«Δέκα, εκατό, χιλιάδες καταλήψεις...» (Η μικρή-μεγάλη ιστορία των καταλήψεων στην Ελλάδα)

Γράφει ο Αντώνης Ζήβας

Ο τίτλος του αφιερώματος που ακολουθεί, είναι η αρχή ενός δημοφιλούς αναρχικού συνθήματος υπεράσπισης των καταλήψεων κτιρίων, το οποίο έλεγε: «Δέκα, εκατό, χιλιάδες καταλήψεις, ενάντια σε ένα κόσμο οργανωμένης πλήξης». Το αφιέρωμα που θα διαβάσετε, γράφτηκε και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα δρόμου Άπατρις τον Απρίλη του 2013. Σήμερα παραμένει ακόμη ενδιαφέρον, καθώς εκτός της ιστορικής αναδρομής στις ελληνικές καταλήψεις, προσπαθεί να αναδείξει και τον Λόγο τους. Αποφάσισα να το εμπλουτίσω επίσης με κάποια παραπάνω στοιχεία σε σχέση με το αρχικό κείμενο, ώστε να είναι ακόμη περισσότερο επίκαιρο.

Όταν οι τοίχοι φωνάζουν

Η αφήγηση του Κράτους, της κυβέρνησης του και της συμμαχίας των πρόθυμων απολογητών της μέσα από τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα, όσον αφορά τις καταλήψεις και τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτές, είναι γνωστή. Αυτό που δεν θα διαβάσετε (εφόσον δεν ασχολείστε και τόσο με το ζήτημα, ώστε να το ψάξετε λιγάκι περισσότερο) είναι ο αντίλογος και τα επιχειρήματα των ίδιων των καταλήψεων, απέναντι στη φαιά προπαγάνδα της κυριαρχίας εναντίον τους.
Γιατί οι καταλήψεις έχουν φωνή. Δεν είναι άψυχοι τοίχοι και κτίρια που στέκονται βουβά ανάμεσα στα άλλα κτίρια των πόλεων, αλλά ζωντανοί οργανισμοί που αναπνέουν. Οργανισμοί που έχουν δημιουργηθεί από ομάδες ανθρώπων που αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν άδεια κι εγκαταλελειμμένα για χρόνια κτίρια-φαντάσματα μέσα στον αστικό ιστό για να στεγάσουν εκεί τις ανάγκες αλλά και τις επιθυμίες τους. Ομάδες που διάλεξαν να ζήσουν μια ζωή διαφορετική, βασισμένη στην αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα, χτίζοντας ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις, επιλέγοντας στη δική τους κοινωνική και πολιτική δράση κι όχι εκείνη που η επιβάλει η σιγή του νεκροταφείου που λέγεται κανονικότητα.

Κατάληψη κτιρίου κάπου στην Ευρώπη

 

«Εστίες Ανομίας» Κατασκευαστική Α.Ε.

Τους τελευταίους μήνες εκτυλίσσεται μια ακόμη κλιμακούμενη κατασταλτική επιχείρηση ενάντια στις καταλήψεις. Εκκενώθηκαν καταλήψεις προσφύγων και πολιτικές καταλήψεις στην Αθήνα. Αποκορύφωμα αυτής της κλιμάκωσης ήταν το τελεσίγραφο που απέστειλε προς τις καταλήψεις όλης της Ελλάδας η κυβέρνηση, απαιτώντας -ως άλλος Ντούτσε- την εκκένωσή τους εντός 15 ημερών. Εφόσον δεν συμμορφωθούν οι καταληψίες, το κράτος θα εισβάλει σε αυτές.
Πρόκειται για ένα τελεσίγραφο που θυμίζει την κήρυξη επιθετικού πολέμου ενός κράτους εναντίον ενός άλλου και, πράγματι, στην ουσία πρόκειται για κήρυξη πολέμου.
Όπως είναι γνωστό, για να κηρύξει ένα κράτος τον πόλεμο σε ένα άλλο χρειάζεται πρώτα απ’ όλα αίτιες και όταν αυτές δεν υπάρχουν τις κατασκευάζει. Τις «αίτιες» αυτές τις ακούμε εδώ και πολλά χρόνια από τους ειδικούς απολογητές του μέσα στα ΜΜΕ , όπου οι καταλήψεις παρουσιάζονται ως «εστίες ανομίας», «γιάφκες τρομοκρατίας» και άλλα φοβερά και τρομερά για την ασφάλεια των υπηκόων. Όπου πολιτικά κείμενα και βιβλία, άδεια μπουκάλια από μπύρες και ποτά, κράνη μοτοσικλετιστών και κοντάρια από σημαίες, παρουσιάζονται ως βαρύς οπλισμός ενός καλά εξοπλισμένου στρατού, έτοιμου να μακελέψει τη χώρα.

 

Μιλώντας με την πραγματικότητα

Γιατί όμως το κράτος, μέσω μιας πολεμικής, θέλει να εξαφανίσει τις καταλήψεις; Μα επειδή, πολύ απλά, θέλει να φιμώσει τις πραγματικές αιτίες που τις δημιουργούν.
Ιστορικά κάθε κράτος, είτε μέσω της καταστολής είτε μέσω του μιλιταρισμού του, συμπεριφέρεται με επεκτατικούς όρους. Στο εσωτερικό, το κράτος προσπαθεί να ανακτήσει κάθε χώρο που θεωρεί ότι του ανήκει, επιχειρώντας βίαια με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του εναντίον των ανθρώπων που δρουν και κινούνται σε αυτόν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των κρατούντων.
Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλαπλοί. Στην περίπτωση των καταλήψεων, ο λόγος είναι ότι δείχνουν έναν νέο δρόμο που πολλοί άνθρωποι αδυνατούν να σκεφτούν.
Μία κατάληψη αλλάζει σημαντικά τους συσχετισμούς δυνάμεων σε μία γειτονιά στην οποία μέχρι πρότινος τα υποκείμενά της ζούσαν αόρατοι εν μέσω αοράτων. Δημιουργεί κοινές καταστάσεις και δομές εχθρικές προς την ατομικιστική ιδεολογία του καπιταλιστικού συστήματος. Και εδώ εμπεριέχεται ο κίνδυνος απέναντι στο ίδιο το κράτος. Η συλλογική και ισότιμα κοινή διαχείριση της καθημερινότητας από τα κάτω, δημιουργεί τόπους και γειτονιές στο αστικό τοπίο, εχθρικές προς τα συμφέροντα του κράτους και των λίγων οικονομικά κυριάρχων του. συν τοις άλλοις, η γενίκευση τέτοιων πρακτικών στον αστικό ιστό θα δημιουργούσε άγνωστες συνέπειες για το καθεστώς. Και αυτό βρίσκεται ψηλά στη λίστα των κατασταλτικών επιλογών του κράτους.
Οι εξουσιαστές γνωρίζουν πολύ καλά πως όσο βαθαίνει η κρίση του καπιταλιστικού οικοδομήματος, τόσο θα αυξάνονται οι αντιστάσεις αλλά και τα διάφορα εγχειρήματα δομών από τα κάτω. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι νεόπτωχοι χωρίς αύριο, θα αναζητούν όλο και περισσότερο συλλογικούς τρόπους επιβίωσης και έτσι πρέπει να βρουν ένα έρημο τοπίο.

