Φασισμός και λαϊκισμός: δυο όψεις του ίδιου νομίσματος...

του Federico Finchelstein

μετάφραση: Γιάννης Καστανάρας*

Ο φασισμός και ο λαϊκισμός απευθύνονται αμφότερα στην πολιτική τριάδα, ηγέτης-έθνος- λαός, σαν κύρια πηγή για τη νομιμοποίησή τους. Και στα δυο αυτά σχήματα δεν υπάρχει καμία ανακολουθία ανάμεσα στον λαό, το έθνος και την εκπροσώπηση του λαού από τον ηγέτη. Οι ιδεολογίες αυτές πιστεύουν στην προσωποποίηση σαν εκπροσώπηση και αυτό στην ουσία σημαίνει ότι η εφαρμογή της λαϊκής θέλησης ανατίθεται εξ ολοκλήρου στο ηγέτη. Αυτός ο τριμερής μύθος της εκπροσώπησης, στηρίζεται στη φαντασίωση ότι κατά κάποιον τρόπο ένας και μοναδικός ηγέτης είναι ταυτίζεται στην κυριολεξία με μια χώρα και το λαό της – μια ταύτιση ενός προσώπου και δυο εννοιών. Στον φασισμό όμως, αυτή η προσωποποίηση δεν απαιτεί κάποια λογική ή μεθοδική σκέψη όπως η εκπροσώπηση μέσω εκλογικών διαδικασιών. Απεναντίας, στον λαϊκισμό οι εκλογές είναι σημαντικές για να επισφραγίσουν την αλήθεια για τη θεόπνευστη ανωτερότητα του ηγέτη και η διάδοση ψευδών που αφορούν αυτή είναι εξίσου σημαντική για τη διατήρηση της ιδέας του ηγέτη απέναντι στον ιστορικό του ρόλο.

Κερδίζοντας τις πλειοψηφικές εκλογές, ο λαϊκιστής ηγέτης επιβεβαιώνει τη δυαδική φύση της εξουσίας του: είναι ένας εκλεγμένος αντιπρόσωπος και ταυτόχρονα ένας εν μέρει υπερβατικός ηγέτης του λαού. Όπως έλεγε συχνά ο Περόν, «Ο λαός πρέπει να ξέρει ότι ο ηγέτης γεννιέται. Δεν δημιουργείται ούτε με διατάγματα ούτε με εκλογές. Αυτό που είναι σημαντικό για τον ηγέτη είναι να βρίσκει τα δικά του καλούπια για να τα γεμίσει αργότερα με ένα περιεχόμενο που θα συνδέεται απευθείας, ανάλογα με την αποτελεσματικότητά του, με το ιερό έλαιο του Σαμουήλ, το οποίο ο ηγέτης έχει δεχτεί από τον Θεό».

Μπολσονάρο και Τραμπ: έσονται δυο εις σάρκαν μιαν...

Η ιδέα της αιώνιας ενσάρκωσης, τόσο στον φασισμό κατά το παρελθόν όσο και στον λαϊκισμό σήμερα, οδήγησε και οδηγεί στη διακήρυξη ότι ο ηγέτης είναι αλάθητος ακόμα και στο βαθμό που η επιλογή του συμβολίζει την ύστατη ευκαιρία για τη χώρα. Αυτή η έννοια της επιτακτικής ανάγκης και του επικείμενου κινδύνου για τη χώρα και το λαό, είναι αποτέλεσμα της προβολής των θέσεων του ηγέτη για φίλους ή εχθρούς, καθώς και των στρατιωτικών τακτικών που προτίθεται να ακολουθήσει απέναντι στις προθέσεις των αντιπάλων του. Όπως ισχυριζόταν προεκλογικά ο Τραμπ αναφερόμενος στις προεδρικές εκλογές του 2016, «Για εκείνους [τους εχθρούς] είναι ένας πόλεμος και για εκείνους δεν υπάρχει απολύτως κανένα όριο. Πιστέψτε με, είναι ένας αγώνας για την επιβίωση του έθνους μας. Και να θυμάστε: αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία να το σώσουμε στις 8 Νοεμβρίου». Όπως ο Τραμπ δήλωσε στους υποστηρικτές του, η εκλογή του σήμαινε «την ημέρα της ανεξαρτησίας μας». Παρομοίως, ο Περόν είχε ταυτίσει την εκλογή του το 1946 με μια δεύτερη «ανεξαρτησία», ισχυριζόμενος ότι, «Ο Θεός με έφερε στον κόσμο για την ανεξαρτησία και την ελευθερία του λαού της Αργεντινής». Ταύτισε επίσης την ηγεσία του με τη μακρά ιστορία των στρατιωτικών κατακτητών οι οποίοι ήταν λαϊκοί ηγέτες όπως αυτός: «Η παγκόσμια ιστορία, μέσα από τα παραδείγματα του Αλεξάνδρου, του Ιούλιου Καίσαρα, του Φρειδερίκου ή του Ναπολέοντα, δείχνει ότι η νίκη ανήκει σ’ εκείνους που ξέρουν πώς να εξυψώνουν και να διευθύνουν το λαό».

