Georges Brassens: "Γιατί να φιλοσοφούμε όταν μπορούμε να τραγουδάμε;"

Γράφει ο Μιχάλης Τζάνογλος

Στην Ελλάδα, μερικοί έμαθαν το όνομα Georges Brassens διαβάζοντας τα credits του «Γορίλα» όταν τον τραγούδησαν ο Χρήστος Θηβαίος και οι Συνήθεις Ύποπτοι. Κάποιοι άλλοι, πιο ψαγμένοι, τον ήξεραν ήδη σαν έναν ενδιαφέροντα Γάλλο τραγουδοποιό, εκπρόσωπο του chanson. Μάλιστα, σε κάποια λίστα με τους δέκα σημαντικότερους εκπροσώπους του chanson, ανάμεσα σε ονόματα όπως του Maurice Chevalier, του Yves Montand κι του Jacques Brel, δίπλα στο όνομα του Brassens φιγουράριζε ο χαρακτηρισμός 'Ο Αναρχικός'. Ποιος ήταν τελικά αυτός ο τύπος; Ο χαρακτηρισμός του είχε αποδοθεί «ποιητική αδεία» λόγω ασυμβίβαστου ή αντισυμβατικού καλλιτεχνικού ύφους ή μήπως σήμαινε κάτι ποιό ουσιαστικό;

Τα πρώτα χρόνια

Ο Georges Brassens γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1921 στο Sète, ένα λιμάνι της μεσογειακής Γαλλίας. Γονείς του ήταν ο άθεος οικοδόμος Jean-Louis Brassens και η αυστηρά καθολική Elvira. Ο εκρηκτικός συνδυασμός της αθεΐας και του καθολικισμού άσκησαν καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και, συνακόλουθα, της ιδεολογίας του νεαρού Georges. Σαν παιδί ήταν ατίθασος και μάλλον κακός μαθητής. Από τα πρώτα νεανικά χρόνια του «έμπλεξε» με «συμμορίες». Στη πραγματικότητα επρόκειτο για εφήβους που ήθελαν να προκαλούν, να κάνουν χοντροκομμένα αστεία, να τσακώνονται με συνομήλικούς τους, και να κάνουν μικροκλοπές για να αυξήσουν το πενιχρό τους χαρτζιλίκι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αποβληθεί «δια παντός» από το σχολείο. Έτσι η μητέρα του ξέχασε πλέον το όνειρό της να τον δει γιατρό ή δικηγόρο ή –στη χειρότερη περίπτωση– δημόσιο υπάλληλο και ο δρόμος που ανοιγόταν μπροστά του ήταν ή να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του στην οικοδομή ή να καταλήξει στη φυλακή. Από το σχολείο το μόνο κέρδος που είχε ήταν η αγάπη του για την ποίηση. Σε αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο ένας καθηγητής του που είδε «κάτι» στον Georges και αποφάσισε να επενδύσει σ’ αυτόν. Το κοινό στοιχεία που τον έφερνε κοντά στους γονείς του αλλά και τους υπόλοιπους στενούς συγγενείς, ήταν η αγάπη τους για το τραγούδι. Δεν ήταν καθόλου σπάνιο (απεναντίας, ήταν πολύ συχνό) το φαινόμενο να κάθονται όλοι μαζί και να τραγουδούν. Παρόλα αυτά η μητέρα του δεν τον άφησε να ακολουθήσει μαθήματα μουσικής επειδή πίστευε ότι έτσι θα γινόταν ακόμα χειρότερος μαθητής.

με τη μητέρα του με την ετεροθαλή αδερφή του το 1937 με τον πατέρα του το 1947

Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος

Πριν ακόμα κλείσει τα 18, η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στη ναζιστική Γερμανία. Ο νεαρός Georges μόλις είχε φύγει να ζήσει στο σπίτι μιας θείας του στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής εργάζεται για ένα σύντομο διάστημα σαν εργάτης στο εργοστάσιο της Renault. Όταν οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το Παρίσι, ο Brassens αρνείται να δουλέψει για τους Ναζί και μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη δημόσια βιβλιοθήκη και το σαλόνι της θείας του. Σ’ εκείνο το σαλόνι ήταν εγκατεστημένο ένα πιάνο και παρόλο που δεν είχε καμία μουσική παιδεία και δεν μπορούσε να διαβάσει νότες, προσπάθησε με επιμονή και τελικά έμαθε να παίζει. Παράλληλα, αφιέρωσε πολύ χρόνο στη συγγραφή ποιημάτων, κάποια από τα οποία προσπάθησε να μελοποιήσει. Το 1942, εν μέσω της γερμανικής κατοχής κατάφερε να εκδώσει με τις πενιχρές του οικονομίες την πρώτη του συλλογή σατιρικών ποιημάτων με τίτλο À la venvole.