 

«Ποτέ τα σπίτια των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά και οι άνθρωποι τόσο μακριά»

Με αυτά τα λόγια ξεκινάει ένα από τα πρώτα κείµενα που είχε αναρτήσει στο µπλογκ της η κατάληψη του κτήµατος Πραπόπουλου στο Χαλάνδρι. Και αυτό είναι πραγµατικά που θα µπορούσε να απεικονίσει περισσότερο τη σηµερινή εικόνα των µεγαλουπόλεών µας, αλλά και το κίνητρο μερικών ανθρώπων που αναλαµβάνουν να την άρουν, επιχειρώντας να καταργήσουν τον ατοµικισµό και τον φόβο απέναντι στον άλλον, δηµιουργώντας χώρους ελεύθερους και ελευθερίας, χώρους συνύπαρξης, χώρους αυτονομίας και ισότητας, χώρους πρασίνου, δίνοντας νέα πνοή σε κτίρια που ως επί το πλείστον τους έχουν εγκαταλειφθεί από το κράτος.

Εκτός από το ενοίκιο υπάρχει και η κατάληψη

Η κατάληψη είναι μία πρακτική που συναντάται από πολύ παλιά, από τότε που άδεια κτίρια ή αχρησιμοποίητη γη αφήνονταν στην εγκατάλειψη και τον µαρασµό από τους ιδιοκτήτες. Ήδη από το 1649, οι Diggers στην Αγγλία καταλάµβαναν ακαλλιέργητες εκτάσεις µε σκοπό να τις καλλιεργήσουν από κοινού, δηλώνοντας ότι: «Η γη είναι ένα θησαυροφυλάκιο που ανήκει σε όλους». Στις δυτικές κοινωνίες η πρακτική αυτήεκδηλώνεται με την κατάληψη στέγης από ένα ευρύ φάσµα ανθρώπων, ήδη από τις αρχές τού 20ού αιώνα. Οι λόγοι που οδηγούν στην κατάληψη κτιρίων µπορεί να είναι είτε καθαρά λόγοι επιβίωσης, όπως στην περίπτωση των αστέγων, µεταναστών και οικονοµικά ασθενέστερων στρωµάτων, είτε περισσότερο πολιτικοί, από κοινωνικές οµάδες που επιθυµούν να δηµιουργήσουν αυτόνοµες κυψέλες ζωής µακριά από τις λογικές τού κέρδους.
Στην Ελλάδα, πέρα από τις περιορισµένες καταλήψεις στέγης τη δεκαετία του ’80, η πρακτική αυτή στόχευε κυρίως στη δηµιουργία κοινωνικών κέντρων-στεκιών.
Οι καταλήψεις στέγης στην Ελλάδα δεν γνώρισαν την άνθιση που γνώρισαν σε άλλες δυτικές χώρες για πολύ συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι άπτονται των συνθηκών ανάπτυξης των ελληνικών πόλεων και της μεγέθυνσης της μικροϊδιοκτησίας. Παρόλα αυτά, κατά καιρούς έχουν πραγματοποιηθεί καταλήψεις στέγης από μικρές ομάδες, όχι μόνο πολιτικοποιημένων ανθρώπων, αλλά και από ανθρώπους που έμειναν άστεγοι ή δεν έχουν τα χρήματα για να νοικιάσουν ένα σπίτι, όπως π.χ. μετανάστες.

Δεκαετία 1980 - Το Ιnterrail και το Μagic Βus μας φέρνουν καταλήψεις

Στις αρχές της δεκαετίας του '80, το Ιnterrail ήταν ο πιο διαδεδομένος τρόπος για να ταξιδεύει ένας νέος άνθρωπος στην Ευρώπη με το τραίνο. Πλήρωνες ένα εισιτήριο το οποίο κόστιζε γύρω στις 30 χιλιάδες δραχμές και μπορούσες να ταξιδέψεις απεριόριστα σε όλες τις χώρες της τότε Δυτική Ευρώπης (εκτός ανατολικού μπλοκ, δηλαδή), όσες φορές ήθελες στη διάρκεια ενός μήνα. Άλλος ένας διαδεδομένος τρόπος ήταν το Μagic Βus. Σε σχέση με το Interrail, το Μagic Βus ( το οποίο ήταν λεωφορείο) ταξίδευε σε τρεις συγκεκριμένες ευρωπαϊκές πόλεις, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ και το Βερολίνο (όπως λέει και το γνωστό τραγούδι των Τρύπες). Σε αυτές τις τρεις πόλεις ήταν ανεπτυγμένο και το μεγαλύτερο κίνημα των καταλήψεων κτιρίων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Έτσι, πολλοί/ες Έλληνες/ίδες νεολαίοι/ες, τα «φρικιά», οι «χίππηδες», οι «πάνκιδες» της εποχής μέσω αυτών των σχετικά φτηνών μέσων μεταφοράς αρχίζουν να ταξιδεύουν στις ευρωπαϊκές πόλεις του βορρά, με κυριότερο προορισμό τις τρεις προαναφερθείσες πόλεις. Έρχονται σε επαφή με τις καταλήψεις και με τους ανθρώπους που τους έχουν δώσει ζωή, και βλέπουν έναν νέο τρόπο κοινοτικής διαβίωσης και ένα μέσο πολιτικής στέγασης ιδεών και ανθρώπων.

Ο Νικόλας Άσιμος έξω από την κατάληψη της Βαλτετσίου


Η πρώτη κατάληψη με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αργεί στην Ελλάδα. Το 1981, λίγες μέρες μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, γίνεται η πρώτη κατάληψη κτιρίου στην Αθήνα με σκοπό να γίνει κατάληψη στέγης και κοινωνικό κέντρο. Φυσικά, δεν είναι τυχαία η επιλογή της περιοχής, μιας και πρόκειται για τα Εξάρχεια και την κατάληψη της Βαλτετσίου όπως θα γίνει γνωστή από την αντίστοιχη οδό όπου βρίσκεται το κτίριο. Η κατάληψη της Βαλτετσίου αποτέλεσε επίκεντρο πολλών αντικρατικών δραστηριοτήτων. Στις 17 Νοεμβρίου 1981 κυκλοφόρησε από τους καταληψίες μια προκήρυξη η οποία ανέφερε:

«Αρνούμαστε τον κόσμο της μισθωτής σκλαβιάς και της κουλτούρας που έχει σαν αποτέλεσμα τον ευνουχισμό των επιθυμιών μας και την διαιώνιση της μιζέριας και της μοναξιάς. Είμαστε αποφασισμένοι να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας... Όσον αφορά την κατηγορία για τη διατάραξη της κοινής ησυχίας έχουμε να δηλώσουμε ότι είμαστε αποφασισμένοι να διαταράξουμε τον αλλοτριωτικό εφησυχασμό νεκροταφείου που καθημερινά προσπαθούν να επιβάλουν στην κοινωνία. Τέλος όσο για την αναζήτηση ηθικών αυτουργών και κάποιων δήθεν υπευθύνων για τις καταλήψεις, η αναζήτηση αυτή δεν αποτελεί παρά ένα ευτελές και ύπουλο τέχνασμα του κράτους για να εθελοτυφλεί μπροστά στη ρητή, δική μας προσπάθεια να ζήσουμε αυτοοργανωμένα χωρίς το διαχωρισμό που επιβάλλει και αναπαράγει σε αυτήν την κοινωνία ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές, σε αρχηγούς και πρόβατα...»