Αν ο σύγχρονος λαϊκισμός που απέκτησε δύναμη μετά το 1945, επαναδιατύπωσε τον φασισμό με ένα δημοκρατικό επίχρισμα, οι νέοι λαϊκιστές της σύγχρονης δεξιάς προσεγγίζουν περισσότερο το φασιστικό όνειρο για τον αφανισμό της ιστορίας και την αντικατάστασή της με τον μύθο περί του αλάθητου ηγέτη. Οι παλιότεροι λαϊκιστές ηγέτες είχαν ορισμένους δισταγμούς για τη ριζική αναθεώρηση της ιστορίας, όπως είχαν κάνει οι φασίστες, κάτι που όμως έχει αλλάξει με τους δεξιούς λαϊκιστές του νέου αιώνα. Επινοούν αντιστρόφως τη δική τους ιστορία, ιδίως σε σχέση με την ιστορία του ίδιου του φασισμού.

Η διαστρέβλωση της φασιστικής ιστορίας γενικότερα και της ναζιστικής ειδικότερα, είναι βασικό χαρακτηριστικό του νέου είδους λαϊκισμού. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος πολλές φορές έχει συμπλεύσει με ρατσιστικά και ξενοφοβικά κόμματα στη χώρα του και το εξωτερικό, έχει επίσης διαστρεβλώσει την ιστορία του Ολοκαυτώματος προκειμένου να εξυπηρετούνται τα πολιτικά του συμφέροντα, εισηγούμενος σχετικά πρόσφατα ότι ένας φιλοναζιστής Παλαιστίνιος ηγέτης του μεσοπολέμου διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην εξολόθρευση των Εβραίων της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Νετανιάχου, το 1941 ο Αδόλφος Χίτλερ είχε ζητήσει τη συμβουλή του μουφτή: «Τι πρέπει να κάνω με δαύτους;» Και ο μουφτής του είχε απαντήσει, «Να τους κάψεις». Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι ο διάλογος αυτός διαμείφθηκε ποτέ. Παρομοίως, ο Αμερικανός καουντίλιο Ντόναλντ Τραμπ κατήγγειλε τους εχθρούς τους επειδή υποτίθεται ότι υιοθετούν τακτικές της Γκεστάπο, ενώ έχει επιτεθεί στους «αντίφα» υποστηρίζοντας ότι ακόμα και ανάμεσα στους νεοναζί υπάρχουν «καλοί άνθρωποι».

Για ποιο λόγο όμως οι λαϊκιστές ηγέτες θέλουν να συγχωρήσουν, να διαστρεβλώσουν ή να αντικαταστήσουν την ιστορία του ναζισμού και του φασισμού; Επειδή, καθώς αυτοί οι ηγέτες αντλούν από το πηγάδι της φασιστικής ιδεολογίας, ρητορικής και τακτικής, πρέπει να ευνουχίσουν την ιστορία του φασισμού για να κανονικοποιήσουν την πολιτική τους. Η αναθεώρηση της ιστορίας του φασισμού του αποδίδει μυθικές παρά ιστορικές διαστάσεις, υποδηλώνοντας ότι τελικά ο φασισμός του παρελθόντος δεν ήταν και τόσο κακός – και μάλιστα ούτε καν φασισμός. Αυτό ασφαλώς είναι ψέμα.

