STIV BATORS: Ασυμβίβαστος και αμετανόητος...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Μεγάλη η ιστορία που κρύβεται πίσω από τους Lords of the New Church και ομολογώ πως αν υπάρχουν κάποιες μπάντες που θα έπρεπε να χαίρουν μεγαλύτερης αναγνωρισιμότητας από τους φίλους του rock ’n’ roll, σίγουρα οι Lords είναι μια από αυτές. Η ιστορία τους συμπεριλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι του αμερικάνικου punk και όχι μόνον. Κεντρική φιγούρα της μπάντας ήταν ο Steven John Bator, γνωστότερος ως Stiv Bators.

 ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ CLEVELAND

Ο Stiv Bators ήρθε στον κόσμο το 1949 στο Youngstown, μια μικρή πόλη του Ohio, 100 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Cleveland και 100 βορειοδυτικά του Pittsburgh. Επηρεασμένος από τον Iggy Pop και τον Alice Cooper, έφτιαξε κάποιες μπάντες στην πόλη του, όπως τους Hormones με τον κιθαρίστα Dennis Comeau (σήμερα είναι ένας γνωστός σχεδιαστής παπουτσιών), αλλά βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι, μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε για το Cleveland.

Από τα μέσα του 1974 ως τα μέσα του 1975, , υπήρχε στο Cleveland ένα συγκρότημα που λεγόταν Rocket From The Tombs. Έπειτα όμως από έντονες διαφωνίες μεταξύ των μελών σχετικά με το μουσικό ύφος που θα ακολουθούσαν, προτίμησαν να πάρουν χωριστούς δρόμους και να σχηματίσουν δύο διαφορετικές μπάντες.

Το ένα σχήμα ήταν οι Pere Ubu, δημιούργημα του κιθαρίστα Peter Laughner (πέθανε δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1977, από καρκίνο στο πάγκρεας) και του τραγουδιστή David Thomas. Τα δύο άλλα πρώην μέλη των Rocket From The Tombs, ο ντράμερ Johnny Blitz (κατά κόσμον John Madansky) και ο κιθαρίστας Cheetah Chrome (ή αλλιώς Gene O'Connor), γνώρισαν τον Stiv Bators και μαζί με δύο φίλους του, τον κιθαρίστα Jimmy Zero και τον μπασίστα Jeff Magnum, δημιούργησαν τους Frankenstein.

Οι Frankenstein έδωσαν την πρώτη από τις τέσσερις όλες κι όλες εμφανίσεις που έκαναν, το Halloween (31 Οκτωβρίου) του 1975 και με αυτή την σύνθεση, πρόλαβαν να ηχογραφήσουν ένα demo-EP με τίτλο "Eve Of The Dead Boys" που περιείχε τα τραγούδια "Sonic Reducer", "High Tension Wire" και "Down In Flames".
Ωστόσο, σε μια συντηρητική πόλη όπως το Cleveland, υπήρχε μεγάλη δυσκολία να κλειστούν συναυλίες κι έτσι οι Frankenstein διαλύθηκαν απογοητευμένοι ύστερα από τρεις μήνες.

Για να καλύψεις την απόσταση των 650 χιλιομέτρων από το Cleveland ως την Νέα Υόρκη χρειάζεσαι επτά με επτάμιση ώρες και ο πρώτος από τους μουσικούς που προανέφερα, ο οποίος είχε κάνει αυτό το ταξίδι, ενόσω ακόμα υπήρχαν οι Rocket From The Tombs, για να επισκεφτεί το CBGB’s, ένα κλαμπ που πραγματοποιούσε συναυλίες στο κέντρο του Manhattan, ήταν ο Peter Laughner. Ακολούθησε ο Cheetah Chrome, ο οποίος τα βράδια που βρέθηκε στο μαγαζί, έτυχε να παίζουν μόνο Βοστονέζικες μπάντες όπως οι Infliktors και οι Real Kids.

