In The Court of the Crimson King: Ξεμπερδεύοντας την σύγχυση ενός Επιτάφιου...

Μεταφράζει ο Μιχάλης Πούγουνας

Μέσα Αυγούστου του 1969. Η αποκαλυπτική ηχητική έκρηξη του «21st Century Schizoid Man» διακόπτεται απότομα, όταν ο μηχανικός ήχου Robin Thompson κλείνει τα ηχεία στο στούντιο του Λονδίνου όπου ηχογραφεί η μπάντα. Οι King Crimson είναι συγκεντρωμένοι στην σπηλαιώδη αίθουσα των Wessex Studios για την ηχογράφηση του πρώτου άλμπουμ τους. Οι Robert Fripp, Michael Giles, Ian McDonald, Peter Sinfield και Greg Lake σταματούν για να υποδεχτούν τον καλλιτέχνη Barry Godber που φέρνει μαζί του ένα μεγάλο ορθογώνιο πακέτο τυλιγμένο με καφέ χαρτί. Έχουν περάσει μερικές εβδομάδες από τότε που ο Sinfield είχε αναθέσει στον φίλο του, τον Godber, να σκεφτεί μια ιδέα για το εξώφυλλο.

«Συνήθιζα να κάνω παρέα με όλους αυτούς τους ζωγράφους και τους καλλιτέχνες από την Σχολή Καλών Τεχνών του Tσέλσι», λέει ο Sinfield, επαναφέροντας στο μυαλό του τα γεγονότα 40 χρόνια αργότερα. «Ήξερα τον Barry εδώ και κανα-δυο χρόνια. Είχε έρθει σε μερικές πρόβες και είχαμε περάσει λίγο χρόνο μαζί του. Του είπα να δει μήπως μπορούσε να σκεφτεί κάτι και ότι το εξώφυλλο έπρεπε να ξεχωρίζει στα ράφια των δισκοπωλείων...»
Ο Godber έσκισε το καφέ χαρτί και έβγαλε τον πίνακα ενώ η μπάντα συγκεντρωνόταν για να δει την δουλειά του.
«Σταθήκαμε όλοι γύρω του», λέει ο Greg Lake, «και ήταν σαν κάποια σκηνή από το νησί του θησαυρού όπου μαζεύονται όλοι γύρω από μια κασέλα γεμάτη κοσμήματα ... Αυτό το γαμημένο πρόσωπο ούρλιαζε από το πάτωμα και ήταν σαν να έλεγε “Schizoid Man” – ήταν ακριβώς το τραγούδι το οποίο δουλεύαμε. Ήταν σαν να συνέβαινε κάτι μαγικό».
Το 1969 η μαγεία και οι King Crimson δεν έδειχναν να απέχουν πολύ μεταξύ τους. Ήδη πριν από την πρώτη τους επίσημη εμφάνιση υπήρχε ένα σούσουρο σχετικά με το συγκρότημα καθώς μέσα από το προβάδικο που βρισκόταν στο κελάρι ενός καφέ στην οδό Fulham Palace στο δυτικό Λονδίνο ακούγονταν τερατώδεις ήχοι.


Ακριβώς ένα μήνα μετά την πρώτη κανονική πρόβα τους, στις 13 Ιανουαρίου, ο A&R της Decca Records, Hugh Mendl, έχοντας πεισθεί από τους μάνατζερ του συγκροτήματος, David Enthoven και John Gaydon, έφτασε στο προβάδικο μαζί με τον παραγωγό των Moody Blues, Tony Clarke, με σκοπό να υπογράψει τους King Crimson στην Threshold, την εταιρία που είχαν ιδρύσει οι Moody Blues.
«Είχαμε φέρει αρκετούς ανθρώπους για να τους δούνε και όλοι πάθανε πλάκα μαζί του, εκτός από τον Muff Winwood,που ήταν τότε ο A&R της Island Records», θυμάται ο Enthoven. «Ποτέ δεν θα ξεχάσω ότι γύρισε προς το μέρος μου και είπε: «Μοιάζουν λίγο με τους Tremeloes, έτσι δεν είναι; » και σκέφτηκα: «Μα τι μαλακίες ακούς, ρε φίλε; »
Ενώ πολλές μπάντες τσιτώνανε την ένταση όπως απαιτούσε η ακμάζουσα τότε σκηνή του underground, αυτό που διέκρινε τους King Crimson από τους περισσότερους συγχρόνους τους ήταν ένας θανάσιμος συνδυασμός σφυρηλατημένης βιαιότητας και χειρουργικής ακρίβειας. Οι μουσικές δυνάμεις που επικαλούνταν δεν διέθεταν απλά μια τεράστια φινέτσα, αλλά στις συναυλίες μπορούσαν να ρίξουν στο έδαφος τους παρευρισκόμενους σαν πασσαλάκια από αντίσκηνα... Ήταν αυτός ο εντυπωσιακός συνδυασμός που έκανε τα κεφάλια να στρέφονται προς το μέρος τους και τους πάντες να μιλούν γι αυτούς...

