Γράφει ο Αντώνης Ζήβας
Σε μια εποχή που τα πάντα καταρρέουν και η καθημερινότητα γίνεται όλο και πιο πνιγηρή, το πρώτο άλμπουμ των Kidney Black με τίτλο Urban Decay δεν λειτουργεί μόνο ως μουσικό γεγονός αλλά ως κοινωνικό σχόλιο. Με ρίζες βαθιά χωμένες στο grunge, το punk και τον σκοτεινό ήχο της αστικής καταπίεσης, η μπάντα εμφανίζεται με έναν δίσκο που ηχεί σαν κραυγή μέσα από τα ερείπια.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μουσικά μια σχετική αναβίωση της Grunge σκηνής μέσα από μία φρέσκια ματιά τοποθετημένη στο σήμερα. Μπορεί οι μπάντες που ξεπηδούν σήμερα να μην έχουν αυτή την ατίθαση «βρωμιά» των συγκροτημάτων των αρχών των ‘90’s που μεσουρανούσαν στο Seattle, έχουν όμως μια διαφορετική οπτική δοσμένη μέσα από τα ηχοτοπία περισσότερο του punk, παρά του hard rock στο οποίο βασίστηκε η σκηνή του Seattle. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η μπαντάρα των Αθηναίων Kidney Black.
Σε μια εποχή που τα πάντα καταρρέουν και η καθημερινότητα γίνεται όλο και πιο πνιγηρή, το πρώτο άλμπουμ των Kidney Black με τίτλο Urban Decay δεν λειτουργεί μόνο ως μουσικό γεγονός αλλά ως κοινωνικό σχόλιο. Με ρίζες βαθιά χωμένες στο grunge, το punk και τον σκοτεινό ήχο της αστικής καταπίεσης, η μπάντα εμφανίζεται με έναν δίσκο που ηχεί σαν κραυγή μέσα από τα ερείπια.
Τους Kidney Black τους «ανακάλυψα» όταν κυκλοφόρησαν το πρώτο τους E.P. Lychnopolis Sessions το 2021 και όπως καταλαβαίνετε πρόκειται για μια μπάντα που δημιουργήθηκε στη… ζούλα την περίοδο της καραντίνας για τον Covid. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν κι αυτοί ένα απαύγασμα της τότε κατάστασης και του καταναγκαστικού εγκλεισμού. Η μπάντα σχηματίστηκε κατά την περίοδο της πανδημίας, σε μια ατμόσφαιρα απομόνωσης όπου τα μέλη της έκαναν πρόβες «παρανόμως» εξαιτίας των κρατικών περιορισμών. Αρκετός κόσμος τότε προσπάθησε να εκφραστεί δημιουργικά (αντί να ξεσπά στον διπλανό του) προκειμένου να μπορέσει να αντεπεξέλθει σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση με επικίνδυνη εξέλιξη. Στην περίπτωση δε της μουσικής, όσοι βρήκαν εκεί διέξοδο σχηματίζοντας συγκροτήματα ή δουλεύοντας μόνοι τους, κάθε πρόβα και σύνθεση λειτουργούσε ως μία ψυχοθεραπευτική απόδραση που συμπεριλάμβανε τις συνθήκες ενός νέου παρόντος και ενός άγνωστου μέλλοντος.
Το Lychnopolis Sessions των Kidney Black ηχογραφήθηκε το 2021 και κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς από τη The Lab Records΄. Έξι κομμάτια δυναμίτες με ατόφιο grunge αλλά και post punk χαρακτήρα, που έφερναν στο μυαλό ήχους των Wipers, των Dinosaur Jr. Και των Sonic Youth. Στο σημείο αυτό να πω πως όταν άκουσα το Lychnopolis Sessions, πίστεψα ότι ήταν βρετανική και όχι ελληνική μπάντα, παρόλο που τελικά γνώριζα προσωπικά ένα μέλος του συγκροτήματος.
Ας γυρίσουμε όμως στο σήμερα και στο Urban Decay, το ντεμπούτο άλμπουμ των Kidney Black που είχα την ευχαρίστηση να το ακούσω προκαταβολικά αρκετές μέρες πριν την κυκλοφορία του – ένα από τα καλά του «επαγγέλματος». Φυσικά, όπως έχω αναφέρει αρκετές φορές σε αντίστοιχες δισκοπαρουσίασεις, τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν πραγματικά τη μουσική και τα συναισθήματα που σου δημιουργεί ένας καλός δίσκος που τον ακούς στο repeat. Γιατί μια τέτοια περίπτωση είναι το Urban Decay.