À la venvole

Τον επόμενο χρόνο η κυβέρνηση των δοσίλογων του Βισύ συμφώνησε με τους Ναζί την αποστολή νέων από την υπόδουλη Γαλλία στη Γερμανία για να εργαστούν στα εργοστάσια. Ανάμεσα στις κλάσεις που «επιστρατεύτηκαν» ήταν και αυτή του Brassens και σύντομα ο Georges βρέθηκε να εργάζεται σε ένα εργοστάσιο της BMW λίγο έξω από το βόρειο Βερολίνο. Όταν πήρε μια δεκαπενθήμερη άδεια για να επισκεφτεί τους δικούς του, το έσκασε και κρύφτηκε στο Παρίσι, αρνούμενος να γυρίσει πίσω. Επειδή όμως ήταν πολύ επικίνδυνο να μένει στο σπίτι της θείας του, βρήκε κατάλυμα σε μία φίλη της, την Jeanne. Το σπίτι ήταν σε ένα πολύ φτωχικό σοκάκι και τα σπίτια δεν είχαν ηλεκτρικό. Η Jeanne και ο άντρας της του συμπεριφέρθηκαν τόσο καλά, που έγιναν πλέον η οικογένειά του. Την περίοδο αυτή άρχισε να έρχεται σε επαφή με άλλους «ομοϊδεάτες» νεαρούς.

Ο Αναρχικός Brassens

Όσα έβλεπε και βίωνε στο κατοχικό Παρίσι αλλά και στα εργοστάσια της Γερμανίας υπήρξαν, εκτός από πηγή έμπνευσης, ένα σημαντικό μάθημα για την κοινωνική και πολιτική του συνειδητοποίηση. Είχε ήδη μεταμορφωθεί από έναν ατίθασο νεαρό μικροαπατεώνα σε έναν πασιφιστή αναρχικό λόγιο. Μετά την απελευθέρωση του Παρισιού συναντήθηκε με τον Emile Miramont, έναν παλιό του φίλο από τα εφηβικά του χρόνια, και με τον πιο πρόσφατο André Larue, τον οποίο είχε γνωρίσει στη Γερμανία. Οι τρεις φίλοι αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν πολιτικά.

Μία από τις πρώτες τους προσπάθειες ήταν η ίδρυση, του Προϊστορικού Κόμματος τον Ιούνιο του 1945. Ήταν μία προβοκατόρικη ενέργεια με στόχο να σατιρίσει και να χλευάσει την κατεστημένη πολιτική και κομματική νομενκλατούρα. Η επιλογή του ονόματος είχε να κάνει με την άποψη που είχαν διαμορφώσει οι τρεις συνιδρυτές του, ότι μόνο η κοινωνία θα μπορούσε να αποφύγει την παρακμή με την επιστροφή στη πρωτόγονη ζωή. Την ίδια περίοδο ο Brassens προσπάθησε να εκδώσει μια αναρχική εφημερίδα με τίτλο Le Cri des Gueux (Η κραυγή των ζητιάνων). Η ζωή της εφημερίδας υπήρξε σύντομη και διακόπηκε έπειτα το πρώτο τεύχος, επειδή οι τρεις φίλοι δεν είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Το 1946 ο Brassens είχε ήδη διαβάσει τα έργα των κλασικών θεωρητικών του αναρχισμού – Μπακούνιν, Κροπότκιν και Προυντόν – και είχε αποκτήσει φιλίες με αρκετούς Γάλλους αναρχικούς της εποχής, όπως ο ζωγράφος Marcel Renot και ο ποιητής Armand Robin. Στις αρχές της ίδιας χρονιάς έστειλε ανώνυμα ένα κείμενο στην αναρχική εφημερίδα Le Libertaire (Ο Ελευθεριακός), το επίσημο όργανο της Γαλλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (Fédération Anarchiste) και προς μεγάλη του έκπληξη το είδε δημοσιευμένο.

Από τον Μάιο του 1946 συνεργάστηκε αρχικά σαν αρθρογράφος και αργότερα σαν μέλος της αρχισυνταξίας και επιμελητής κειμένων για την Le Libertaire. Στα δύο χρόνια που κράτησε αυτή η συνεργασία δημοσίευσε τουλάχιστον δεκαπέντε άρθρα με διάφορα ψευδώνυμα (Géo Cédille, Charles Brenns, George, Charles Malpayé, Pépin Cadavre και Gilles Colin). Κάποιοι μελετητές του Brassens πιστεύουν ότι ήταν ο βασικός, αν όχι ο μοναδικός, αρθρογράφος της εφημερίδας. Δεκαπέντε από τα άρθρα της Le Libertaire εκείνης της περιόδου αποδίδονται με βεβαιότητα στον Brassens. Η γραφή του ήταν αιχμηρή και ενίοτε ειρωνική. Τουλάχιστον στα μισά η αστυνομία είχε την τιμητική της. Τα κείμενα αυτά καταφέρονταν εναντίον των εκλογών, των πολιτικών, του κράτους, του πατριωτισμού, της εκκλησίας, του σταλινισμού κ.λ.π.