 

 

ΝΕΚΡΑ ΑΓΟΡΙΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΗΛΟ

Για να λέμε την αλήθεια, το Manhattan εκείνα το χρόνια, είχε γλυτώσει παρά τρίχα την πτώχευση. Ο πρόεδρος Gerald Ford που είχε αντικαταστήσει τον Nixon μετά την παραίτησή του το 1974 στον απόηχο του σκανδάλου του Watergate, είχε αρχικά εκνευρίσει τους Νεοϋορκέζους επειδή είχε απορρίψει την έγκριση ενός δανείου που θα έσωζε την πολιτεία της Νέας Υόρκης από την πτώχευση (έχω ακούσει πως είχε πει χαρακτηριστικά, “Fuck New York…”), το οποίο τελικά ενέκρινε το 1975.

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, το κτήριο στην οδό Bowery 315 στο East Village, όπου το 1973 ο Hilly Kristal είχε ανοίξει το CBGB’s (το κλαμπ έκλεισε οριστικά τις πόρτες του τον Οκτώβριο του 2006) ήταν σαλούν, ενώ σήμερα στην θέση του βρίσκεται το κατάστημα με τα ακριβά ανδρικά ρούχα του σχεδιαστή John Varvatos και η περιοχή είναι γεμάτη κυριλέ καφετέριες και μαγαζιά.

Το διάστημα που λειτουργούσε το CBGB’s και σε μια ακτίνα δύο τετραγώνων από το κλαμπ, υπήρχαν καταγεγραμμένοι δυο χιλιάδες ναρκομανείς που εψαχναν για την δόση τους, αλκοολικοί που κοιμόντουσαν στον δρόμο, πρεζέμποροι, άστεγοι βετεράνοι του Βιετνάμ, πρώην τρόφιμοι ψυχιατρείων, ενώ οι δρόμοι κατακλύζονταν από τόνους σκουπιδιών, γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια, άδεια καρότσια από σούπερ μάρκετ και σκατά σκύλων, αφού ακόμα δεν είχε ψηφιστεί νόμος για να τα μαζεύουν οι ιδιοκτήτες τους αλλά ούτε και η πολιτεία διέθετε τα κονδύλια για να πληρώνει οδοκαθαριστές...

Το Πάσχα του 1976 ήρθε η σειρά του Stiv Bators να πάει στην Νέα Υόρκη και να επισκεφτεί το CBGB’s έπειτα από πρόσκληση του Johnny Thunders. Ο Bators ξετρελάθηκε τόσο πολύ με την ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης, που όταν επέστρεψε στο Cleveland έπεισε τους υπόλοιπους να ξαναφτιάξουν την μπάντα και να πάνε στην Νέα Υόρκη μαζί του.
Αυτή την φορά άλλαξαν το όνομά τους σε Dead Boys από ένα στίχο του τραγουδιού τους "Down In Flames" ("Dead boy, running scared") και τον Ιούλιο του 1976 μετακόμισαν.
Ο Joey Ramone τους είχε συναντήσει νωρίτερα στο Cleveland και τον είχε εντυπωσιάσει τόσο η μουσική τους, όσο και η προσωπικότητα του Bators. Με το που πάτησαν λοιπόν το πόδι τους στην πόλη, Ο Joey κανόνισε να κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στο CBGB’s μέσα στον επόμενο μήνα. Ο Hilly Kristal, τους γούσταρε και αποφάσισε να τους βοηθήσει, οπότε οι Dead Boys περνούσαν άπειρες ώρες στο κλαμπ, παίζοντας συχνά ζωντανά. Τα live τους είχαν τόση ορμή και ήταν τόσο ωμά και ακατέργαστα, που παραμένουν αξέχαστα ακόμα και σήμερα για όσους είχαν την τύχη να τα παρακολουθήσουν. Αρκετοί θυμούνται κάποια Κυρία να παίρνει τσιμπούκι στον Bators επί σκηνής και, όπως αναφέρει ο Andy Shernoff, ο μπασίστας των Dictators, «αυτή είναι μια εικόνα που δεν θα φύγει ποτέ απ το μυαλό μου...» (Δεν σας κρύβω ότι ψάχνοντας υλικό για το παρόν κείμενο, σκόνταψα πάνω σε άρθρο με τίτλο “How I lost my virginity to Stiv Bators και το βρήκα πολύ αστείο...)

