Χαραντίνα...

Γράφει ο Αχιλλέας ΙΙΙ

–Μπορούμε να βγούμε τώρα! Είναι πια ασφαλές, το είπαν στις ειδήσεις. Κλείσε το τηλέφωνο και πάμε. Ραντεβού στη γωνία σε πέντε λεπτά.

–Άσε με, δεν πάω πουθενά. Δώσε χαιρετίσματα στον έξω κόσμο.

–Τι εννοείς; Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, μπορούμε να βγούμε!

–Είμαι μια χαρά εδώ, σου λέω. Και εννοείται πως υπάρχει κίνδυνος. Υπάρχει ο κίνδυνος να επιστρέψουμε στο παρελθόν και να ξαναρχίσουμε να ζούμε όπως και πριν από πέντε μήνες, τότε που ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Να πρέπει να συναναστρεφόμαστε με τους ίδιους ανθρώπους και να υπομένουμε τις ίδιες συμπεριφορές, τις οποίες μέχρι την επιβολή του κατ’ οίκον περιορισμού διαμαρτυρόμασταν ότι δεν αντέχουμε – αν και δεν κάναμε κάτι για να απαλλαγούμε από αυτές, παρά μόνο γκρινιάζαμε και καταπιεζόμασταν παρατείνοντας μια κατάσταση αφόρητη, ένα ομοίωμα πραγματικής ζωής παραγεμισμένο με ψευδαισθήσεις προσποίηση και μικροσυμφέροντα. Πέρασα πέντε μήνες στο μικρό μου διαμέρισμα, οχυρωμένος στις ασχολίες που εγώ επέλεξα από εκείνες που μου επέτρεπε ο εγκλεισμός και, μάντεψε, συνειδητοποίησα ότι βρέθηκα να κάνω περισσότερα από τα πράγματα που μου αρέσουν αυτό το διάστημα απ’ ό,τι πριν που ήμουν «ελεύθερος».

–Έλα τώρα, υπερβολές… Προσπαθείς τώρα να με πείσεις ότι δεν σε ενόχλησε καθόλου όλος αυτός ο τρόμος και η φρίκη; Η απειλή του θανάτου, η αγωνία για το αύριο, ο φόβος ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να μολυνθείς και εσύ, να αφήσεις όσα αγαπάς και να βρεθείς σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου από το οποίο να μην έχεις ιδέα αν θα βγεις ζωντανός; 

–Ο άνθρωπος εξοικειώνεται με την ιδέα αυτού του κινδύνου και προσαρμόζει τη συμπεριφορά του προκειμένου να επιβιώσει. Θυμήσου πόσο είχες επηρεαστεί ψυχολογικά την πρώτη φορά που συνάντησες ανθρώπους με μάσκες στον δρόμο ή στο σούπερ μάρκετ, και πόσο μια εβδομάδα αργότερα.  Σκέψου όλους αυτούς τους πολέμους του παρελθόντος που ανάγκασαν τους ανθρώπους να μένουν επί μήνες κρυμμένοι ή να πρέπει να επινοούν νέους τρόπους να καλύπτουν τις ανάγκες τους για να περιορίσουν τους κινδύνους που τους απειλούσαν. Έπειτα από λίγο, είμαι σίγουρος ότι το να έχουν σβηστά φώτα τη νύχτα, να σέρνονται κάτω από συρματοπλέγματα για να ξεδιψάσουν, να μιλούν χαμηλόφωνα και να σκύβουν όποτε άκουγαν σφύριγμα τους φαίνονταν όλα απολύτως φυσιολογικά και αναγκαία. Ο φόβος συνηθίζεται, όπως συνηθίζεται και η μιζέρια που σου περιέγραψα νωρίτερα. Απλώς η μιζέρια είναι πιο ύπουλη, πιο διαβρωτική και λειτουργεί νεκρώνοντας από μέσα προς τα έξω.