Διάφορα κείμενα του Brassens στον Αναρχικό τύπο της εποχής την ε

Παράλληλα έγραψε και κάποια άρθρα για την εφημερίδα Le Combat Syndicaliste της αναρχοσυνδικαλιστικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (Confédération Νationale du Τravail - CNT) που είχε ιδρυθεί από Ισπανούς αναρχικούς εξόριστους στη Γαλλία και που αποτελούσε μια προσπάθεια για τη μεταλαμπάδευση της ιδεολογίας και των πρακτικών της αντίστοιχης (και παράνομης, πλέον, από το φρανκικό καθεστώς) ισπανικής CNT στους εργάτες της Γαλλίας.

Ο Brassens διέκοψε τη συνεργασία του με τον «επίσημο» αναρχικό τύπο λόγω διαφωνιών, κυρίως ιδεολογικής φύσης. Από το 1948 και μετά, έγραψε κάποια κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε αναρχικές εφημερίδες, αλλά το γράψιμό του δεν ήταν συστηματικό. Παρά τις διαφωνίες και την αποχώρηση από την Le Libertaire και την Αναρχική Ομοσπονδία, δεν έπαψε ποτέ να δηλώνει ελευθεριακός και αναρχικός. Συμπαραστεκόταν ενεργά στις δράσεις της ομοσπονδίας αλλά και άλλων αναρχικών συλλογικοτήτων, όποτε του το ζητούσαν (κυρίως εμφανίσεις σε συναυλίες και ημερίδες). Σχεδόν κάθε χρόνο εμφανιζόταν (μαζί με τον Léo Ferré και κάποιες φορές με τον Jacques Brel) στην ετήσια εκδήλωση που διοργάνωνε η ομάδα Louise-Michel της ομοσπονδίας.

 

Πέρα από τις εκδηλώσεις της Fédération Anarchiste δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που βοήθησε και άλλες αναρχικές οργανώσεις, όπως το 1955 που συνεισέφερε οικονομικά προκειμένου η Ομοσπονδία Ελευθεριακών Κομμουνιστών (Fédération Communiste Libertaire – FCL) να αποκτήσει δικά της γραφεία στο Παρίσι. Λίγους μήνες νωρίτερα την ίδια χρονιά, είχε συμμετάσχει σε μια συναυλία της Διεθνούς Αντιφασιστικής Αλληλεγγύης (Solidarité Internationale Antifasciste – SIA). Πολλά χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1972 εμφανίστηκε μαζί με τον Léo Ferré σε συναυλία υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής (στη Γαλλία η θανατική ποινή καταργήθηκε οριστικά μόλις του 1981).

 Ευχαριστήρια επιστολή της Κολλεκτιβας Ιερόδουλων του Παρισιού 16/06/1976

Σε αντίθεση με την ένθερμη υποστήριξη δράσεων αυτού του τύπου, ήταν ιδιαίτερα αρνητικός στη ενεργή συμμετοχή του σε συλλογικότητες, ομάδες και κινηματικές διαδικασίες. Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα σνομπισμού, αδιαφορίας ή φόβου, αλλά συνειδητή στάση ζωής, η οποία πήγαζε από την όλο και περισσότερο ατομικιστική πλευρά της ιδεολογίας του. Σχετικά με την εξέγερση του Μάη του ’68 είχε πει: «Έχει ενδιαφέρον, όπως κάθε εξέγερση… Έδωσε μια ιδέα για το πως θα ήταν μία αναρχική εξέγερση. Όμως οι κερδοσκόποι, οι οργανωτές έρχονται … να αρπάξουν το τραίνο εν κινήσει ...»

Στις απόψεις του σχετικά με την αναρχία ήταν εμφανής η διαφοροποίηση με τα χρόνια. Από μαχητικός αναρχικός της δεκαετίας του ’40, στη δεκαετία του ’70 είχε πλέον μετατραπεί σταδιακά σε έναν ατομικιστή αναρχικό και ιδεαλιστή (όσο παράλογος κι αν ακούγεται ο όρος). Για παράδειγμα, σχετικά με την αστυνομία, το 1946 σε ένα από τα πρώτα κείμενα που έγραψε για την Le Libertaire με αφορμή τον θάνατο ενός αστυνομικού που παρασύρθηκε από έναν ποδηλάτη, έγραφε «…Δεν μας διαφεύγει, ότι παρά τον θάνατό του, δυστυχώς χιλιάδες άλλοι αστυνομικοί συνεχίζουν να ζουν… Ας πάνε στο διάβολο… Γιατί πρέπει να υπάρχουν μπάτσοι;»

Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς έγραφε: «Ποιος θα μπορούσε να μας κατηγορήσει επειδή χαιρόμαστε με τον θάνατο ενός μπάτσου; Στην πραγματικότητα δεν είναι ο ίδιος ο θάνατός του που μας αγαλιάζει, αλλά αυτά που συνεπάγεται, όπως η μείωση των βλαβερών αποτελεσμάτων της εξουσίας… Θα έρθει μια μέρα που ο ήλιος θα ανατείλει σε έναν νέο κόσμο χωρίς μπάτσους. Κι αν κάποιες φορές γινόμαστε ανυπόμονοι… ας βοηθήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε…»

Σε ένα άλλο άρθρο στην Le Libertaire της 18ης Οκτωβρίου 1946 με αφορμή μια δυναμική διαδήλωση στη Ρώμη που πνίγηκε στο αίμα, έγραψε: «… Οι νεκροί μεταφέρθηκαν στο αμφιθέατρο, οι τραυματίες στο νοσοκομείο, και πολλοί εξεγερμένοι στη φυλακή. Οι ηγέτες πήραν τη θέση τους. Οι μπάτσοι επέστρεψαν σπίτι τους για να αφηγηθούν στα παιδιά τους την ηρωική στάση τους απέναντι στους ‘τρομοκράτες’. Το πεδίο της μάχης καθαρίστηκε βιαστικά και το ίδιο βράδυ, στο ίδιο σημείο, οι αριστοκράτες της Ιταλίας μπόρεσαν ευτυχώς να έρθουν και να χορέψουν. Στη σκιά των θυμάτων… Στα ίχνη του αίματος….»

Μέχρι το 1970 η άποψή του ήταν: «Είμαι τόσο πολύ αναρχικός που περνάω πάντα από τις διαβάσεις για να αποφύγω την αντιπαράθεσή μου με την αστυνομία... Δεν συμπαθώ τον νόμο. Θα μπορούσα να ζω χωρίς νόμους, αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι δεν θα μπορούσαν.»

Όπως δήλωσε σε μια συνέντευξη στον Pierre Jouvantin τον Απρίλιο του 1970, ο αναρχισμός του ήταν «μία φιλοσοφία και μια ηθική στάση που τηρώ όσο το δυνατόν περισσότερο στην καθημερινή μου ζωή. Προσπαθώ να φτάσω στο ιδεατό. Ο ατομικισμός δεν είναι μόνο εξέγερση. Είναι μάλλον αγάπη για τον άνθρωπο. Η εξέγερση δεν αρκεί. Μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε, ακόμα και στον φασισμό. Η αναρχική κοινωνία είναι ουτοπία επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούν χωρίς νόμους, αρχές, οργανισμούς - παραείναι εγωιστές».

Ο Brassens διαβάζει την εφημερίδα le Libertaire

Το 1969 συμμετείχε μαζί με τους Léo Ferré και Jacques Brel στο άτυπο στρογγυλό τραπέζι που είχαν διοργανώσει ο ραδιοφωνικός σταθμός RTL και το περιοδικό Rock & Folk. Εκεί, μέσα από τις ερωταπαντήσεις, τις μεταξύ τους συμφωνίες και, κυρίως, τις μεταξύ τους διαφωνίες, οι τρεiς καλλιτέχνες αποτύπωσαν τις απόψεις και τις ιδέες τους για τη κοινωνία, το τραγούδι, τον κινηματογράφο, τη μοναξιά, τον θάνατο, την pop μουσική, την αναρχία, τον θεό, τους hippies, τους beatniks, τη γυναίκα κ.α.

Η μουσική του διαδρομή

Η μουσική καριέρα του Brassens ξεκίνησε πρακτικά στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Μέχρι τότε είχε προσπαθήσει να δημοσιεύσει, χωρίς επιτυχία, κάποιες νουβέλες, είχε γράψει μερικά κομμάτια και είχε μάθει να παίζει κιθάρα και πιάνο. Οι προσπάθειές του να πείσει κάποια καμπαρέ να συμπεριλάβουν τραγούδια του στο πρόγραμμά τους, είχαν αποβεί άκαρπες. Ο Brassens δεν πίστευε ότι μπορούσε να ανέβει στη σκηνή και να τραγουδήσει. Η επιδίωξή του ήταν να γίνει ένας επιτυχημένος συνθέτης.

Αυτό όμως άρχισε να αλλάζει το 1952, όταν γνώρισε την Henriette Ragon, μια γνωστή ηθοποιό, τραγουδίστρια και ιδιοκτήτρια του καμπαρέ Patachou, όπως άλλωστε ήταν το παρατσούκλι της. Η Patachou αποφάσισε να συμπεριλάβει κάποια κομμάτια του Brassens στο ρεπερτόριό της και σιγά σιγά τον έπεισε να ανέβει κι αυτός στη σκηνή για να παρουσιάζει τη δουλειά του.