Οι Dead Boys άνοιξαν τις συναυλίες των Damned και τις τρεις νύχτες που οι Εγγλέζοι εμφανίστηκαν στο CBGB’s και αυτό έκανε τους κριτικούς που είχαν μαζευτεί εκείνα τα βράδια, να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για τον Bators και την παρέα του, με αποτέλεσμα τη γνωριμία του συγκροτήματος με τον Seymour Stein της Sire Records, ο οποίος είχε ήδη υπογράψει στην εταιρία τους Ramones. Τον Ιανουάριο λοιπόν, οι Dead Boys υπέγραψαν με την Sire ενώ ταυτόχρονα ο Hilly Kristal τους βρήκε έναν μάνατζερ.

 The Dead Boys 

ΝΕΟΙ, ΘΟΡΥΒΩΔΕΙΣ ΚΑΙ ΜΥΞΙΑΡΗΔΕΣ

Το πρώτο άλμπουμ των Dead Boys με τίτλο Young Loud And Snotty κυκλοφόρησε το 1977 και ήταν ένας από τους πρώτους punk rock δίσκους που κυκλοφόρησαν από αμερικάνικη εταιρία. Ηχογραφήθηκε μεσα σε τέσσερεις μερες και την παραγωγή του ανέλαβε η Genya Ravan. Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι, από το 1968 ως το 1974, η κυρία Ravan υπήρξε τραγουδίστρια των Escorts, των Goldie & the Gingerbreads (το πρώτο αποκλειστικά γυναικείο συγκρότημα που είχε υπογράψει συμβόλαιο με πολυεθνικές – την Decca το 1963 και την Atlantic τον επόμενο χρόνο), και των Ten Wheel Drive. Οι τελευταίοι ήταν μια δεκαμελής μπάντα, με ήχο παρόμοιο με των Blood, Sweat & Tears, ενώ η Polydor Records ήθελε να κάνει την Ravan δεύτερη Janis Joplin. Μάλιστα οι δυο τους είχαν συναντηθεί κάνα-δυο φορές...

Σε αυτές τις ηχογραφήσεις, η Ravan κατάφερε να αποτυπώσει την δύναμη του “Sonic Reducer” το οποίο άνοιγε το άλμπουμ των Dead Boys τόσο καλά, ώστε το τραγούδι έγινε κλασικό για το punk rock το οποίο, με μια καθυστέρηση ενός ή δυο χρόνων, έφτασε και στα δικά μου αυτιά (εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα βρισκόταν πιο μακριά από τις άλλες χώρες σε σχέση με σήμερα, οπότε εμείς ακούγαμε τον απόηχο από όλα αυτά), με αποτέλεσμα να αγοράσω το επόμενο άλμπουμ της μπάντας, We Have Come For Your Children που κυκλοφόρησε το 1978, έπειτα από μια πετυχημένη περιοδεία της μπάντας στην Αγγλία μαζί με τους Damned.
Την παραγωγή αυτού του δεύτερου άλμπουμ ανέλαβε ο Felix Pappalardi των Mountain, o οποίος είχε γράψει, ενορχηστρώσει και κάνει την παραγωγή για το Disraeli Gears, το δεύτερο άλμπουμ των Cream. Από το άλμπουμ αυτό των Dead Boys, οι Guns N’ Roses διασκεύασαν το κομμάτι "Ain't It Fun" για το The Spaghetti Incident, το άλμπουμ τους με διάφορες διασκευές.

Όμως, η αμερικάνικη περιοδεία που ακολούθησε τη δεύτερη κυκλοφορία ήταν καταστροφική αφού άφησε το συγκρότημα απένταρο. Από την άλλη πλευρά, η Sire αρνήθηκε να ανανεώσει το συμβόλαιό τους και το τελευταίο χτύπημα δόθηκε όταν ο ντράμερ Johnny Blitz μαχαιρώθηκε από κάποιον και κόντεψε να πεθάνει.

Η τελευταία φορά που βρέθηκαν όλοι μαζί ήταν για να ηχογραφήσουν ένα live άλμπουμ στο CBGB’s προκειμένου να ολοκληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Sire. Η εταιρία όμως δεν κατάφερε να το κυκλοφορήσει γιατί ο πονηρός Bators τραγουδούσε επίτηδες μακριά από το μικρόφωνο (αργότερα ο δίσκος κυκλοφόρησε από την ανεξάρτητη Bomp! Records με τίτλο Night Of The Living Dead Boys, αφού πρώτα ο Bators τραγούδησε ξανά από πάνω).
Μετά την διάλυση των Dead Boys, ο Bators ηχογράφησε μερικά demo μαζί με τον συγχωριανό του κιθαρίστα Frank Secich και τελικά μετακόμισαν μαζί στο Los Angeles.

