρα… ποιος ξέρει;

Η Red Rhino Records έκλεισε με την οικονομική κατάρρευση του τμήματος διανομής της, της Red Rhino Distribution, τον Δεκέμβριο του 1988, και το 1989 ακολούθησε εκούσια εκκαθάριση. Η θυγατρική της όμως, η Red Rhino Europe,  συνέχισε με το όνομα RRE Records (ή απλά RRE) ως θυγατρική της Play It Again Sam.

Aztec Camera

Σοβαρά οικονομικά προβλήματα αντιμετώπισε και η Rough Trade, η οποία λόγω του απλού συμφωνητικού που είχε με τους καλλιτέχνες της, τους έχανε, όπως συνέβη με τους Still Little Fingers, τους Aztec Camera, και τους Scritti Politti.

Από την άλλη, έχασαν πολλά χρήματα σε δίσκους όπως με την στροφή των Scritti Politti προς την ποπ με το «Sweetest Girl», όταν ξόδεψαν 60.000 λίρες και το τραγούδι απέτυχε οικτρά σε εμπορικό επίπεδο.

Το 1982, το δισκοπωλείο της Rough Trade αγοράστηκε από τρείς από τους υπαλλήλους του, που διατήρησαν το όνομα και το λειτουργούν μέχρι σήμερα.

Το πρόβλημα φάνηκε να είναι η σχέση της δισκογραφικής εταιρείας Rough Trade με το τμήμα διανομής της, δηλαδή ανάμεσα στον Travis και τον Scott, και αυτό επειδή ενώ η διανομή επεκτεινόταν και γινόταν οικονομικά πιο απαιτητική, η εταιρεία δεν μπορούσε να της προσφέρει τις επιτυχίες που χρειαζόταν για να συνεχίσει αφού ο Travis δεν ήθελε να υπογράφει εμπορικούς ποπ καλλιτέχνες. Την κατάσταση έσωσαν οι Smiths, τους οποίους υπέγραψε η εταιρεία με ένα συμβατικό συμβόλαιο τεσσάρων άλμπουμ. Από εκεί και πέρα η Rough Trade άρχισε να λειτουργεί περισσότερο σαν επιχείρηση.

Πάντως, από το 1987 και μετά, ο Travis άρχισε συνδιαχείριση της Rough Trade με την Jeannette Lee, η οποία παλιότερα εργαζόταν ως πωλήτρια στο ACME Attractions του Don Letts. Στην ACME είχε γνωρίσει τον John Lydon. Εκείνος της ζήτησε να τον βοηθήσει με τους Public Image (είναι η κοπέλα στο εξώφυλλο του άλμπουμ The Flowers of Romance) και εκείνη πρόσθεσε τα βίντεο στις εμφανίσεις του συγκροτήματος. Όταν ο Travis της ζήτησε να αναλάβουν μαζί την εταιρεία, η Lee είχε επιστρέψει από την Νέα Υόρκη και μεγάλωνε το παιδί της.

Το 1991 η Rough Trade κήρυξε πτώχευση, αλλά το ζευγάρι ίδρυσε μια εταιρεία μάνατζμεντ και ανέλαβε τους Pulp για να τους υπογράψει στην Island Records.

Το όνομα Rough Trade επέστρεψε το 2000 με ιδιοκτήτες τον Travis, την Jeannette Lee, και συνεταίρο την Sanctuary Records, μια θυγατρική της Zomba Group, η οποία το 2002 αγοράστηκε από την BMG.

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και χρόνια πίσω από την Rough Trade υπήρχε η Beggars Group (έχει τις ρίζες της στα δισκοπωλεία  Beggars Banquet – το πρώτο το είχε ανοίξει ο Martin Mills το 1973). Έτσι, όταν η Sanctuary Records πούλησε το μερίδιό της στην Beggars Group έναντι £800,000, η Rough Trade… «ανεξαρτητοποιήθηκε»…

Σε όλη αυτή την περίοδο, και συνεχίζοντας υπό την εποπτεία της Beggars, η εταιρεία διευθύνεται από κοινού από την Lee και τον Travis.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Πέρα από την κατάληξη αυτής της δεκάχρονης προσπάθειας που έκαναν αυτοί οι άνθρωποι, να μην ξεχνάμε ότι μολονότι όσοι ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 δεν είχαν ιδέα για το τι έπρεπε να κάνουν, κατάφεραν να κάνουν κάποια ονόματα γνωστά σε όλο τον πλανήτη και κάποια στιγμή έφτασαν να ελέγχουν το 40% της αγοράς.

Πέρα από το ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις τους έκλεισαν (για λόγους που ίσως δεν είχαν να κάνουν με το Cartel), είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η θέση τους απέναντι στο κατεστημένο της μουσικής βιομηχανίας ήταν κάτι πολύ σπουδαίο.

Τι κίνητρό τους ήταν οι punk αρχές, σε ένα πείραμα που λειτούργησε για ένα χρονικό διάστημα. Ακόμα και αν κάποιος κατηγορήσει τη Rough Trade ότι πίσω από αυτήν κρύβεται η Beggars Banquet, θα πρέπει να σκεφτεί ότι η Beggars είναι ανεξάρτητη και έγινε από δισκοπωλεία.

Η δημιουργία του Cartel ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο, μια ανάγκη απαγκίστρωσης του καλλιτέχνη από το κατεστημένο της μουσικής βιομηχανίας. Όταν το 1976 ξεκίνησε η Rough Trade, υπήρχαν στην Μεγάλη Βρετανία καμιά δεκαριά ανεξάρτητες εταιρείες. Στα τέλη της δεκαετίας, υπήρχαν οκτακόσιες. Και το Cartel δεν ήταν η μόνη προσπάθεια, μιας και υπήρξαν και υπάρχουν πολλές.

Είναι μια απόφαση, μια πολιτική τοποθέτηση, που κρύβει αρκετούς κινδύνους να προδοθεί ή να τερματιστεί για απρόβλεπτους λόγους. Βασικά, πρόκειται για μια αλυσίδα ανθρώπων που συνεργάζονται κάτω από μια ομπρέλα πολιτικοκοινωνικών αντιλήψεων, καθώς από τα χέρια τους περνούν συνεχώς χρήματα και όνειρα καλλιτεχνών μέσα σε ένα πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Είναι κάτι πολύ δύσκολο να το ελέγχεις για χρόνια και όπως δείχνει το παράδειγμα του Cartel, όταν η αλυσίδα σπάσει μάλλον διαλύονται όλα. Ωστόσο, προσπαθείς να βαδίσεις σε εχθρικό έδαφος έχοντας για σημαία σου τις πολιτικές αντιλήψεις σου και μια καρδιά γεμάτη μουσική…

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Panos Dread/ Geheimnis Records: “Όσο κρατήσει το όνειρο να είναι και ο ίδιος ο καλλιτέχνης δυναμικός συνεπιβάτης και όχι απλά μία διερχόμενη σκιά…”

Harvest Records: Ένα label παλαιάς εσοδείας, σαν το καλό κρασί...

 

BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:

https://tribe4mian.wordpress.com/

https://newzerogod.com/home

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.