Greg Lake


Σχεδόν κάθε μπάντα στο ξεκίνημά της έχει έναν κατάλογο επιθυμιών και ονείρων – να γίνει καλή, να γράψουν γι’ αυτήν τα περιοδικά, να φτάσει στην ραδιοφωνική εκπομπή του John Peel, να γίνει μεγάλη, να υπογράψει με κάποια εταιρία, να μπει ένα άλμπουμ της στα 10 πρώτα. Και αυτή τη χρονιά, το 1969, οι King Crimson τα κατάφεραν όλα. Ακόμα και τώρα, έπειτα από 50 χρόνια, η ταχύτητα με την οποία συνέβησαν όλα αυτά κόβει την ανάσα.
Τον Απρίλιο έδωσαν την πρώτη τους συναυλία στο Λονδίνο, στο Speakeasy, με μεγάλη επιτυχία. Τον Μάιο ηχογράφησαν αποκλειστικά για την εκπομπή του John Peel. Τον ίδιο μήνα ο Jimi Hendrix τους είδε να παίζουν σε ένα άλλο μοδάτο club του Λονδίνου, το Revolution. Στην χειραψία που αντάλλαξε με τον κιθαρίστα Robert Fripp, ο Hendrix δήλωσε ενθουσιασμένος σε όλους τους παρευρισκόμενους πως οι King Crimson ήταν η καλύτερη μπάντα στον κόσμο.
Με όλη αυτή την θετική υποδοχή το συγκρότημα μπαίνει τον Ιούνιο στο Morgan Studios με τον παραγωγό Tony Clarke για να ξεκινήσει την ηχογράφηση της πρώτης του δισκογραφικής δουλειάς.
Στις αρχές των ηχογραφήσεων, οι International Times – o βασικός αντισυμβατικός εκπρόσωπος της εποχής – πήραν συνέντευξη από το συγκρότημα όπου γίνεται εμφανής μια αισιόδοξη διάθεση στα λόγια των King Crimson. Ο Fripp μιλάει για ένα διπλό άλμπουμ όπου κάθε πλευρά θα έχει από ένα τραγούδι, ενώ ο Sinfield θέλει να εξασφαλίσει ότι η μουσική σε συνδυασμό με το artwork του εξωφύλλου του δίσκου θα δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα.

Michael Giles


Το συγκρότημα είχε περάσει από την πλήρη ανυπαρξία στο στάδιο των μελλοντικών ηρώων έχοντας υπεροπτικά πλάνα, ένα δισέλιδο σαλόνι στα περιοδικά, την ολοένα αυξανόμενη φήμη ότι οι συναυλίες τους «σκοτώνουν» και ένα άλμπουμ στα σκαριά. Δεν τα είχαν καταφέρει και άσχημα για μπάντα μόλις έξι μηνών...
Παρόλα αυτά, οι πρόβες μεταξύ 12 και 18 Ιουνίου δεν πήγαν όσο καλά τις περίμεναν. Κάτι στον ήχο του Morgan δεν τους «κόλλαγε». Η μπάντα μετακόμισε στα πιο ευρύχωρα στούντιο του Wessex και άρχισε να προβάρει για τη συναυλία που θα έδινε μια σοβαρή ώθηση στην ήδη ταχεία πορεία τους – ανοίγοντας στις 5 Ιουλίου για τους Rolling Stones στο Hyde Park.
«Από τη πρώτη στιγμή γνωρίζαμε πως το live στο Hyde Park ήταν σημαντικότατο», λέει ο David Enthoven. «Επρόκειτο για μια τεράστια συγκέντρωση ανθρώπων και μια πολύ μεγάλη ευκαιρία που δινόταν στο συγκρότημα να παίξει μπροστά σε ένα τέτοιο πλήθος. Προσπαθούσαμε με κάθε δυνατό μέσο να δωροδοκήσουμε και να διαφθείρουμε τον αγαπητό Pete Jenner [εκ των διοργανωτών της εκδήλωσης, Blackhill Enterprises]. Θα ήμουν ευτυχής να του δώσω αρκετά χρήματα. Δεν θα τα δεχόντουσαν, αλλά μας αιφνιδίασαν συμπεριλαμβάνοντάς μας στο πρόγραμμα. Θα έκανα οτιδήποτε για να μπούμε στην λίστα της συναυλίας».


