Εκατό χρόνια Bauhaus: Χτίζοντας προς όφελος μιας εξισωτικής κοινωνίας...

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

«Το Bauhaus αποσκοπεί στη συγκέντρωση όλης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας σε μία ενότητα»
Walter Gropius, Μανιφέστο του Bauhaus, 1919

Αντλώντας έμπνευση από την γερμανική Επανάσταση των Σπαρτακιστών τον Νοέμβριο του 1918 και παρά την αιματηρή καταστολή της από την ηγεσία και τον στρατό του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, αντιμιλιταριστές και ειρηνιστές, έτρεφαν ελπίδες για μια καλύτερη κοινωνία που θα απέβλεπε στο κοινό καλό. Πολλοί, ωστόσο, δεν είχαν ξεκάθαρο πολιτικό προσανατολισμό ούτε πλήρη αντίληψη για τις αιτίες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που μόλις είχε λήξει. Ωστόσο, παρά την έλλειψη διαύγειας, διατυπώθηκαν σοσιαλιστικού τύπου εκδοχές για το μέλλον, προσανατολισμένες σε μια πιο δίκαιη κοινωνία.

Το Bauhaus – στην κυριολεξία «οικοδόμηση σπιτιών» – εμφανίστηκε στη Βαϊμάρη το 1919 ως κρατική σχολή για την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Οι κατευθυντήριες αρχές του Μανιφέστου του ήταν η κοινότητα, η ενότητα της τέχνης, η πρακτική εξάσκηση, η συνεργασία ανάμεσα σε τεχνίτες και καλλιτέχνες, και η καλλιέργεια της αίσθησης ότι αυτό το κίνημα ανήκε στον λαό. Όλοι οι καλλιτεχνικοί κλάδοι έπρεπε να ενωθούν ξανά κάτω από μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη.
Το όνομα Bauhaus ήταν επίσης ένα λογοπαίγνιο βασισμένο στη γερμανική λέξη Bauhütte (κατασκευή/χτίσιμο καλύβας), δηλαδή το εργαστήριο όπου οι τεχνίτες των μεγάλων μεσαιωνικών καθεδρικών ναών εργάζονταν μαζί: λατόμοι, σοβατζήδες, λιθοξόοι, χτίστες και άλλοι. Δεν υπήρχαν αυστηρές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε καλλιτέχνες και τεχνίτες και οι χτίστες ήταν και τα δυο. Αυτό υπήρξε ένα κομβικό σημείο για τη σχολή του Bauhaus και καθώς η λέξη Hütte σημαίνει καλύβα, ο όρος εκσυγχρονίστηκε σε Haus (σπίτι). Υπό αυτή την έννοια, ο όρος Bauhaus αναφέρεται στο εργαστήριο, στην αίσθηση της κοινότητας και της ισότητας ανάμεσα στην τέχνη και την τεχνική κατάρτιση υπό την καθοδήγηση της αρχιτεκτονικής, όπως αυτό είχε καλλιεργηθεί στα μεσαιωνικά εργαστήρια. Η ζωγραφική, η γλυπτική, οι εφαρμοσμένες τέχνες, η μουσική και ο χορός, θα συνδυάζονταν για την οικοδόμηση του μέλλοντος.


Σύμφωνα με αυτόν τον συνδυασμό τέχνης και τεχνικής κατάρτισης στην μεσαιωνική κατασκευή των καθεδρικών, ο «Καθεδρικός του Σοσιαλισμού» έγινε αντιληπτός ως η ουτοπική κατασκευή και ενσωμάτωση μιας μελλοντικής κοινωνικής δομής, με στόχο την υπέρβαση των συνεπειών της αποξένωσης, οι αιτίες της οποίας ήταν περισσότερο εμφανείς στο διαχωρισμό της εργασίας και λιγότερο στη μισθωτή εργασία.
Στη διάρκεια της σύντομης ύπαρξης του Bauhaus (1919-1933), εμφανίστηκαν αρκετοί σχεδιαστές και αρχιτέκτονες που με το έργο τους επηρεάζουν μέχρι σήμερα τις εικαστικές τέχνες. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία τους, τα καθημερινά αντικείμενα αποκτούν ομορφιά, μέσω απλών μορφών, υλικών και χρωμάτων.
Με πρωτοβουλία των Walter Gropius, Bruno Taut, Adolf Behne και άλλων, το 1919 συγκροτήθηκε το Συμβούλιο Εργατών για την Τέχνη (ένα όνομα επηρεασμένο από τα Εργατικά και Στρατιωτικά Συμβούλια της Επανάστασης των Σπαρτακιστών) με στόχο να φέρει τον λαό σε επαφή με τις τρέχουσες εξελίξεις στην αρχιτεκτονική και την τέχνη: «Η τέχνη και οι άνθρωποι πρέπει να αποτελούν μια ενότητα. Η τέχνη δεν πρέπει να αποτελεί πλέον ευχαρίστηση των λίγων, αλλά να εξυπηρετεί την ευτυχία και τη ζωή των πολλών». Σύμφωνα με τον Gropius, τον βασικό εμπνευστή του κινήματος, «όσο περισσότερο αυξάνεται η περηφάνια της τάξης τους, οι άνθρωποι θα περιφρονούν και θα πάψουν να μιμούνται τους πλούσιους, επινοώντας ανεξάρτητα τον δικό τους τρόπο ζωής. Αυτή κατανόηση από τον λαό, είναι το γόνιμο έδαφος για την τέχνη που έρχεται».