 

 

ΤΟ ΚΑΚΟ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ LOS ANGELES

Στο Los Angeles ζούσε ο Greg Shaw, ο οποίος είχε δουλέψει για τη Sire και μάλιστα εκείνος ήταν η αιτία που η εταιρία είχε υπογράψει με τους θρυλικούς Flamin' Groovies. O Shaw καταγόταν από το San Francisco και είχε ξεκινήσει από μικρός να γράφει για φανζίν όπως το Mojo Navigator (λέγεται ότι το συγκεκριμένο έντυπο είχε δώσει την αρχική ιδέα για τη δημιουργία του περιοδικού Rolling Stone).
Στην δεκαετία του 1970, ο Shaw πήγε να βρει την τύχη του στο Los Angeles. Εκεί δημιούργησε ένα δικό του περιοδικό με τίτλο Who Put the Bomp, γνωστότερο ως Bomp!, ή ως Bomp magazine και το 1974 το μετέτρεψε σε δισκογραφική εταιρία, κυκλοφορώντας άλμπουμ των Devo, των Weirdos, του Iggy Pop, και πολλών άλλων, ενώ στη δεκαετία του 1980 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση του garage.

Ο Bators σκέφτηκε ότι η Bomp! θα μπορούσε να βοηθήσει στην πραγματοποίηση του ονείρου του κι έτσι κυκλοφόρησε μαζί της ένα πολύ καλό προσωπικό άλμπουμ, με τίτλο Disconnected και τέσσερα σινγκλ. Σύμφωνα με τον Shaw «O Stiv ήθελε να αποτινάξει από πάνω του το φάντασμα των Dead Boys, και να κερδίσει τον σεβασμό του κόσμου σαν ένας καλός rock τραγουδιστής».

Ήταν η εποχή που έπειτα από να τζαμάρισμα με τον μάνατζερ των Runaways, Kim Fowley, και τον Jimmy Pursey των Sham 69, o Bators είχε την ιδέα να σχηματίσει τους Wanderers. Άρχισε, λοιπόν, να κάνει κολλητή παρέα με τον Pursey, μέχρι που μια μέρα έσκασε το μαντάτο: τα δύο παλιόπαιδα, ο Paul Cook και ο Steve Jones, ο ντράμερ κι ο κιθαρίστας των Sex Pistols αντίστοιχα, είχαν αρχίσει να κάνουν πρόβες με τον Jimmy Pursey με σκοπό να δημιουργήσουν τους Sham Pistols.

Ο Bators άδραξε την ευκαιρία και την κατάλληλη στιγμή πήρε το αεροπλάνο για το Λονδίνο προκειμένου να συναντήσει τους εναπομείναντες Sham 69. Ο κιθαρίστας Dave Parsons (μελλοντικός μπασίστας των Partisans, των Transvision Vamp και των Bush) ο μπασίστας Dave Tregunna και ο ντράμερ Ricky “Rock” Goldstein, ήθελαν να συνεχίσουν να παίζουν μετά την αποχώρηση του τραγουδιστή τους, κι έτσι, έχοντας τον Stiv στα φωνητικά, δημιουργήθηκαν οι Wanderers που κυκλοφόρησαν ένα και μοναδικό άλμπουμ με τίτλο Only Lovers Left Alive, καθώς και δύο 7” singles.