–Και η παράνοια όλων αυτών που άδειασαν τα ράφια των σουπερμάρκετ από τις πρώτες ημέρες από χαρτί υγείας και ζυμαρικά ή σπρώχνονταν για ένα πακέτο ρύζι; Όλη αυτή η τρέλα δεν σε ενοχλούσε. Όλοι αυτοί που, εξαιτίας της κρισιμότητας της κατάστασης, έβγαλαν ό,τι χειρότερο είχαν μέσα τους…

–Ναι, ακριβώς! Όλοι αυτοί. Αυτοί που μόνο τον εαυτό τους σκέφτονται. Αυτοί που είναι διατεθειμένοι να φτάσουν στα άκρα για να κερδίσουν κάτι παραπάνω για τον εαυτό τους ή για να χάσουν κάτι λιγότερο. Αυτοί που δεν έχουν αναστολές ή αξιοπρέπεια. Λοιπόν, είναι αυτοί οι ίδιοι που τώρα θα βγουν έξω. Ελεύθεροι και αυτοί, όπως και πριν. Χωρίς την καχυποψία ή το μίσος που είχαν στα μάτια όταν φοβόντουσαν ότι μπορούσες να τους κολλήσεις. Όλοι αγαπημένοι πια, με πλατιά χαμόγελα ανακούφισης, πίσω από τα οποία θα εξακολουθούν να βρίσκονται κρυμμένα τα ίδια εκείνα κοφτερά δοντάκια του τρωκτικού που μπορώ να ορκιστώ ότι τόσο καιρό άκουγα να τρίζουν όλο αγωνία. Βλέπεις, παρότι πέντε μήνες τώρα κυκλοφορούσαμε όλοι με μάσκες στα πρόσωπά μας, την ίδια στιγμή έπεσαν και αρκετές μάσκες από αυτές που ο καθένας φορούσε – άλλος από συνήθεια, άλλος από συμφέρον, άλλος από αδυναμία. Αυτοί! Οι γείτονες που χαμογελούσαν μέχρι πρότινος ο ένας στον άλλον όταν συναντιόταν στο ασανσέρ και μετά επέστρεφαν στα σπίτια τους και αλληλοσχολίαζαν. Αυτοί. Τα ζευγάρια που φωτογραφίζονται χαμογελαστά και δυο δεύτερα μετά το «κλικ» κατεβάζουν τα μούτρα και επιστρέφουν στις οθόνες των κινητών τους τηλεφώνων, αφού δεν αντέχουν το να είναι μαζί, αλλά γλιτώνουν τις διαρκείς εντάσεις (ή τίποτα χειρότερο) λόγω των υποχρεώσεων που τους κρατούν σε απόσταση ή λόγω της τεχνολογίας που τους επιτρέπει να χαζεύουν επί ώρες ο καθένας την παλάμη του. Αυτοί. Οι πατεράδες και οι μανάδες που επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία πως «λατρεύουν» τα παιδιά τους ή πως ό,τι κάνουν για αυτά το κάνουν, ενώ στην πραγματικότητα δεν τα αντέχουν και νιώθουν τυχεροί που τα βλέπουν ελάχιστα, μια που εκείνα περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μακριά τους, μεγαλώνοντας με άλλους ανθρώπους και όχι με τους ίδιους – πέντε έξι ώρες κάθε πρωί στο σχολείο, δυο τρεις στο φροντιστήριο, άλλες δυο σε «δραστηριότητες», οκτώ με δέκα ώρες ύπνου, ε, δεν μένει και πολύς χρόνος. Αν προσθέσεις τις μετακινήσεις και την ώρα του φαγητού (κατά τη διάρκεια του οποίου «όταν τρώνε δεν μιλάνε»), καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αυτοί όλοι είναι που δεν άντεχαν την καραντίνα, καθώς όσο αυτή διαρκούσε έπρεπε να αντέξουν όχι μόνο τον εαυτό τους και τον οικιακό περιορισμό, αλλά και όλα εκείνα που είχαν δημιουργήσει για τους λάθος λόγους και με τον λάθος τρόπο και επιπλέον αισθανόντουσαν τη γεμάτη υποκρισία ανάγκη στο παρελθόν να τα υπερασπίζονται. Αυτοί, λοιπόν, είναι που θα τρέξουν πρώτοι έξω να χορέψουν χαρούμενοι στους δρόμους, πασχίζοντας να ξαναστήσουν γρήγορα γρήγορα το ψεύτικο σκηνικό της παράστασής τους, στο οποίο έχουν φυλάξει ένα ρολάκι και για εμάς, έτσι ώστε να γεμίσουν καμία χαραμάδα στις ασφυκτικά κενές από νόημα ζωές τους ή για να εισπράξουν κανένα χειροκρότημα από αυτά που τους αρέσουν. Για αυτούς μιλάμε. Το ξέρεις και το ξέρω. Δεν αντέχονταν πριν από ένα πεντάμηνο. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα αντέχονται τώρα; Αυτός ο εγκλεισμός, αυτή η πεντάμηνη κύηση αν θες, τι γέννα περιμένεις ότι θα αποδώσει; Τι μεταλλαγμένα πλάσματα θα προκύψουν από τη διασταύρωση του καθενός με τον εαυτό του, με εκείνους που αποκαλεί «δικούς του» ή με «το άλλο του μισό»; Μίλησες για τρόμο λίγο νωρίτερα και για φρίκη. Τότε είναι όμως που θα ξεκινήσει η αληθινή φρίκη για εμένα· όταν όλα αυτά τα καταπιεσμένα πλάσματα ανοίξουν την πόρτα τους και βγουν έξω, έτοιμα να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους και μαζί μου. Ο κόσμος όπως τον γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα είχε ήδη τα χάλια του, και φαντάσου πως υποτίθεται ότι ήταν προϊόν των πράξεων «ελεύθερων ανθρώπων». Από τους εκπρόσωπους αυτής της νέας ράτσας, τους «Ηοmo carantinus», τι άλλο να προσμένω πέρα από το να σαρώσουν ό,τι οι προηγούμενες ενσαρκώσεις τους είχαν αφήσει όρθιο; Ή μήπως νομίζεις ότι μπορώ να πιστέψω τα χαμόγελά τους ή τους πανηγυρισμούς τους για το γεονός ότι «όλοι μαζί τα καταφέραμε»; Πες μου εσύ τώρα, αλήθεια, για ποιόν λόγο να θέλω να βγω έξω μαζί τους;