Οι King Crimson βγήκαν στη σκηνή του Hyde Park και βρέθηκαν μπροστά σε ένα κοινό που εκτιμήθηκε στους 650.000 ανθρώπους - μια εμπειρία που θα καταρράκωνε το νευρικό σύστημα του καθενός όπως θυμάται ο μπασίστας/τραγουδιστής Greg Lake: «Δεν είχα δει ποτέ τόσους πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου - για κανένα λόγο . Θέλω να πω, χρειάζεται ένας πόλεμος για να δεις τόσους πολλούς ανθρώπους! Δεν ήταν εκεί για να δουν εμένα ή τους King Crimson, ήταν εκεί για να δουν τους Rolling Stones, οπότε κατά κάποιο τρόπο τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα».
«Ξαφνικά παίζουμε ... το “Schizoid Man” σε εκτυφλωτική ταχύτητα και αφόρητη ένταση», συνεχίζει ο Lake. "Ξαφνικά ο καθένας αρχίζει να μας προσέχει και να σηκώνεται. Τότε ξεκινήσαμε να παίζουμε το όμορφο υλικό, όπως το “In The Court Of The Crimson King” και το “Epitaph”. Λοιπόν, από εκεί και πέρα έγινε παιχνιδάκι στο οποίο επικρατήσαμε άνετα. Λειτούργησε πολύ καλά. Συνειδητοποίησα πως όλα είχαν αλλάξει πια τη στιγμή που βγήκα από τη σκηνή, γιατί δεν γίνεται να τα πηγαίνεις τόσο καλά σε ένα τόσο μεγάλο γεγονός και να μην είναι αυτό σημαντικό».
Επιστρέφοντας στο Wessex Studios στις 7 Ιουλίου, οι King Crimson και ο παραγωγός Tony Clarke έκαναν μια δεύτερη προσπάθεια να ηχογραφήσουν το άλμπουμ. Σχεδόν αμέσως επέστρεψαν οι αμφιβολίες τους σχετικά με τον ήχο. Ίσως το πρόβλημα να μην ήταν τελικά το στούντιο. Ίσως να ήταν ο παραγωγός. Ο τρόπος που προτιμούσε να δουλεύει ο Clarke – χτίζοντας σιγά-σιγά τα κομμάτια, όπως είχε κάνει με τους Moody Blues – ίσως να μην ήταν ο κατάλληλος για το δυναμικό και περήφανο, δεξιοτεχνικό παίξιμο των King Crimson.
Ο ντράμερ Michael Giles ένιωσε πως ο Clarke προσπαθούσε να δαμάσει την ενέργεια των King Crimson και να κάνει την μπάντα κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν. O Lake συμφωνεί: «Η γενική αίσθηση που είχαμε ήταν πως ήθελε να γίνουμε μια άλλη εκδοχή των Moody Blues και αυτό δεν ήταν κάτι που θέλαμε». Στις 16 Ιουλίου αποφάσισαν να αποχωριστούν τις υπηρεσίες του Clarke και μαζί με αυτό και την προοπτική μιας κυκλοφορίας από την Threshold που πήγαινε πακέτο μαζί του.