ΟΙ ΘΕΟΙ ΜΙΑ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Οι Sham Pistols απ την άλλη, δεν έγιναν πραγματικότητα. Το στούντιο ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει τρείς τόσο μεγάλους εγωισμούς κι έτσι το σχήμα δεν προχώρησε πέρα από κάποιες πρόβες. Ωστόσο, εξίσου βραχύβιο ήταν και το σχήμα των Wanderers, αλλά έπειτα από την διάλυσή τους το 1981 και κατόπιν προτροπής του Miles Copeland (ο μεγάλος αδερφός του Stewart Copeland των Police και ιδιοκτήτης της θρυλικής εταιρίας I.R.S. Records), ο Bators άρχισε να πειραματίζεται με τον Brian James, ιδρυτή και κιθαρίστα των Damned.
Ο James είχε συνθέσει σχεδόν ολόκληρα τα δύο πρώτα άλμπουμ των Damned (Damned, Damned, Damned και Music for Pleasure) πριν τελικά αποχωρίσει από το συγκρότημα στα τέλη του 1977. Το 1979 περιόδευσε ως κιθαρίστας με την μπάντα του Iggy Pop, κυκλοφόρησε δύο προσωπικά σινγκλ με τον Stewart Copeland στα τύμπανα, και έπαιξε στο άλμπουμ Out in the Jungle που κυκλοφόρησαν οι Αυστραλοί Saints το 1982.
Ο Bators είχε γνωρίσει τον James εκείνες τις τρεις βραδιές που οι Dead Boys είχαν παίξει με τους Damned στο CBGB’s και οι δυο καλλιτέχνες είχαν ανακαλύψει ότι μοιράζονταν πολλά κοινά. Είχαν την ίδια καθολική ανατροφή, τους είχαν αποβάλλει και τους δύο απ το σχολείο, ο Stiv είχε δουλέψει σε χαλυβουργείο και ο James σε εργοστάσιο, θέλοντας να μαζέψει τα λεφτά για να αγοράσει κιθάρα.

Το 1982, λοιπόν, συναντήθηκαν και άρχισαν να συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα πάνω από τα γραφεία της IRS Records, στο Portobello του Λονδίνου. Αυτό βοήθησε το δίδυμο να συνθέτει συνεχώς τραγούδια. Ο James θυμάται ότι ο Stiv περνούσε ακόμα και τέσσερα βράδια άυπνος, γράφοντας στίχους και παίρνοντας speed, ενώ αρκετές φορές του τραγουδούσε κάποια μελωδική γραμμή για την κιθάρα και ο James την εξέλισσε μέχρι να ολοκληρώσουν κάποιο τραγούδι. Ταυτόχρονα έκαναν τις πρώτες τους πρόβες με τον μπασίστα Tony James (των Generation X και, αργότερα, των Sigue Sigue Sputnik) και τον Terry Chimes, ντράμερ στο πρώτο άλμπουμ των Clash (αργότερα θα έπαιζε με τους Hanoi Rocks και για ένα διάστημα θα περιόδευε με τους Black Sabbath).

Μπορεί σε αυτές τις πρόβες ο Terry Chimes και ο Tony James να συνέθεσαν το “Russian Roulette” που σήμερα είναι ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια των Lords of the New Church, ωστόσο δεν κατάφεραν να παραμείνουν στην σύνθεση του συγκροτήματος.

Αντιθέτως, στο κάλεσμα για την δημιουργία του πρώτου punk σούπερ γκρουπ, απάντησαν θετικά ο μπασσίστας των Sham 69, Dave Tregunna, και ο ντράμερ των Barracudas, Nick Turner. Αρχικά ονόμασαν το συγκρότημα The Damned Dead Sham Band (έλεος!!!), αλλά ευτυχώς σύντομα κατέληξαν σε Lords Of The New Church και το 1980 εμφανίστηκαν στο Hammersmith Clarendon του Λονδίνου με τον Rat Scabies των Damned στα τύμπανα, πριν τον αντικαταστήσουν με τον Turner.

Lords Of The New Church 

Το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 1982 και ήταν μια gothic-punk, glam rock και garage καταιγίδα. Ο James είχε αποδείξει από πριν ότι ήταν μεγάλος κιθαρίστας, αν και σήμερα υποστηρίζει ότι το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσε εκείνη την εποχή, η παρέα του δηλαδή με τον Lemmy, τον πληκτρά των Hawkwind, Michael 'DikMik' Davies, και τον μπασίστα των Killing Joke, Paul Raven, τον ενέπνεε και τον γέμιζε ιδέες. Από την άλλη πλευρά, ο Stiv γνώρισε κάποια γυναίκα που τον μύησε στον αποκρυφισμό, κάτι που επηρέασε την στιχουργική του επενδύοντας τον ήχο του συγκροτήματος με μια goth ατμόσφαιρα, αλλά είναι επίσης εμφανέστατος και στην αισθητική των εξωφύλλων τους.
Οι Lords έκαναν το rock’n’roll θρησκεία τους και πρόσθεσαν στο μείγμα μια γερή δόση πολιτικής κριτικής.