Ως εκ τούτου, η αναθεώρηση της ιστορίας παίζει σημαντικό ρόλο στο πρόγραμμα των λαϊκιστών. Το ίδιο κάνει στη Βραζιλία ο πρόεδρος Μπολσονάρο, όχι μόνο με το ναζιστικό παρελθόν αλλά και με την ίδια την ιστορία της χώρας του. Όσοι εκφράζουν ανησυχίες επειδή ο Μπολσονάρο υπερασπίζεται την πολιτική βία και επιθυμεί να διευρύνει τις προεδρικές εξουσίες, η προσπάθειά του να κουκουλώσει το δικτατορικό παρελθόν της χώρας του ήταν σύμπτωμα ενός ευρύτερου προτύπου λαϊκιστικών ψευδών απέναντι στην ιστορία – και βαθύτατα προβληματικό.

Αμερικανοί Αντίφα εναντίον Νεοναζί

Το 2019 ο Μπολσονάρο ήθελε να γιορτάσει επισήμως το πραξικόπημα του 1964 που οδήγησε στην πιο αιματοβαμμένη στρατιωτική δικτατορία στην ιστορία της Βραζιλίας. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ψευδώς ότι η συγκεκριμένη δικτατορία είχε επαναφέρει τη δημοκρατία στη Βραζιλία, προβάλλοντας μάλιστα το επιχείρημα ότι δεν επρόκειτο για πραγματική δικτατορία. Το 2018 ο Μπολσονάρο συζήτησε με τον Βίκτορ Όρμπαν, τον απολυταρχικό και ρατσιστή λαϊκιστή ηγέτη της Ουγγαρίας, και ισχυρίστηκε ότι οι Βραζιλιάνοι δεν γνωρίζουν τι εστί δικτατορία, υπονοώντας ότι η στρατιωτική χούντα που κυβέρνησε τη χώρα από το 1964 έως το 1985 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Η προσπάθεια αυτή δεν διαφέρει από το κλασικό φασιστικό ψεύδος σύμφωνα με το οποίο οι φασιστικές δικτατορίες ήταν αληθινές μορφές δημοκρατίας. Ωστόσο, οι Βραζιλιάνοι ιστορικοί που έχουν μελετήσει το αυταρχικό καθεστώς έχουν καταδείξει ακριβώς το αντίθετο. Και σύμφωνα με τη βραζιλιάνικη Επιτροπή Αληθείας, η δικτατορία στη Βραζιλία, την οποία ήθελε να εξυμνήσει ο Μπολσονάρο, ήταν υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για 434 θανάτους και εξαφανίσεις πολιτικών αντιπάλων της, καθώς επίσης για τη σφαγή περισσότερων από 8.000 ιθαγενών.

Η κανονικοποίηση, ακόμα και ο εορτασμός ενός καθεστώτος θανάτου, από τον του Μπολσονάρο δεν περιορίζεται μόνο στην ερμηνεία του για την ιστορία της Βραζιλίας. Κατά καιρούς έχει εγκωμιάσει αρκετούς δικτάτορες όπως τον Χιλιανό πρόεδρο Αουγκούστο Πινοσέτ, ο οποίος συνελήφθη για αναρίθμητες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και τον πρόεδρο της Παραγουάης, Αλφρέντο Στρέσνερ, ο οποίος κράτησε τη χώρα του υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου όλα σχεδόν τα 35 χρόνια που παρέμεινε στην εξουσία. Με τους ισχυρισμούς τους ότι οι δικτάτορες αυτοί ήταν σωτήρες των χωρών τους, ηγέτες όπως ο Μπολσονάρο και ο Τραμπ αντικαθιστούν την ιστορία με τον μύθο. Το παρελθόν έχει γίνει απολύτως αναγκαίο συστατικό εκείνου που η Χάνα Άρεντ είχε προσδιορίσει σαν την επινόηση και τη συγκέντρωση του ψεύδους. Σύμφωνα με την Άρεντ, όταν οι υποστηρικτές αποδέχονται αυτά τα ψεύδη, είναι πλέον ανίκανοι να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικοί «χρησιμοποιούν το ψεύδος σαν ένα όπλο εναντίον της αλήθειας». Όπως επισήμανε η ιστορικός Ρούθ Μπεν-Γκιάτ αναλύοντας τη βαθιά σχέση του Τραμπ με τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς απολυταρχικών κρατών κατά το παρελθόν, «Από τότε που ανήλθε στο αξίωμα, ο Τραμπ έχει στήσει ένα μηχανισμό πληροφόρησης που εμφανίζει εκείνον και τους υποστηρικτές του σαν τους μοναδικούς κριτές της αλήθειας, χαρακτηρίζοντας τους επικριτές του σαν μεροληπτικούς προμηθευτές ψευδών». Σε αυτό τον κόσμο του αναθεωρητισμού, οι πλέον παράλογες, μεσσιανικές και παρανοϊκές απόψεις παρουσιάζονται ψευδώς σαν ιστορία.