Εξαρχής, η κατάληψη της Βαλτετσίου «φωτογραφίζεται» από το κράτος και τα ΜΜΕ της εποχής σαν «χώρος ανομίας και χρήσης ναρκωτικών ουσιών» - και αν αυτό σας θυμίζει το σήμερα, μην απορείτε: ανέκαθεν η διαλεκτική του κράτους ήταν φτωχή σε επιχειρήματα και πλούσια σε συκοφαντίες. Με αφορμή αυτές τις συκοφαντίες, κυκλοφόρησε μία από τις πρώτες και τις πιο γνωστές αφίσες του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, η οποία με μεγάλα γράμματα κραύγαζε: «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη».
Η κατάληψη της Βαλτετσίου ( από την οποία πέρασαν, μεταξύ των άλλων, ο Νικόλας Άσιμος και η Κατερίνα Γώγου) καταστέλλεται μετά από λίγους μήνες με επέμβαση των μπάτσων και οι καταληψίες ξυλοκοπούνται και συλλαμβάνονται. Ανάμεσα τους αρκετοί σύντροφοι οι οποίοι τα μεταγενέστερα χρόνια έλαβαν το κρατικό παρατσούκλι «συνήθεις ύποπτοι» για τρομοκρατία. Ένας από αυτούς, ο Θόδωρος Πισιμίσης, καταδικασμένος σε πολλούς μήνες φυλακή για τη κατάληψη της Βαλτετσίου, δηλώνει στο δικαστήριο: «Δεν είμαι περαστικός. Είμαι αναρχικός».

 

Τα ερειπωμένα κτίρια που ξαναζούν

Την ίδια χρονιά, γίνεται άλλη μία κατάληψη στην Αθήνα, αυτή τη φορά στο Νέο Ηράκλειο, από νεολαίους που συχνάζουν στη πλατεία της περιοχής – η “Βίλα Στέλλα”. Ένας από αυτούς θυυμόταν: «Το χειμώνα δεν μπορούσαμε να αράζουμε στην πλατεία. Στις καφετέριες επίσης δεν πηγαίναμε και γιατί δεν ήμασταν γενιά της κατανάλωσης στη διασκέδαση αλλά και γιατί για να κάτσουμε τις ώρες που θέλαμε εμείς έπρεπε να παραγγείλουμε τουλάχιστον 2-3 πράγματα και λεφτά δεν έπαιζαν. Είχαμε ανάγκη από ένα στέκι, να υπάρχουμε κάπου. Την πρώτη μέρα της κατάληψης ήρθε κι ο Άσιμος τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Μερικές μέρες μετά ήρθε ο Δήμος και γκρέμισε το πάτωμα της Βίλας για να μας διώξουν. Η απάντησή μας; Νέα κατάληψη στην Καθολική Σχολή δίπλα από το 1ο Λύκειο. Εκεί ήρθε ο Σαββόπουλος να μας επισκεφτεί και του λέει κάποιος από την παρέα: ‘μας έδωσες πολλά, τώρα δεν έχεις τίποτα να μας πεις, σήκω και φύγε’. Διαλύθηκε κι αυτή η κατάληψη μετά από μερικές ημέρες από τα ΜΑΤ κι με ένα καλό κούρεμα στα μαλλιά που το έφαγαν τα 7-8 άτομα που ήταν εκείνη τη στιγμή μέσα και συνελήφθησαν».
Δεν αργούν να γίνουν καταλήψεις και σε πόλεις εκτός της Αθήνας, όπως στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα «πρωτεία» στην επαρχία ανήκουν στο Ηράκλειο Κρήτης. Το 1982, άτομα που κινούνται στον αναρχικό χώρο καταλαμβάνουν το εγκαταλειμμένο πρώην νοσοκομείο Πανάνειο. Η κατάληψη του Πανάνειου γίνεται πρώτο θέμα στις τοπικές εφημερίδες, οι οποίες δεν υστερούν σε χαρακτηρισμούς για τους καταληψίες (πρεζάκηδες, μαλλιάδες, αναρχικοί τρομοκράτες). Αποτέλεσμα η καταστολή και η σύλληψη αρκετών καταληψιών, τέσσερις από τους οποίους καταδικάζονται σε πολύμηνη φυλάκιση χωρίς αναστολή και οδηγούνται στις φυλακές κατηγορούμενοι για την αναγραφή αναρχικών συνθημάτων σε τοίχους της πόλης και για την κατάληψη του ερειπωμένου πρώην νοσοκομείου, το οποίο παραμένει ερειπωμένο και μισογκρεμισμένο μέχρι σήμερα. Η επόμενη κατάληψη κτιρίου θα γίνει το 1985 πάλι στα Εξάρχεια, σε ένα κτίριο στη Χαρίλαου Τρικούπη και θα εκκενωθεί και αυτή μερικούς μήνες μετά.

Κατάληψη Λέλας Καραγιάννη, η μακροβιότερη κατάληψη στην Ελλάδα

Οι καταλήψεις ήρθαν για να μείνουν

Το 1988 πραγματοποιείται η κατάληψη του κτιρίου της οδού Λέλας Καραγιάννη 37 στην Κυψέλη που αυτή τη στιγμή είναι η μακροβιότερη κατάληψη στην Ελλάδα. Μια κατάληψη που έχει να επιδείξει πλήθος αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, έχει διοργανώσει δεκάδες πολιτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις και όλα αυτά τα χρόνια παραμένει ζωντανή και μόνιμο «αγκάθι» στα πλευρά της κυριαρχίας:

