Blaxploitation – Οι ταινίες και η μουσική τους...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
 
(αναδημοσίευση από το tribe4mian's weblog)

Πριν κάμποσα χρόνια με είχε πιάσει μια μανία με soundtracks Blaxploitation ταινιών και πάντα μου έκανε εντύπωση πώς γράφονταν τόσο καλές μουσικές για τόσο φτηνές παραγωγές...

Η αρχή του νέου αυτού κινηματογραφικού είδους έγινε τον Απρίλιο του 1971 με την ταινία Sweet Sweetback’s Baadasssss Song με σεναριογράφο, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον Melvin Van Peebles ο οποίος έβαλε και τα λεφτά της παραγωγής. Ο ίδιος είχε γράψει τη μουσική της ταινίας, ενώ εκτελεστές ήταν οι Earth, Wind and Fire, σε μια εποχή που η soul-funk βρισκόταν στο απόγειό της.

Τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του Sweetback, το Blaxploitation πέρασε στην mainstream αγορά χάρη στο Shaft με πρωταγωνιστή τον  Richard Roundtree, το οποίο σε αντίθεση με το Sweetback χρηματοδοτήθηκε από την MGM για να βρεθεί στις κινηματογραφικές οθόνες τον Ιούλιο και να γίνει αναμφισβήτητα η καθοριστική στιγμή της ιστορίας του Blaxploitation. Με ένα εκπληκτικό οικονομικό άνοιγμα (με budget 1,125 εκ. δολάρια έκανε εισπράξεις 12 εκ. μέχρι τον Δεκέμβριο), η ταινία συμπεριλαμβάνει όλα τα βασικά συστατικά του είδους (έγκλημα, sex, και τις πολιτικές απόψεις των Μαύρων Πανθήρων), ακόμα και αναφορές στον James Brown.

Τρία χρόνια αργότερα, ο Isaac Hayes θα γράψει την μουσική και θα πρωταγωνιστήσει στο Truck Tuner, για να γίνει ο μοναδικός διάσημος μουσικός που θα αναλάβειτόσο σημαντικό ρόλο σε Blaxploitation ταινία).

Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στις θεμελιώδεις ταινίες, στη μουσική τους και στις μορφές του είδους, καθώς και στην επανεμφάνιση του είδους στον σύγχρονο κινηματογράφο… (Όπως το φετινό Shaft με πρωταγωνιστή τον Samuel L. Jackson, πιο χιουμοριστικό και «family friendly» από το πρώτο του 1971 και με τον  Richard Roundtree στον ρόλο του John Shaft, ή από εκείνο του 2000 στο οποίο επίσης πρωταγωνιστούσε ο Jackson, το Black Panther του 2018 και άλλα. )

 

H Pam Grier στο ρόλο της Foxy Brown

 ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ BLAXPLOITATION ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΟΡΟΣ;

Ως κινηματογραφικό είδος το Βlaxploitation είναι ένα είδος εμπορικού κινηματογράφου που ουσιαστικά συγκροτείται από ανεξάρτητες παραγωγές χαμηλού προϋπολογισμού. Αυτές οι ταινίες περιστρέφονται γύρω από τη βία ή ασχολούνται με ορισμένα θέματα–ταμπού, ενώ χρησιμοποιούν τον αισθησιασμό και τις συγκρούσεις για να προσελκύουν το κοινό.

Οι ταινίες Blaxploitation είχαν μαύρους ηθοποιούς σε πρωταγωνιστικούς ρόλους και επικεντρώνονταν συνήθως σε χαρακτήρες Αφροαμερικανών που υπερνικούσαν τις καταπιεστικές και ανταγωνιστικές μορφές εξουσίας των λευκών, ους οποίους αναφέρουν ως “The Man”. (σημ. Ο λευκός που ανήκει στην εργατική τάξη, όταν λέει The Man, εννοεί το αφεντικό, το κατεστημένο, το σύστημα κλπ.)

Πολύ συχνά, οι πρωταγωνιστές των ταινιών αυτών υποδύονταν στερεότυπα όπως νταβατζήδες, πρεζέμποροι, πόρνες, ή κυνηγοί επικηρυγμένων. Κατά βάθος όμως, το μήνυμα που προωθούσαν ήταν αυτό της Μαύρης ταξικής συνειδητοποίησης και δύναμης.