Βrassens και "Patachou"

Η επιτυχία δεν άργησε να έρθει και μέσα σε λίγο διάστημα είχε περάσει από τα καλύτερα και πιο δημοφιλή καμπαρέ του Παρισιού. Υπέγραψε συμβόλαιο με την δισκογραφική Philips και το 1954 κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο Georges Brassens chante les chansons poétiques (...et souvent gaillardes) de... Georges Brassens (Ο Georges Brassens τραγουδά τα ποιητικά (…και συχνά επιπόλαια) τραγούδια του… Georges Brassens) που έγινε γνωστό με τον τίτλο La Mauvaise Réputation (Η κακοφημία) από το κομμάτι που άνοιγε το άλμπουμ. Και τα οκτώ τραγούδια του δίσκου κυκλοφόρησαν σταδιακά και σε δίσκους 78 και 45 στροφών.

Brassens 1st album

Παρά τις θετικές κριτικές και τα χειροκροτήματα που έπαιρνε, υπήρχαν και πολλοί που του επιτέθηκαν. Οι επιθέσεις αυτές είχαν να κάνουν κυρίως με τη θεματολογία, τις ιδέες, τις εικόνες, και το ύφος που είχαν τα τραγούδια του και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τα λογόκριναν. Αλλά και η ενίοτε προβοκατόρικη σκηνική του παρουσία συχνά του δημιουργούσε προβλήματα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που απευθυνόταν προσβλητικά προς το κοινό όταν αισθανόταν ότι δεν καταλάβαινε αυτά που ήθελε να πει. Στη δεκαετία του 1970 ήταν πλέον ένας απόλυτα καταξιωμένος τραγουδοποιός και μάλιστα ο ένας από τους δύο (ο άλλος ήταν ο Jacques Brel) που κατάφεραν να παραμείνουν στην κορυφή των προτιμήσεων της νεολαίας, παρ' όλη την επικράτηση της pop.

Στη διάρκεια της παρουσίας του στα μουσικά πράγματα της Γαλλίας πούλησε περισσότερους από είκοσι εκατομμύρια δίσκους. Περιόδευσε πολλές φορές στην Ευρώπη, την Αφρική και την Αμερική, κυρίως σε μέρη όπου υπήρχε γαλλόφωνος πληθυσμός. Συνεργάστηκε με αρκετούς τραγουδιστές όπως ο Georges Moustaki, η Νάνα Μούσχουρη, o Jacques Brel, ο Charles Aznavour, ο Yves Montand κ.α. είτε σε συναυλίες, είτε σε εκπομπές, είτε σε ηχογραφήσεις.

Τα εισιτήρια των συναυλιών του συνήθως γίνονταν ανάρπαστα. Οι δίσκοι του πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα. Ίσως με κάποια δόση υπερβολής, μετά τον θάνατό του ακούστηκε ότι σχεδόν κάθε σπίτι στη Γαλλία είχε τουλάχιστον έναν δίσκο του και ότι κάθε Γάλλος θυμόταν και μπορούσε να τραγουδήσει τουλάχιστον μια ντουζίνα τραγούδια του.

Τα τραγούδια του

Ο Brassens ήταν πολυγραφότατος. Στη 30χρονη καριέρα του έγραψε περισσότερα από 250 τραγούδια, κυκλοφόρησε δεκαέξι προσωπικά άλμπουμ ενώ συμμετείχε σε συλλογές αλλά και σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών.

Το μουσικό του ύφος τον κατέτασσε στο γαλλικό chanson και συνήθως έπαιζε κιθάρα συνοδευόμενος από κοντραμπάσο. Το ταλέντο του, σε συνδυασμό με τα ακούσματα που είχε από τη γαλλική folk, την jazz και τη μουσική των καμπαρέ, τον βοήθησαν να γράψει καταπληκτικά τραγούδια τα οποία, αν και σε πρώτο άκουσμα έμοιαζαν απλοϊκά, άλλοτε προκαλούσαν νοσταλγία, άλλοτε το χαμόγελο, άλλοτε βύθιζαν σε σκέψεις και άλλοτε όλα μαζι. Ο τρόπος που τραγουδούσε ήταν ιδιαίτερος. Πιο πολύ απήγγειλε τους στίχους παρά τραγουδούσε. Άλλο ένα χαρακτηριστικό του ήταν ότι συνήθως η φωνή του είχε μια ανεπαίσθητη χρονική υστέρηση από τη μελωδία. Ο λόγος του ήταν ποιητικός και η γλώσσα υποδειγματική.

