Γράφει ο Αχιλλέας ΙΙΙ
φωτό: inExarchia
Είχε περάσει σχεδόν μια δεκαετία από τότε που είχε πατήσει τελευταία φορά στα Εξάρχεια, αλλά εκείνο το πρωί είχε τυχαία συναντήσει στο μετρό τον παλιόφιλο τον Τάκη που έτρεχε να προλάβει κάποια δουλειά και –πριν καλπάσουν και οι δυο προς τις κυλιόμενες σκάλες προς αντίθετη κατεύθυνση– εκείνος του πρότεινε να συναντηθούν το ίδιο κιόλας βράδυ να πιουν μια μπίρα και να τα πούνε, «κοντά στην πλατεία, όπως τότε». Ποια πλατεία και τι να πουν, είχε σκεφτεί αυτομάτως, ωστόσο συμφώνησε από ευγένεια, από κεκτημένη ταχύτητα και, ίσως, λόγω της νοσταλγίας που τον επισκεπτόταν κάθε τόσο για το «τότε» τον τελευταίο καιρό. Και να ‘τος τώρα να περπατάει βραδιάτικα προς τα Εξάρχεια, όπως τόσα χρόνια πριν, όταν βιαζόταν να συναντήσει την παρέα σε κάποιο από τα αμέτρητα καφέ-μπαρ της γειτονιάς ή σε κάποιο παγκάκι.
Καθώς ανηφόριζε τη Σολωμού με γρήγορο βήμα από την Πατησίων κοίταξε το ρολόι του και δαγκώθηκε, αφού κατάλαβε ότι είχε ήδη στήσει τον Τάκη ένα τέταρτο, γεγονός το οποίο, ύστερα από τόσα χρόνια που είχαν να βρεθούν οι δυο τους, έμοιαζε μεγάλη γαϊδουριά. «Δεν άλλαξες καθόλου, μαλάκα», θα του έλεγε γελώντας μόλις τον έβλεπε ο άλλος, «μια ζωή αργοπορημένος»• και δεν θα είχε και άδικο, αφού τα ίδια έκανε και τότε που ήταν πιτσιρικάδες και τα πίναν παρέα σχεδόν κάθε βράδυ. Παρ’ όλα αυτά, ήξερε ότι στην πραγματικότητα είχε αλλάξει, και μάλλον για αυτό αισθανόταν και τόσο παράξενα που επέστρεφε στη γειτονιά. «Τι να κάνουμε», είπε στον εαυτό του, «αλλάζει συνήθειες κανείς μεγαλώνοντας...». Ο εαυτός του δεν απάντησε. Βλέπεις, δεν έφταιγε μόνο το ότι τον τελευταίο (αρκετό) καιρό είχε μπλέξει με ένα σωρό υποχρεώσεις τις οποίες ούτε μπορούσε να φανταστεί παλιότερα... Κάποιον ρόλο στο να μην έχει και πολύ διάθεση για βόλτες στα παλιά λημέρια είχαν παίξει και όλα εκείνα που ακούγονταν κάθε τόσο στις ειδήσεις: αναφορές περί «αβάτου», φήμες και δραματοποιημένες αφηγήσεις περιστατικών που στην αρχή τον εκνεύριζαν και του προκαλούσαν αποστροφή για εκείνους που τα διέδιδαν και έπειτα τον έκαναν να αγανακτεί για εκείνους που τα πίστευαν, μέχρι που χωρίς καλά καλά να το καταλάβει άρχισε και εκείνος να αποφεύγει την επίσκεψή του εκεί, επικαλούμενος ένα σωρό δικαιολογίες – κυρίως (και πάλι) απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Κάπως έτσι είχε μείνει μακριά και δεν είχε ξεκινήσει ποτέ να πάει να δει με τα μάτια του αν όλα αυτά όσα ακούγονταν από τους δημοσιογράφους ή κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα ήταν αλήθεια ή μύθος.