Όταν κάποια μέρα η βελόνα του πικάπ μου ακούμπησε αυτόν, τον πρώτο τους δίσκο, το σοκ ήταν τέτοιο που αποφάσισα πως κάπως έτσι θα έπρεπε να διαμορφωθεί ο ήχος των Flowers of Romance, του συγκροτήματος που έπαιζα τότε. Αρχίσαμε, λοιπόν, να παίζουμε στις ζωντανές εμφανίσεις μας μια διασκευή του “Holy War” από το συγκεκριμένο άλμπουμ, ένα τραγούδι οι στίχοι του οποίου αναφέρονται σε μια θεωρία συνωμοσίας σχετικά με την δολοφονία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄. Έχω ακούσει το “Russian Roulette” από τους Last Drive, οπότε ήταν ένα άλμπουμ που σίγουρα άγγιξε πολύ κόσμο...

Η αλήθεια πάντως είναι ότι ο Stiv το είχε λίγο με τις θεωρίες συνωμοσίας και μάλιστα είχα διαβάσει την εξής παράξενη ιστορία: Κάποια μέρα του τηλεφώνησε ο Miles Copeland και του ζήτησε να πάει από τα γραφεία της IRS Records προκειμένου να συζητήσουν κάποια θέματα (οι Lords είχαν συμβόλαιο με την IRS). Αφού ο Stiv έμενε στον από πάνω όροφο, ίσως ο Copeland να του είπε απλά, «Κατέβα κάτω που κάτι σε θέλω...» Μπορεί απλά να φόρεσε τις παντόφλες του και να κατέβηκε την σκάλα, πάντως όταν μπήκε στο γραφείο του Copeland, βρήκε να τον περιμένουν δύο βλοσυροί και κοστουμαρισμένοι τύποι.
Ο Copeland αποχώρησε διακριτικά, προφασιζόμενος ότι πάει να αγοράσει τσιγάρα, και άφησε τους τρεις τους να τα βρουν...
Τι να είχε γράψει άραγε ο Stiv και τους είχε ενοχλήσει; Ποιός ξέρει... Μήπως, άραγε, αυτή η ιστορία συνδέεται με τον θάνατό του;

Ας επιστρέψουμε όμως στο πρώτο άλμπουμ. Αυτή η πρώτη προσπάθεια του συγκροτήματος τα πήγε καλά. Έφτασε στο νούμερο 3 των αγγλικών τσαρτ και κάποια από τα τραγούδια μέσα από αυτό τα επίσης γνώρισαν επιτυχία. Το πέρασμα του Stiv από την Bomp! φαίνεται πως τον είχε επηρεάσει, μιας κι εδώ υπάρχει μια διασκευή του "A Question of Temperature" των Balloon Farm από το 1968. Γενικότερα πάντως, μέσα από τους στίχους το άλμπουμ εκφράζει μια πολιτική άποψη, αλλά αποτίει και έναν φόρο τιμής στους New York Dolls με το τραγούδι "Li'l Boys Play with Dolls".

Ήδη από την εποχή των Dead Boys, ο μικρόσωμος και σχεδόν κοκαλιάρης Bators συνήθιζε να τυλίγει το καλώδιο του μικροφώνου γύρω από τον λαιμό του ή να παριστάνει ότι τον έχουν κρεμάσει από τα καλώδια των φώτων της σκηνής, κινδυνεύοντας να κρεμαστεί στ’ αλήθεια. Μια φορά μάλιστα κατέληξε στο νοσοκομείο, όταν (ευτυχώς) ένας από τους roadies παρατήρησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όπως ο ίδιος ο Stiv δήλωσε αργότερα σε κάποια συνέντευξη, αισθανόταν απογοήτευση επειδή δεν μπορούσε να θυμηθεί πως είχε νιώσει τότε που ήταν σχεδόν νεκρός.

Το 1983 το συγκρότημα κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ του, με τίτλο Is Nothing Sacred?
Εδώ υπάρχει άλλη μια αναφορά στην δεκαετία του ’60, με τους Lords να διασκευάζουν το “Live For Today”, ένα τραγούδι που είχε κυκλοφορήσει το 1966, αρχικά με ιταλικούς στίχους και με τίτλο "Piangi Con Me" και το οποίο ένα χρόνο αργότερα είχε γνωρίσει επιτυχία με την αμερικάνικη μπάντα Grass Roots σαν "Let's Live for Today".