Οι απόψεις και οι εμπειρίες του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη θεματολογία των κομματιών του. Το ένα στα τρία από τα τραγούδια που έγραψε ήταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «πολιτικό». Σε άλλα η πολιτική διάσταση ήταν άμεση και σε άλλα έμμεση (εικονοκλαστικά ή προβοκατόρικα τραγούδια). Σαν συνέχεια των κειμένων που είχε γράψει σαν νεαρός στα αναρχικά έντυπα, συνέθεσε τραγούδια που κατήγγειλαν την ασυδοσία της αστυνομίας («Le nombril des femmes d'agent», «Corne d'Aurochs», «La file indienne»), τη θανατική ποινή («Le Gorille»), τους παπάδες και τη θρησκεία («La prière», L' antéchrist», «Tempête dans un bénitier»), τους δογματισμούς («Mourir pour les idées», «Quand les cons sont braves», «Les illusions perdues»), τους ένστολους («La légion d'honneur»), τους πολέμους («Les deux oncles», «La Guerre de 14- 18»), τον εθνικισμό («Ballade Des Gens Qui Sont Nés Quelque Part»), τους πατριώτες («Les patriotes») τους άρχοντες («Le Roi»), τους πολιτικούς («Des coups d'épée dans l'eau»), το κατεστημένο («La ligne brisée», «La rose, «La bouteille et la poignée de main»), τους νταβατζήδες («Le mauvais sujet repenti»), τους μαλάκες («Le temps ne fait rien à l’affaire») και στην ουσία όλα τα κακώς κείμενα και τα στερεότυπα της κοινωνίας, όπως τουλάχιστον τα έβλεπε εκείνος από την πλευρά του.

Συν τοις άλλοις, έγραψε τραγούδια για τον ελεύθερο έρωτα και την ελεύθερη συμβίωση («La traitresse», «À l'ombre des maris», «La non-demande en mariage»), τη φιλία («Les copains d'abord»), την ελευθεριακή ατομικότητα (Le Pluriel), τους εξεγερμένους («The Boulevard du Temps qui Passe»), τους απόκληρους («La Mauvaise Réputation») κ.α.

Το «La Mauvaise Réputation» αφορούσε τις περιπέτειες που είχε μικρός με τη «συμμορία» του, με τη φυλάκισή του και την καταδίκη του από την τοπική κοινωνία, αλλά και τη συγχώρεση από τον πατέρα του. Τη λέξη «αναρχία» τη χρησιμοποίησε μόνο σε ένα τραγούδι, το «L’ hécatombe», όπου σε ένα στίχο έγραψε «Θάνατος στις αγελάδες (γουρούνια, μπάτσους), Θάνατος στους νόμους, Ζήτω η Αναρχία».

Η αγάπη του για την ποίηση τον ώθησε να μελοποιήσει ποιήματα μεγάλων σύγχρονων αλλά και παλαιότερων ποιητών όπως των Λουί Αραγκόν («Il n'y a pas d'amour heureux»), Πολ Βερλέν («L' Enterrement De Verlaine»), Βίκτορ Ουγκό («Gastibelza l'homme à la carabine», «La légende de la none») κ.α.
Φυσικά δεν παρέλειψε να γράψει και όμορφα τραγούδια που αφορούσαν τον έρωτα, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες («Les amoureux des bancs publics»).

Για να εξηγήσει το ύφος της μουσικής του αλλά και τη γενικότερη συμπεριφορά του, ο Brassens είχε πει: «Καθώς δεν πιστεύω στο Θεό, ούτε στην τέλεια κοινωνία, αλλά ούτε και στην βελτίωση του ανθρώπου, είμαι απελπισμένος. Τα πράγματα δεν είναι όπως θα τα ήθελα. Μου έρχεται να θρηνήσω, να γκρινιάξω… Και τότε το γυρίζω στο χαρούμενο. Στην ειρωνεία, Στο χιούμορ. Δεν θέλω να κλάψω, δεν θέλω να φωνάξω, ούτε να παραπονεθώ. Απλά προσποιούμαι πως είμαι χαρούμενος».

Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα τραγούδια του Brassens, ενόχλησαν και απαγορεύτηκαν από τα μέσα. Μια τέτοια περίπτωση ήταν το τραγούδι που κυκλοφόρησε το 1964 με τίτλο «Les deux oncles» με θέμα δύο «θείους του» στην κατεχόμενη Γαλλία, ο ένας συνεργάτης των Nαζί και ο άλλος στην αντίσταση. Η αντιμετώπιση του Brassens ήταν η ίδια και για τους δύο. «Κι οι δυο τους είναι νεκροί / κι εγώ που δεν αγαπώ κανέναν είμαι ζωντανός…» Και λίγο πιο κάτω έγραφε αναφερόμενος στον εχθρό: «Αντί να πολεμάς μ’ έναν «αδιόρατο» εχθρό, περίμενε καλύτερα να τον κάνεις φίλο…». Το κομμάτι αυτό συνάδει απόλυτα με την ιδεολογία του και είναι εμφανείς οι πασιφιστικές και αναρχικές ιδέες του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν ένοιωθε ούτε απέχθεια ούτε συμπάθεια για τους Γερμανούς στρατιώτες. Στη πραγματικότητα δεν τον ένοιαζε αν ήταν Γερμανοί ή Γάλλοι. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν ότι δεν είχε να χωρίσει τίποτα μαζί τους. Ο εχθρός ήταν αυτός που κινούσε τα νήματα. Όχι τα πιόνια. Ο τύπος, ο δεξιός αλλά και ο αριστερός, το επιτέθηκε δριμύτατα. Δεν ενδιαφερόταν για την πατρίδα; (αναρωτιόντουσαν οι δεξιοί). Πως είναι δυνατόν ο εχθρός, ο Χίτλερ, να γίνει φίλος; (αναρωτιόντουσαν οι αριστεροί).

