Γράφει ο Μάριος Σοφοκλέους
Bob, Chan, το φάντασμα της φωνής
Not a tribute. Όχι ακριβώς. Όχι ένας Dylan μεταμφιεσμένος σε Dylan. Όχι μια γυναίκα που φοράει τη μάσκα του άντρα-μύθου. Όχι re-enactment. Κάτι πιο αχνό, πιο λεπτό. Κάτι σαν αναπνοή. Η Cat Power, δηλαδή η Chan Marshall, δεν ανεβαίνει στη σκηνή για να διακηρύξει. Δεν είναι ιεροκήρυκας. Δεν είναι ούτε performer, με τη θεατρική έννοια. Είναι σαν να ψάχνει τη φωνή της σε πραγματικό χρόνο. Κάθε τραγούδι — Visions of Johanna, It’s All Over Now, Baby Blue, Mr. Tambourine Man — ένα μικρό εσωτερικό ημερολόγιο που της διαφεύγει διαρκώς. Η φωνή της δεν στέκεται. Πλανιέται. Κι όταν πατάει, είναι σαν να ζητά συγγνώμη από το πάτημα.
Ο Dylan εκείνης της εποχής διέσχιζε ένα κατώφλι. Από την ακουστική απλότητα στον ηλεκτρικό θόρυβο. Από την ποίηση της folk στην έκρηξη του rock. Το 1966 ήταν μία ρωγμή — στο χρόνο, στην ταυτότητα, στο πώς η φωνή διαπερνά ένα δωμάτιο. Η περίφημη συναυλία στο“Royal Albert Hall —που ήταν Manchester, που ήταν τελετουργία και προδοσία μαζί— αποτύπωσε τη στιγμή που κάτι έσπαγε: μια εποχή, μια βεβαιότητα, μια σχέση ανάμεσα σε καλλιτέχνη και ακροατή. Το “Judas!” που εκτοξεύεται απ’ το κοινό και το “Play it fuckin’ loud” που επιστρέφεται από τη σκηνή δεν ήταν απλώς κραυγές — ήταν μετάβαση. Από την πίστη στη δυσπιστία. Από τον Dylan ως φωνή μιας γενιάς στον Dylan ως αίνιγμα. Ο ίδιος γλιστρούσε σε κάτι απρόσιτο, ένα πεδίο απώλειας. Μια παραφωνία που μετατράπηκε σε ύφος.
Η Chan Marshall, στη σκηνή, μοιάζει να αφουγκράζεται τη στιγμή λίγο πριν χαθεί. Το Visions of Johanna κυλά σαν ραγισμένο γυαλί. Το One Too Many Mornings μοιάζει με εσωτερικό μονόλογο που κάπως διέρρευσε στο μικρόφωνο. Η μπάντα διατηρεί το περίγραμμα, αλλά η φωνή κινείται με έναν τρόπο παράξενα παρόντα και απόντα. Κάτι μεταξύ μετάνοιας και μνήμης.
Είναι άραγε "αφιέρωμα" αυτή η επανατοποθέτηση του περιβόητου σετ του Dylan στο (όχι και τόσο) Royal Albert Hall; Ή μήπως ένα μετα-ρέκβιεμ, κάπως σαν διαλογισμός πάνω στο τι σημαίνει να είσαι ζωντανός μέσα στη φωνή κάποιου άλλου;
Η Cat Power δεν είναι μία από εκείνες τις φωνές που «πιάνουν» τις νότες. Είναι μία από εκείνες που αφήνουν τις νότες να τις κυνηγήσουν. Από τις λιτές, σχεδόν υπνωτικές γραμμές του πρώτου της άλμπουμ στην Runt, μέχρι τις soul αποχρώσεις και τη λιτή ενορχήστρωση του The Greatest και τη "θητεία" της στη Matador, και από τις μεταποιήσεις του Jukebox ως τις ηχητικές χειρονομίες του Covers του 2022 — πάντοτε έμοιαζε να σιγοτραγουδά στο σκοτάδι, να ψιθυρίζει στα φαντάσματα.
