Το "Licorice Pizza" του Paul Thomas Anderson: η ταινία ενός δημιουργού που εμπιστεύεται τη σιγή όσο και τη σύγκρουση...

Γράφει ο Χρήστος Κορναράκης

Το Licorice Pizza δεν είναι για όλους - το ξέρω. Αν περιμένεις μια κανονική πλοκή, αν θέλεις μια ξεκάθαρη ρομαντική κορύφωση, μάλλον θα μπερδευτείς. Αλλά αν αφήσεις την ταινία να σε πάρει από το χέρι χωρίς να ρωτάς πού πάτε, θα σε πάει κάπου απρόσμενα οικείο. Είναι σαν μια παλιά ανάμνηση από μια εποχή που δεν έζησες ποτέ, αλλά κάπως θυμάσαι...

Ανακοίνωση: Με την ανακοίνωση της ημερομηνίας κυκλοφορίας του One Battle After Another τον Σεπτέμβριο, τη νέα συνεργασία του Paul Thomas Anderson με τον Leonardo DiCaprio, ξεκινάω έναν προσωπικό κινηματογραφικό κύκλο. Ένα αφιέρωμα στις εννέα μεγάλου μήκους ταινίες του Anderson, με αφορμή όχι μόνο την αναμονή για τη νέα του δουλειά, αλλά και την ανάγκη να επιστρέψω σε ένα έργο ζωής που εδώ και 25 χρόνια με προκαλεί, με εμπνέει, με στοιχειώνει.

Το One Battle After Another είναι η πιο φιλόδοξη παραγωγή του μέχρι σήμερα – γυρισμένη σε 35mm φιλμ, με VistaVision κάμερες, με σκηνές στην Καλιφόρνια και στο Τέξας, με budget που αγγίζει ή ξεπερνά τα 140 εκατομμύρια δολάρια. Ο Leonardo DiCaprio ενσαρκώνει έναν εκκεντρικό επαναστάτη, τον Bob Ferguson, που παλεύει να σώσει την κόρη του, με τη βοήθεια ενός μέντορα (Benicio del Toro) και υπό τη σκηνοθετική ματιά ενός δημιουργού που δεν έχει χαρίσει ποτέ το ίδιο βλέμμα δύο φορές. Το σενάριο υπογράφει ο ίδιος ο Anderson, μαζί με τη Sara Murphy και τον εκλιπόντα Adam Somner.

Γιατί επιστρέφω σε αυτές τις ταινίες; Γιατί αξίζει να ξαναδώ το φιλμικό σύμπαν του Paul Thomas Anderson τώρα; Γιατί οι ταινίες του είναι κάτι περισσότερο από σινεμά. Είναι ένας καθρέφτης που μεταβάλλεται με τον χρόνο, ανάλογα με το πού βρισκόμαστε εμείς ως θεατές. Ο Anderson δεν επαναλαμβάνεται, δεν βολεύεται σε κάποιο ύφος. Είναι απρόβλεπτος, απαιτητικός, τρυφερός και σκληρός μαζί. Πώς να περιγράψει κανείς εννιά τόσο διαφορετικά φιλμ με μία μόνο πρόταση;

Το Hard Eight (1996) ήταν η σεμνή αρχή, ένα απογυμνωμένο ντεμπούτο.
Το Boogie Nights (1997) ήταν ένα τολμηρό ξεσάλωμα πάνω στην πορνογραφία και την εσωτερική μοναξιά.
Το Magnolia (1999) ήταν ένα συναισθηματικό πολεμικό μέτωπο, ένας χείμαρρος ανθρώπινου πόνου.
Το Punch-Drunk Love (2002) ήταν μια παράδοξη ρομαντική συμφωνία.
Το There Will Be Blood (2007) ήταν ένα εφιαλτικό έπος για την εξουσία και την παράνοια.
Το The Master (2012) ήταν ένα ψυχαναλυτικό θρίλερ για την πίστη και τον έλεγχο.
Το Inherent Vice (2014) ήταν μια ναρκωμένη σάτιρα, γεμάτη καπνό και παραισθήσεις.
Το Phantom Thread (2017) ήταν ένα αριστοκρατικό δηλητήριο μεταμφιεσμένο σε ρομάντζο.
Και το Licorice Pizza (2021), Ένα ανέμελο αλλά βαθιά ειλικρινές ημερολόγιο νεότητας.

Μ’ αυτή την αναδρομή ξεκινά η παρουσίαση του Licorice Pizza – η οποία δεν είναι απλώς μια "ελαφριά" ταινία μετά τις σκοτεινές αναζητήσεις του Anderson, αλλά μια φαινομενικά χαλαρή, βαθιά συναισθηματική ματιά στη στιγμή που όλα μοιάζουν πιθανά και τίποτα δεν είναι σίγουρο.