Φαίνεται σχεδόν αδιανόητο ότι μια νέα μπάντα που ήταν μαζί μόνο για έξι μήνες θα έπαιρνε έναν τέτοιο ρίσκο σε ένα τόσο σημαντικό σημείο της σταδιοδρομίας της. Ήταν άραγε άλλο ένα παράδειγμα της «καλής νεράιδας» που έλεγαν πως προστάτευε τους King Crimson ή ένα ζευγάρι ατσάλινα αρχίδια γεμάτα τεστοστερόνη?
«Μην ξεχνάτε ότι όλα τα μέλη των King Crimson ήταν πολύ ισχυρές προσωπικότητες», εξηγεί ο Greg Lake. «Ήταν πολύ έξυπνοι, πολύ καλοί μουσικοί και με άποψη - όχι με άσχημο τρόπο, αλλά όλοι ήταν παθιασμένοι με αυτό που έκαναν. Ήμασταν αφοσιωμένοι σε αυτό που κάναμε και είχαμε σκοπό να αλλάξουμε τον κόσμο με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Γεγονός είναι πως όταν φτάσαμε σε σημείο να γράψουμε μουσική, ο Tony δεν γνώριζε ότι συνηθίζαμε να τη γράφουμε εμείς. Θεωρήσαμε ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερη δουλειά με την παραγωγή του δίσκου, γιατί ξέραμε περισσότερα από εκείνον».

Robert Fripp (όρθιος) και Pete Sinfield


Προκειμένου να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι την παραγωγή του άλμπουμ, οι μάνατζερ του συγκροτήματος, Enthoven και Gaydon, υπέγραψαν ως εγγυητές ένα συμφωνητικό με την οικογένεια Thompson (τους ιδιοκτήτες των Wessex Studios) για την αποπληρωμή του κόστους των 15.000 λιρών για την ηχογράφηση. Ο Enthoven υποθήκευσε το σπίτι του. «Πραγματικά ρισκάρισα», λέει. «Μπορείς να το αποκαλέσεις μια δεσμευτική δοκιμασία ή μια ξεκάθαρη τρέλα από την πλευρά μου! Γνωρίζαμε ότι ο δίσκος θα είχε επιτυχία, οπότε όλα ήταν θέμα χρημάτων και αυτό που απέμενε ήταν να τα βρούμε».
Τη Δευτέρα 21 Ιουλίου 1969, ενώ ο άνθρωπος περπατούσε για πρώτη φορά στο φεγγάρι, οι King Crimson μπήκαν στα Wessex Studios, πήραν τον έλεγχο της μοίρας τους στα χέρια τους, και άρχισαν να δουλεύουν για τρίτη φορά το ντεμπούτο άλμπουμ τους.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου δεκαπενθημέρου, ανάμεσα σε συναυλίες, χρειάστηκαν τρεις μέρες για να βάλουν τις βάσεις για το «In The Court Of The Crimson King», μία για το «I Talk To The Wind» και το «Epitaph», μια μέρα για το «Moonchild» και την αυτοσχεδιαστική του εξέλιξη, ενώ το μεγαλειώδες έργο τους «21st Century Schizoid Man» ολοκληρώθηκε σε μια μόνο ζωντανή αλλά και καταλυτική, ηχογράφηση.


