Townes Van Zandt Revisited...

Ο Θανάσης Μήνας ανατρέχει στη ζωή του μοναχικού cowboy της americana με αφορμή δύο πρόσφατες εκδόσεις.

Στο ντοκιμαντέρ του 1976 με τίτλο Heartworn Highways, ο Townes Van Zandt παίρνει μια ρουφηξιά από ένα τσιγάρο και αρχίζει να τραβάει τις χορδές της κιθάρας του, δηλώνοντας ειρωνικά: «Θα παίξω ένα ποτ πουρί από τις επιτυχίες μου», προτού χαλαρώσει σε μια υπέροχη, οικεία ερμηνεία του τραγουδιού του “Pancho and Lefty” του 1972. Η συχνά διασκευασμένη αφήγηση που βασίζεται στον Μεξικανό επαναστάτη Pancho Villa έγινε ένα καθοριστικό τραγούδι τόσο για τον Van Zandt όσο και για την ίδια την παράνομη χώρα. Έχει διασκευαστεί από καλλιτέχνες όπως η Emmylou Harris και έχει γίνει ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία από τους Willie Nelson και Merle Haggard το 1983. Ο μεγάλος τραγουδοποιός από το Τέξας διηγείται μάλιστα μια ιστορία, όπου το κομμάτι φαίνεται να τον γλίτωσε από μια από μια κλήση. Οι δύο αστυνομικοί που τον σταμάτησαν, όχι μόνο τον αναγνώρισαν, όχι μόνο ήταν φαν, αλλά συμπτωματικά, αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον με τα παρατσούκλια Pancho και Lefty.

Ωστόσο, ο Townes Van Zandt σπάνια έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επιτυχία ως καλλιτέχνης της mainstream country και απεχθανόταν τη διασημότητα αρκετά ώστε να αρνηθεί την ευκαιρία να συνεργαστεί ακόμη και με τον Bob Dylan. Αν και ήταν σεβαστός από άλλους τραγουδοποιούς -ο Steve Earle τον αποκαλούσε τον καλύτερο τραγουδοποιό στον κόσμο και ο Mickey Newbury τον χαρακτήρισε σπουδαιότερο από τον Hank Williams- τα άλμπουμ του δεν πούλησαν ιδιαίτερα καλά κατά τη διάρκεια της ζωής του και προτιμούσε να κυκλοφορεί τα τραγούδια του με απλούστερες ενορχηστρώσεις παρά με παραγωγές μεγάλου προϋπολογισμού στο Νάσβιλ. Ποτέ δεν ταίριαξε απόλυτα στη μουσική βιομηχανία ή ανάμεσα στα αστέρια που τόσο συχνά τον επαινούσαν. Ακόμα και δεκαετίες αργότερα, το όνομά του συχνά παραλείπεται από τον κανόνα. Ο Van Zandt πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του καβαλώντας τα όρια μεταξύ ανησυχίας και μοναξιάς.

Lost Highway

Ο Townes Van Zandt ήταν ο Hank Williams της γενιάς του. Η διαδρομή τους στη μουσική σκηνή και οι ζωές τους, παρότι ασύμπτωτες, παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες. Η διαπίστωση αυτή δεν προκύπτει μόνο από το ακλόνητο γεγονός ότι και οι δύο «έζησαν γρήγορα και έφυγαν νωρίς», πολύ νωρίς ο μεν Williams, στο απόγειο της καριέρας του το 1953, πολύ αργότερα ο Van Zandt, το 1997, αφού πρώτα σιγοκάηκε. Θα ήταν βιαστικό ένα τέτοιο συμπέρασμα, το οποίο θα στηριζόταν αποκλειστικά στο γεγονός του πρόωρου θανάτου τους, απότοκο ίσως μιας αυθόρμητης διάθεσης να εξομοιώνονται οι απανταχού καταραμένοι καλλιτέχνες. Οι όποιες εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ του Van Zandt και του Williams θα πρέπει να αναζητηθούν προνομιακά αλλού:

