Απέραντη θάλασσα από λάσπη...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

Πρώτη εικόνα πριν από κάθε άλλη η εικόνα του αχανούς κάμπου η εικόνα των εύφορων εκτάσεων των Τρικάλων και της Καρδίτσας εκτάσεων που το χρυσαφί από το στάρι είναι εκτυφλωτικό σαν μια έρημος από το πολύτιμο έγχρωμο μέταλλο, εκτάσεων που το ανθισμένο βαμβάκι μοιάζει σαν να αφρίζει μια απέραντη καταπράσινη θάλασσα. Ηρεμεί το μάτι σου με το σκέπασμα με τα κίτρινοπράσινα μπαλώματα που διάλεξε η Γη να ρίξει πάνω της για να ξαπλώσει.

Πάνω τους μια άλλη εικόνα ο Αρχηγός των Ατάκτων καβάλα στο άσπρο άλογο του με την πυκνή γενειάδα του αρματωμένος με σφαίρες και την πιστόλα του στο ζωνάρι φτιάχνει έναν πελώριο ίσκιο μεγαλύτερο και από της από αυτόν της Πίνδου αγκαλιάζει τα χωριά και τις πόλεις του Κάμπου. Το κόκκινο στους ουρανούς είναι δικό του. Το κόκκινο στους ουρανούς είναι δικό μας.

Χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό και χωρίς τηλεπικοινωνίες για τρία εικοσιτετράωρα σε ένα ορεινό χωριό της ορεινής περιοχής του νομού Καρδίτσας μέρη που περπάτησαν αντάρτες λεύτεροι το να κλαίγεσαιγιατί το κράτος σε εγκατέλειψε στο έλεος των καιρικών φαινομένων έχεις δικαίωμα να το κάνεις μια φορά και πολλές λέω στη ζωή σου. Ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια που ακόμα και οι άθεοι κάνουν το σταυρό τους κάθε πρωί γιατί από τύχη ζούμε σε αυτή τη χώρα πόσο μάλλον σε δύσβατα ορεινά χωριά που πλήττονται από θεομηνία.

Εκεί λοιπόν που έχεις βαρεθεί τα "τώρα έρχεται το ρεύμα", τα "με πήρε ο τάδε από μέσα από την εταιρία ύδρευσης το μεσημέρι θα έχουμε νερό" και άλλες τέτοιες ανοησίες, αποφασίζεις να πας στο σπίτι του Καραϊσκάκη του παλιού αντάρτη για να βρεις μια από τις κόρες του ή τα εγγόνια του όσο το φως της μέρας το επιτρέπει για να πιεί έναν βαρύ τουρκικό καφέ στο μπρίκι, να ακούσεις παλικαρίσια κατορθώματα και σκονισμένες ιστορίες από το Βουνό και να ψαχουλέψεις σε κανένα παλιό σεντούκι ξεχασμένο πάντα με την άδεια των ανθρώπων που σου άνοιξαν το σπίτι τους αλλά και με το θράσος των μουσαφιρέων.

Δεν βαριέσαι να ακούς ιστορίες έστω και από δεύτερο χέρι από τα μολυβένια χρόνια της Αντίστασης, του Εμφυλίου, των καιρών που ζούσαν οι άνθρωποι μας σαν θεριά επικηρυηγμένα, σαν αγρίμια πουτα σκυλιά των αστών είχαν βάλει στο κυνήγι και πως αυτοί επέζησαν -για όσο και όσους το κατάφερναν- πώς μεγάλωσαν οικογένειες, πώς σπούδασαν και πάντρεψαν παιδιά, πώς κράτησαν το φρόνημα, την ιδεολογία και τις αρχές τους.