Ο όρος “blaxploitation” επινοήθηκε στις αρχές τη δεκαετίας του '70 από τον Junius Griffin, τον τότε πρόεδρο της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ανθρώπων (ΝAACP) του Λος Άντζελες,  εν είδη μομφής για την αρνητική εικόνα των Αφροαμερικανών που προέβαλε το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, κάτι που αργότερα θα συνέβαλε στην εξαφάνισή του. Ωστόσο, δεν συμφωνούσαν όλοι στη μαύρη κοινότητα με την αξιολόγηση της NAACP.

Παρότι το Blaxploitation προέβαλε αρνητικά στερεότυπα, μια μεγάλη πλειοψηφία της μαύρης κοινότητας θεωρούσε ότι αυτό το είδος ήταν ένδειξη προόδου. Πριν από τη εμφάνιση του είδους το  1971, οι ρόλοι που συνήθως υποδυόταν ο Αφροαμερικανός ηθοποιός στις ταινίες και στην τηλεόραση ήταν του υπηρέτη, του παραπαιδιού ή του θύματος.  Με αυτή την νέα αρχή όμως γινόταν μια προσπάθεια να μπει ένα τέλος σε αυτή την υποτιμητική αντίληψη.

O William Marshall, ο πρώτος μαύρος Δράκουλας

 Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, το ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων συντάραξε ολόκληρη την Αμερική και, ασφαλώς, το Χόλιγουντ. Με την εξέλιξη της τηλεόρασης και την ταχεία υποβάθμιση του ενδιαφέροντος για τα μιούζικαλ, η κινηματογραφική βιομηχανία αιμορραγούσε και άγγιζε τα όρια της  πτώχευσης.

Με διακηρύξεις για την περηφάνια των μαύρων, ή ιδέα της "Μαύρης Δύναμης" διαδόθηκε σιγά σιγά σε όλη την Αμερική, σε βαθμό που το Χόλιγουντ δεν μπορούσε πλέον  να αγνοεί την Αφροαμερικανική κοινότητα, επιτρέποντας την ευκολότερη πρόσβαση μαύρων κινηματογραφιστών και ηθοποιών στο σύστημα.

Ο πρώτος αυτής της νέας γενιάς κινηματογραφιστών, όπως έγραψα πιο πάνω, ήταν ο Melvin Van Peebles με το Sweet Sweetback’s Baadasssss Song, το οποίο κατέπληξε  τους θεατές που έβλεπαν για πρώτη φορά μαύρο πρωταγωνιστή να αγωνίζεται προκαλώντας το σύστημα και να το κερδίζει.

Πριν από το Sweetback, ουδέποτε είχε υπάρξει ταινία όπου ένας μαύρος ηθοποιός το σκάει από την αστυνομία και τελικά τα καταφέρνει. Έτσι, η ταινία γνώρισε δικαιολογημένα επιτυχία ανάμεσα στην αφροαμερικανική κοινότητα. Κατάφερε να κάνει τζίρο 15 εκατομμυρίων δολαρίων, παρόλο που χαρακτηρίστηκε ακατάλληλη για ανηλίκους λόγω των σεξουαλικών σκηνών, κάτι που ο Van Peebles χρησιμοποίησε ως διαφήμιση λέγοντας ότι "έτσι το χαρακτήρισε μια λευκή κριτική επιτροπή από λευκούς".

Με το Sweetback, ο Van Peebles έβαλε λοιπόν τα θεμέλια του blaxploitation, δίνοντας στο Χόλιγουντ τη λύση που θα το έσωνε από την οικονομική καταστροφή.

Αν όμως ο Van Peebles ήταν το σπίρτο που πυροδότησε την ανάφλεξη του blaxploitation ως κινηματογραφικό είδος, τότε το Shaft του Gordon Parks ήταν το φιτίλι που πυροδότησε τον δυναμίτη. Όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες, το κοινό είδε κάτι εντελώς διαφορετικό από το στούντιο που είχε δώσει τον Μάγο του Οζ και το Όσα Παίρνει ο Άνεμος.