«Η κατάληψη Λέλας Καραγιάννη 37 έχει συμπληρώσει 31 και πλέον χρόνια ζωής, αγώνα και δημιουργίας. Το εγκαταλειμμένο επί δεκαετίες κτίριο καταλήφθηκε τον Απρίλη του 1988 από αναρχικούς και φοιτητές και έκτοτε στεγάζει τακτικά πολιτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές δραστηριότητες λειτουργώντας τόσο ως αναπόσπαστο κομμάτι του αναρχικού αγώνα όσο και ως σημείο κινηματικής συσπείρωσης για την περιοχή της Κυψέλης και του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας. Στους χώρους της κατάληψης πραγματοποιούνται βιβλιοπαρουσιάσεις και συναυλίες, μαθήματα και συλλογικές κουζίνες, πολιτικές εκδηλώσεις, προβολές και θεατρικές παραστάσεις.
Η κατάληψη είναι στεγαστική και πολιτική: Στο χώρο της ζουν και μεγαλώνουν άνθρωποι συλλογικά, κόντρα στη νόρμα της ιδιοκτησίας και τον εξοντωτικό για τους φτωχούς εκβιασμό των ενοικίων. Στο έδαφός της εδράζονται και αναπνέουν συλλογικότητες και συνελεύσεις του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού κινήματος. Η κατάληψη, όπως και κάθε δομή του αγώνα, λειτουργεί προταγματικά και ανταγωνιστικά απέναντι στον κόσμο της κυριαρχίας, με την προσπάθεια της συλλογικής συνύπαρξης και δημιουργίας που αντιπαρατίθεται στον εξατομικευμένο τρόπο ζωής και την παραίτηση, και με το πολιτικό πρόταγμα της ελευθεριακής κοινωνίας και της πάλης για αυτή να αποτελεί την προμετωπίδα και την κινητήρια δύναμη της. Αυτή η διπλή της υπόσταση, είναι που την έφερε πάντα στο στόχαστρο των κατασταλτικών μηχανισμών. Ως κομμάτι του αναρχικού κινήματος και ως δομή που αψηφά τους νόμους της ιδιοκτησίας, η κατάληψη έχει δεχθεί πληθώρα επιθέσεων. Από τους «νόμιμους» ιδιοκτήτες του κτιρίου που το είχαν παραδώσει στην εγκατάλειψη μέχρι τα ΜΑΤ και τα ΕΚΑΜ που έχουν εισβάλλει σε αυτή, κι από τις συκοφαντίες ρουφιάνων των ΜΜΕ μέχρι τις δολοφονικές επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής και άλλων παρακρατικών με μαχαίρια, μολότοφ και εμπρηστικούς μηχανισμούς.
Η κατάληψη Λέλας Καραγιάννη 37 άντεξε αυτές τις επιθέσεις γιατί αποτελεί ένα κόσμο ολόκληρο, που είναι μέρος ενός σύμπαντος αγώνα, έμπνευσης και αντίστασης. Άντεξε γιατί στις δύσκολες στιγμές δεν εγκατέλειψε ποτέ τη μάχη, γιατί σε αυτές τις στιγμές η αλληλεγγύη πολλών συντρόφων και αγωνιστών, μπήκε οδόφραγμα στα σχέδια της κρατικής καταστολής...Απέναντι σε αυτή τη διαρκώς εξελισσόμενη κατασταλτική εκστρατεία, να υπερασπιστούμε συλλογικά και μαχητικά τις καταλήψεις και τις δομές του αγώνα. Στους δρόμους, τα σχολεία, τις σχολές, τους χώρους εργασίας να δημιουργήσουμε αναχώματα στην κρατική καταστολή και να υψώσουμε οδόφραγμα αλληλεγγύης.
ΑΚΟΥΣΑΤΕ;
Είναι ο ήχος του κόσμου σας που γκρεμίζεται
Είναι ο ήχος του δικού μας που ξαναγεννιέται
Αυτό που ήταν μέρα, ήταν νύχτα.
Και νύχτα θα γίνει η μέρα που θα είναι μέρα.
Είναι τα λόγια των ιθαγενών ζαπατίστας που σήμερα σπάνε την στρατιωτική πολιορκία χτίζοντας νέες κοινότητες. Είναι το διαπεραστικό τραγούδι μιας γυναίκας στην εξεγερμένη Χιλή που σκίζει το σκοτάδι και τη σιωπή του στρατιωτικού νόμου. Είναι το χαμόγελο των μαχητών στη Ροτζάβα. Είναι τα παιδιά της κατάληψης προσφύγων Νοταρά 26 που διαδηλώνουν στους δρόμους των Εξαρχείων χορεύοντας και φωνάζοντας NO PASARAN! Είναι οι φοιτητές που σπάνε το λοκ άουτ της ΑΣΟΕΕ. Είναι οι υψωμένες γροθιές και τα συνθήματα στις ταράτσες των καταλήψεων. Είναι οι μαυροκόκκινες σημαίες, από το κατειλημμένο έδαφος της Λέλας Καραγιάννη 37 ως την ανακατάληψη της Σπύρου Τρικούπη, από τους δρόμους της Αθήνας ως του Σαντιάγο…»
(αποσπάσματα από κείμενο της κατάληψης Λέλας Καραγιάννη που δημοσιοποιήθηκε στις 13/11/19)

 

Λίγο αργότερα ακολουθεί η κατάληψη Πάτμου και Καραβία στα Πατήσια Πρόκειται για ένα κτήµα τριών στρεµµάτων, µέσα στο οποίο υπάρχει ένα κτίσµα των αρχών τού 20ού αιώνα ιδιοκτησίας τού Οργανισµού Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ). Για την επίλυση του σοβαρότατου στεγαστικού προβλήµατος των σχολείων της περιοχής, ο ΟΣΚ αποφάσισε, το 1988, να οικοδοµήσει σχολικό συγκρότηµα μέσα στο κτήµα. Υπολόγισαν όµως χωρίς τον ξενοδόχο, επειδή εκείνοι που εναντιώθηκαν ήταν οι κάτοικοι της περιοχής, πολλοί µε παιδιά σχολικής ηλικίας. Το γιατί είναι προφανές για όποιον έχει περάσει έστω και µια φορά από τα Πατήσια. Το κτήµα, παρ’ όλο που δεν ήταν προσβάσιµο στη γειτονιά και παρόλη την εγκατάλειψή του, αποτελούσε ανάσα για τους κατοίκους, οι οποίοι και είχαν υποδείξει διπλανό, επίσης εγκαταλειµµένο χώρο, για την ανέγερση του σχολείου. Οι υποδείξεις δεν έπιασαν τόπο, ο εργολάβος εγκαταστάθηκε στον χώρο, οι µπουλντόζες παρατάχτθηκαν, και τότε οι κάτοικοι ζήτησαν τη συνδροµή των πιο πολιτικοποιηµένων ατόμων της περιοχής: του Κέντρου Εναλλακτικών Κινήσεων Πατησίων. Έτσι προχώρησαν σε κατάληψη του οικοπέδου.
Οι συνελεύσεις που πραγµατοποιήθηκαν έθεσαν δύο στόχους ίσης βαρύτητας: να αποτραπεί η ανέγερση σχολικού συγκροτήµατος στο κτήµα και επομένως η τσιµεντοποίησή του και να λειτουργήσει ο χώρος ως πολιτιστικό πάρκο από και για τη γειτονιά. Οι Πατησιώτες πέτυχαν και τα δυο. Μέσα από πολύχρονους νοµικούς αγώνες κατάφεραν να χαρακτηριστεί διατηρητέο, να ανεγερθεί σχολικό συγκρότηµα στο διπλανό οικόπεδο, και να λειτουργήσει ο χώρος ως χώρος συνάντησης της γειτονιάς και όχι µόνο. Όλα αυτά χρόνια το κτήµα Πάτµου και Καραβία συντηρείται από τους ίδιους τους κατοίκους και σε αυτό πραγµατοποιήθηκαν όλων των ειδών οι εκδηλώσεις (µουσική, κινηµατογραφικές προβολές, θεατρικές παραστάσεις, παιδικά δρώµενα, µαθήµατα ελληνικών σε µετανάστες, µαθήµατα χορού, λαϊκή αγορά βιολογικών προϊόντων κι ό,τι άλλο βάζει ο νους).