Το νέο για τη σχολή ήταν η προσπάθειά της να ενσωματώσει την τέχνη και την μαστοριά, να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην τέχνη και στην τεχνική κατάρτιση. Η ενότητα των τεχνών υπήρξε κεντρικό δόγμα για το βρετανικό Κίνημα Τεχνών και Τεχνικής Κατάρτισης του William Morris στα μέσα του 19ου αιώνα και αυτό επηρέασε τον Gropius στην εφαρμογή της ιδέας του. Μολαταύτα, το Bauhaus διέφερε θεμελιωδώς από το κίνημα του Morris, καθώς έδωσε έμφαση στον αστικό και τον τεχνολογικό σχεδιασμό και υιοθέτησε τον πολιτισμό των μηχανών του 20ού αιώνα.
Αυτό ακριβώς απεικόνιζε η ξυλογραφία του Lyonel Feininger που ο Gropius πρόσθεσε στο εξώφυλλο του ιδρυτικού μανιφέστου του Bauhaus το 1919: μια τριάδα που περιβάλλει τη σπείρα ενός καθεδρικού: οι τρεις τέχνες, η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική, με τις ακτίνες τους να ρέουν η μια μέσα στην άλλη. Η επιλογή του καθεδρικού παραπέμπει στο Bauhütte και υπογραμμίζει τον κεντρικό ρόλο της αρχιτεκτονικής. Η παλιά τεχνική της ξυλογλυπτικής συνδυάζεται με ένα φουτουριστικό κυβιστικό σχέδιο.

Walter Gropius

Οι βασικές αρχές του Bauhaus ήταν η απλότητα, η λειτουργικότητα και η χρηστικότητα, με ιδιαίτερη έμφαση στις γεωμετρικές φόρμες και στο χρώμα. Απέρριπτε κάθε περιττό διακοσμητικό στοιχείο, θεωρώντας πως τα ίδια τα υλικά εμπεριέχουν ένα είδος φυσικής και εγγενούς διακοσμητικής αξίας και ικανότητας. Ο στόχος του Bauhaus ήταν η αναβάθμιση των προϊόντων μαζικής παραγωγής, (έπιπλα, συσκευές, οικιακά αντικείμενα), αλλά και της κατοικίας συνολικά. Ως εργαστήριο ιδεών και υλικών οραματίστηκε και υλοποίησε τις ιδέες του στα πράγματα που περιβάλλουν τον άνθρωπο στον χώρο του: από τα έπιπλα γραφείου και τις περίφημες καρέκλες του, και από τα ρολόγια τοίχου μέχρι τις καφετιέρες. Τα πάντα, ακόμα και τα παιδικά παιγνίδια, συνυπήρχαν αρμονικά με το οικοδόμημα, σε πρωτότυπες κατασκευές που συνέδεαν το χρώμα με τα υλικά, τον χώρο με τις ανάγκες, το σχήμα με τη χρήση. Το κίνημα του Bauhaus προσπάθησε να ενοποιήσει την έννοια της τέχνης με τη διαδικασία της παραγωγής, υποτάσσοντας παράλληλα τα τεχνικά μηχανικά μέσα στην ανθρώπινη δημιουργικότητα. Η επίδραση του Bauhaus στις τάσεις της τέχνης και της αρχιτεκτονικής ήταν ιδιαίτερα σημαντική στη δυτική Ευρώπη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς πολλοί από τους καλλιτέχνες που αναμίχθηκαν σε αυτό εξορίστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και αναζήτησαν την τύχη τους στις χώρες αυτές, μεταφέροντας εκεί τις ιδέες του. Στη σύντομη περίοδο της ζωής του, έφερε μια πραγματική επανάσταση στη διδασκαλία των καλών τεχνών, που οι συνέπειες της είναι και σήμερα αισθητές. Το Bauhaus δημιούργησε τα πρότυπα του σημερινού βιομηχανικού σχεδιασμού, συνέβαλε στην διαμόρφωση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και άλλαξε την όψη σχεδόν όλων των πραγμάτων καθημερινής χρήσης.