Το αρχικό σενάριο περιελάμβανε μια λευκή εκδοχή του Shaft, ωστόσο, ο Gordon Parks αποφάσισε να προσλάβει στο καστ τον Richard Roundtree στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μια κίνηση η οποία άλλαξε για πάντα τη μοίρα της ταινίας.

Το Shaft θα μπορούσε να γίνει το τελευταίο καρφί στο φέρετρο για την MGM, αλλά η ταινία από μόνη της έσωσε το στούντιο από την επικείμενη απειλή της πλήρους χρεοκοπίας. Ακόμη, το μουσικό θέμα της ταινίας απέφερε στον Isaac Hayes ένα Όσκαρ και το όνομα "Shaft" έγραψε ιστορία.

H ταινία έδωσε στους θεατές μια πιο εμπορικά προσιτή πλευρά του blaxploitation, η οποία είχε πιασάρικο soundtrack, δυναμικό πρωταγωνιστή και μια απεικόνιση μιας αστικής ζωής που μέχρι τότε παρέμενε αθέατη στις προηγούμενες ταινίες του Χόλιγουντ. Επίσης, απέδειξε στο Χόλιγουντ ότι οι μαύροι σκηνοθέτες μπορούν να είναι εξίσου επιτυχημένοι στο πλαίσιο του συστήματος που το Χόλιγουντ είχε δημιουργήσει.

Τόσο το Shaft όσο και το Sweetback έγιναν ορόσημα για τις ταινίες του είδους και  δημιούργησαν μια ζήτηση που το Χόλιγουντ δεν είχε φανταστεί ότι θα υπήρχε.

Ενώ αρχικά οι κακοί, και οι bigger than life χαρακτήρες είχαν σαν target group τους μαύρους θεατές, τα πράγματα δεν έμειναν έτσι για πολύ καιρό. Το είδος διεύρυνε τα όριά  του, μπήκε στο μυαλό Χόλιγουντ και έγινε mainstream.

 

Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΜΗ

Το 1972 άνοιξε ο δρόμος για τον πολλαπλασιασμό των ταινιών του είδους, το οποίο θα ευημερούσε καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, μέχρι να αρχίσει να φθείρεται σιγά–σιγά, καθώς έμπαινε η δεκαετία του ’80.

Μετά την κυκλοφορία του Sweeetback και του Shaft, μια άλλη ταινία θα έρθει στην επιφάνεια για να μοιραστεί τα μεγαλεία των προκατόχων της. Είναι η ανεξάρτητη παραγωγή Super Fly, με ένα θαυμάσιο soul soundtrack από τον Curtis Mayfield, μια ταινία που περιέγραφε την αστική ζωή στα άκρα, με τον πρωταγωνιστή, έναν έμπορο κοκαΐνης, να προσπαθεί να κλείσει μια τελευταία μεγάλη συμφωνία πριν αποσυρθεί από τη παρανομία. Η ταινία προβλημάτισε περισσότερο ακόμα το NAACP καθώς ο ήρωάς της ήταν ο πλουσιότερος, ο πιο αξιοσέβαστος και πιο επιφανής άνθρωπος της γειτονιάς του.

Την ίδια χρονιά ωστόσο, ο Marvin Gaye, προχώρησε άλλο ένα βήμα μπροστά για τα μουσικά δεδομένα της εποχής, κυκλοφορώντας το soundtrack της ταινίας Trouble Man, με πιο χαλαρή και jazz διάθεση. Αν και εντάσσεται ανάμεσα στα κλασικά άλμπουμ του Gaye, What’s Going On και Let’s Get It On, το άλμπουμ αγνοήθηκε και μόνο το ομώνυμο τραγούδι κατάφερε να φτάσει στην 7η θέση των charts.

Δεδομένης της πολιτιστικής σημασίας του Blaxploitation, είναι περίεργο ότι άργησε τόσο πολύ ο Soul Brother Number One να πάρει μέρος – αλλά όταν ο James Brown το έκανε για την ταινία Black Ceasar του 1973, ήταν αμείλικτος και το έκανε χωρίς να έχει δει ποτέ την ταινία.

Δύο μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1973, το Slaughter’s Big Rip-Off (συνέχεια του Slaughter, της ταινίας που είχε προβληθεί την προηγούμενη χρονιά με πρωταγωνιστή τον αστέρα του αμερικανικού ποδοσφαίρου Jim Brown), το soundtrack ήταν επίσης γραμμένο από τον James Brown.