Πορεία αλληλεγγύης μετά την εκκένωση της Βίλας

 

Ιστορίες για αγρίους (με βαμμένα κόκκινα και όρθια μαλλιά)

Το 1989 πραγματοποιείται η κατάληψη κτιρίου ιδιοκτησίας του Ιδρύματος Ωνάση στη λεωφόρο Αμαλίας, απέναντι από τις Στήλες του Ολυμπίου Διός, και μερικές δεκάδες μέτρα από το ελληνικό κοινοβούλιο. Πρόκειται για τη πρώτη κατάληψη στην Ελλάδα που γίνεται από πάνκηδες. Η κατάληψη εκκενώνεται τρεις τέσσερις μήνες αργότερα, αλλά οι καταληψίες δεν το βάζουν κάτω. Μετακομίζουν λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, προς τη πλατεία Βικτωρίας, όπου καταλαμβάνουν το νεοκλασικό κτίριο (και πρώην σχολείο) στη συμβολή των οδών Αχαρνών και Χέϋδεν. Διατηρούν την ονομασία Βίλα Αμαλίας από τη πρώτη κατάληψη στην ομώνυμη λεωφόρο και έτσι έχουμε τη δεύτερη μακροβιότερη κατάληψη της χώρας, την οποία μπορεί να έμαθε το πανελλήνιο μετά την σχετικά πρόσφατη εκκένωση της, αλλά η «Βίλα» αποτέλεσε την πιο γνωστή ελληνική κατάληψη παγκοσμίως, λόγω του πλήθους των αυτοοργανωμένων και αντιεμπορευματικών συναυλιών με punk και hardcore συγκροτήματα από όλο τον πλανήτη, μέσα από την έμπρακτη λογική του D.I.Y. (do it for yourself- κάνε το μόνος σου), την οποία η Βίλα πρώτη καθιέρωσε.
Εκτός της μουσικής και των συναυλιών, στη Βίλα Αμαλίας φιλοξενήθηκαν η θεατρική ομάδα Μπουφονάτα και η τυπογραφική κολεκτίβα Ρότα, η οποία είχε να επιδείξει πολλές και σημαντικές κινηματικές εκδόσεις βιβλίων, μπροσούρων και αφισών με δική της τυπογραφική μηχανή και ανάλογο χώρο που στεγαζόταν σε μια πρώην αποθήκη στην αυλή της κατάληψης.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 διαμορφώθηκε μια σκληροτράχηλη, μητροπολιτική προλεταριακή γενιά, που διεκδίκησε την παρουσία της στο κέντρο της αναδυόμενης μητρόπολης με έναν «άγριο» συγκρουσιακό τρόπο: ο βασικός της άξονας ήταν η αντίσταση απέναντι στην κρατική καταστολή που είχε ξεκινήσει με την «Επιχείρηση Αρετή» στα Εξάρχεια, αλλά ουσιαστικά απ’ όλη αυτή την αντιπαράθεση αναδείχθηκε η ύπαρξη μιας νεολαίας (κάποιοι θα την ονομάσουν «άγρια»), η οποία δεν ενσωματώθηκε στον σοσιαλδημοκρατικό χυλό που είχε αρχίσει να επιβάλλεται ποικιλοτρόπως. Αν και το πολιτιστικό υπόβαθρο (κυρίως το μουσικό, με το punk και το hardcore) είχε τη σημασία του, ακόμη μεγαλύτερη σημασία είχε ο ουσιαστικά καινοτόμος χαρακτήρας για την Ελλάδα αυτών των υποκειμενικοποιήσεων: η δεξιά τις κατέταξε στην κλασική «αλητεία» και ζήτησε την άμεση καταστολή τους προς υπεράσπιση της περιουσίας των νοικοκυραίων, η αριστερά τις ενέταξε χωρίς μεγάλο δισταγμό στους «προβοκάτορες», ενώ το ΠΑΣΟΚ κινήθηκε ανάμεσα στην καταστολή και την ενσωμάτωση.
Παράδειγμα, η διοργάνωση του Rock In Athens από το υφυπουργείο νέας γενιάς, του πρώτου μεγάλου φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1985 με προσκεκλημένους μεγάλα συγκροτήματα του punk και του new wave όπως οι Clash, οι Stranglers, οι Cure, κλπ, στη διάρκεια του οποίου ξέσπασαν μεγάλες συγκρούσεις επί δύο μέρες, με την αστυνομία να τρέχει ασθμαίνουσα να «επιβάλει τη τάξη» σε εκατοντάδες πάνκηδες και στην «άγρια νεολαία» που χτυπούσαν με λύσσα (αλλά και συνείδηση) τις αστυνομικές δυνάμεις. Η μαζικότητα αυτού του ρεύματος δεν ήταν μεγάλη, όμως ο δυναμικός χαρακτήρας του και κυρίως η επιμονή του να δρα στο κέντρο της μητρόπολης, το κατέστησε σημαντικό παράγοντα εξελίξεων, ενώ η ουσιαστική εξαφάνιση της άκρας αριστεράς το ανέδειξε ως τον πιο ουσιαστικό εκφραστή του ανταγωνιστικού ριζοσπαστισμού πέραν της παραδοσιακής αριστεράς.

 

Καταστολή εσείς; Καταλήψεις εμείς

Η καταστολή απέναντι στον αναρχικό χώρο στα μέσα της δεκαετίας του ’80, αλλά και το διαφαινόμενο αδιέξοδο της σύγκρουσης για τη σύγκρουση, θα στρέψει ένα τμήμα του κόσμου στην ανάγκη ριζώματος στο χώρο με τη δημιουργία δομών αυτοοργάνωσης κι έτσι, την περίοδο 1988-1991, θα έχουμε ένα μικρό κύμα καταλήψεων: Κεραμεικού και Μυλλέρου, Φυλής και Φερρών, Ακομινάτου, κ.α.
Για τα επόμενα χρόνια οι καταλήψεις θα αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς των ρευμάτων του κοινωνικού ανταγωνισμού και η ταυτόχρονη εισβολή της αστυνομίας σε μερικές από αυτές τις παραμονές του εορτασμού του Πολυτεχνείου το 1994 με τη μορφή των προληπτικών συλλήψεων, θα τις επαναφέρει στην επικαιρότητα. Το στέκι Άνω-Κάτω Πατησίων, το πολύ ενδιαφέρον πείραμα της «κολεκτίβας Λίλη» επίσης στα Πατήσια (με την αναζήτηση στην πράξη της λύσης στο πρόβλημα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) και η κατάληψη της Φυλής και Φερρών, στην οποία στεγάζεται πλέον η βιβλιοθήκη της «Λέσχης Κατασκόπων», όπως και πολλές άλλες κατά τη δεκαετία του 2000, οι οποίες λόγω περιορισμένου χώρου δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστούν εκτενώς («Παπουτσάδικο» στο Αιγάλεω, Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά, την οποία τα καθεστωτικά ΜΜΕ είχαν βαφτίσει Βίλα Κάλλας κλπ - ο υπογράφων το κείμενο ζήτα την κατανόηση τους για τη μη αναφορά τους στο παρόν κείμενο).