Παρότι δεν μπορούσε να απαντήσει εύκολα στην ερώτηση τι σήμαινε πλέον για εκείνον η περιοχή, φτάνοντας στην Σπύρου Τρικούπη και αντικρίζοντας την πλατεία, ένιωσε στην καρδιά του ένα σκίρτημα. Ταυτόχρονα, περνώντας δίπλα από μερικούς σκουπιδοκάδους που έχασκαν χωρίς καπάκι με ορθάνοιχτα και στραμμένα προς τον ουρανό τα μεταλλικά τους στόματα, ένιωσε μια άσχημη μυρωδιά να ξεχύνεται, να τον πλησιάζει σαν βρομερό ερπετό, να σκαρφαλώνει πάνω του, να τυλίγεται γύρω από τον λαιμό του και να τρυπώνει πρώτα στα ρουθούνια του και από εκεί βαθύτερα μέσα του. Ήταν μια μυρωδιά οικεία και ενοχλητική• μια μυρωδιά την οποία στο παρελθόν την είχε τόσο πολύ συνηθίσει που δεν τον πείραζε, αλλά που τώρα πια μόλις και μετά βίας του επέτρεπε να αναπνέει ελεύθερα, λες και είχε προστεθεί σε αυτή κάποιο νέο συστατικό που την είχε κάνει εντελώς ανυπόφορη για εκείνον.
Φτάνοντας στο κάτω δεξιά μέρος της πλατείας, πάτησε τις πλάκες του πεζοδρομίου, σταμάτησε και σκέφτηκε «Εδώ είμαστε». Τα μάτια του έτρεξαν στο τριγωνικό κενό από κτίσματα χώρο αναζητώντας όσα θυμόταν, τα βασικά δηλαδή σχήματα και τα σημεία που όριζαν το σκηνικό της σταθερής θεματολογίας της πλατείας: τα περίπτερα στις τρεις γωνίες του ισοσκελούς σχεδόν τριγώνου, τα παγκάκια και τα πεζούλια, κάποια ξεχασμένα πανό που καιρό τώρα κανείς δεν σήκωνε το βλέμμα του να κοιτάξει, μερικά ταλαιπωρημένα δεντράκια καταδικασμένα στις ίδιες πάντα θέσεις – ίσως λίγο πιο κυρτωμένα σε σχέση με παλιότερα και λίγο πιο μαυρισμένα. Κάτω από τα πέλματά του, οι ίδιες πλάκες, φθαρμένες από τα αμέτρητα βήματα ανθρώπων που κινούνταν πάνω τους πέρα δώθε σαν σάρκινα κύματα. Στο κέντρο της πλατείας βρίσκονταν το ίδιο ταλαιπωρημένο μεταλλικό σύμπλεγμα με τους τρίδυμους σκουρόχρωμους έρωτες οι οποίοι έστεκαν εκεί όπως πάντα, βουβοί μάρτυρες και οι τρεις της παρουσίας και των πράξεων ανθρώπων που πηγαινοέρχονταν χωρίς προφανή σκοπό, νέων που γελούσαν ο ένας με τα αστεία του άλλου και χρησιμοποιούσαν κώδικες που οι έξω από τον κύκλο που οι ίδιοι σχημάτιζαν δεν θα καταλάβαιναν εύκολα.
Δεν είχε προλάβει να κάνει δυο βήματα προς το κέντρο της πλατείας όταν κάποιος πίσω από το ψυγείο του περιπτέρου είπε κάτι μισοψιθυριστά προς το μέρος του για να του τραβήξει την προσοχή. Σταμάτησε και γυρίζοντας το κεφάλι του είδε έναν σαρανταπεντάρη τύπο με έντονα ζυγωματικά και πονηρά ματάκια. «Κορτάσαρ, φίλε, Κορτάσαρ;» τον ρώτησε ο άγνωστος και του έκλεισε με νόημα το αριστερό μάτι. Εκείνος αιφνιδιάστηκε, αισθάνθηκε αμήχανα σαν να ήταν ένοχος για κάτι, μετά χαμογέλασε ηλιθιωδώς, έγνεψε όχι κουνώντας το κεφάλι του αριστερά δεξιά και συνέχισε να περπατά.