Ως εδώ, οι τέσσερις μουσικοί του συγκροτήματος έκαναν στενή παρέα, τα σπίτια τους βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση, είχαν τα ίδια γούστα και περνούσαν καλά με την μουσική τους ή με τις πλάκες που έκαναν και που μερικές φορές τους δημιουργούσαν προβλήματα.
Για παράδειγμα, έξω από τον συναυλιακό χώρο που έπαιξαν κάποιο βράδυ στο Birmingham της Alabama, η Ku Klux Klan οργάνωσε ολόκληρη διαδήλωση για να τους εμποδίσει να παίξουν και να τους εξαναγκάσει να φύγουν.

Απ την άλλη πλευρά, ο Copeland ήθελε να πάρει στα χέρια του τον έλεγχο της μπάντας, αλλά μόλις διαπίστωσε ότι οι τέσσερις μουσικοί ήταν αμετάπειστοι, έβαλε τον άλλο του αδερφό, τον Ian, που ήταν ατζέντης, να τους κλείσει μια σειρά από εμφανίσεις σε όποιο κωλοχώρι της Αμερικήςυπήρχε στον χάρτη, αποσκοπώντας τους σπάσει τον τσαμπουκά.

Η αναφορές στο γκρουπ από τον αγγλικό τύπο άρχισαν να αραιώνουν, όμως οι Lords κέρδισαν όμως φίλους στην Γαλλία και στην Ιαπωνία, αλλά με τις κινήσεις του ο Copeland είχε καταφέρει να κάνει τη ζημιά του και το παρεάκι άρχισε να χαλάει. Το επόμενο πράγμα που τους ζήτησε η IRS, ήταν να ηχογραφήσουν μια διασκευή του “Like A Virgin” της Madonna, πράγμα που δεν τους ενθουσίασε καθόλου.

Το The Method Τo Our Madness κυκλοφόρησε το 1984 και θα ήταν το δεύτερο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ του συγκροτήματος, ίσως ό,τι πιο εύπεπτο είχαν κυκλοφορήσει στοχεύοντας σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Η μαγεία όμως είχε χαθεί...
Κάπου εδώ άρχισαν τα προσωπικά προβλήματα του Stiv, με την ζωή του να μετατρέπεται σε κανονικό χάος. Στο σημείο αυτό, θα κατεβάσω λίγο το κείμενο σε επίπεδο κουτσομπολιού, το οποίο όμως θα περιγράψει ακριβώς την έννοια του συγκεκριμένου χάους: η γυναίκα του Stiv το είχε σκάσει με τον Michael Monroe των Hanoi Rocks (του έκανε την παραγωγή στο “Like A Virgin” και αυτός είναι που τραγουδάει τη διασκευή του "Ain't It Fun" των οι Guns N’ Roses). Στη συνέχεια, η κοπέλα τα έφτιαξε με τον Andy McCoy, τον lead κιθαρίστα των Hanoi Rocks, και τότε ο Stiv Bators βρέθηκε να συγκατοικεί με τον Michael Monroe.

Ο Treguna έβλεπε ότι το συγκρότημα πήγαινε κατά διαόλου κι έτσι πήγε να βρει τον Stiv για να τον ενημερώσει ότι θα σκόπευε να εγκαταλείψει του Lords και να πάει στους Cherry Bombz. Όταν πήγε στο σπίτι, βρήκε τον μεν Stiv να κοιμάται επί τέσσερις μέρες έπειτα από μια 10ήμερη χρήση speed, τον δε Monroe να βλέπει συνέχεια ταινίες, να επαναλαμβάνει ατάκες και να γελάει μόνος του. Ο Treguna κοίταξε απελπισμένος την κάμερα, και ύστερα κτύπησε το κουδούνι κι αποβιβάστηκε από το λεωφορείο των Lords of The New Church. Στις αρχές του 1986 τον αντικατέστησε ο πρώην roadie των Sham 69, Grant Fleming (τo 1989 θα βοηθούσε να στηθεί ο χορευτικός κλάδος της δισκογραφικής εταιρίας Creation και θα γινόταν γνωστός ως ο επίσημος φωτογράφος των Primal Scream.)