Αμερικανοί Αντίφα διαδηλώνουν

Όπως με τον Τραμπ, το μοντέλο και η ουσία του Μπολσονάρο ρέπουν προς την πολιτική βία, τον εθνικό σοβινισμό και την προσωπολατρεία και εμπεριέχουν σημαντικά φασιστικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά αποκαλύπτει πώς το καθεστώς του Μπολσονάρο συνδέει τον λαϊκισμό με το φασισμό, είναι η χειραγώγηση της ιστορίας. Χρησιμοποίησε ξεδιάντροπα την ιστορία σαν ένα απλό προπαγανδιστικό εργαλείο. Η απόφασή του να γιορτάσει το πραξικόπημα του 1964 θύμισε κλασικούς φασίστες όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι οι οποίοι, αφού επελέγησαν και διορίστηκαν να ηγηθούν κυβερνήσεων συνασπισμού, κατέστρεψαν εκ των έσω τη δημοκρατία. Σαν κυβερνήτες, επινόησαν ένα μυθικό παρελθόν που αναγνώριζε αυτοκράτορες και ηρωικούς πολεμιστές σαν καθαρούς προκατόχους των καθεστώτων τους. Με λιγότερη ίσως μεγαλοπρέπεια από τον Ντούτσε και τον Φύρερ, ο στόχος του Μπολσονάρο ήταν να συνδέσει το δικό του καθεστώς με εκείνα των Λατινοαμερικανών δικτατόρων του παρελθόντος. Αν οι φασίστες ηγέτες έπλασαν ένα μύθο για το φασισμό που τους καθιέρωνε σαν ζωντανές ενσαρκώσεις ενός επινοημένου ένδοξου παρελθόντος, ο Μπολσονάρο επινόησε και στη συνέχεια επιδίωξε να προσωποποιήσει μια μυθική εποχή των λατινοαμερικανικών δικτατοριών. Ωστόσο, δεν έχει διευκρινιστεί ακόμα κατά πόσον ο Μπολσονάρο θα συνεχίσει στο δρόμο από τον λαϊκισμό στο φασισμό. Οι δεξιοί πολιτικοί όπως αυτός δεν μετατρέπουν αυτομάτως τη ριζοσπαστική ρητορική τους και τους ύμνους τους προς τον φασισμό και τη δικτατορία εφαρμόζοντας φασιστικές ή δικτατορικές τακτικές. Ασφαλώς, λαϊκιστές όπως οι Μπολσονάρο, Όρμπαν, Τραμπ και ο Ιταλός Ματέο Σαλβίνι, εφαρμόζουν πολιτικές διακρίσεων, βίας και εντεινόμενης ανισότητας. Μέχρι στιγμής όμως το έχουν κάνει δίχως να καταργήσουν πλήρως τη δημοκρατία. Οι πιο αντιδημοκρατικές κινήσεις τους είναι συμβολικές. Μέχρι στιγμής, οι επιθέσεις τους εναντίον πολιτικών αντιπάλων παραμένουν στα λόγια. Και εδώ υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στον λαϊκισμό και το φασισμό. Οι λαϊκιστές ηγέτες ευνοούν τη ρητορική της βίας και ψεύδονται σχετικά με τον εαυτό τους και τους αντιπάλους τους, δίχως να τα υποστηρίζουν με βίαιες ενέργειες. Όπως είχε δηλώσει ο στρατηγός Χουάν Ντομίνγκο Περόν, ο πρώτος λαϊκιστής που ήρθε στην εξουσία μετά την πτώση του φασισμού το 1945, ήταν ένα «φυτοφάγο λιοντάρι».

