Ο Τζιμάκος κι εγώ: Αναμνήσεις από το σπίτι των (μισο)πεθαμένων...

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

Τον είδα για πρώτη φορά με τις Μουσικές Ταξιαρχίες στο υπόγειο του Αχ Μαρία, εκεί στη Σολωμού, απέναντι από το σημερινό An Club, το 1981, λίγο μετά την επεισοδιακή συναυλία των Μουσικών Ταξιαρχιών στην Καρδίτσα τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς που είχε καταλήξει στη σύλληψη του Τζιμάκου και άλλων μελών της μπάντας για… βλασφημία των θείων. Δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα δίσκο, μόνο την περιβόητη κασέτα που δεν είχα ακούσει ακόμα. Κοινώς, δεν γνώριζα απολύτως τίποτα για το συγκρότημα, αλλά τα δημοσιεύματα στον τύπο για το... Καρδι(τσι)ακό Επεισόδιο ήταν αρκετά για να με παρακινήσουν. Εξάλλου, οι προσβολές των θείων ανέκαθεν ήταν κάτι που με γοήτευε...

Έτσι, γεμάτος περιέργεια για τον ντόρο, κατηφόρισα εκείνο το βράδυ με την παρέα μου στα Εξάρχεια (ήδη είχα αρχίσει να συχνάζω σχεδόν σε καθημερινή βάση στο προσφιλές «άδυτο»), ψημένος ότι επρόκειτο να παρακολουθήσω κάτι ανατριχιαστικά βέβηλο και ανομολόγητα βλάσφημο. Φτάνοντας έξω από το ιστορικό πλέον κλαμπ, πρόσεξα μια αφίσα με το πρόσωπο μιας κοπέλας μισοκρυμμένο πίσω από φερετζέ, που έγραφε με μεγάλα γράμματα ΦΑΤΜΕ. Ήταν το εξώφυλλο του πρώτου άλμπουμ της μπάντας του Νίκου Πορτοκάλογλου που μόλις είχε κυκλοφορήσει και το οποίο φυσικά αγνοούσα, όπως άλλωστε και το ίδιο το συγκρότημα. Θυμάμαι πάντως ότι το κόνσεπτ με είχε παραξενέψει, αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία και μπούκαρα στο μαγαζί.

Εκείνο το βράδυ το Αχ Μαρία ήταν σχεδόν άδειο – πρέπει να ήταν καθημερινή. Το δικό μας, και 5-6 άλλα τραπέζια όλα κι όλα. Και βγαίνει η μπάντα. Και κοζάρω ένα ένα τα μέλη της. Και νομίζω, ο αδαής, ότι αυτοί είναι οι Μουσικές Ταξιαρχίες. Τους παρατηρώ καλύτερα και διαπιστώνω ότι δεν μου γεμίζουν πολύ το μάτι για ταραχοποιοί, τους κόβω για λίγο ξενέρωτους. Και αρχίζουν να παίζουν. Και δωσ’ του «Άσωτος Υιός» και δωσ’ του «Άρρωστα Νεύρα» και δωσ’ του «Μένεις Ορφανός» – δεν μπορεί, σκέφτομαι, κάτι τρέχει, κάτι δεν πάει καλά. Έπειτα από τρία τέσσερα τραγούδια, συνειδητοποιώ (το τζιμάνι) ότι μάλλον παρακολουθούμε κάποιο σαπόρτ και αρχίζω να εκνευρίζομαι επειδή ομολογώ, και να με συγχωρεί ο Νίκος, ότι έχω αρχίσει λιγάκι να βαριέμαι.

Και κάποια στιγμή, επιτέλους, οι Φατμέ, γιατί περί αυτών επρόκειτο, κλείνουν την εμφάνισή τους και ακολουθεί «ολιγόλεπτον διάλειμμα». Και τα φώτα σβήνουν. Και... ημίφως, πολύ ημίφως, αδελφάκι μου. Και τότε διακρίνω μέσα στο μισοσκόταδο μερικούς ακίνητους τύπους που φορούν κουκούλες σαν κι αυτές που φορούν οι δήμιοι στον κινηματογράφο (και στην πραγματικότητα). Στέκουν τελείως ακίνητοι. Και μπροστά μπροστά στη σκηνή, ένας παχουλούτσικος τυπάκος σαν ξωτικό, φορώντας κολάν και τιράντες κεντημένες με σφυροδρέπανα (εντάξει, δεν θυμάμαι αν τις φορούσε από τότε, μπορεί και ναι, μπορεί και όχι, αλλά μ’ αρέσει κάπου κάπου να μπουρδολογώ, έτσι, για να παραστήσω τον σπουδαίο) και κρατώντας στην αγκαλιά του ένα πάνινο κουκλάκι, μάλλον σε θλιβερή κατάσταση. Και αρχίζει η μουσική. Και κάποια στιγμή βγαίνει η κουκούλα, νομίζω μετά τις πρώτες στροφές ή λίγο αργότερα – δεν έχει σημασία. Και αντικρίζω εκείνο το παιχνιδιάρικο, μπιρμπιλωτό βλέμμα. Και ακούω τους στίχους. Και λέω στην παρέα, «Παίδες, εδώ είμαστε…»

Έκτοτε και για τα αμέσως επόμενα χρόνια, παρακολούθησα αρκετές φορές τον Τζιμάκο και τις Μουσικές Ταξιαρχίες, κυρίως στην Πλάκα, στο Σκάιλαμπ και στη Λήδρα, και κάθε φορά πράγματι το θέαμα και η μουσική ήταν αρκούντως διασκεδαστικά και με έντονο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα. Αγόρασα και τον πρώτο δίσκο των Μουσικών Ταξιαρχιών, αλογόκριτο παρακαλώ (η ιδέα με τον Γκουσγκούνη μου είχε φανεί πολύ πρωτότυπη). Στο μεταξύ, είχα τσιμπήσει και την πρώτη κασέτα τους, αν δεν απατώμαι από τον Άσιμο στο Πολυτεχνείο (Είχα, βλέπετε, γλιτώσει τον ανηλεή ξυλοδαρμό από τα ΚΝατ και την ΕΣΑΚ στο Χημείο το '79, επειδή είχα αποφασίσει να μη διανυκτερεύσω στην κατάληψη της σχολής, αλλά κάπου πιο ζεστά και πιο κόζικα, αν με εννοείτε).