Καταλήψεις στη... Νύμφη του Βορρά

Εκτός της Αθήνας, κατειλημμένα κτίρια απέκτησαν ξανά ζωή και στη Θεσσαλονίκη όπως η Βίλα Βαρβάρα (πρώην σχολείο», που καταλαμβάνεται το 1994. Στις 6/5/1998, 150 πάνοπλοι άνδρες των Ειδικών Δυνάμεων της αστυνομίας και υπάλληλοι του δήμου Θεσσαλονίκης, την έζωσαν μεθοδικά, στη βάση σχεδίου. Η κατάληψη εκείνη την ώρα φιλοξενούσε 13 νέους και έναν 80χρονο γείτονά τους, ο οποίος τον τελευταίο μήνα ζούσε μαζί τους επειδή είχε καεί το σπίτι του και συλλαμβάνονται όλοι. Τα επόμενα 24ωρα κάποιοι εργολάβοι άρχισαν να καταστρέφουν το κτίριο από κάτω προς τα πάνω, ενώ άγρυπνες διμοιρίες των ΕΚΑΜ παραφύλαγαν σε όλη την περιοχή. Οι κάτοικοι της περιοχής είχαν αναφέρει χαρακτηριστικά στα ΜΜΕ: «Οι νέοι που εκδιώχθηκαν από εκεί, διέσωσαν κατ' αρχήν το εγκαταλελειμμένο κτίριο από τη φθορά και την κατάρρευση. Το συντήρησαν όσο καλύτερα μπορούσαν και με δικά τους έξοδα το κράτησαν ζωντανό, κατοικώντας μέσα σ' αυτό για πολλά χρόνια, με σεβασμό και αξιοπρέπεια».
Πέρα όμως από την κάλυψη του κοινωνικού προβλήματος της στέγασης ορισμένων νέων, η Βίλα Βαρβάρα έγινε σταδιακά χώρος ενός εναλλακτικού τρόπου έκφρασης που δεν σημαίνει ότι πρέπει να συντριβεί επειδή απλώς είναι διαφορετικός. Πολιτικές συζητήσεις, κινηματογραφικές ταινίες, μουσικά φεστιβάλ, εκθέσεις βιβλίων και κάθε είδους πολιτιστικές εκδηλώσεις μετέτρεψαν ένα άδειο κτίριο σε πολιτιστικό στέκι, λειτουργώντας έξω από τις παγιωμένες συνήθειες της ελεγχόμενης και συμβατικής παραγωγής πολιτισμού. Άλλες καταλήψεις στη Θεσσαλονίκη ήταν η Δέλτα (εκκενώθηκε τον Σεπτέμβρη του 2012) η Terra Incognita, η Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ, η κατάληψη Ορφανοτροφείου κ.α.

 

Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα. Καταλήψεις στην Επαρχία

Το «μικρόβιο» των καταλήψεων δεν προσέβαλε μόνο τα ανυπόταχτα μυαλά των νέων της Αθήνας. Στην αυγή της νέας χιλιετίας, δεκάδες εγκαταλειμμένα κτίρια ανοίγουν τα ερμητικά κλειστά παράθυρα και πόρτες για να στεγάσουν τα όνειρα και τις επιθυμίες ενός κόσμου που δεν του αρκεί να ζει μια κανονικότητα που επιβάλλεται από το κράτος, το καταναλωτικό life-style και τη χαζοχαρούμενη κενή ζωή που προωθούν τα τηλεοπτικά πρωινάδικα των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών.
Γεννιούνται καταλήψεις στην επαρχία (κάποιες από αυτές έχουν πλέον εκκενωθεί), όπως στην Πάτρα (Μαραγκοπούλειο, κατάληψη Παραρτήματος), στον Βόλο (κατάληψη Ματσάγγου, κατάληψη Τερμίτα), στα Γιάννενα (κατάληψη Αντιβίωση και άλλες), στη Λάρισα (κατάληψη Ντουγρού, κατάληψη Αντιδραστήριο, κατάληψη Palmares), στο Αγρίνιο (κατάληψη Apertus) κλπ.
Στο Ηράκλειο της Κρήτης η Κατάληψη Ευαγγελισμού αυτή τη στιγμή αποτελεί την τρίτη χρονικά ενεργή κατάληψη στην Ελλάδα. Μια κατάληψη, η οποία επίσης όλα αυτά τα χρόνια έχει να επιδείξει πλήθος πολιτικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, ενώ αποτελεί και ένα βασικό κύτταρο των αναρχικών ιδεών στο Ηράκλειο:

«Είμαστε οι καταληψίες του Ευαγγελισμού.
Έχουμε επιθυμίες που δεν χωράνε σε σούπερ μάρκετ και ταξικό μίσος που δεν χωράει σε ξεπουλημένα συνδικάτα. Παλεύουμε με την ανασφάλεια για το μέλλον μας και το μέλλον ενός κόσμου που δείχνει να έχει αποδεχτεί τον θάνατό του. Είμαστε μουδιασμένοι από την απάθεια των γύρω μας, ζορισμένοι από τα προβλήματα αλλά χαμογελαστοί και δυνατοί χάρη στην αλληλεγγύη και τη μαχητικότητα της κοινότητάς μας. Είμαστε νέοι, εργαζόμενοι, φοιτητές και μαθητές που αποφάσισαν να χτίσουν μια συλλογική ζωή. Μια ζωή κόντρα στο δόγμα «κοίτα την πάρτη σου». Μια ζωή κόντρα στο «εθνικό συμφέρον» και την «ανάπτυξη» που μας βάζει να δουλεύουμε για ψίχουλα, ισοπεδώνει τις παιδικές μας γειτονιές και καταστρέφει τα βουνά και τις ακτές μας.
Η κατάληψη άδειων κτιρίων δεν είναι μόνο δικαίωμα, είναι ζωτική ανάγκη. Οι Καταλήψεις παραδίδουν τα κτίρια πίσω στην κοινωνία. Δεν αποτελούν ιδιοκτησία μας. Επιτίθενται στην έννοια της ιδιοκτησίας. Είναι η ελάχιστη διεκδίκηση των χώρων που μας έχουν κλέψει. Των σπιτιών που μας βάζουν να πληρώνουμε λες και είναι χρυσός, των δημόσιων χώρων που πρώτα καταστρέφουν με τραπεζοκαθίσματα και μετά γεμίζουν με κάμερες και μπάτσους, των δημοσίων εκτάσεων που ξεπουλάνε στις μαφίες των κατασκευών. Αυτοί λοιπόν που μας κλέβουν τη γη, το νερό, τον μόχθο και τον αέρα που αναπνέουμε, τώρα μας ζητάνε με θράσος να παραδώσουμε λιγοστά τετραγωνικά μέτρα που στεγάζουν τους αγώνες μας για ελευθερία. Πριν από 17 χρόνια καταλάβαμε ένα ιστορικό κτίριο του κέντρου και μπήκαμε στο μάτι όλων εκείνων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν από τη δυστυχία του κόσμου: των ντόπιων αφεντικών, των φασιστών, των μπάτσων, των τεχνοκρατών που πατάνε επί πτωμάτων για μια καριέρα και λίγη εξουσία. Τόσα χρόνια μετά, η Κατάληψη Ευαγγελισμού μοιάζει πιο ζωντανή από ποτέ. Εκατοντάδες άτομα επισκέπτονται τις δομές της και πλήθος ομάδων βρίσκει πολιτική στέγη στους χώρους της».
(Απόσπασμα από τη τελευταία ανακοίνωση της κατάληψης Ευαγγελισμού σχετικά με το τελεσίγραφο της κυβέρνησης)

Κατάληψη Rosa Nera

 