Ανάλογη ήταν η αντιμετώπιση που είχε πολλά χρόνια νωρίτερα και το τραγούδι «Ο Γορίλας» απαγορεύτηκε για πολλά χρόνια από το ραδιόφωνο. Ο γορίλας σπάει τα δεσμά του, βουτάει έναν δικαστή και τον «σκίζει». Ουσιαστικά, ο Brassens εννοούσε την απανθρωπιά των δικαστών που καταδίκαζαν κάποιον κατηγορούμενο σε θάνατο με μεγάλη ευκολία.

Ποίηση, Λογοτεχνία, Κινηματογράφος, Τηλεόραση

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, από νεαρός ακόμα ο Brassens έτρεφε μεγάλη αγάπη για την ποίηση και τη λογοτεχνία. Ήδη από τα χρόνια της κατοχής είχε εκδώσει ποιήματα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 προσπάθησε χωρίς επιτυχία να εκδώσει μία σειρά από νουβέλες. Ψάχνοντας τρόπο για να τις κάνει να ακουστούν στο ευρύτερο κοινό, σκαρφίστηκε το εξής τέχνασμα: Τα εξώφυλλα και οι τίτλοι των βιβλίων θα ήταν παρωδίες γνωστών και δημοφιλών αναγνωσμάτων. Μια τέτοια παρωδία ήταν το σουρεαλιστικό βιβλίο Lalie Kakamou που περιείχε 11 μικρές ιστορίες. Η συγγραφή είχε ξεκινήσει ήδη από το 1942 και συνεχίστηκε μέχρι το 1947. Το τύπωσε μόνος του το 1947 χρησιμοποιώντας στο εξώφυλλο την φόρμα και το λογότυπο του εκδοτικού οίκου Gallimard. Το έστειλε σε πολλές εφημερίδες, πιστεύοντας ότι θα δημιουργηθεί σκάνδαλο και συνεπώς θα αποκτήσει αναγνωστικό κοινό. Το κόλπο δεν έπιασε αφού οι εφημερίδες δεν έδειξαν σοβαρό ενδιαφέρον. Τελικά, το 1953, κατάφερε να εκδώσει τη νουβέλα La Tour des miracles (Ο πύργος των θαυμάτων). Όσο για το Lalie Kakamou, αυτό εκδόθηκε κανονικά πολλά χρόνια αργότερα με τίτλο La lune écoute aux portes (Το φεγγάρι ακούει τις πόρτες).

Μεγαλύτερη επιτυχία γνώρισαν τα ποιήματα και οι στίχοι του που κυκλοφόρησαν πολλές φορές και από πολλούς εκδοτικούς οίκους στον γαλλόφωνο κυρίως κόσμο.

To 1957 έκανε και το μοναδικό του πέρασμα από τον κινηματογράφο εμφανιζόμενος στην ταινία του René Clair Porte des lilas που είναι πιο γνωστή από τον αγγλικό τίτλο Gates of Paris. Στην ταινία αυτή ο Brassens έπαιξε τον ρόλο ενός αναρχικού τραγουδιστή με το ψευδώνυμο «Ο Καλλιτέχνης» που έδωσε καταφύγιο σε έναν επαναστάτη κυνηγημένο από την αστυνομία. Εκτός από τη μουσική της συγκεκριμένης ταινίας, έγραψε μουσική και για άλλες (Kameleonterna – 1969, Le drapeau noir flotte sur la marmite - 1971).

Στην τηλεόραση, εκτός από μουσικές εκπομπές, εμφανίστηκε σε δύο τηλεταινίες (On vous écrira - 1961, pourquoi t'as les cheveux blancs... - 1973), ενώ το 1979 συμμετείχε στην πρώτη ηχογράφηση του παιδικού musical Émilie Jolie, παίζοντας το ρόλο ενός σκαντζόχοιρου.

Πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας

Σε ό,τι αφορά την προσωπική του ζωή, ο Brassens είχε πολλές κατακτήσεις. Το έθελγαν κυρίως οι μεγαλύτερες γυναίκες, όπως η Jeanne, η σπιτονοικοκυρά του, η οποία τον περνούσε τριάντα χρόνια. Το 1947 όμως γνώρισε σε έναν σταθμό του μετρό την μετέπειτα σύντροφο της ζωής του, την εσθονικής καταγωγής και εννέα χρόνια μεγαλύτερή του, Joha Heiman, γνωστή και σαν Blonde Chenille (ξανθιά κάμπια) ή Püppchen (κουκλίτσα). Πιστός στις αντιλήψεις του, ο Brassens δεν την παντρεύτηκε ποτέ ούτε και συγκατοίκησαν. Έγινε όμως η μούσα του και έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό του.