Ιστορίες για καμιά τριανταριά ήρωες σκάρτες τρεις διμοιρίες, ιστορίες για καμιά τριανταριά αγωνιστές της λευτεριάς, ιστορίες για καμιά τριανταριά κομμουνιστές, ιστορίες για παιδιά που δεν έχουν επίθετο παρά μόνο μικρά ονόματα αρχαία για να προστατέψουν τις φαμίλιες τους, ιστορίες για καμιά τριανταριά ήρωες, ιστορίες για καμιά τριανταριά αντάρτες που οι φωτογραφίες στους φακέλους της Ασφάλειας ξεθώριασαν πριν γίνουν στάχτη το ‘89, ιστορίες για ονειροπόλους με πληγιασμένα πόδια ή ακρωτηριασμένα άκρα, με χαλασμένα δόντια και ασθένειες που κοιμούνται με ένα τουφέκι αγκαλιά, ιστορίες για μελλοθάνατους που φορούσαν το δίκοχο με το Δέλτα με περηφάνια και δέος.

Εσύ εγγόν´ τ´Αρβανιτ’ γράψε πως τα σπίτια τα κράτησαν οι γναικες που μείναν πίσω στα χουριά και τς πόλεις. Ήμασταν πιστές στουν αγώνα στου κόμμα μα πιότερο στους ανθρώπους μας. Θέλαμε έναν άλλο κόσμου δίκαιο με ανθρώπους καλύτερους. Ο κόσμους αλλάζ’ όταν αλλάξουν οι ανθρώποι. Για αυτό τα σπούδασα τα κορίτσα ουόχι για να τα καλοπαντρέψω ούτι για να βρουν καλή δλειά. Για να αλλάξει η κοινωνία μας η χώρα μας η Ελλάδα μας. Εμείς κρατήσαμαν τα σπίτια γιατί ήμασταν πουτσαρίνες. Αυτό γράψε Γιωργάκ’ μου.

Ο δρόμος για το μοναστήρι ήταν ανοιχτός. Η βροχή είχε σταματήσει εδώ πάνω. Ανεβαίνω με τα πόδια και ένα τσιγάρο στα χείλη. Αλλά ανάβω και δεύτερο μέχρι να φτάσω με το βήμα σταθερό και ταχύ. Κοιτάζω τα κτήρια απέναντι που λειτουργούσαν σαν κατασκηνώσεις. Ρημαγμένα ερείπια. Αγναντεύω από ψηλά. Τα σύννεφα δεν λένε να φύγουν πάνω από τον κάμπο έχουν μπαστακωθει από πάνω και ρίχνουν ανελέητα βροχή. Γυρίζω στο σπίτι γιατί το φεγγάρι αρχίζει να φέρνει ρίγος. Τελευταία εικόνα. Μια απέραντη θάλασσα από λάσπη. Σκεπές και στέγες σαν ξέρες προβάλλονται στο ορίζοντα και σαν θάμνοι οι κορυφές όσων δέντρων άντεξαν την νεροποντή. Ο ήλιος δειλός κρύβεται πίσω από τα σύννεφα μα αύριο θα ξεμυτίσει. Και θα φέρει πυρετό, μα όσο αυτός θα προσπαθεί να ξεδιψάσει η Γη θα πνίγεται και θα φανερώνονται η καταστροφή• μια ολόκληρη περιοχή στην καρδιά της χώρας σαν πελώρια λεκάνη με ψοφίμια και χαλάσματα να παραμένω στην επιφάνεια ενός ρυπαρού υγρού, με πολιτικούς να κάνουν βόλτες με βάρκες και κάμερες (με τους ρεπόρτερ σαν αρουραίους) ανάμεσα στα γκρεμίσματα και να φαίνονται σαν σκατά που επιπλέουν στην επιφάνεια ενός υπονόμου, με τα πτώματα ανθρώπων και ζώων, με τα απομεινάρια των οικισμών και των χωριών που σβήστηκαν από τον χάρτη, με περίσσιο θράσος θα ξεπροβάλει ο Θάνατος. Ένα απέραντο σκουπιδαριό, ένα λασπαριό, ένας βόθρος που ζέχνει, μια καφέ μολυσμένη λίμνη που βαλτώνει την ματιά και νεκροφιλάει το μέλλον μας. 

Πιο τρομαχτικό, πως ξέχασε ήδη η χώρα τον Έβρο...
 

image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...