Εκεί που τελειώνουν οι νότες αρχίζουν οι ιστορίες...

Ο Μπάμπης Αργυρίου εξηγεί πως ένα άλμπουμ διασκευών μπορεί να είναι φτιαγμένο από λέξεις (για να γίνει βιβλίο...)

Το πρωί της Δευτέρας πήρα το λεωφορείο για να κατεβώ στο κέντρο, όπου βρίσκεται η έδρα του περιοδικού που με δέχτηκε για συνεργάτη. Στη διαδρομή φανταζόμουν πως θα μπω στο γραφείο του αρχισυντάκτη κι αυτός θα μου δείξει τις ντάνες των νέων δίσκων και cd και θα μου πει να διαλέξω ό,τι θέλω για κριτική. «Εδώ γράφουμε μόνο για ό,τι γουστάρουμε», θα μου έλεγε. «Γέμισε το σακίδιό σου, άκουσέ τα στο σπίτι με την ησυχία σου, γράψε και στείλε μου τις κειμενάρες σου».

Δεν έγινε έτσι· ο αρχισυντάκτης μού ανέθεσε την κριτική ενός βιβλίου. «Νόμισα πως θα γράφω για μουσική», είπα δειλά, φοβούμενος μην τον εξαγριώσω. «Αυτό είναι καλύτερο, γιατί συνδυάζει μουσική και λογοτεχνία. Εγώ το ξεκοκάλισα μέσα στο σαββατοκύριακο», είπε. Τον πίστεψα. Γιατί να μου πει ψέματα;

Βγήκα απ’ το γραφείο, φόρεσα τα ακουστικά και πάτησα το play. Άκουσα τον Bill Callahan να τραγουδάει «It feels good to be writing again / clear water flows from my pen / and it sure feels good to be writing again». Θα έγραφα ξανά κι εγώ μετά από καιρό· μου είχε λείψει το γέμισμα της λευκής σελίδας. Στη στάση ξεκίνησα να διαβάζω τυχαία κεφάλαια του βιβλίου και συνέχισα την ανάγνωση στη διαδρομή.

Θυμήθηκα τη συμβουλή που δίνουν οι φτασμένοι συγγραφείς στους καινούργιους – να γράφουν για πράγματα που γνωρίζουν. Ο τύπος σίγουρα κατείχε το θέμα του, το είχε ‘σπουδάσει’. Και ήταν η μουσική, το πιο γοητευτικό θέμα που θα μπορούσε να διαλέξει. Δεν θα με εξέπληττε αν μου έλεγε πως ευχαριστήθηκε υπερβολικά τη διαδικασία της συγγραφής.

Διάβασα επτά ιστορίες μέχρι να φτάσω στο σπίτι. Σκέφτηκα ότι κάθε ιστορία ήταν μια εκτεταμένη απάντηση σε ένα ερώτημα που δεν παρατίθετο. Ποιο μπορεί να είναι το στήριγμα ενός ασιάτη μαθητή που προπηλακίζεται σε ένα ευρωπαϊκό σχολείο και ποια μπορεί να είναι τα σημεία ταύτισης του ξένου με τον ντόπιο; Τι διαφορετικό θα έκανε μια μουσικός της πρωτοπορίας και του πειραματισμού αν γινόταν υπουργός πολιτισμού; Τι θα έλεγε ένας διάσημος τραγουδιστής αν τον έπιανε μια διάθεση για ειλικρινή εξομολόγηση μπροστά στις κάμερες; Θα είχε ενδιαφέρον η ιστορία ενός ζωγράφου που απεχθανόταν την επανάληψη και τι συνέπειες θα είχε αυτό στη σχέση με τον γιο του; Τι θα γινόταν αν ένας γνωστός τραγουδοποιός έμπαινε στη φυλακή και συναντούσε τους διαβόητους ήρωες του; Μπορεί να σκοτώσει κανείς με τη βοήθεια ενός cd; Αν αλλάξω τους ρόλους στα κρίσιμα γεγονότα της ιστορίας ενός συγκροτήματος, θα προκύψει κωμωδία ή νέο δράμα;

Μπήκα στο σπίτι και έστειλα μήνυμα στον συγγραφέα, παρακαλώντας τον να μου τηλεφωνήσει. Ήθελα να τον ρωτήσω για τη διαδικασία της συγγραφής και τον σκοπό της έκδοσης του βιβλίου του. Με πήρε μετά από λίγα λεπτά και απάντησε πρόθυμα στις ερωτήσεις μου.

«Αν το Άλμπουμ διασκευών είχε πόδια, το ένα θα πατούσε στη μουσική και το άλλο στη λογοτεχνία. Το βλέπω και σαν γέφυρα, αφού στο επόμενο βιβλίο μου –που θα είναι μυθιστόρημα– δεν θα πρωταγωνιστούν παθιασμένοι ακροατές της μουσικής. Το βιβλίο δεν περιέχει ιστορίες στις οποίες έχει θέση και η μουσική, αλλά ιστορίες που εμπνεύστηκα σκεφτόμενος τις ζωές και το έργο μουσικών που άκουγα μικρός ή μεγαλύτερος. Για πολλούς εξ αυτών δεν είχα γράψει ποτέ κάτι, και πιθανότατα δε θα ξαναγράψω.