Είναι όμως ο Μπολσονάρο ένα ειρηνικό λιοντάρι που του αρέσει να μουγκρίζει αλλά όχι και να καταβροχθίζει; Ισχύει άραγε το ίδιο και στην περίπτωση του Τραμπ; Ή μήπως είναι πραγματικά λιοντάρια του φασισμού; Σε μια εγκωμιαστική δήλωσή στο τουίτερ για τον Μουσολίνι, ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι είναι «καλύτερα να ζεις μια μέρα σαν λιοντάρι παρά εκατό χρόνια σαν πρόβατο». Σε παρόμοιο τόνο, ο Γκέμπελς παρουσίαζε τον Χίτλερ σαν έναν «μεγαλόπρεπο και τεράστιο λιοντάρι». Ο συμβολισμός του λιονταριού σήμαινε ότι ο πόλεμος και οι σκοτωμοί, είτε σε εμφύλια σύρραξη είτε μεταξύ χωρών, ήταν θεμελιώδεις και αναπόφευκτες διαστάσεις της πολιτικής. Αυτές οι ιδέες περί βίας και πολέμου συνδέονταν βαθιά με τη θρησκευτική πίστη που εκείνοι οι ηγέτες απαιτούσαν από τους υποστηρικτές τους, χρησιμοποιώντας σύμβολα και φρασεολογία από χριστιανικά κείμενα και από τη θεία λειτουργία για να περιγράφουν τον εαυτό τους σαν έναν σύγχρονο λυτρωτή. 

Τροφοδοτώντας την εικόνα του λυτρωτή ή του μάρτυρα που θέλει να κατασκευάσει, ο Τραμπ παρουσιάζεται σαν ο πλέον διωκόμενος ηγέτης της ιστορίας και δεν χάνει ευκαιρία να κλαίγεται ότι κάθε έρευνα για τα υποτιθέμενα εγκλήματά του είναι στην ουσία ένα «κυνήγι μαγισσών» ή παρενόχληση. Το 2019, στα πλαίσια μιας έρευνας του κογκρέσου προκειμένου να υποβληθεί πρόταση μομφής σε βάρος του, ο Τραμπ ανάρτησε στο τουίτερ τα σχόλια ενός πάστορα, ο οποίος προειδοποιούσε ότι «Αν οι Δημοκρατικοί καταφέρουν να καθαιρέσουν τον πρόεδρο από το αξίωμα (κάτι που όμως δεν πρόκειται να καταφέρουν ποτέ), θα ξεσπάσει στο έθνος μας εμφύλιος πόλεμος από τον οποίο η χώρα μας δεν θα συνέλθει ποτέ». Τις εσχατολογικές απόψεις του τραμπιστή πάστορα μοιράζονται εκτενώς οι πιο φανατικοί υποστηρικτές του Τραμπ. Η προσκόλληση στην «αλήθεια» του ηγέτη φαίνεται τόσο ασφαλής που υπερβαίνει την ηθική και την κοινή λογική – και δικαιολογεί τις πλέον ειδεχθείς και προφανώς παράνομες πράξεις του. Όπως ο Τραμπ και οι φασίστες προκάτοχοί του, ο Μπολσονάρο βλέπει τον εμφύλιο πόλεμο σαν ένα πολιτικό ιδεώδες. Αυτή η πολιτική αντίληψη σαν μια θέση για έναν ψευδοθρησκευτικό πόλεμο τύπου «όλα ή τίποτα» ανάμεσα στην καθαγιασμένη αλήθεια και τα ψεύδη ενός σατανικού εχθρού, εξηγεί για ποιο λόγο η πολιτική βία είναι η προτίμηση ενός ηγέτη μπροστά στο ενδεχόμενο μιας πολιτικής ήττας του. Ενώ ο Μουσολίνι είχε δηλώσει ότι «ο φασισμός πιστεύει στην ιερότητα του ηρωισμού», οι υποστηρικτές του Μπολσονάρο τον αποκαλούν κυριολεκτικά «μύθο» και τον θεωρούν έναν ήρωα επικών προδιαγραφών, έναν χριστιανό πολεμιστή, υπέρμαχο των πατριωτικών και οικογενειακών αξιών, τον οποίο πρέπει να εμπιστεύονται δίχως δεύτερη κουβέντα. Μετά τη νίκη του στις εκλογές του 2018, ο Μπολσονάρο είπε στους Βραζιλιάνους: «Πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε με την αλήθεια. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος. Και δόξα τω Θεώ, ο λαός της Βραζιλίας κατάλαβε αυτή την αλήθεια». Ταυτίστηκε πλήρως με αυτή την υπερβατική αλήθεια επειδή είχε σκοπό να εκπληρώσει τη «θεόπνευστη αποστολή» του. Είναι σαφές ότι ο Μπολσονάρο βρίσκεται στα όρια ανάμεσα στη φασιστική δικτατορία και τη δημοκρατική μορφή του λαϊκισμού. Όταν θέλει να εξυμνήσει τη δικτατορία και να εξωραΐσει το ναζιστικό παρελθόν, ελάχιστα θυμίζει κλασικούς λαϊκιστές όπως ο Περόν, και πολύ περισσότερο δικτάτορες όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Παρόμοια πράγματα μπορούμε να πούμε για τα εγκώμια του Τραμπ για εκτελέσεις μεταναστών ή για τα συνεχή ρατσιστικά του σχόλια και τις ενέργειες σε βάρος ισπανόφωνων, μουσουλμάνων και άλλων μειονοτήτων.