Πέρασαν τον Αύγουστο μιξάροντας την οκτακάναλη ηχογράφηση σε δύο κανάλια ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τα υπόλοιπα για συμπληρωματικές ηχογραφήσεις. Ο Peter Sinfield θυμάται την σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπισαν το έργο τους: «Δεν ήμασταν σαν τις μπάντες που στρίβουν κανα-δυο τσιγαριλίκια και πλακώνονται στο ουίσκι πριν αρχίσουν να δουλεύουν τα μεσάνυχτα. Εμείς ξυπνούσαμε το μεσημέρι και δουλεύαμε μέχρι να εξαντληθούμε, στις εννέα ή δέκα το βράδυ, χωρίς να το πιέζουμε. Δουλέψαμε σκληρά και τελειώσαμε πολύ γρήγορα. Μπορούσαμε να το κάνουμε επειδή ο καθένας ήξερε τα μέρη του πολύ καλά, αφού το είχαμε προβάρει και παίξει, κάτι που βοήθησε πολύ».
Η τελευταία επιπλέον ηχογράφηση του άλμπουμ - το σόλο της κιθάρας που ο Robert Fripp έπαιξε με την πρώτη για το «…Schizoid Man» - ολοκληρώθηκε στις 20 Αυγούστου, με στόχο το άλμπουμ να κυκλοφορήσει με την ετικέτα της Island Records του Chris Blackwell.
Αν η μπάντα και οι οπαδοί της (συμπεριλαμβανομένου του Pete Townshend, ο οποίος αποκάλεσε το άλμπουμ «ένα απίστευτο αριστούργημα») πίστευαν ότι τα πράγματα είχαν κινηθεί γρήγορα για τους King Crimson πριν την ηχογράφησή του, τώρα το όλο επιχείρημα ανέπτυξε υπερβολική ταχύτητα όταν το άλμπουμ κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές Οκτωβρίου.
Μπαίνοντας κατευθείαν στην πρώτη πεντάδα των Βρετανικών charts, η δυνατή, πρωτοποριακή μουσική αυτού του άλμπουμ με το τόσο πρωτότυπο εξώφυλλο - ένα από τα πρώτα που χωρίς το όνομα της μπάντας ή το λογότυπο δισκογραφικής εταιρίας τυπωμένο στο μπροστινό μέρος - απαιτούσε από τον ακροατή να ακουστεί.
«Το να μην έχεις το όνομα στο εξώφυλλο σήμαινε πως αν έψαχνες στα ράφια κάποιου δισκοπωλείου και το συναντούσες περνώντας με τα δάκτυλα εξώφυλλα δίσκων, θα έπρεπε να το ανοίξεις για να μάθεις τον καλλιτέχνη», λέει ο Peter Sinfield. «Έμπαινες περισσότερο στον κόσμο μας. Πιθανώς τότε θα ήθελες να το ακούσεις και στη συνέχεια να το αγοράσεος. Έτσι ακριβώς συνέβη. Θυμάμαι μια μέρα που ήμουν στην Oxford Street λίγο μετά την κυκλοφορία του, και όταν είδα τη βιτρίνα ενός δισκοπωλείου γεμάτη από τα εξώφυλλά μας σκέφτηκα: «Αμάν, τι κάναμε;»
Σε εκείνη την φάση, τα μέλη του συγκροτήματος δεν είχαν κλείσει μαζί ούτε εννέα μήνες. 

Ian McDonald

Το άλμπουμ ήταν ένα αποφασιστικό χτύπημα στην μουσική πραγματικότητα της εποχής, με τα blues-rock μοτίβα του να ακούγονται σαν το soundtrack κάποιας επικής, ακυκλοφόρητης ταινίας. Δεν υπάρχουν παρατεταμένα σόλο σε κανένα σημείο του άλμπουμ. Αντίθετα, η συλλογική δύναμη πυρός του συγκροτήματος κατευθύνεται σε όμορφα διαμορφωμένες και λεπτομερείς ενορχηστρώσεις, συμφωνικές παραλλαγές και σε μια πρόωρη φιλοδοξία για μια τόσο νεαρή παρέα μουσικών.
Οι King Crimson άρχισαν να πληρώνουν τον φόρο του αδυσώπητου ρυθμού της ζωής στις περιοδείες όταν η μπάντα έφτασε στις ΗΠΑ, όπου το άλμπουμ είχε μπει στο Top 20. Μέσα από ένα καλειδοσκοπικό αμερικανικό ταξίδι που κάλυπτε τις τεράστιες αποστάσεις από Δυτική σε Ανατολική ακτή, ο Michael Giles και ο Ian McDonald, νοστάλγησαν την πατρίδα και τους αγαπημένους τους και όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν αυτόν τον ταραχώδη ρυθμό αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη μπάντα στο τέλος της περιοδείας.
Όταν οι King Crimson εγκατέλειψαν τη σκηνή του Fillmore West του Σαν Φρανσίσκο την Κυριακή, 14 Δεκεμβρίου, όλα τελείωσαν. Ο ανεμοστρόβιλος του 1969 τους είχε δει να δίνουν περισσότερες από 70 συναυλίες και να βγάζουν ένα άλμπουμ σε μόλις 335 ημέρες από την αρχή μέχρι το τέλος.