Κι ενώ το “Sexy Sexy Sexy” έφτασε στο Νούμερο 6 των charts, αλλού αναμασά τραγούδια του 1970 όπως το “Brother Rapp.” Η ειρωνεία της μοίρας είναι ότι το τρίτο soundtrack που έγραψε εκείνη την χρονιά για τη συνέχεια του Black Ceasar με τίτλο Hell Up In Harlem, απορρίφθηκε κι έτσι ο Brown το κυκλοφόρησε με τον τίτλο  The Payback για να γίνει το μοναδικό χρυσό του άλμπουμ.

Την μουσική του Hell Up In Harlem ανέλαβε να συνθέσει ο Edwin Starr και τις χρονιές 1973-74 παρουσιάστηκαν ισχυροί διεκδικητές για την πρώτη θέση του είδους (ανάμεσά τους το Coffy και το Foxy Brown, με πρωταγωνίστρια την Pam Grier και με συνθέσεις όπως το ”Coffy Is The Color” του Roy Ayers, το μουσικό θέμα του “Foxy Brown» γραμμένο από τον Willie Hutch, ή το “Cleopatra Jones” με το βασικό θέμα γραμμένο από τον Joe Simon). 

Μέχρι το 1976, είχαν γυριστεί σχεδόν 200 blaxploitation ταινίες που κάλυπταν ένα φάσμα από ανεξάρτητες μέχρι ακριβές παραγωγές με χρηματοδότηση από το Χόλιγουντ. Ανεξάρτητα πάντως από το budget της κάθε ταινίας, η δράση, το αδικαιολόγητο σεξ και η βία, καθώς και ο φυλετικός διαχωρισμός, παρέμειναν τα καθοριστικά στοιχεία του είδους.

Μυστικό συστατικό του blaxploitation παρέμειναν οι μουσικές επενδύσεις του, οι οποίες προσέθεταν βάθος και εκλεπτυσμένο ύφος στις ταινίες.

Με το πέρασμα των ετών πάντως, κατάφερε ως είδος να δημιουργήσει, εκτός από την Pam Grier, και άλλα δικά του αστέρια, όπως η Tamara Dobson, ο Rudy Ray Moore και ο Fred “The Hammer” Williamson.

Ωστόσο, όσο περνούσαν τα χρόνια, το είδος άρχισε να στερεύει από νέες ιδέες και να δανείζεται από κάθε διαθέσιμο είδος προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή.

Αυτό κατ' επέκταση έδωσε ταινίες τρόμου, όπως το Blacula ή το Blackenstein, ή γκανγκστερικές παραλλαγές, όπως το Black Ceasar, γουέστερν με μαύρους πρωταγωνιστές και, μεταξύ άλλων, ταινίες kung-fu.

Όλο αυτό το διάστημα, το είδος συνέχισε να δέχεται αντιδράσεις, οι οποίες κορυφώθηκαν από τα μέσα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Η NAACP συνέχισε να επικρίνει τα στούντιο για τα αρνητικά στερεότυπα που προέβαλε το είδος και για την τάση του να ενισχύει με αυτόν τον τρόπο την αρνητική εντύπωση που είχαν οι λευκοί σχετικά με την  κουλτούρα των μαύρων.

Ταυτόχρονα, οι φτηνές παραγωγές και η επανάληψη της συνταγής "εγκληματικότητα και θρίλερ του γκέτο", άρχισαν να κουράζουν τους θεατές με αποτέλεσμα, όταν έφτασε πλέον η δεκαετία του ’80, οι παραγωγές Blaxploitation ταινιών να έχουν σταματήσει. Αυτό δυστυχώς έριξε στην ανεργία πολλούς από τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τους καλλιτέχνες και τους τεχνικούς που είχαν παλέψει τόσο σκληρά για να ενταχθούν στην κινηματογραφική βιομηχανία.

Αλλά, όπως όλα τα πράγματα κάνουν κύκλους, έτσι κι αυτό το είδος δεν έμεινε νεκρό για πάντα.