Αμερικανοί νεοναζί

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το φόντο είναι μια αντίληψη για την αλήθεια που είναι εμπεδωμένη σε μια μακρότερη ιστορία φασιστικών ψευδών. Για παράδειγμα, αυτό που ο Τραμπ πιστεύει σαν αλήθεια είναι καθαρό ψέμα. Εξαιτίας αυτής της άρνησης να αποδεχθεί την πραγματικότητα όπως είναι, αυτός και πολλοί άλλοι ηγέτες έχουν χαρακτηριστεί εσφαλμένα σαν διαταραγμένες προσωπικότητες. Η ιδέα της αποκήρυξης ενός ηγέτη σαν ανισόρροπου, επίσης δεν είναι νέα. Συχνά λαϊκιστές και φασίστες ηγέτες χαρακτηρίζονται τρελοί. Ωστόσο, η άποψη αυτή, αντί να διαγνώσει επακριβώς την κατάσταση, αντανακλά τη σύγχυση μιας αντιπολίτευσης που βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ασυνήθιστη μορφή πολιτικής, η οποία μετατρέπει αλήθειες σε ψέματα και ψέματα σε αλήθειες – μια σύγχυση που από ιστορική πλευρά έχει οδηγήσει σε αδράνεια ενώπιον του αυταρχισμού και των αδιάλλακτων συνεπειών του.

Πολλοί από τους αντιπάλους του αντιμετώπιζαν τον Αδόλφο Χίτλερ σαν έναν τρελό ψεύτη. Αυτή η εννοιολογική νωθρότητα που διακατείχε τόσους και τόσους αντιφασίστες την εποχή του Ολοκαυτώματος συνέβαλε τελικά στην επιτυχία των Ναζί. Αγνοώντας τον Χίτλερ σαν έναν αξιολύπητο και παρορμητικό τσαρλατάνο, μπορούσαν να αγνοήσουν ότι εκείνος σχεδίαζε ψυχρά τον πόλεμο και τη γενοκτονία δημιουργώντας ταυτόχρονα μια πλατιά συναίνεση για αυτά ανάμεσα στον γερμανικό πληθυσμό. Με τις νέες πραγματικότητες που δημιούργησε ο Χίτλερ, έκανε τον κόσμο να μοιάζει όλο και περισσότερο με τα ψεύδη που εκστόμιζε.

Γενικότερα, η παρουσίαση εκείνων των ηγετών σαν γελοίων απατεώνων, μια ιδέα βασισμένη στα καμώματά τους και όχι στο βαθιά βίαιο και ρατσιστικό ιδεολογικό πλαίσιο του μηνύματός τους, αποδείχτηκε ένας περισπασμός από τις αληθινές συνέπειες των πρακτικών και της πολιτικής τους. Η παρανόηση ότι οι φασίστες ηγέτες ήταν ανισόρροποι επίσης λειτούργησε ανακριβώς για να διαχωρίσει τους «ανώμαλους» ηγέτες από τους δήθεν μπερδεμένους αλλά πνευματικά υγιείς υποστηρικτές τους. Και διαχώρισε την πολιτική ιδεολογία, συμπεριλαμβανομένου του ρατσισμού και του αντισημιτισμού, καθώς και τα φασιστικά ψεύδη, από την πολιτική ανάλυση, με αποτέλεσμα την αδυναμία συγκρότησης μιας συγκεκριμένης και αποτελεσματικής αντίδρασης στα σχέδια εκείνων των ηγετών.