–Τι να σου πω… Και τι έχεις σκοπό να κάνεις δηλαδή; Για πόσο καιρό μπορείς να μείνεις μέσα;

–Για όσο αντέξω, φίλε μου. Για όσο αντέξω! Μέχρι να εμφανιστεί άλλος ένας θανατηφόρος ιός και να ξανακλειστούν όλοι τους μέσα. Μέχρι η απομόνωση να ξαναγίνει προτεινόμενη, υποχρεωτική και να θεωρείται και πάλι «φυσιολογική». Γιατί για εμένα πάντα ήταν φυσιολογική. Έχω περάσει πολλά χρόνια μοναξιάς, το γνωρίζεις. Για διάφορους λόγους. Κάποτε με ενοχλούσε. Στην πορεία έμαθα να αγαπώ τη μοναχική ζωή – με τον ίδιο ίσως επώδυνο τρόπο που βγήκαν από τη θάλασσα στη στεριά εκείνα τα πρώτα ζώα που εξελίχθηκαν πρώτα σε αμφίβια, έπειτα σε ερπετά και, τελικά, σε θηλαστικά, παρότι στην αρχή τα μέσα και τα όργανα που διέθεταν δεν ήταν απόλυτα συμβατά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στο νέο τους περιβάλλον. Τώρα, μετά από τις τελευταίες εξελίξεις μοιάζει λες και ό,τι μου είχε συμβεί είχε συμβεί ακριβώς για αυτόν τον λόγο: για να είμαι έτοιμος και για να μπορέσω να δω τα πράγματα καθαρότερα. Και ξέρεις κάτι, μετά από όλες αυτές τις θεωρίες που διαδίδονται τόσο καιρό σχετικά με την προέλευση του ιού που έσπειρε τον θάνατο σε τόσες χιλιάδες ανθρώπους, έχω καταλήξει και εγώ σε δυο δικές μου θεωρίες, χωρίς να είμαι σίγουρος ποια από αυτές βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια.

–Για πες.

–Λοιπόν, σύμφωνα με την πρώτη είμαστε τυχεροί. Ο πλανήτης μας σιχάθηκε και –μια που ο άνθρωπος αποτελεί για αυτόν το χειρότερο παράσιτο– αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να λάβει δραστικά μέτρα για να μας ξεφορτωθεί. Έτσι, ανέπτυξε επιτέλους αντισώματα εναντίον μας, όπως αυτός ο παράξενος ιός, τα οποία ανέλαβαν το έργο της σταδιακής μας εξολόθρευσης. Αυτό που ζήσαμε τους τελευταίους μήνες ήταν το πρώτο κύμα. Ένα κύμα ελαφρύ. Μια πρόγευση όσων θα ακολουθήσουν.