Επίσης στο Ηράκλειο υπάρχει η κατάληψη Αυτοδιαχειριζόμενη Εστία στα ΤΕΙ, μια κατάληψη στέγης, ενώ το 2009 είχε δημιουργηθεί και η κατάληψη του ΠΙΚΠΑ που εκκενώθηκε το 2011).
Στα Χανιά υπάρχει η κατάληψη Rosa Nera, μια κατάληψη στη Κρήτη εξίσου σημαντική για τη προσφορά της στους τοπικούς αγώνες, με πλήθος πολιτικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, έμπρακτης αλληλεγγύης σε εργαζόμενους, πρόσφυγες και μετανάστες. Μια κατάληψη για την οποία το κράτος έχει real estate σχέδια και μέσω του πρώην πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης, ξενοδόχου και υφυπουργού της σημερινής κυβέρνησης Βασίλη Διγαλάκη, θέλει διακαώς να τη κάνει δώρο –καθώς είναι «φιλέτο» – σε φίλους επιχειρηματίες για να τη μετατρέψουν από ελεύθερο δημόσιο χώρο φιλοξενίας και απόλαυσης για όλους, σε πολυτελή ξενοδοχειακή μονάδα για λίγους:


«Οι καταλήψεις στην Ελλάδα, από την ιστορική τους γέννηση αποτελούν κοινότητες αγωνιζόμενων νεολαίων, ντόπιων και μεταναστών εργατών κι εργατριών. Με προσωπικό κόπο και μακριά από εμπορικές και κομματικές λογικές αυτοοργανώνουν μέχρι σήμερα τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Αποτελούν στόχο της καταστολής, καθώς αμφισβητούν έμπρακτα την ατομική ιδιοκτησία και προτάσσουν τους κοινούς τόπους απέναντι στον κρατικό έλεγχο. Είναι χώροι αντιφασιστικοί και συμμετέχουν ενεργά στα κοινωνικά κινήματα στην κατεύθυνση οικοδόμησης μιας κοινωνίας ισότητας κι ελευθερίας, χωρίς ταξικούς, φυλετικούς κι έμφυλους διαχωρισμούς...Ο «νόμος και η τάξη» τους αφορά τη φυλάκιση προσφύγων, τα κλομπ και τα δακρυγόνα των μπάτσων στους φοιτητές, τις προσαγωγές (με γδύσιμο των προσαχθέντων) ακόμα και από μπαρ και σινεμά. Οι πρόσφατες εκκενώσεις καταλήψεων στέγης προσφύγων και η επίθεση της αστυνομίας στους φοιτητές της ΑΣΣΟΕ τις ημέρες που διοργανώνονταν οι συνελεύσεις για την πορεία της 17 Νοέμβρη αποτέλεσαν μια πρώτη δήλωση όσων έπονται από πλευράς εξουσίας. Το τελεσίγραφο των 15 ημερών να αδειάσουν οικειοθελώς οι καταλήψεις είναι το κερασάκι στην τούρτα της έπαρσης μιας ακροδεξιάς που ταΐζει με εκκενώσεις και ξύλο το ρατσιστικό της ακροατήριο...Οι απαντήσεις μας θα δοθούν στους δρόμους και στους χώρους δουλειάς.
Ένα ισχυρό ανάχωμα στη μπατσοκρατία και την κρατική τρομοκρατία πρέπει να είναι άμεση προτεραιότητα κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Η προστασία των προσφύγων και των καταλήψεων αλλά και οι διεκδικήσεις για αύξηση του μισθού με ταυτόχρονη μείωση των ωρών δουλειάς πρέπει να συμπλέουν, ώστε να συσπειρώνουν τα χαμηλά στρώματα ενάντια στην εξαθλίωση και την εντατικοποίηση που επιβάλλουν οι επενδυτές, τα αφεντικά και το κράτος τους. Σε αυτό τον αγώνα δεν πρέπει ούτε λεπτό να μας διαφεύγει πως όσο αντιστεκόμαστε στη κανονικότητα της υποταγής στο εσωτερικό, τόσο υποσκάπτουμε τα πολεμικά σχέδια του ελληνικού κράτους και των συμμάχων του στο εξωτερικό».
(Αποσπάσματα από το κείμενο της Rosa Nera, 23/11/19)

Κάθε τέλος αποτελεί και αρχή για κάτι νέο

Αν αξίζει να κρατήσουμε κάτι από αυτή την ιστορία, αυτό είναι σίγουρα η πρόταση μιας άλλης άποψης για την καθημερινή ζωή στη πόλη και η απόδειξη ότι κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει και στην πραγματικότητα. Μαζεύονται κάποιοι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν (και κυρίως θέλουν) να ζήσουν μαζί, καταλαμβάνουν ένα άδειο σπίτι και ξεκινούν την περιπέτειά τους. Πολλές είναι οι επιθέσεις της αστυνομίας σε κατειλημμένα σπίτια και εκατοντάδες οι κατά καιρούς συλλήψεις. Ωστόσο, κάποιες καταλήψεις άντεξαν μέχρι τώρα στον πόλεμο, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό το πραγματικά αξιοθαύμαστο κοινωνικό φαινόμενο έχει ρίξει πια βαθιές ρίζες στην Ελλάδα κι όσο κι αν λυσσάει και αφρίζει το κράτος δεν θα μπορέσει να τις ξεριζώσει.
Όσοι, λοιπόν, θεωρούν απαράδεκτο το φαινόμενο να υπάρχουν άστεγοι, όσοι θεωρούν τις καταλήψεις σπιτιών από τους αστέγους σαν παράδειγμα προς μίμηση, όσοι θέλουν να ζουν ένα τρόπο ζωής έξω από τη καταναλωτική ψευδαίσθηση και τη διασκέδαση- πασαρέλα, όσοι συνειδητοποιούν το μίσος των φασιστών ενάντια στους καταληψίες, θα κάνουν πράγματι κάτι σημαντικό στην ζωή τους αν συμπαρασταθούν και σταθούν αλληλέγγυοι στις εκάστοτε καταλήψεις των πόλεών τους. Επειδή, η οικονομική επίθεση που δεχόμαστε και τα βίαια μέτρα που παίρνονται ενάντια στους εκμεταλλευόμενους δημιουργούν νέες δυνατότητες συνδέσεων και κυκλοφορίας πρακτικών αντίστασης. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι ήδη κατειλημμένοι χώροι μπαίνουν στο στόχαστρο της καταστολής επίσημα ως κομμάτι της «πάταξης της ανομίας». Αυτός, όμως, είναι και ένας από τους βασικότερους λόγους, για τον οποίο θα υπερασπιστούμε τις καταλήψεις, ως ένα ακόμα ανάχωμα στην υποτίμηση της ζωής μας και ως ένα εμπόδιο στη συνολική αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων που επιχειρείται.