 

Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΕΠΙΡΡΟΗ

Το blaxploitation ως είδος μπορεί να τα είχε δώσει όλα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας  του ’80, αλλά η τελευταία εντύπωση που άφησε στους νέους κινηματογραφιστές θα προκαλέσει μια αναβίωση ορατή μέχρι σήμερα.

Οι κινηματογραφικές ταινίες, όπως το Do The Right Thing του Spike Lee και το Boyz n the Hood του Jonathan Singleton, επικεντρώθηκαν επίσης στην αστική ζωή των νεαρών μαύρων Αμερικανών. Ωστόσο, αυτό ήταν ένα νέο κύμα μαύρης κινηματογραφίας και όχι μια απλή ανατροπή της κινηματογραφικής γραφής του blaxploitation.

Αυτές οι ταινίες που εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, θα ενσωμάτωναν στοιχεία του blaxploitation, ενώ ταυτόχρονα  θα κατέκριναν σιωπηρά την ανάδειξη του στερεότυπου του «εγκληματικού» χαρακτήρα.

Ο μεγαλύτερος πάντως παράγοντας, ο οποίος συνεισέφερε στην αναβίωση του είδους θα προερχόταν από τις ταινίες του Quentin Tarantino, και πιo συγκεκριμένα από την ταινία Jackie Brown η οποία επανέφερε στη μόδα το τραγούδι “Across 110th Street”, μια σύνθεση του Bobby Womack για την ομώνυμη ταινία του Paul Benjamin το 1972. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να διαπιστώσει στοιχεία Blaxploitation ταινιών σχεδόν σε όλες τις ταινίες του Tarantino (φτάνει να δείτε τον Jules στο Pulp Fiction). Το Jackie Brown όχι μόνο προκάλεσε τους θεατές να δώσουν άλλη μια ευκαιρία στο μέχρι τότε ξεχασμένο κινηματογραφικό είδος, αλλά πυροδότησε την καριέρα της Pam Grier δίνοντάς της την ευκαιρία για έναν δεύτερο γύρο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 εμφανίστηκαν μερικές ακόμα ταινίες blaxploitation με τη μορφή παρωδίας, όπως οι κωμωδίες δράσης Pootie Tang, το Undercover Brother, το Black Dynamite ή το remake του Shaft του 2000.

Το Blaxploitation επηρέασε σημαντικά την αμερικανική μουσική τόσο κατά τη διάρκεια της ακμής του όσο και μετά από αυτήν. Επηρέασε επίσης με τον τρόπο του το hip-hop, ενώ ο Tupac ανέφερε τις ταινίες blaxploitation της δεκαετίας του ’70 ως σημαντική επιρροή στη ζωή και στη μουσική του.

Είναι ένα είδος που συνεχίζει να πηγαίνει καλά σήμερα και πιθανότατα θα συνεχίσει να είναι ισχυρό, λαμβάνοντας υπόψη τη δημοτικότητα του Luke Cage και της οικονομικής επιτυχίας που γνώρισε το Black Panther της Marvel (2018) και το BlacKkKlansman του Spike Lee…

Δεδομένης της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης στην Αμερική, η στιγμή είναι κατάλληλη για την επιστροφή του είδους.

Θα κλείσω το κείμενο, προσθέτοντας ολόκληρο το ντοκιμαντέρ για το φεστιβάλ Wattstax, το οποίο θεωρείται από πολλούς ως «το Woodstock των μαύρων» και πραγματοποιήθηκε στις 20 Αυγούστου 1972 στο Los Angeles Memorial Coliseum με αφορμή την έβδομη επέτειο από τις ταραχές του 1965 στην συνοικία Watts στο Νότιο Los Angeles.

Στο γήπεδο συγκεντρώθηκαν 112.000 θεατές, ενώ στο φεστιβάλ, το οποίο έγινε την ημέρα των γενεθλίων του Isaac Hayes, έλαβαν μέρος τα μεγαλύτερα ονόματα της δισκογραφικής εταιρίας Stax. Tο σκηνοθέτησε ο Mel Stuart και κέρδισε χρυσή σφαίρα και βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ 1974.

Αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς τα κείμενα του Aaron Haughton για το online περιοδικό Viddy Well και του Jason Draper για το online περιοδικό Discover Music.

 ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.