Αν και οι King Crimson θα συνεχίσoυν με διαφορετικά line-ups τα επόμενα χρόνια, το ένα και κλασικό πλέον άλμπουμ από την αρχική, βραχύβια ομάδα, έχει γίνει ακρογωνιαίος λίθος και μια καθοριστική στιγμή στην εξέλιξη του rock.
Greg Lake: «Πυροδότησε την έναρξη του progressive rock... Νομίζω ότι υπήρχαν και άλλες μπάντες στις οποίες θα μπορούσε κανείς να πιστώσει αυτή την νέα μουσική τάση: οι Pink Floyd ήταν μια μπάντα που δημιούργησε νέα ακούσματα. Συνεπώς δεν θα έλεγα ότι οι King Crimson ήταν το μοναδικό συγκρότημα που έφερε αυτό το καινούργιο είδος, σίγουρα πάντως κάναμε μια θεμελιώδη και σημαντική προσφορά στο progressive rock. Το άλμπουμ έγινε αφορμή για πολλές αλλαγές».

Peter Sinfield: «Δεν σκέφτεσαι την κληρονομιά ενός άλμπουμ ενώ το κάνεις, αλλά έχω μάθει – μιας και έχει περάσει καιρός – πως το να έχεις κάνει κάτι σαν αυτό είναι το ομορφότερο συναίσθημα στον κόσμο. Να γράψω κάτι που έχει διάρκεια και διαχρονική αξία. Δεν το φιλοσοφούσαμε την εποχή εκείνη γιατί δεν είχαμε τον χρόνο, αλλά βρίσκεται ακόμα εδώ, 50 χρόνια αργότερα, καλύτερα όσο ποτέ».
Παρακάτω, τα μέλη εκείνης της σύνθεσης των King Crimson, Ian McDonald και Peter Sinfield περιγράφουν τη δημιουργία των τραγουδιών του In the Court of the Crimson King.

21st Century Schizoid Man
Ian McDonald: «Το πρώτο κομμάτι του άλμπουμ ήταν το τελευταίο που ηχογραφήσαμε. Και μου αρέσει πολύ να εξηγώ στον κόσμο ότι το ηχογραφήσαμε από την αρχή μέχρι το τέλος μια κι έξω, χωρίς να σταματήσουμε. Αργότερα προσθέσαμε μερικά πράγματα από πάνω. Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να πιστεύει κανείς, ήταν πραγματικά ένα αεράκι σε σύγκριση με άλλα κομμάτια. Το σόλο του σαξοφώνου κόβεται απότομα, αλλά χρειαζόμασταν το κανάλι της ταινίας για να προσθέσουμε ένα από τα μέρη της κιθάρας του Ρόμπερτ».

Peter Sinfield: «Οι στίχοι για το «... Schizoid Man» γράφτηκαν στο τέλος, όταν ξέραμε ότι υπήρχε πολύς θυμός για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ήταν ένα οργισμένο τραγούδι της εποχής του. Ήξερα ότι έπρεπε να πω κάτι και ότι δεν είχα πολλά λόγια για να το πω. Θυμάμαι ότι έγραφα τους στίχους στο πάρκο, κοντά στο νεκροταφείο της οδού Fulham Palace».

I Talk To The Wind
McDonald: «Το δεύτερο κομμάτι που ηχογραφήσαμε. Το αρχικό μου demo ήταν λίγο πιο γρήγορο και είχε μερικά αρπίσματα της κιθάρας, αλλά μόλις μπήκαμε στο στούντιο αλλάξαμε την ενορχήστρωση. Ένα πράγμα που με ικανοποιεί είναι ότι κατάφερα να παίξω ένα πολύ ωραίο σόλο φλάουτο στο τέλος, κάτω από σχετική πίεση. Βασικά έκανα δύο πράγματα και τα βάλαμε μαζί. Ακούγεται πού πηγαίνει από το ένα στο άλλο, αλλά αυτό δεν με ενοχλεί».
Sinfield: «Έχει μερικούς ωραίους κιθαριστικούς ήχους από τον Robert - πολύ δύσκολο. Τα κοφτά χτυπήματα του Mike μοιάζουν με νερό που πέφτει πάνω στα πιατίνια. Τα φωνητικά είναι υπέροχα. Ήταν ακριβώς αυτό που πρέπει. Ήξερα από τότε πως αυτό το κομμάτι ήταν ξεχωριστό γιατί ήταν τόσο συγκινητικό...»