«Η ίδια η τέχνη βρίσκεται πέρα από όλες τις μεθόδους – δεν διδάσκεται όπως ένα επάγγελμα. Οι αρχιτέκτονες, οι ζωγράφοι, οι γλύπτες είναι τεχνίτες με την πραγματική έννοια της λέξης και ως εκ τούτου η επισταμένη μηχανική εκπαίδευση όλων αυτών των σπουδαστών σε εργαστήρια είναι αναγκαίο θεμέλιο για όλες τις δημιουργικές δραστηριότητες. Η σχολή είναι ο υπηρέτης του εργαστηρίου. Κάποια μέρα αυτά τα δυο θα συγχωνευτούν και θα γίνουν ένα. Συνεπώς, στο Bauhaus δεν υπάρχουν δάσκαλοι και σπουδαστές, αλλά αρχιμάστορες, τεχνίτες και μαθητευόμενοι»


Στο μανιφέστο του 1919, ο Γκρόπιους ξεκινά με τη φράση ««Το Bauhaus αποσκοπεί στη συγκέντρωση όλης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας σε μία ενότητα». Αν και το Bauhaus δεν υπήρξε ποτέ μία καθαρά αρχιτεκτονική σχολή, ωστόσο η αρχιτεκτονική κυριαρχούσε πάντα και όλες οι άλλες εφαρμοσμένες τέχνες ήταν υποταγμένες σε αυτήν. Η επιρροή που άσκησε στην εξέλιξη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής είναι ανυπολόγιστη. Στη σχολή διδασκόταν ό,τι είχε σχέση με την αρχιτεκτονική, το σχέδιο αλλά και την τελική κατασκευή, ενώ αναπτύσσονταν νέες μέθοδοι που βασίζονταν σε συγκεκριμένους τύπους και στην τυποποίηση και που δεν στόχευαν μόνο στην παραγωγή νέας αρχιτεκτονικής, αλλά και σε έναν νέο τρόπο ζωής διαμέσου αυτής της αρχιτεκτονικής αυτή.
Στο Bauhaus, η ζωγραφική και η γλυπτική αναζωογόνησαν την αρχιτεκτονική, την εφαρμοσμένη τέχνη και τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Στις εικαστικές τέχνες αναπτύχθηκε μια κάποια συνάφεια για τον κόσμο της τεχνολογίας, ενώ η βιομηχανία απαίτησε έναν ειδικό σχεδιασμό των προϊόντων της. Οι καλλιτέχνες απομακρύνθηκαν από τις παραδοσιακές μορφές και η βιομηχανία παρουσίασε προκλήσεις με ένα πλήθος νέων υλικών, προϊόντων και συσκευών. Η μορφή θα ακολουθούσε τη λειτουργία και τα υλικά ήταν για να αποκαλύπτουν την πραγματική φύση των αντικειμένων και των κτιρίων. Χαρακτηριστικά ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής ενός κτιρίου, όπως ο χάλυβας ή μια δοκός, έπρεπε να προβάλλονται και όχι να κρύβονται, ως αναπόσπαστο μέρος του σχεδίου, ως ένα κομμάτι της ομορφιάς του.

Στον πυρήνα της φιλοσοφίας του Bauhaus βρισκόταν η κοινωνική ζωή. Ένα σπίτι πρέπει να έχει μια ομαλή, στοιχειώδη μορφή, σαν να ήταν κατασκευασμένο βιομηχανικά. Το ορθογώνιο σύστημα και η επίπεδη στέγη, χαρακτηριστικά στοιχεία του Bauhaus, θεωρήθηκαν ως ίσες επιφάνειες με παράθυρα και πόρτες. Ο στόχος ήταν να επιτευχθεί η ισότητα ανάμεσα στο μπροστινό και το πίσω μέρος, το πάνω και το κάτω, το δεξί και το αριστερό. Κάθε στοιχείο του κτιρίου θα πρέπει να υποστηρίζει και ταυτόχρονα να υποστηρίζεται. Οι αρχιτεκτονικές ιδέες αντανακλούσαν τις κοινωνικές προοπτικές – μια κοινωνία των ίσων.