 

Μακρύς επίλογος (χωρίς να έχουμε πει ακόμη την τελευταία μας λέξη)

Ο Ζαν Πωλ Σάρτρ στο βιβλίο του Οι Λέξεις, έγραφε μεταξύ άλλων: «Να φοβάσαι, παιδί μου. Μόνο έτσι θα γίνεις ένας νομοταγής πολίτης».
Το κράτος όπως και κάθε εξουσία των λίγων που θέλει να καθορίζει και να κανοναρχεί τις ζωές των πολλών, στηρίζεται πάνω από όλα στον φόβο της απώλειας του και όταν αυτός δεν λειτουργεί μέσω της αμφισβήτησης της κυριαρχίας του, εξαπολύει τη βία της καταστολής. Κάθε κράτος όταν βλέπει ότι υπάρχει αντίσταση στις ντιρεκτίβες του, επιχειρεί να αποσυνθέσει και να διαλύσει πρώτα από όλα εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που δεν αφομοιώνονται στις επιταγές του.
Ταυτόχρονα, προσπαθεί να απομονώσει και να καταστείλει τα ριζοσπαστικά πολιτικά υποκείμενα που μπορούν να δώσουν επικίνδυνη, για την εξουσία του, τροπή στις εξελίξεις, διαχέοντας τις αντιλήψεις και τις πρακτικές τους στην κοινωνία.
Φυσικά, οι καταλήψεις δεν θα μπορούσαν να μείνουν εκτός καταστολής. Η σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, στην προσπάθειά της να επιβάλει στις κατώτερες τάξεις της κοινωνίας τον εργασιακό μεσαίωνα και μια σιδηρά πειθαρχία επικαλούμενη την «τάξη και την ασφάλεια», επιχειρεί να αποσυνθέσει και να διαλύσει τις κοινωνικές δυνάμεις που δεν αφομοιώνονται στις επιταγές της.
Η πραγματικότητα όμως είναι αμείλικτη: η οπισθοδρόμηση των εργασιακών συνθηκών στην εποχή του 19ου αιώνα, οι ατελείωτες ώρες εργασίας αντί για το οκτάωρο, οι μηδενικές σχεδόν αποζημιώσεις απολύσεων, η μείωση μισθών και συντάξεων σε τριτοκοσμικά επίπεδα, οι απολύσεις στον δημόσιο τομέα από εκπαιδευτικούς, νοσηλευτικό προσωπικό, μέχρι τους εργάτες στην καθαριότητα, και σε αντιδιαστολή η πρόσληψη όλο και περισσότερων αστυνομικών, είναι η πραγματικότητα.
Έπειτα από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης τα πράγματα έχουν γίνει καθεστώς. Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα ειδικότερα για τους μεσήλικες και τους νέους, οι άστεγοι αυξάνονται όπως και οι πεινασμένοι που τρέχουν από συσσίτιο σε συσσίτιο η ψάχνουν τους κάδους των σκουπιδιών στις πόλεις.
Οι πρόσφυγες των οποίων οι ζωές καταστράφηκαν από τους πολέμους που προκαλούν οι κυρίαρχοι, φυλακίζονται ως εχθρική απειλή σε άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης, αντί να γίνονται δεκτοί για αυτό που είναι: κατατρεγμένοι και ικέτες. Και αυτή η τρέλα δείχνει να μην έχει τέλος
Όλα αυτά αποτελούν μια βόμβα έτοιμη να σκάσει στα χέρια των κυρίαρχων ελίτ που εδώ και πολύ καιρό φαίνεται να χάνουν τον έλεγχο της κατάστασης και φυσικά πανικοβάλλονται. Μήπως όμως το γεγονός ότι αυτοί που περισσότερο από όλους πανικοβάλλονται, αποδεικνύει ότι οι ίδιοι είναι οι εξόχως ευνοημένοι από την παρούσα τάξη πραγμάτων; Τι πιο φυσικό λοιπόν από το να στρέφουν τα φώτα της δημοσιότητας μακριά από τη πραγματική φωτιά; Τα τελευταία χρόνια η προπαγάνδα έχει πιάσει τόπο και ο πρώτος εχθρός του λαού είναι ο πιο φτωχός. Όπως λέει και ο ποιητής: «Πάντα οι βάρβαροι ήταν μια κάποια λύσις».


Σήμερα, η βαρβαρότητα του φασισμού δεν χρειάζεται να φορά στολές και να καβαλάει τανκς. Μπορεί να κάνει μια χαρά τη δουλειά της καθισμένη στα κοινοβουλευτικά έδρανα φορώντας κοστούμια. Οι εξουσιαστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι όσο βαθαίνει η κρίση του καπιταλιστικού οικοδομήματος, τόσο θα αυξάνονται όχι μόνο οι αντιστάσεις αλλά και τα διάφορα εγχειρήματα δομών από τα κάτω. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι νεόπτωχοι δίχως αύριο θα αναζητούν όλο και περισσότερο συλλογικούς τρόπους στην επιβίωση και πρέπει να βρουν ένα έρημο τοπίο.
Μιλούν για εστίες ανομίας αυτοί που έχουν καταντήσει κουρελόχαρτα ακόμη και τους δικούς τους νόμους, όταν πρόκειται για τους εαυτούς τους. Αποκαλούν «ανομία» οτιδήποτε αντιστέκεται στις διαταγές της κυβέρνησης και των αφεντικών της, απαιτώντας να σκύβουμε συνεχώς το κεφάλι, να πληρώνουμε μόνο εμείς – οι γνωστοί ηλίθιοι – μισθωτοί, αγρότες, συνταξιούχοι, ακόμη και άνεργοι για να γεμίζουν τα χρηματοκιβώτια των τραπεζιτών, να δουλεύουμε τζάμπα, να μας πληρώνουν όσο θέλουν, όποτε θέλουν και εάν θέλουν και να βγάζουμε το σκασμό κάνοντας τη προσευχή μας για να μην έρθουν «τα χειρότερα».
Όμως αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με προσευχές. Αλλάζει μόνο αν σηκωθούμε από τα γόνατα και ορθώσουμε το ανάστημά μας απέναντί τους. Η χρεωκοπία του σημερινού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης κάνει την υπόθεση της αντίστασης και της κοινωνικής απελευθέρωσης πιο επίκαιρη από ποτέ. Πρόκειται για έναν αγώνα της ζωής εναντίον του θανάτου.
Γι’ αυτό και η επίθεση στις καταλήψεις και τους κοινωνικούς χώρους δεν είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο τους αναρχικούς, αλλά όλους όσους εντάσσουν τον εαυτό τους στο πλευρό των καταπιεσμένων. Είναι ζήτημα ευρύτερα πολιτικό και κοινωνικό. Επειδή μπορεί σήμερα στο στόχαστρο να είναι οι καταλήψεις, αλλά αύριο θα είναι το σύνολο της κοινωνίας.
Οι καταλήψεις και τα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια είναι χώροι που αποτελούν μέσο αγώνα και ταυτόχρονα πρόταγμα. Μια ζωντανή πρόταση προς την κοινωνία για το πώς θα μπορούσε να βρει λύσεις στα ζωτικής σημασίας πλέον προβλήματά της, από τη στέγαση και τη σίτιση μέχρι την αυτόνομη, χωρίς ιεραρχίες, οργάνωσή της.
Δεν μπορούμε πια να ζούμε όπως θέλουν αυτοί. Πρέπει να διαλέξουμε. Ή την ελευθερία ή την «ησυχία». Ή θα ζήσουμε ελεύθεροι ή θα καθόμαστε «ήσυχοι» - και τα δύο μαζί δεν γίνονται. Συνεπώς, η αντίσταση στα σχέδια τους και η αλληλεγγύη σε όσους καταστέλλονται, είναι ζωτικής σημασίας εφόσον δεν θέλουμε να ζήσουμε μέσα στη σιγή του νεκροταφείου.


image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 
image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 
image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music