Μα ξέφρενη ενέργεια διαπερνά το άλμπουμ από το πρώτο ως το τελευταίο του riff, χαρακτηριστική της punk αντίληψης των μελών του. Δομημένο μέσα από την αισθητική του grunge, το άλμπουμ μάς ταξιδεύει στα σύγχρονα αστικά τοπία της κατάπτωσης του δυτικού πολιτισμού, δίνοντας ανάσες οξυγόνου μέσα στον σημερινό ζόφο των πολέμων και της ανόδου ακροδεξιών πολιτικών που επηρεάζουν όλο και περισσότερους – ένα σημάδι του σημερινού αδιεξόδου του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου που νοιάζεται μόνο για τον εαυτούλη του ακόμα κι αν ο διπλανός του καταρρέει, σφάζεται, η «σταυρώνεται» ψυχικά από τα αδιέξοδα που διαρκώς δημιουργεί το αδηφάγο τέρας με το χαριτωμένο όνομα «ελεύθερη αγορά».
Ο ήχος των Kidney Black, είναι ωμός, ακατέργαστος, θορυβώδης όπως ακριβώς χρειάζεται, με παραμορφωμένες κιθάρες, minimal αισθητική και έναν εσκεμμένα «βρώμικο» ήχο. Αυτή η αισθητική δεν είναι μόνο καλλιτεχνική επιλογή αλλά και κριτική πράξη. Αντιπροσωπεύει μια πολιτισμική αντίσταση ενάντια στην υπερβολικά στιλιζαρισμένη, υπερπαραγωγική mainstream μουσική βιομηχανία. Γιατί η καλή μουσική δεν «καταναλώνεται» εύκολα. Απεναντίας, απαιτεί ουσιαστική εμπλοκή όπως και η κοινωνία – να παίρνει δηλαδή θέση.
Ο τίτλος Urban Decay είναι βαθιά κοινωνιολογικός από μόνος του: παραπέμπει στην έννοια της παρακμής του αστικού χώρου – είτε ως φυσική φθορά (κτίρια, υποδομές, περιβάλλον) είτε ως κοινωνική αποσύνθεση (ανεργία, ατομικότητα, κοινωνική απομόνωση, ψυχική κατάρρευση). Η μουσική λειτουργεί ως εικαστικό σχόλιο στην κοινωνική συνθήκη των ελληνικών αστικών κέντρων – ειδικά της Αθήνας, όπου η αισθητική της «αστικής παρακμής» είναι σχεδόν πανταχού παρούσα. Μέσα από τις κραυγές, τις δυναμικές κορυφώσεις και τα μοτίβα επανάληψης, δημιουργείται μια ηχητική αναπαράσταση της κόπωσης, της μονοτονίας και της κοινωνικής πίεσης σαν κι αυτή που αισθάνονται οι κάτοικοι της αθηναϊκής μητρόπολης. Ο δίσκος υποδηλώνει ακριβώς αυτή την εστίαση στις σύγχρονες τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις και τη φθορά του δυτικού πολιτισμού.
Κοινώς, μια εξερεύνηση της «αστικής παρακμής» — είτε με κυριολεκτική σημασία είτε σαν μεταφορά κοινωνικών, ψυχολογικών καταστάσεων. Η μουντή αισθητική του εξωφύλλου υποστηρίζει αυτή τη διάθεση: Το σημερινό αθηναϊκό αστικό τοπίο που υποβαθμίζει διαρκώς τη ζωή των κατοίκων σε αντιπαράθεση με τη φρενίτιδα του τουρισμού που μετατρέπει τους μόνιμους κατοίκους της μητρόπολης σε πρόσφυγες που εκδιώκονται όλο και πιο μακριά από αυτό.
Η ένταση και η ρυθμική επιθετικότητα των τραγουδιών υπογραμμίζει τη φυσική εμπειρία: Ο ακροατής δεν «ακούει» απλώς — δονείται, σφίγγεται, συγκρούεται με τον ήχο. Είναι μια μουσική που σε ωθεί να νιώσεις την ψυχική πίεση και το στρες του σύγχρονου αστικού βίου, φέρνοντας στο νου την την εμπειρική κοινωνιολογία της Judith Butler ή του Foucault, όπου το σώμα βιώνει την πίεση των εξωτερικών δομών (εργασία, τεχνολογία, επιτήρηση, καθημερινότητα).