Τρία μέτρα πιο πάνω ένας άνδρας με μελαψό πρόσωπο τον κοίταξε ψαρωτικά και του σφύριξε «Θέλεις Καλβίνο; Έλα, έλα!». Η απρόσμενη προσφορά τον έκανε να μαζέψει τους ώμους, να κατεβάσει μπροστά το κεφάλι και να ανοίξει το βήμα του για να κρύψει τον φόβο του, ενώ την ίδια ώρα καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που είχε συμφωνήσει να συναντηθούν με τον Τάκη εκεί. Πίσω από έναν θάμνο κάποιος, με στριγκή φωνή η οποία έξυνε τον αέρα βγαίνοντας από το στόμα του, ρώτησε «Γουάιλντ φίλος, πάρε Όσκαρ Γουάιλντ», προσταγή που έκανε την καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα. Μέχρι να διασχίσει ολόκληρη την πλατεία και να φτάσει στην Αραχώβης, μπροστά από το ακόμη εγκαταλειμμένο και γεμάτο με παλιές αφίσες και γκραφίτι Φλοράλ, διάφορες παράξενες φιγούρες ανδρών –αλλα και μιας ηλικιωμένης με ταγέρ και περιποιημένο χτένισμα, που όμως έμοιαζε να στέκεται με το ζόρι όρθια– του πρότειναν Έντγκαρ Άλλαν Πόου, Γουίλιαμ Μπλέικ, Χόρχε Λούις Μπόρχες, Ζορζ Περέκ, Ρεϋμόν Κενώ και Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ενώ όλα έδειχναν ότι στα γύρω στενά υπήρχαν και άλλα άτομα που περίμεναν κρυμμένα στη σκιά φορτωμένα με βιβλία από συγγραφείς με δύσκολα ονόματα.
Στη Δερβενίων γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Από μακριά έμοιαζε με την πλατεία που θυμόταν από παλιά, ωστόσο ήταν πια σίγουρος ότι πλέον δεν είχε καμία σχέση με αυτή. Από πού είχαν ξεφυτρώσει όλοι αυτοί οι παράξενοι τύποι; Πόσο ασφαλής μπορεί να ένιωθε κανείς γνωρίζοντας ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιζόταν κάποιος και να του έκλεινε τον δρόμο προσπαθώντας να τον πείσει να αγοράσει ή να δοκιμάσει Κάφκα, ας πούμε, ή Σαραμάγκου; Έφτασε ταραγμένος στο προσυμφωνημένο καφέ στη Θεμιστοκλέους και βρήκε τον Τάκη να τον περιμένει σε ένα από τα έξω τραπεζάκια. Κάπνιζε και κοίταζε ανήσυχα αριστερά δεξιά. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα στον φίλο του χωρίς να τον χαιρετήσει και προσπάθησε να συνέλθει, παραγγέλλοντας αμέσως μια μπίρα στη σερβιτόρα και στη συνέχεια μένοντας σιωπηλός. Ο Τάκης δεν είπε τίποτα και τον περίμενε να μιλήσει πρώτος. Απέναντι τους στη σκοτεινή εσοχή που σχημάτιζε η είσοδος μια πολυκατοικίας δυο νεαροί είχαν πλησιάσει έναν τύπο με δερμάτινο τζάκετ και διαπραγματεύονταν κάτι μαζί του. Λίγο αργότερα του έδωσαν το χέρι και έφυγαν παίρνοντας μαζί τους ένα βιβλίο το οποίο έμοιαζε με τη «Φιλοσοφία στο μπουντουάρ», χαμογελώντας πονηρά, σαν παιδιά που είχαν μόλις κάνει κάποια σκανδαλιά.
«Το είδες αυτό;» ρώτησε τον Τάκη. «Ρε συ, τι έχει συμβεί εδώ πέρα; Μου την έπεσαν ένα σωρό τύποι στην πλατεία που έσπρωχναν πράμα!» Ο Τάκης κούνησε θλιμμένος το κεφάλι.