Είχε μπει πλέον το 1987 και ο Brian James έβλεπε την τρέλα να κυριεύει τη ζωή του Stiv. Πίστευε πως ο κύριος λόγος ήταν τα σπιντάκια αλλά και η νέα γυναίκα που είχε μπει στην ζωή του και την οποία ο Brian θεωρούσε «κακή επιρροή»...

Λίγο αργότερα, ο Bators διέσχισε την Μάγχη για να μείνει στην Γαλλία, ενώ ο Nick Turner συμφώνησε με τον Copeland να πιάσει δουλειά στα καινούργια γραφεία της IRS στο Los Angeles. Το 1988 τον αντικατέστησε στο συγκρότημα ο Ελβετός ντράμερ, Danny Fury.

 

 

ΟΤΑΝ ΤΟ ΑΙΜΑ ΚΥΛΑΕΙ ΚΡΥΟ

Μόλις έληξε το συμβόλαιο των Lords με την IRS, ο Brian James έκανε μια προσπάθεια να ξαναμαζέψει το συγκρότημα για μια Αμερικάνικη περιοδεία. Ο Treguna, ο οποίος θεωρούσε ο Miles Copeland ήταν εκείνος που συνιστούσε το μεγάλο πρόβλημα για το συγκρότημα, επέστρεψε περιχαρής αλλά ο Bators τους απάντησε από το Παρίσι ότι δεν μπορούσε να συμμετέχει γιατί τον πονούσε η μέση του.
Όταν κάποιος προσφέρθηκε να τους πληρώσει αδρά για μια εμφάνιση στο Λονδίνο, ο James έβαλε μια ανώνυμη αγγελία στη Melody Maker ζητώντας τραγουδιστή, δίχως να αναφέρει για ποιο συγκρότημα. Ο Bators το έμαθε και τους ενημέρωσε ότι τον ενδιαφέρει να τραγουδήσει εκείνος στην εμφάνιση της μπάντας στο Λονδίνο.
Εδώ, λοιπόν, έχουμε μια από τους χειρότερους τρόπους διάλυσης ενός συγκροτήματος στην ιστορία της μουσικής: ο Bators τύπωσε με μεγάλα γράμματα την αγγελία που είχε βάλει ο James σε ένα μπλουζάκι και το φόρεσε στην τελευταία συναυλία που έδωσαν στο London Astoria στις 2 Μαΐου 1989. Στη διάρκεια του encore, ο Stiv ρώτησε από το μικρόφωνο τον James «Ποιος είναι ο νέος τραγουδιστής του συγκροτήματος;» κι εκείνος του απάντησε «Μα εσύ είσαι, έτσι δεν είναι;» Τότε ο Bators του είπε, «Όχι, λυπάμαι, αλλά δεν είμαι. Απολύεσαι, κι εσύ, κι αυτός, κι ο άλλος. Απολύεστε όλοι». Κι έφυγε απ τη σκηνή.

 

Ο Bators επέστρεψε για λίγο στην Αμερική, ηχογράφησε ένα σόλο άλμπουμ και επέστρεψε στο Παρίσι, όπου άρχισε την ηχογράφηση ενός δεύτερου, το οποίο όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Τον Ιούνιο του 1990, καθώς περίμενε με την φίλη του στο πεζοδρόμιο, τον χτύπησε ένα ταξί και τον εγκατέλειψε τραυματισμένο. Στο νοσοκομείο όμως αποφάσισε ότι αισθανόταν καλά και επειδή βαρέθηκε να περιμένει να τον εξετάσουν οι γιατροί, επέστρεψε στο σπίτι του. Λίγο αργότερα πέθανε στον ύπνο του έχοντας υποστεί σοβαρό εγκεφαλικό τραύμα.

Τον Μάρτιο του 2019 κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντέρ 85 λεπτών σε σκηνοθεσία του Danny Garcia, με τίτλο STIV: No Compromise, No Regrets. Ο Garcia έχει σκηνοθετήσει ακόμα ταινίες για τον Johnny Thunders (Looking for Johnny), τους Clash (The Rise and Fall of the Clash), και για τους Sid Vicious και Nancy Spungen (Sad Vacation).
Κρίνοντας από την πολύ μικρή διανομή του στην Αμερική, μάλλον αποκλείεται να το δούμε εδώ...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.