Εξάλλου οι ίδιοι οι Kidney Black δρουν εκτός της mainstream μηχανής παραγωγής και κατανάλωσης, με αυτοχρηματοδοτούμενες κυκλοφορίες, συνεργασία με ανεξάρτητα label (The Lab Records), DIY παραγωγή και εμφανίσεις σε μικρούς, ανεξάρτητους χώρους και συναυλίες αλληλεγγύης. Αυτό δεν είναι απλώς πρακτική επιλογή, είναι ιδεολογική στάση: Αντίσταση στην εμπορευματοποίηση. Επαναδιεκδίκηση της μουσικής ως κοινωνικής πράξης. Δημιουργία «χώρων» για περιθωριοποιημένες φωνές.
Συμπερασματικά, το Urban Decay λειτουργεί σαν μουσικό μανιφέστο της αστικής εμπειρίας, και ταυτόχρονα εικονογραφεί την κρίση (οικονομική, πολιτισμική, υπαρξιακή), αντιστέκεται στην κυρίαρχη τάξη του πολιτισμού της κατανάλωσης και επαναφέρει το σώμα, το συναίσθημα και το κοινωνικό τραύμα στην καρδιά της καλλιτεχνικής έκφρασης. Με λίγα λόγια, δεν είναι απλώς ένας ακόμη rock and roll δίσκος. Είναι ένα ηχητικό ντοκουμέντο της σύγχρονης παρακμής, αλλά και μια κραυγή ελπίδας μέσα από το χάος.
Ας αφήσω όμως την κοινωνιολογική ανάλυση. Έχουμε ένα άλμπουμ που είναι χορταστικά γεμάτο από σκληρές μεν, μελωδικές δε κιθάρες και στιβαρή rhythm section μέσα από έναν εντελώς φρέσκο σημερινό ήχο, με τις μελωδίες στις φωνές να ακολουθούν σχεδόν ευλαβικά την αρχική επιρροή των Kidney Black που είναι η αμερικανική 90’s alternative σκηνή και φυσικά το grunge. Κάπου στις «σκιές» του δίσκου κρύβεται και το stoner, πράγμα φυσιολογικό καθώς μέλη του συγκροτήματος έχουν «θητεύσει» σε ανάλογα σχήματα κατά το παρελθόν.
Ακούγοντας λοιπόν τον δίσκο, εκεί που ο ακροατής πιστεύει ότι έχει να κάνει με μια ανάλογη κυκλοφορία που αποδίδεται στις παραπάνω λέξεις, σκάει σαν κεραυνός (ή σαν κερασάκι στη τούρτα) μια καταπληκτική εκτέλεση – διασκευή του κλασικού new wave κομματιού I Ran ( So Far Away) των Flock Of Seagulls (κομμάτι που διαχρονικά είναι ένα από τα αγαπημένα του γράφοντα) και μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Πράγματι, ένα μεγάλο μπράβο από μένα σε εκείνον από τους Kidney Black που γουστάρει αυτό το υπέροχο κομμάτι και έψησε τους άλλους να το διασκευάσουν.
Το Urban Decay απευθύνεται σε ένα ακροατήριο που έχει βιώσει το θόρυβο του δρόμου, την κούραση της αναμονής στο λεωφορείο, την απομόνωση σε μια πολυκατοικία χωρίς πρόσωπα. Οι Kidney Black δεν προσφέρουν εύκολες λύσεις ή ελπίδα. Αντίθετα, περιγράφουν την παρακμή από μέσα. Οι Kidney Black δεν παίζουν «εναλλακτικά» για το στυλ. Το κάνουν γιατί αυτός είναι ο φυσικός τους χώρος, η αισθητική και κοινωνική τους ειλικρίνεια. Στον κόσμο των Kidney Black η μουσική δεν είναι απλά ένα καταφύγιο. Είναι μέσο επιβίωσης. Το Urban Decay δεν καταναλώνεται. Διεκδικεί ακρόαση, επιμονή, συσχέτιση.
Για την ιστορία, οι Kidney Black είναι «παλιές καραβάνες» της ελληνικής underground rock and roll σκηνής με συμμετοχή σε ιστορικές μπάντες όπως οι The Earthbound, οι Semen Of The Sun και οι Raindogs.
To Urban Decay κυκλοφορεί σε βινύλιο, ψηφιακά και σε περιορισμένο αριθμό 50 κασετών από το bandcamp των Kidney Black και από την The Lab Records. To εξώφυλλο είναι του AD VISIONS
Οι Kidney Black είναι: Πάνος Μ. τύμπανα, Νικηφόρος κιθάρα & φωνή, Μήτσος (Mitsotague) μπάσο και Χρήστος Ζούγκλας κιθάρα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
The Earthbound - Mε αφορμή ένα ακυκλοφόρητο live video του 2005...
Feral Kids: Lost in Disgraceland
Το «Till The End» των Ομίχλη: Ασταμάτητο πόγκο μέχρι τελικής πτώσης...
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
Αντώνης Ζήβας
Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music