»Η διαδικασία της δημιουργίας δεν ήταν ίδια σε όλες τις ιστορίες/για όλους τους μουσικούς. Σε κάποιους έφτανε να σκεφτώ τη φιλοσοφία και τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσής τους για ν’ αρχίσουν να γεννιούνται οι ιδέες με ταχύ ρυθμό. Εγώ δεν είχα παρά να τις σημειώνω για να τις αναπτύξω αργότερα. Έφερα, για παράδειγμα, στο μυαλό μου έναν σεμνό Ιρλανδό κιθαρίστα, που αγαπούσε τα μπλουζ, του άρεσαν τα καρό πουκάμισα και δεν είχε κοψιά σταρ. Σε λίγα λεπτά είχα στο μυαλό μου τον σκελετό της ιστορίας του. Σε άλλες περιπτώσεις μουσικών χρειάστηκε να κάνω ένα φρεσκάρισμα των στίχων. Έτσι για παράδειγμα θυμήθηκα τις ιδιαίτερες φιγούρες που μας γνώρισε ο Tom Waits και τους ζοφερούς στίχους των Cure. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν χρειάστηκε ούτε ανάγνωση των στίχων· ένας τίτλος δίσκου ή τραγουδιού (Fear of music, Ulysses, Exodus, Radio Ethiopia) αρκούσε για να ξεκινήσει το χτίσιμο μια ιστορίας που γέμισε πέντε ή δέκα σελίδες.

»Χάρη στο βιβλίο γνώρισα πολλούς και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Τον κουρασμένο από την αίσθηση της αδικίας και τις καταχρήσεις, Χάρρυ, που ανέβηκε στην ταράτσα και στεκάμενος στο χείλος της, άνοιξε την καρδιά του σε μια ξένη. Την ικανή και περήφανη Νικολέτ από τη Ρουάμπια. Τον παρορμητικό Τόμι Τζέιμς από την Μπόρντενταουν που φέρθηκε στον Νάστι Ρόνι όπως του άξιζε. Τον ερευνητή Φάλον ΜακΚένζι που ετοιμαζόταν να δημοσιοποιήσει στοιχεία για την απάτη του αιώνα. Τον κύριο Τζόουνς, συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών με αμφισβητούμενης ηθικής χαρακτήρες, που μπήκε στον πειρασμό να σκοτώσει. Τον 75χρονο Καναδό που βρήκε τρόπο ν’ αποσπάσει την προσοχή ανθρώπων που αδιαφορούσαν για την ύπαρξή του. Τον Μίο Μιν από τη Βιρμανία που αγαπούσε το υγρό στοιχείο και τον δωδεκάχρονο Ρικάρντο από τη Γουατεμάλα. Και πολλούς άλλους που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

»Το Άλμπουμ διασκευών λοιπόν περιέχει ιστορίες εμπνευσμένες από ανθρώπους που γράφουν και τραγουδούν ιστορίες για να τις διαβάσουν οι ακροατές τους, αλλά και οι αναγνώστες που απολαμβάνουν την ανάγνωση ιστοριών. Νομίζω πως δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάποιος το έργο των συγκροτημάτων για να τις ευχαριστηθεί. Είναι φανερό γιατί γράφτηκε το βιβλίο: Για να προσφέρει ψυχαγωγία, χαμόγελα και συγκίνηση στον αναγνώστη. Για τον ίδιο δηλαδή λόγο που γράφτηκε το Έχω όλους τους δίσκους τους και το Προτιμώ τα παλιά τους».

Χρησιμοποίησα τις πληροφορίες που μου έδωσε ο συγγραφέας και σε δύο μέρες έστειλα το κείμενο στον αρχισυντάκτη. Από την απάντησή του συμπέρανα ότι του άρεσε. «Έπιασες το πνεύμα του βιβλίου, ούτε μέσα στο μυαλό του συγγραφέα να ήσουν», μου έγραψε. «Επειδή έχω πολλούς να μου γράφουν τις κριτικές των δίσκων, εσύ στο εξής θα γράφεις μόνο για βιβλία».

Ο Μπάμπης Αργυρίου ξεμυαλίστηκε πολύ νωρίς από τη μουσική και συμπέρανε πως ήρθε στον κόσμο για να προσηλυτίζει κι άλλους στη λατρεία της. Όμως του άρεσε να κλείνει κάπου κάπου το κασετόφωνο και να σκαρώνει ιστορίες. Όταν μεγάλωσε, άρχισε να γράφει την άποψή του για δίσκους και όταν παραμεγάλωσε, έγραψε δυο μυθιστορήματα με ήρωες παθιασμένους – μάντεψε με τι… Οι τίτλοι τους Έχω όλους τους δίσκους τους (2013) και Προτιμώ τα παλιά τους (2015). Στο Άλμπουμ διασκευών η μουσική προσπαθεί να κρυφτεί –και συχνά τα καταφέρνει– παρότι οι ιστορίες έχουν ως πηγή έμπνευσης βιογραφίες, χαρακτηριστικά και στίχους ροκ μουσικών.

Το τελευταίο του βιλίο μόλις κυκλοφόρησε και έχει τίτλο Άλμπουμ Διασκευών...

Ο Μπάμπης Αργυρίου είναι ο δημιουργός των: Ράδιο Free (1980-87), Rollin Under fanzine (1985-91), Lazy Dog Records (1985-2005), MiC Books (2013-) και συνδημιουργός του MiC.gr (2000-).