[ανακοίνωση τέλος]

 

*      *      *

 

Το Licorice Pizza λοιπόν... Η πιο “χαλαρή” ταινία του Anderson, αλλά καθόλου επιπόλαιη. Αντίθετα, είναι ένα φιλμ που κρύβει μια απίστευτη συναισθηματική ακρίβεια κάτω από την επιφάνεια της ρετρό αισθητικής και της ακανόνιστης αφήγησης. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’70, στη γεμάτη αυταπάτες κοιλάδα του San Fernando, και ακολουθούμε τον 15χρονο Gary και την 25χρονη Alana σε μια σχέση που αρνείται να κατηγοριοποιηθεί: δεν είναι καθαρά ρομαντική, δεν είναι καθαρά φιλική, δεν είναι ούτε “κανονική” με την έννοια που περιμένεις. Είναι όμως αληθινή.

Αυτό που με συγκινεί στην ταινία είναι το πώς καταφέρνει να αποτυπώσει την εμπειρία της νεότητας χωρίς να την εξιδανικεύει. Δεν υπάρχει “πλοκή” με την παραδοσιακή έννοια – υπάρχουν στιγμές. Γεγονότα που θα μπορούσαν να είναι απλώς αναμνήσεις. Και ίσως αυτό είναι τελικά το Licorice Pizza: μια συλλογή από αναμνήσεις. Άλλες αστείες, άλλες αμήχανες, άλλες οριακά επικίνδυνες.

Ο Cooper Hoffman, γιος του Philip Seymour Hoffman, έχει μια αθωότητα που δεν μπορείς να παίξεις – την κουβαλάς ή όχι. Εκείνος την έχει. Είναι πειστικός χωρίς να προσπαθεί. Ένας νεαρός που έχει πάντα ένα σχέδιο και ποτέ δεν σταματά να κινείται. Η Alana Haim είναι, ειλικρινά, αποκάλυψη. Αυθόρμητη, ακατέργαστη, αληθινή. Ο Anderson χρησιμοποιεί το πρόσωπό της σαν καμβά, γεμάτο μικρές εκφράσεις, ανασφάλειες, εκρήξεις, στιγμές αυθεντικής ζωής.

Μια σκηνή που δεν φεύγει ποτέ από το μυαλό μου είναι αυτή με το φορτηγό χωρίς καύσιμα, που κατρακυλά μέσα στη νύχτα, σιωπηλά, γεμάτο ένταση. Δεν έχει διαλόγους, δεν έχει “μεγάλη σημασία” για την πλοκή, αλλά είναι καθαρός κινηματογράφος: ρυθμός, ατμόσφαιρα, σασπένς. Ο Anderson δεν σε κρατάει από το χέρι – σε αφήνει να χαθείς, να βρεις τι σημαίνουν όλα αυτά για σένα.

Και μετά είναι η δεκαετία του ’70. Όχι η ιδανική, όχι η νοσταλγική, αλλά αυτή που βρωμάει πετρέλαιο, ιδρώτα και παγωμένο χρόνο. Η φωτογραφία θυμίζει ξεθωριασμένες Polaroid. Το soundtrack είναι υπέροχο, όχι γιατί παίζει “μεγάλες επιτυχίες”, αλλά γιατί νιώθεις ότι ακούς ραδιόφωνο στο πίσω κάθισμα ενός station wagon.

Το Licorice Pizza δεν είναι για όλους - το ξέρω. Αν περιμένεις μια κανονική πλοκή, αν θέλεις μια ξεκάθαρη ρομαντική κορύφωση, μάλλον θα μπερδευτείς. Αλλά αν αφήσεις την ταινία να σε πάρει από το χέρι χωρίς να ρωτάς πού πάτε, θα σε πάει κάπου απρόσμενα οικείο. Είναι σαν μια παλιά ανάμνηση από μια εποχή που δεν έζησες ποτέ, αλλά κάπως θυμάσαι.

Για μένα, αυτό είναι το πιο σπουδαίο: μια ταινία που σε αφήνει με μια αίσθηση. Που δεν προσπαθεί να σε πείσει για κάτι, αλλά σου λέει απλά: “να, έτσι ένιωσα τότε”. Και τελικά, ίσως αυτό να είναι ολόκληρη η ουσία του σινεμά του Paul Thomas Anderson.

Αν έπρεπε να τοποθετήσω το Licorice Pizza μέσα στην πορεία του Paul Thomas Anderson, θα έλεγα πως είναι η ταινία που αποδεικνύει ότι δεν έχει τίποτα να αποδείξει. Μετά από φιλμ σαν το There Will Be Blood ή το The Master, όπου η ένταση ξεχειλίζει και κάθε πλάνο μοιάζει βαρύ, εδώ επιλέγει να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό: να αφηγηθεί χωρίς στόμφο, χωρίς εξάρσεις, χωρίς σιγουριά.