«Έχεις καιρό να έρθεις, ε; Τι να πω ρε φίλε, έχει γεμίσει ο τόπος. Κάθε μέρα εμφανίζονται και άλλοι». Θυμάσαι τότε που αράζαμε στην πλατεία με τους άλλους και καπνίζαμε με τις ώρες χωρίς να μας ενοχλεί κανείς; Τότε που δεν ξεμέναμε ποτέ από χόρτο ή από ό,τι άλλο τραβούσε η ψυχή μας; τότε που ξέραμε ότι το μέρος ήταν δικό μας; Ε, λοιπόν, έχει δυο χρόνια τώρα που το πράγμα ξεκίνησε να αλλάζει. Στην αρχή ήταν ένας δύο που εμφανίστηκαν δειλά δειλά, και περίμεναν να πέσει πρώτα ο ήλιος για να πλησιάσουν να δώσουν αυτά τα γαμημένα τα βιβλία. Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά δεν τα πουλάνε. Έτσι απλώς τα δίνουν ή τα ανταλλάσσουν! Δεν τους πολυδώσαμε και ‘μεις σημασία. Ανέκαθεν άλλωστε η γειτονιά ήταν ανεκτική σε κάτι τέτοια, θυμάσαι. Ύστερα από λίγο όμως ήρθαν κι άλλοι. Μετά ακόμη περισσότεροι. Μη σ’ τα πολυλογώ, αυτή τη στιγμή υπάρχουν τρεις τέσσερις διαφορετικές συμμορίες που διακινούν βιβλία. Έχουν καταλάβει σχεδόν την πλατεία και δεν μπορείς ούτε καν το πρωί να περάσεις από εκεί χωρίς να σου την πέσουν. Το είδες και με τα μάτια σου αδερφέ, έχουν αποθρασυνθεί εντελώς πλέον».
«Ρε συ η αστυνομία δεν κάνει τίποτα;»
«Τώρα σώθηκες... Λες και δεν ξέρεις. Αφού ρε μαλάκα τα παίρνουν όλοι τους. Προφανώς τους συμφέρει να είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι βιβλιόφιλοι σε ένα σημείο. Τα πρεζαναγνωστάκια είναι άκακα συνήθως, οι μεγάλοι εκδοτικοί δεν πολυκινδυνεύουν και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Αν πας μέχρι τη γωνία εδώ πιο πάνω θα δεις ότι έχουν βγάλει μέχρι και πτυσσόμενα τραπεζάκια και μοιράζουν μεταχειρισμένα βιβλία ή αυτοεκδόσεις. Και φυσικά, εκτός από τα φανερά, κάτω από το τραπεζάκι έχουν και άλλα: πλαστά αντίτυπα ακριβών εκδόσεων για εκείνους που ξέρουν τι παίζει και τα ζητάνε με συνθηματικό τρόπο. Η κατάσταση έχει ξεφύγει σου λέω, και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως δεν πιστεύω ότι είναι πια αναστρέψιμη».
«Τι λες τώρα, ρε μαλάκα... Πού πήγαν τα λαθραία τσιγάρα; Πού πήγαν τα αλάνια που λιάζονταν στα παγκάκια και, με τις τσέπες γεμάτες καλούδια, περίμεναν πελάτες; Βγάζαμε καλό χαρτζιλίκι και εμείς για ένα διάστημα, σπρώχνοντας πράμα ή πλακώνοντας κανέναν περαστικό πιτσιρικά στο ξύλο άμα βαριόμασταν και δεν μας άρεσε η φάτσα του. Θυμάσαι; Θυμάσαι που μαζευόμασταν τα βράδια στα παγκάκια, ανάβαμε καμιά φωτιά έτσι για τη φάση και ερχόντουσαν και οι άλλοι με τα σκυλιά που τα βάζαν να μαλώνουν καμιά φορά και εμείς γελάγαμε;»
«Λες να μη θυμάμαι... Γάμησε τα φίλε. Προφανώς υπάρχει κάποιο σχέδιο. Ήθελαν να υποβαθμίσουν την περιοχή και να μας διώξουν. Ξέρεις πόσοι έχουν φύγει από τη γειτονιά; Προχτές, μέρα μεσημέρι, τέσσερις τύποι στρίμωξαν έναν ανυποψίαστο νεαρό σε μια γωνιά και επί ένα τέταρτο του διάβαζαν Μίλτο Σαχτούρη! Το διανοείσαι ρε μαλάκα; Σαχτούρη! Όχι τον ναύαρχο, τον ποιητή. Οι τύποι είναι αδίσταχτοι. Λες και πρέπει να θρηνήσουμε θύματα για να γίνει κάτι...»