Αυτή η τάση που χρησιμοποιεί την ψυχική ασθένεια ή κάποια ψυχική διαταραχή για να εξηγήσει τα ψεύδη και τις πράξεις τέτοιων ηγετών, συμβάλλει στη γενική παρανόηση του τι τους κάνει επιτυχημένους: ένα ναρκισσιστικό κίνητρο που τους καθιερώνει σαν θεόπνευστες ιδιοφυείς προσωπικότητες, σαν την απόλυτη φωνή του λαού που γνωρίζει καλύτερα από τον ίδιο τον λαό τι θέλει πραγματικά αυτός ο λαός. Η «αλήθεια» είναι κτήμα τους – μια αλήθεια που δεν έχει καμία σχέση με την τεκμηρίωση και την εμπειρική απόδειξη.
Ο χαρακτηρισμός παράλογων ηγετών σαν παρανοϊκοί, απατεώνες ή και τα δυο εύκολα κερδίζει πολιτικούς πόντους. Μακροπρόθεσμα όμως η επικέντρωση στην παράνοια του μυθομανή ηγέτη και όχι στη ανυπόστατη ιδεολογία εκείνου και των υποστηρικτών του, επισκιάζει το σημαντικότερο στοιχείο για την ηγεσία του: η πραγματικότητα ότι τα θεμελιωδώς αυταρχικά ψεύδη και οι ρατσιστικές φαντασιώσεις τους για τον κόσμο κανονικοποιούνται σταθερά και υποστηρίζονται από ένα μεγάλο κομμάτι του λαού, καθώς και από υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη. Ο Τραμπ μάλλον είχε δίκιο όταν υπέθετε ότι πολλοί από τους υποστηρικτές του μοιράζονται τη ρατσιστική του πεποίθηση ότι η Αϊτή και οι αφρικανικές χώρες είναι «σκατοχώρες». Αν και ο τραμπισμός έχει βασικές μισαλλόδοξες και αντιδημοκρατικές διαστάσεις, δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο ή παθολογικό σχετικά με αυτό. Η ιστορία των λαϊκιστών στην εξουσία, από τον Χουάν Περόν μέχρι τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, και φασιστών ηγετών όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι πριν από αυτούς, είναι γεμάτη τάσεις μεγαλομανίας και μυθοπλασίας – τάσεις τις οποίες υποστήριξαν πλήρως και ενίοτε έθεταν σε εφαρμογή τα κόμματα και οι υποστηρικτές τους.

Ο γνωστός Αμερικανός νεοαζί Christopher Cantwell κλαίγεται έχοντας δεχτεί "περιποίηση" από τους αντίφα

Η αλήθεια είναι ότι περιφρονητικές και απλουστευμένες εξηγήσεις για τη βλακεία των αυταρχικών απατεώνων και των εύπιστων υποστηρικτών τους, δεν εξηγούν πολλά. Απεναντίας, είναι συμπτωματικές μιας άρνησης να κατανοήσουμε αυτό που μπορεί να μη μας αρέσει: τη μυθική ενσάρκωση της αλήθειας, η οποία που οδηγεί στον αφανισμό της. Ο Τραμπ είναι ένας ακραίος λαϊκιστής με ένα ξενοφοβικό και κάθε άλλο παρά εξισωτικό πρόγραμμα. Οι προγραμματικές πολιτικές και η εκλογική νίκη σε βάρος του είναι πολύ σημαντικά για το παρόν και το μέλλον της δημοκρατικής ζωής πέρα από την αξιολόγηση της πνευματικής του κατάστασης ή του στερεότυπου ότι πρόκειται για έναν απατεώνα. Δεν ψεύδεται επειδή είναι ένας ανισόρροπος απατεώνας αλλά επειδή ανήκει σε μια πολιτική παράδοση, η οποία προτείνει μια εναλλακτική άποψη της αλήθειας που εκπορεύεται από το καθαγιασμένο αλάθητο του ηγέτη. Ο ρατσισμός και ο μισογυνισμός που πηγάζουν από τον Λευκό Οίκο είναι πολιτικές προσπάθειες για το μετασχηματισμό της πραγματικότητας προκειμένου να φτάσει στα όρια του φανταστικού. Αυτό δεν πρέπει να αγνοηθεί.