Κι ο Dylan το ’66, να μην ξεχνάμε, ήταν κι αυτός φάντασμα του εαυτού του. Judas! — φωνάζει το κοινό. Κι εκείνος απαντά με ηλεκτρισμό, όχι για να πολεμήσει αλλά για να εξαφανιστεί. Η επανάσταση ως απόδραση. Η folk ως δόλωμα.
Αυτό που κάνει τώρα η Cat Power δεν είναι απόπειρα αναβίωσης. Είναι επικοινωνία με κάτι που έχει πεθάνει — όχι για να το αναστήσει, αλλά για να του δώσει φωνή άλλη. Χωρίς ένταση, χωρίς θόρυβο. Μόνο με το τρέμουλο του χρόνου.
Στο Floyd Live Music Venue, στις 30 Μαΐου, δεν θα δεις μια παράσταση. Θα ακούσεις τη σκιά μιας παράστασης. Όχι τον Dylan όπως ήταν. Τον Dylan όπως ίσως ακούστηκε μες στο κεφάλι της Cat Power, τις νύχτες που πάλευε να βρει τον δικό της ήχο.
Όχι αναπαράσταση. Αναπνοή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ (Ή ΑΣΧΕΤΑ...)
Το Blood on the Tracks του Bob Dylan, ένα χρονικό μιας συναισθηματικής καταιγίδας...
«Oh Mercy»: O Bob Dylan και ο Daniel Lanois σε μία γόνιμη συνεργασία...
Odetta: Μια φωνή βροντερή σαν κεραυνός...

Μάριος Σοφοκλέους
Κύπριος στην Αθήνα, προσπαθεί χρόνια να πείσει τους φίλους του post-punk πως το A Love Supreme και το Unknown Pleasures λένε την ίδια ιστορία — ή κάτι τέτοιο. Κάποτε, ραδιοφωνικός παραγωγός στο αυτοδιαχειριζόμενο metadeftero.gr, τον άφηναν να μιλά για μουσική σα να ξέρει τι κάνει. Από τότε που κατάλαβε ότι το .doc δεν είναι είδος ποίησης, γράφει για μουσική, μνήμη και ό,τι τρέμει στα περιθώρια. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο Ασσόδυο και στο Merlin’s Music Box. Η εκπομπή του Το Κουτσό επιπλέει ακόμη στο Mixcloud — κανείς δεν ξέρει πώς ή γιατί.
Μάριος Σοφοκλέους
Κύπριος στην Αθήνα, προσπαθεί χρόνια να πείσει τους φίλους του post-punk πως το A Love Supreme και το Unknown Pleasures λένε την ίδια ιστορία — ή κάτι τέτοιο. Κάποτε, ραδιοφωνικός παραγωγός στο αυτοδιαχειριζόμενο metadeftero.gr, τον άφηναν να μιλά για μουσική σα να ξέρει τι κάνει. Από τότε που κατάλαβε ότι το .doc δεν είναι είδος ποίησης, γράφει για μουσική, μνήμη και ό,τι τρέμει στα περιθώρια. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο Ασσόδυο και στο Merlin’s Music Box. Η εκπομπή του Το Κουτσό επιπλέει ακόμη στο Mixcloud — κανείς δεν ξέρει πώς ή γιατί.
Μάριος Σοφοκλέους
Κύπριος στην Αθήνα, προσπαθεί χρόνια να πείσει τους φίλους του post-punk πως το A Love Supreme και το Unknown Pleasures λένε την ίδια ιστορία — ή κάτι τέτοιο. Κάποτε, ραδιοφωνικός παραγωγός στο αυτοδιαχειριζόμενο metadeftero.gr, τον άφηναν να μιλά για μουσική σα να ξέρει τι κάνει. Από τότε που κατάλαβε ότι το .doc δεν είναι είδος ποίησης, γράφει για μουσική, μνήμη και ό,τι τρέμει στα περιθώρια. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο Ασσόδυο και στο Merlin’s Music Box. Η εκπομπή του Το Κουτσό επιπλέει ακόμη στο Mixcloud — κανείς δεν ξέρει πώς ή γιατί.