Το 1923, η εργατική κυβέρνηση (σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές) της Βαϊμάρης στη Θουριγγία διαλύθηκε υπό την πίεση του στρατού. Κατόπιν απόφασης της νέας κυβέρνησης, το Bauhaus στη Βαϊμάρη έκλεισε το 1924 και η σχολή μετακόμισε στο Ντεσάου. Εκεί το Bauhaus ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει άμεσα την επιθυμία του προκειμένου να παίξει ένα ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας. Το Ντεσάου στη δεκαετία του 1920 ήταν μια ανερχόμενη βιομηχανική πόλη και όταν το Bauhaus αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βαϊμάρη για πολιτικούς λόγους, πόλεις όπως η Φρανκφούρτη, το Ντάρμσταντ και το Μαγδεμβούργο συναγωνίστηκαν για να φιλοξενήσουν τη σχολή. Τελικά το Ντεσάου αναδείχθηκε νικητής.
Μετά την επιτυχία του Ναζιστικού Κόμματος στις τοπικές εκλογές του Ντεσάου το 1931, η σχολή υπέστη αντίποινα από τους Ναζί με επιδρομές και συλλήψεις σπουδαστών και τελικά το αναγκάστηκε να διαλυθεί το 1932. Η σχολή μετακόμισε και πάλι, αυτή τη φορά στο Βερολίνο, αλλά το παρέσυρε η ναζιστική λαίλαπα και έκλεισε οριστικά το 1933, αμέσως μετά τον σκανδαλώδη διορισμό του Χίτλερ στη θέση του καγκελάριου. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα είχε αντιταχθεί στο Bauhaus σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20, καθώς το θεωρούσε ως ένα μέτωπο κομμουνιστών, κυρίως λόγω της ανάμειξης πολλών Ρώσων καλλιτεχνών σε αυτό.

Τελικά, η αρχιτεκτονική του Bauhaus κατάφερε να επιβιώσει σε μεγάλο βαθμό από τον εθνικοσοσιαλισμό, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αν και κάποια κτίρια υπέστησαν ζημιές. Η Γερμανία ανακάλυψε στην ουσία την κληρονομιά του Bauhaus το 1976. Αναπαλαίωσε το κτίριο Bauhaus στο Ντεσάου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διατήρηση των μνημείων και καθιέρωσε το πολιτιστικό κέντρο Wissenschaftlich, το οποίο, μεταξύ άλλων, άρχισε να συγκεντρώνει τη σημερινή συλλογή του Ιδρύματος Bauhaus Dessau που ιδρύθηκε μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1994.Το Bauhaus και οι τοποθεσίες του στη Βαϊμάρη και στο Ντεσάου συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO από το 1996.

Το Bauhaus παρήγαγε μια απίστευτη ποικιλία κλάδων, όπως ο θεατρικός σχεδιασμός, η τυπογραφία, η ζωγραφική, η επίπλωση, η αρχιτεκτονική, τα είδη οικιακής χρήσης, το βιτρό, ο πειραματικός κινηματογράφος, η φωτογραφία, η μουσική και ο χορός. Πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες, σχεδιαστές και αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα σπούδασαν και δίδαξαν εκεί, όπως ο Paul Klee, ο Wassily Kandinsky, ο Marcel Breuer και ο Lyonel Feininger.

 

Το Bauhaus στην Ελλάδα


Ο μοναδικός Έλληνας που φοίτησε στη σχολή του Bauhaus ήταν ο καθηγητής Ιωάννης Δεσποτόπουλος (1903 – 1992), ο οποίος στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 συμμετείχε στην ανάπτυξη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Το σημαντικότερο μεταπολεμικό του έργο είναι η βραβευμένη μελέτη για το Πολιτιστικό Κέντρο της Αθήνας, από το οποίο πραγματοποιήθηκε μόνο ένα μικρό μέρος, το σημερινό Ωδείο Αθηνών. Τις αρχές του Bauhaus ωστόσο μπορούμε να τις ανιχνεύσουμε και στην Ελλάδα στα χαρακτηριστικά «κυβιστικά» κτίρια της Αθήνας, όπως η Αμερικανική Πρεσβεία έργο του Γκρόπιους, η οποία χτίστηκε με σύγχρονες τεχνικές, με κολόνες εμπνευσμένες από τον Παρθενώνα και πεντελικό μάρμαρο. Επίσης το Πολεμικό Μουσείο και την Εθνική Πινακοθήκη, την πρόσοψη του Porto Carras Grand Resort που σχεδιάστηκε από τον Γκρόπιους, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στην Πλατεία Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, αλλά και πλήθος πολυκατοικιών που σχεδιάστηκαν από Έλληνες αρχιτέκτονες οι οποίοι επηρεάστηκαν από τον μοντερνισμό και το Bauhaus. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι προσφυγικές πολυκατοικίες της οδού Αλεξάνδρας στην Αθήνα, το σημαντικότερο παράδειγμα λαϊκής κατοικίας στην Ελλάδα κατά το μεσοπόλεμο, έργο των αρχιτεκτόνων Κ. Λάσκαρι και Δ. Κυριακού.

Τα προσφυγικά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.