Στην καθημερινότητά του προσπάθησε να διατηρήσει την απλότητά του μέχρι το τέλος. Δεν τον ενδιέφεραν τα σαλόνια και τα πλούτη. Δεν είναι τυχαίο ότι αν και από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 τα οικονομικά του ήταν σε καλή κατάσταση, ο Brassens συνέχισε να ζει στο φτωχόσπιτο της Jeanne (μια απροσδιόριστη σχέση, ενώ ήταν με την Joha) μέχρι το 1966. Κάποια στιγμή αγόρασε δικό του σπίτι και μετακόμισε, αλλά μέχρι τότε είχε φροντίσει ώστε η Jeanne να έχει όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Τα χρήματα που κέρδιζε τα ξόδευε για να βοηθήσει τους αγαπημένους του συγγενείς και φίλους, και για να υποστηρίξει αναρχικές ομάδες.

Στο σπίτι της Jeanne

Την επιτυχία και την αναγνωσιμότητα τις εξαργύρωνε κάνοντας φιλίες με καλλιτέχνες και λόγιους της εποχής του. Ανάμεσα στους φίλους του συγκαταλέγονται ονόματα όπως των Georges Moustaki, Lino Ventura, Charles Aznavour, Guy Béart, Serge Gainsbourg, Jacques Brel κ.α.

Οι σχέσεις του με τον τύπο δεν ήταν κακές αλλά δεν του άρεσε να πολυμιλάει σε συνεντεύξεις. Θεωρούσε ότι μιλούσε πολύ και ότι σημασία είχαν τα τραγούδια του και όχι αυτός. Άλλο τόσο δεν του άρεσαν και οι εκδηλώσεις θαυμασμού και λατρείας από τον κόσμο. Κάποιοι θα τον χαρακτήριζαν σνομπ και κάποιοι άλλοι συνεσταλμένο. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ του δεν αισθάνθηκε καλά με την προβολή. Ακόμα και πάνω στη σκηνή, την εποχή της δόξας του, πιεζόταν ψυχολογικά.

Η επιβαρυμένη υγεία και ο θάνατος

Ο Brassens ήταν ένας άνθρωπος που δεν έδινε ιδιαίτερη προσοχή στην υγεία του. Είχε υπάρξει βουλιμικός, αποτέλεσμα της ψυχολογικής πίεσης που αισθανόταν εξαιτίας της δημοσιότητας. Ήδη από τη δεκαετία του 1960 αντιμετώπιζε προβλήματα με τα νεφρά του και χρειάστηκε να χειρουργηθεί δύο φορές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 διαγνώστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Οκτωβρίου 1981 σε ηλικία 60 χρονών και ενταφιάστηκε στην γενέτειρά του.

Αντί σημειώσεων

1. Για τις αποδόσεις των τραγουδιών του Brassens στα ελληνικά αλλά και σε άλλες γλώσσες, διαβάστε το άρθρο Πολυγλωσσικός Μπρασένς του Άχθου Αρούρη στο indymedia
2. Για την επιρροή του Brassens στην ελληνική «έντεχνη» και όχι μόνο μουσική, διαβάστε το πολύ κατατοπιστικό άρθρο Ο Μπρασένς και οι Έλληνες «συγγενείς» του του Σπύρου Αραβανή στο site MusicPaper.gr
3. Διαβάστε το βιβλίο της Τούλας Καρώνη Ζορζ Μπρασένς: ο ποιητής τραγουδοποιός: Η ζωή, το έργο και τα τραγούδια του, εκδόσεις Δρόμων.
4. Οι γαλλομαθείς αναγνώστες μπορούν να βρουν πολύ περισσότερα στοιχεία σχετικά με τον «πολιτικό» Brassens στο site Brassens et la politique του πανεπιστημίου της Lille
5. Σχετικά με τον Léo Ferré  διαβάστε: Léo Ferré : Τροβαδούρος, Ποιητής, Αναρχικός & Προβοκάτορας
6. Σχετικά με τον Jacques Brel διαβάστε: Ο Jacques Brel στο λιμάνι του Άμστερνταμ


image

Μιχάλης Τζάνογλος

Συνεκδότης, βιντεοσκόπος και παιδί για όλες τις δουλειές.
 
 
 
image

Μιχάλης Τζάνογλος

Συνεκδότης, βιντεοσκόπος και παιδί για όλες τις δουλειές.
 
 
 
image

Μιχάλης Τζάνογλος

Συνεκδότης, βιντεοσκόπος και παιδί για όλες τις δουλειές.