Επιπλέον, οφείλουμε να αναρωτηθούμε γιατί συχνά οι επικρίσεις σε βάρος λαϊκιστών ηγετών φτάνουν μόνο μέχρι την απλή χρήση επιθέτων, ακόμα και ύβρεων. Χαρακτηρίζοντας τον Τραμπ ανισόρροπο κανονικοποιούμε το υπόλοιπο αμερικανικό τοπίο, θαρρείς και ο Τραμπ είναι μια παρένθεση σε μια άμεμπτη ιστορία πλουραλισμού, ισότητας και σεβασμού της ιστορικής αλήθειας. Αυτό δεν ίσχυε ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερο από ό,τι στον υπόλοιπο κόσμο. Συγκεκριμένα, οι μορφές του ακροδεξιού λαϊκισμού που εμφανίστηκαν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (ο Μακαρθισμός και αργότερα οι προεδρικές υποψηφιότητες του Μπάρι Γκόλντγουτερ και του Τζορτζ Ουάλας) συνιστούν βασικά αμερικανικά προηγούμενα προκειμένου να κατανοήσουμε τη γοητεία που ασκούν οι κατασταλτικές ιδέες, τα ρατσιστικά ψεύδη και ο αυταρχικός χαρακτήρας του Τραμπ.

Σε παγκόσμιο επίπεδο η δημιουργία του μύθου του Τραμπ έχει ένα ιστορικό που περιλαμβάνει λαϊκιστές και φασίστες ηγέτες της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, όπως ο Χουάν Περόν στην Αργεντινή και ο Γκετούλιο Βάργκας στη Βραζιλία και, πιο πρόσφατα, ο Ούγκο Τσάβεζ και ο Νίκολας Μαδούρο στη Βενεζουέλα. Σαν ένας σύγχρονος λαϊκισμός στην εξουσία, ο τραμπισμός εκπροσωπεί μια ακραία μορφή μεταφασισμού, μια μη φιλελεύθερη και συχνά αντισυνταγματική αυταρχική δημοκρατία με δική της πολιτική λογική. Πρόκειται για έναν πολιτικό σχηματισμό με μια μυθική αντίληψη απέναντι στην αλήθεια. Όπως οι φασίστες, οι λαϊκιστές αντικαθιστούν την ιστορική αλήθεια με ψευδείς εντυπώσεις για ένα ένδοξο παρελθόν, το οποίο δεσμεύονται να αναβιώσουν οι ηγέτες του. Αυτό είναι το πλαίσιο για να κατανοήσουμε εκφράσεις κενές περιεχομένου όπως, «Να ξανακάνουμε μεγάλη την Αμερική». Ο ηγέτης αναβιώνει ένα παρελθόν που ουδέποτε υπήρξε. Και αυτό ήταν στο επίκεντρο της εκδοχής που είχε επινοήσει ο φασισμός για την αλήθεια. Αποτελεί επίσης ένα σημαντικό παράγοντα για τον σύγχρονο δεξιό λαϊκισμό.

Άραγε, η άνοδος ηγετών όπως ο Τραμπ, ο Μπολσονάρο και ο Όρμπαν, θα οδηγήσει σε έναν φασισμό του εικοστού πρώτου αιώνα; Αυτό είναι κάτι που δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα. Είναι μάλλον (και ευτυχώς) απίθανο να πραγματοποιηθεί μια τέτοια πολιτική στροφή, αλλά το γεγονός ότι οι πολιτικοί αυτοί ουδόλως διστάζουν να υιοθετούν ακραία ψέματα, θα πρέπει να κινητοποιήσει εκείνους που πιστεύουν στη δημοκρατία προκειμένου να αντισταθούν στον αναδυόμενο φιλελευθερισμό και στα νέα φασιστικά ερεθίσματα όχι μόνο με την ψήφο τους και με διαδηλώσεις, αλλά και με την υπεράσπιση της ιστορίας.

Το παρόν κείμενο είναι μέρος από τον επίλογο του βιβλίου του Federico Finchelstein, Α Brief History of Fascist Lies (University of California Press, 2020)


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.