Epitaph
Sinfield: «Το “Epitaph” ήταν ένα ποίημα που είχα γράψει όταν είχα τη δική μου μπάντα. Ξεκινούσε με τα λόγια, και μετά γινόταν ένα κομμάτι συλλογικής σύνθεσης. Κάποια ιδέα θα κατέβαζε ο Ian, μετά κάποιος άλλος... Νομίζω ότι το: “But I fear tomorrow I’ll be crying” ήταν ιδέα του Greg, είναι πιο πολύ στο στυλ του».
McDonald: «Για κάποιο λόγο αυτό το τραγούδι μας ξέφευγε. Για να γράψουμε τις βάσεις στο “Epitaph” χρειάστηκαν περίπου 10 ώρες– το σημείωσα και στο ημερολόγιό μου. Νομίζω όμως ότι άξιζε τον κόπο γιατί, για μένα, αυτό είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια στο άλμπουμ, αν όχι το καλύτερο».


Moonchild
McDonald: «Είχαμε ξεμείνει από υλικό. Και δεν θέλαμε να βάλουμε καμία διασκευή στο πρώτο μας άλμπουμ. Έτσι είχαμε ένα κενό. Χρειαζόμασταν ακόμα επτά έως εννέα λεπτά. Οπότε, μόλις ηχογραφήσαμε το βασικό μέρος [το μέρος με τα φωνητικά], ο Mike, ο Robert κι εγώ γυρίσαμε στο στούντιο, βάλαμε την ταινία να γράφει και αυτοσχεδιάσαμε για περίπου 10 λεπτά. Και νομίζω ότι βγήκε εντάξει».
Sinfield: «Ο Greg δεν παίζει πραγματικά στο “Moonchild”. Αυτό το είδος αυτοσχεδιασμού δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Συνήθως έλεγε: "Γιατί γίνεται όλο αυτό το παιχνίδισμα; Υποθέτω ότι πρέπει να προσθέσω κάποια νότα με το μπάσο εδώ”, αλλά τότε δήλωσε απλά: “Δεν παίζω σε αυτό το τραγούδι”».


The Court Of The Crimson King
Το γεμάτο λεπτομέρειες, επικό ομότιτλο τραγούδι που κλείνει το άλμπουμ, ήταν στην πραγματικότητα το πρώτο που ηχογράφησε η μπάντα στις 16 Ιουλίου. Ακούγοντας αυτό το ογκώδες, γοτθικό, πυκνά ενορχηστρωμένο κομμάτι, είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψουμε ότι αρχικά ήταν «ένα είδος τραγουδιού στο στυλ του Bob Dylan, αν μπορείς να το φανταστείς», όπως λέει ο Sinfield. «Ο Ian το πήρε και ξανάγραψε τη μουσική. Είχε σπουδάσει αρμονία, είχε σπουδάσει ενορχήστρωση, έτσι οι αναφορές του δεν ήταν μόνο οι Beatles, αλλά και μεγάλα, σαρωτικά πράγματα όπως ο Stravinsky, ο Mahler, πράγματα που ήταν συναισθηματικά. Και αυτό βγήκε. Το κομμάτι αυτό πήρε αρκετό χρόνο για να φτιαχτεί. Ανησυχούσα για τα φωνητικά. Τα ηχογράφησαν γραμμή-γραμμή και τελικά τα κατάφεραν. Ορίστε, ίσως δεν θα έπρεπε να το πω αυτό, αλλά το είπα...»

Οι King Crimson εμφανίζονται στο Albert Hall του Λονδίνου στις 18, 19 και 20 Ιουνίου 2019.

(Η μετάφραση είναι από άρθρο του Sid Smith  με θέμα την ηχογράφηση του πρώτου άλμπουμ των King Crimson, In The Court of the Crismosn King, που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Louder)

 


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.