–Έλα τώρα… Μιλάς για το τέλος της ανθρωπότητας σαν να μη σε αφορά καθόλου εσένα τον ίδιο.

–Αν σου πω ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου και πολύ άνθρωπο δεν θα με πιστέψεις. Ποντάρω σε κάποια μορφή εξαίρεσης από την εξαφάνιση ορισμένων εκλεκτών εκπροσώπων του είδους. Εκείνων που σήμερα θεωρούνται το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή «ελαττωματικοί». Με αυτόν τον τρόπο σου εξομολογούμαι ότι είμαι περήφανος να θεωρώ τον εαυτό μου «ελαττωματικό».

–Τέλοσπάντων… Και η δεύτερη θεωρία;

–Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία, αγαπητέ φίλε, ο ιός είναι εργαστηριακό δημιούργημα μιας ομάδας επιστημόνων οι οποίοι επί πολλά χρόνια συνήθιζαν να αγοράζουν λογοτεχνικά βιβλία που ποτέ δεν διάβαζαν και απλώς τα στρίμωχναν στα ράφια των βιβλιοθηκών τους ή τα στοίβαζαν φύρδην μίγδην το ένα πάνω στο άλλο πάνω στα κομοδίνα τους νιώθοντας απόγνωση κάθε πρωί που ξυπνούσαν και τα αντίκριζαν να τους περιμένουν, γνωρίζοντας ότι δεν θα βρουν ποτέ τον χρόνο και τη διάθεση να ασχοληθούν μαζί τους, και ότι όταν κάποια στιγμή έβγαιναν στη σύνταξη και είχαν απεριόριστο χρόνο για αυτό δεν θα είχαν τη διαύγεια του πνεύματος που απαιτείται, ούτε τη διάθεση, αφού τότε κατά πάσα πιθανότητα θα είχαν να αντιμετωπίσουν την κατάθλιψη ή κάποιο άλλο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Όσο λοιπόν όλοι οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, οχυρωμένοι από τον θάνατο και την έλλειψη χαρτιού τουαλέτας, εκείνοι, αποδεσμευμένοι από κάθε άλλη υποχρέωση, χαμογελούσαν ευτυχισμένοι, βυθισμένοι στις σελίδες κάποιου μυθιστορήματος.

–Εντάξει, τώρα που είμαι σίγουρος ότι αστειεύεσαι μπορώ να κλείσω το τηλέφωνο και να βγω μια βόλτα στη λιακάδα. Η μέρα είναι υπέροχη.

–Στο καλό να πας. Εγώ θα συνεχίζω να διαβάζω το βιβλίο μου. Εσείς που θα χοροπηδάτε στο γρασίδι φροντίστε σε παρακαλώ να μην κάνετε πολλή φασαρία και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.

–Αλήθεια, τι διαβάζεις; 

–Τελειώνω τον δεύτερο τόμο του γνωστότερου έργου του Θερβάντες και αμέσως μετά σκέφτομαι να ξεκινήσω το βιβλίο ενός Αργεντίνου συγγραφέα για μια βιβλιοθήκη που είχε στα ράφια της όλα τα βιβλία που γράφτηκαν στο  παρελθόν και όσα θα γραφτούν στο μέλλον. Δώσε χαιρετίσματα στον έξω κόσμο και μετέφερέ του, σε παρακαλώ, τις κατάρες μου. Αν αλλάξεις γνώμη ξέρεις πού θα με βρεις.

(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 26 Μαρτίου 2020) 

Τα βιβλία του Αχιλλέα ΙΙΙ Κομπλεξικό και Παραχαράκτης κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Νεφέλη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟ MERLIN'S:

{Επιστροφή στην} Πλατεία Εξαρχείων...

Συμπλέγματα τριγωνικών συμπλεγμάτων

Φλοράλ...


image

Αχιλλέας ΙΙΙ

Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
 
 
 
image

Αχιλλέας ΙΙΙ

Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
 
 
 
image

Αχιλλέας ΙΙΙ

Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.