Μ' αυτά και μ’ αυτά, λοιπόν, με ή χωρίς τις Μουσικές Ταξιαρχίες (άπαντες έξοχοι μουσικοί με πρωταγωνιστές τον απαράμιλλο Γιάννη Δρόλαπα και τον μοναδικό τυμπανοκρούστη, μακαρίτη πλέον, Βαγγέλη Βέκιο), ο Τζιμάκος ακολούθησε την πορεία που πλέον γνωρίζουν ακόμα και οι πέτρες. Ομολογώ ότι κάποιες φορές ο Τζιμάκος με «χάλασε» και ανέκαθεν θεωρούσα άστοχες μερικές από τις επιλογές του (όχι πάντως τις όποιες διενέξεις του με το κατεστημένο ή με τον Ακατονόμαστο, αλλά σίγουρα εκείνη τη ακατανόητη «συνεργασία» του με τον Γιάννη Αγγελάκα), αλλά δεν βαριέσαι, έτσι είναι οι καλλιτέχνες.

Ωστόσο, μια συγκεκριμένη φάση θα μου μείνει αξέχαστη από τις βραδιές που παρακολουθούσα το συγκρότημα στη Λήδρα της πλακιώτικης Λυσίου: Ψηλοτάβανο το μαγαζί κι ενώ η μπάντα έχει σταματήσει να παίζει, υπάρχει κάτι σαν σκαλωσιά, ψηλά πάνω από τη χαμηλή σκηνή (το κοινό ήταν τραπεζωμένο). Τα φώτα σβήνουν, πίσσα σκοτάδι, κι αμέσως μετά ένας προβολέας που εκπέμπει λευκό φως σημαδεύει μια κοπέλα που κάθεται σεμνά και ταπεινά σε ένα σκαμνί στη μια γωνία της σκαλωσιάς, φορώντας έναν λευκό μακρύ χιτώνα. Είναι σκυφτή και απορροφημένη στο κέντημά της.

Ξαφνικά, ακούγεται φασαρία, τρεχαλητό, ένας μίνι ορυμαγδός από αστραπόβροντα. Η κοπέλα στρέφεται αιφνιδιασμένη και να σου ο Τζιμάκος, ως άλλος Άγγελος Κυρίου, πάνω στη σκαλωσιά κρατώντας στο απλωμένο χέρι του, αντί του πασίγνωστου Κρίνου, έναν δοκιμαστικό σωλήνα (η εποχή των παιδιών του σωλήνα, βλέπετε). Κι ενώ η κοπέλα (προφανώς, η Αειπάρθενος Μαρία) γονατίζει μπροστά του για να παραλάβει τον σωλήνα και να δεχτεί τη θεϊκή ευλογία, κάπου μπουρδουκλώνεται και το πρόσωπό της βρίσκεται «άθελά» της ανάμεσα στα πόδια του Τζιμάκου, ο οποίος δείχνει να το απολαμβάνει δεόντως – όπως τελικά και η κοπέλα που βάζει όλη της την μαεστρία στην εκτέλεση της πασίγνωστης σεξουαλικής πράξης. Όλα αυτά ασφαλώς ντυμένοι, για να μην παρεξηγιόμαστε.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως ακριβώς θα ήθελε το... ευλογημένο ζεύγος. Λίγο πριν την πεολειχική κορύφωση, ακούγεται από τα ηχεία ο ήχος ενός αυτοκινήτου που φρενάρει απότομα και μια πόρτα που ανοίγει και κλείνει γρήγορα. Η κοπέλα σταματάει αυτό που κάνει και πετάγεται έντρομη όρθια, κραυγάζοντας: "Ο Ιωσήφ!"
Και τότε... τότε... σε μια γιγαντοοθόνη που κρέμεται πάνω από τη σκαλωσιά, ψηλά κοντά στο ταβάνι, εμφανίζεται η φωτογραφία του Ιωσήφ. Του Ιωσήφ... Ποιανού Ιωσήφ; Μα του Ιωσήφ Στάλιν, φυσικά!

Και αρχίζει η μουσική... Και έχουμε πέσει κάτω από τα γέλια… Και ο Τζιμάκος, στο μικρόφωνο πια, αρχίζει να άδει: «Ένα μωρό με δυο κεφάλια, και δυο κεραμίδια στα δυο του τα φρύδια… Ο δότης μπαμπάς του ήταν στο ΕΚΚΕ, κι έχει λατέρνα που παίζει ρέγκε…»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Άντε Γαμήσου Εργατιά

ΑΚΟΥΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Μουσικές Ταξιαρχίες - Για μας κελαηδούν τα πουλιά; στη Λήδρα 06/11/1982 (full audio)

ΔΕΙΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Τζίμης Πανούσης & Μουσικες Ταξιαρχίες - (complete show) @Κύτταρο 03/04/2015

 


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.