«Πω πω, ρε Τάκη, πιάστηκε η ψυχή μου...»
«Εμένα να δεις τι έχει πάθει η ψυχή μου που δεν σταμάτησα ποτέ να έρχομαι. Άσε το άλλο... Εκείνη τη ρημαγμένη παιδική χαρά πάνω στην πλατεία όπου αράζαμε και κάναμε κούνια καπνίζοντας την είδες καθόλου όπως ερχόσουν; Όχι, ε; Την έχουν σενιάρει ρε συ, ξανάφτιαξαν τον φράχτη και είναι και κάτι παπάρες που φέρνουν τα παιδιά τους εκεί να κάνουν κούνια και να παίξουν. Ακούς μαλάκα; Να παίξουν λέει! Στην πλατεία! Στη δική μας πλατεία».
«Τι ήθελα και συμφώνησα να έρθουμε εδώ για καφέ; Με γάμησες ρε μαλάκα, με γάμησες!»
«Όχι, έπρεπε να έρθεις να τα δεις. Για αυτό σου το πρότεινα. Το αφήσαμε το μέρος και ρήμαξε».
«Τι να πω ρε συ. Εντάξει, όλοι έχουμε τα δικά μας, υποθέτω• δουλειές, τρεξίματα... Άκουγα διάφορα από δω και από ‘κει, αλλά έλεγα “μαλακίες, έτσι τα λένε”. Πού να φανταστώ...»
«Βέβαια, πού να φανταστείς... Πριν από κανέναν μήνα κάνανε και κάτι συναυλίες πάνω στην πλατεία. Ακούς, μαλάκα μου, συναυλίες με ηχεία και ενισχυτές και όλα• και εμείς να καθόμαστε στις γωνίες και να μην ξέρουμε τι να κάνουμε. Γυρνούσαν κάθε τόσο και μας κοιτούσαν και προκλητικά και χαμογελούσαν κιόλας τα αρχίδια. Και ούτε ένας ασφαλίτης τριγύρω να πας να πεις τον πόνο σου.»
«Τι εννοείς “ούτε ένας ασφαλίτης”; Μη μου πεις...»,
«Σου το λέω. Τι, δεν το περίμενες; Μείναμε πέντε έξι άτομα εδώ να παλεύουμε με τους “καλλιεργημένους”, τι νομίζατε, εσύ και οι άλλοι που εξαφανιστήκατε, ότι θα γινόταν. Πάνε αυτά που ήξερες. Σε μερικά χρόνια θα έχει γεμίσει ο τόπος βιβλιοπωλεία, δισκάδικα και πολιτιστικές λέσχες εδώ, και τότε εμείς δεν θα έχουμε πια καμία θέση – που αμφιβάλλω δηλαδή ότι, ακόμη και τώρα που μιλάμε, έχουμε κάποια σχέση με την περιοχή. Έφυγαν και όλοι εκείνοι οι τουρίστες που, επειδή θέλανε να έχουν να αφηγούνται ιστορίες όταν θα γυρίζαν πίσω στα μέρη τους, ερχόντουσαν και νοικιάζανε τριγύρω από την πλατεία ελπίζοντας ότι θα φανούν τυχεροί και θα πέσουν πάνω σε κανένα πέσιμο στους ματατζήδες από εκείνα που παραδοσιακά γινόντουσαν τις Παρασκευές και τα Σάββατα. Τα θυμάσαι τα πεσίματα; Ο πετροπόλεμος, το κυνηγητό και οι κάδοι που καίγονταν και μας ζέσταιναν τη ψυχή, φίλε, πάνε. Πάνε όλα! Κάθονται τώρα γύρω από την πλατεία και θα τους δεις να συζητάνε όλη την ώρα για βιβλία, για τέχνες και για γράμματα, γαμώ το στανιό μου μέσα! Τις προάλλες ένας είχε φέρει μια κιθάρα και τραγουδάγανε κάτι ακατάληπτα. Να με πάρει ο διάολος, ούτε ένας δεν βρέθηκε να πάει να τους τρίξει τα δόντια, να τους πει να σηκωθούνε να φύγουνε• να τους πει ότι δεν έχουν δουλειά εδώ και ότι θα γίνει χαμός αν συνεχίσουν. Καθόμασταν και τους ακούγαμε να τραγουδάνε κάτι Άσιμους και κάτι άλλες τέτοιες καινούργιες παπαριές που δεν είχα ξανακούσει και μου ανακάτευαν το στομάχι. Δεν αντέχω άλλο ρε, τα νεύρα μου!»