Είναι η ταινία ενός δημιουργού που πια εμπιστεύεται τη σιγή όσο και τη σύγκρουση. Ενός σκηνοθέτη που δεν ενδιαφέρεται να ελέγξει το βλέμμα σου, αλλά να σου πει: “δες ό,τι θέλεις – όλα είναι εκεί”. Κι αν κάπου μέσα σ’ αυτές τις χαλαρές περιπλανήσεις, στους έρωτες χωρίς ταμπέλες και στις σιωπές που λένε περισσότερα από διαλόγους, βρεις κάτι που σε αφορά, τότε ίσως αυτό να είναι η μαγεία του Licorice Pizza.

Είναι ο Anderson σε μια πιο ήπια, αλλά εξίσου ουσιαστική φάση. Κι αν το There Will Be Blood ήταν η βροντή, το Licorice Pizza είναι ο απόηχος – όχι λιγότερο σημαντικός, απλώς πιο εσωτερικός. Και για μένα, προσωπικά, είναι μια από τις πιο ανθρώπινες ταινίες του.

Ξεκίνησα ανάποδα. Από το τέλος – ή πιο σωστά, από το πιο πρόσφατο. Το Licorice Pizza ήταν η αφετηρία αυτής της αναδρομής, όχι επειδή είναι η πιο «εύκολη» ή «σύγχρονη» ταινία του Paul Thomas Anderson, αλλά γιατί ένιωθα ότι εκεί, σ’ αυτή την ανάλαφρη αλλά εύθραυστη ματιά στην εφηβεία, υπάρχει ένα βλέμμα που κοιτάζει και πίσω και μπροστά ταυτόχρονα. Ένα βλέμμα που, χωρίς να το φωνάζει, κουβαλάει όλη την εμπειρία ενός σκηνοθέτη που έχει περάσει μέσα από κάθε σκοτεινή και απαιτητική του φάση.

Κι έτσι, κάπως φυσικά, ήρθε η στιγμή να επιστρέψω στην αρχή. Στο Hard Eight, την πρώτη του ταινία. Και κάπου εκεί ένιωσα κάτι σχεδόν μεταφυσικό: το βλέμμα του νεαρού Anderson από το ’96 να συναντά –όχι να αντικρούει, αλλά να συναντά– το βλέμμα του σημερινού. Σα να γυρίζει ο φακός προς τα πίσω, όχι για να αναπολήσει, αλλά για να καταλάβει από πού ξεκίνησε.

Το παρελθόν δεν είναι ποτέ νεκρό – ειδικά στο σινεμά. Είναι παρόν. Το κουβαλάει κάθε πλάνο, κάθε σιωπή, κάθε λοξό βλέμμα. Το Licorice Pizza και το Hard Eight μπορεί να απέχουν 25 χρόνια, αλλά μιλούν μεταξύ τους. Το πρώτο, σαν ένας γλυκός επίλογος σε μια έντονη διαδρομή. Το δεύτερο, σαν ένας ψίθυρος που λέει: "Έχω ακόμα πολλά να πω". Και κάπως έτσι, ξεκινά η πορεία μου μέσα στον κόσμο του Anderson. Από το τώρα προς το τότε. Από το τέλος προς την αρχή. Ή ίσως –όπως θα έλεγε κι εκείνος– χωρίς αρχή και τέλος. Μόνο με βλέμματα που επιμένουν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών του George A. Romero: Και οι «βρικόλακες» έγιναν ζόμπι...

Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο: Ένα απαγορευμένο βιβλίο και μια απαγορευμένη ταινία λίγο πριν το τέλος του κόσμου...

Blood Diamond: Η ταινία του Edward Zwick, μια προσπάθεια για ευαισθητοποίηση απέναντι στη φρίκη του πολέμου, την παιδική εκμετάλλευση και ένα αιματοβαμμένο εμπόριο...


image

Χρήστος Κορναράκης

Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.
 
 
 
image

Χρήστος Κορναράκης

Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.
 
 
 
image

Χρήστος Κορναράκης

Ο Χρήστος Κορναράκης γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του Ιούλη στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του (υποκριτική, μάρκετιγκ και επικοινωνία) και όντας συλλέκτης δίσκων από τα παιδικά του χρόνια, αρθρογράφησε επί μία δεκαετία στο blog fromthebasement.com και στην μετέπειτα εξέλιξη του, το ypogeio.gr. Η ένταξη του στην ομάδα του Merlin’sMusic Box αποτελεί φυσική εξέλιξη.