«Εντάξει, χαλάρωσε και συ, θα πάθεις και τίποτα, ξεκόλλα! Κατάλαβα... Πάει τελείωσε η φάση. Τελείωσε. Το ‘πα ήδη εγώ, μαλακία έκανα που σ’ άκουσα και ήρθα, ακόμη και αν μάλλον έπρεπε να το δω από κοντά όλο αυτό το χάλι για να το πιστέψω… Όπα! Ρε συ, αυτός εκεί απέναντι γιατί μας χαμογελάει; Τον ξέρεις;»
«Μαλάκα, είναι ένας από αυτούς. Την περασμένη εβδομάδα τον είδα να κάθεται σε ένα παγκάκι και να γράφει κάτι σε ένα μπλοκάκι χαμογελώντας μόνος του. Και αυτό που κρατάει στο χέρι του τι σκατά είναι; Ωχ, έρχεται κατά δω... Μαλάκα, πάμε να φύγουμε. Πάμε να φύγουμε τώρα! Κοίτα το μέγεθος αυτού του βιβλίου. “Δον Κιχώτης” λέει στο εξώφυλλο. Άσε δέκα ευρώ για τις κωλομπίρες και τρέχα! Τελευταία φορά ήταν που πάτησα στα Εξάρχεια, το ορκίζομαι, τελευταία....»
Καθώς οι δυο άνδρες απομακρύνονταν σκυφτοί με γοργό βήμα προς την Καλλιδρομίου, ο ένας από τους τρεις μικρούς χαριτωμένους μελαμψούς έρωτες που έστεκαν λίγο πιο χαμηλά στο κέντρο της πλατείας άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης τον οποίο δεν τον άκουσε κανένας εκτός από τα δυο αδέλφια του, που –καθώς γνώριζαν καλά τον κώδικα των σιωπηλών αναστεναγμών– κατάλαβαν αμέσως ότι o συγκεκριμένος σήμαινε «στα τσακίδια». Την ίδια στιγμή ένα απαλό δροσερό αεράκι φύσηξε, γλιστρώντας ανάμεσα από τα κενά των γκρίζων κτιρίων• χάιδεψε στοργικά τα φθαρμένα παγκάκια, τις ταλαιπωρημένες προσόψεις των κτιρίων και των κλειστών καταστημάτων, και έκανε τα φύλλα στα δεντράκια και τις ξεκολλημένες γωνίες από τις αφίσες στους τοίχους να χορέψουν για λίγο. Το ίδιο αεράκι, πριν διαλυθεί σε κάποιο στενό δρομάκι, εξανάγκασε σε μια πλήρη περιστροφή τις παλιές φτερωτές δυο αόρατων ανεμόμυλων, των οποίων το γρύλισμα έσβησε μέσα στους χτύπους της άρυθμης καρδιάς της πόλης και στον ήχο από τον καλπασμό στο γεμάτο λακκούβες οδόστρωμα ενός –εξίσου αόρατου– γέρικου αλόγου που εφορμούσε εναντίον μιας πραγματικότητας την οποία ο αναβάτης του θα αρνούνταν πεισματικά να αποδεχτεί, μέχρι το τέλος του ή μέχρι τη δική της ανατροπή. Η νύχτα τριγύρω χαμογελούσε.
Διαβάστε σχετικά στο Merlin's: Φλοράλ (του Αχιλλέα ΙΙΙ)
Αχιλλέας ΙΙΙ
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
Αχιλλέας ΙΙΙ
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
Αχιλλέας ΙΙΙ
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.