Πρώτον, αμφότεροι ήταν αποσυνάγωγοι και κινήθηκαν, αν όχι στο περιθώριο, τότε οπωσδήποτε φυγοκεντρικά ως προς το star system της country. Δεύτερον, και ίσως κυριότερο, αν και οι δύο αναμφίβολα γαλουχήθηκαν μουσικά με την πιο αυστηρή παράδοση της country, εντούτοις επιχείρησαν, ασυναίσθητα ίσως, να κοιτάξουν αυτήν την παράδοση με μια νεοτερική ματιά∙ θα μπορούσε να υποστηριχτεί, έστω και με μια δόση υπερβολής, ότι τόσο ο Williams όσο και ο Van Zandt ήταν με τον τρόπο τους δύο μοντερνιστές της μουσικής country. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι και οι δύο αναγνωρίζονται καθολικά τόσο από τους πιο εκλεπτυσμένους κύκλους της country και της folk και των παραφυάδων τους (Americana) όσο και από αυτούς του rock, mainstream ή εναλλακτικού. Μαζί με τον Dylan και με τον επίσης μακαρίτη Gram Parsons, συνθέτουν το καρέ εκείνων των τραγουδοποιών που έφτασαν πιο κοντά από κάθε άλλον στον πυρήνα αυτού που ο ίδιος ο Parsons ονόμασε Cosmic American Music – ενός συνδυασμού ισοδύναμων δομικών στοιχείων από όλες σχεδόν τις κύριες λαϊκές μουσικές φόρμες του Νέου Κόσμου (country, folk, blues, rock n’roll), που, συντιθέμενα, έχουν την πρωτεϊκή ικανότητα να μετασχηματίζονται στο διηνεκές. Τρίτον, το corpus των τραγουδιών του Williams και του Van Zandt αποτελεί πια αναπόσπαστο μέρος του Classic American Songbook, του λαϊκού έστω ρεπερτορίου∙ τα τραγούδια τους διασκευάζονται και θα διασκευάζονται εσαεί.

Κρίθηκε εξαρχής αναγκαία η υπόμνηση της σημασίας του Townes Van Zandt για τη μουσική της Αμερικής, καθώς ο Τεξανός τραγουδοποιός είναι λίγο πολύ άγνωστος ή, έστω, ξεχασμένος∙ ο ίδιος, όχι τα τραγούδια του. Αυτά όλο-και-κάπου ακούγονται όλα αυτά τα χρόνια, διασκευασμένα από τρανταχτά ονόματα: Bob Dylan, Robert Plant, Steve Earle, Alison Krauss, Gillian Welch, Norah Jones, Cowboy Junkies, Tindersticks, Walkabouts. Οι αδελφοί Cohen τον τίμησαν το 1998 χρησιμοποιώντας τη δική του τεμπέλικη διασκευή στο “Dead Flowers” των Rolling Stones στο soundtrack του “Big Lebowski”. H Emmylou Harris γνώρισε επιτυχία το 1983 διασκευάζοντας το “Pancho and Lefty”, μια επιτυχία που επανέλαβαν εις το πολλαπλάσιο οι Willie Nelson και Merle Haggard το 1989, ανεβάζοντας το ίδιο τραγούδι στο Νο. 1 των charts της country. Πάλι καλά, μιας και τα δικαιώματα που εισέπραττε ενίοτε από τις διασκευές ήταν τα μόνα ουσιαστικά έσοδα για τον Van Zandt. Οι πωλήσεις των δίσκων του κυμαίνονταν πάντα από μέτριες, απογοητευτικές έως και μηδαμινές.


Lone Star

Ο John Townes Van Zandt γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1944 στο Φορτ Γουέρθ του Τέξας. Γόνος επώνυμης και σχετικά εύπορης οικογένειας, πέρασε τα νεανικά του χρόνια στο Τέξας και στη Μοντάνα, όπου το 1958 παρακολούθησε τον Elvis στο show του Ed Sullivan και αποφάσισε να μάθει κιθάρα. Η οικογένειά του εν συνεχεία μετακινήθηκε διαδοχικά στην Μινεσότα, στην Τούλσα και τελικά στο Μπόουλντερ του Κολοράντο, όπου ο Van Zandt γράφτηκε στο τοπικό πανεπιστήμιο. Αργότερα γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Γκάλβερστον, στο Τέξας. Λέγεται ότι ήταν καλός μαθητής (με υψηλό IQ) αλλά και καλός αθλητής (η περίπτωσή του θυμίζει λίγο τον Κέρουακ), όμως έπινε πολύ και συν τις άλλοις σύντομα διαγνώστηκε ότι έπασχε από χρόνια κατάθλιψη. Επί τρεις μήνες ακολούθησε πρόγραμμα θεραπείες με ισχυρές ενέσεις ινσουλίνης, γεγονός που ουσιαστικά κατέστρεψε τη μνήμη του και επέτεινε την κατάθλιψή του.

Γύρω στο 1965 ο Van Zandt παράτησε το πανεπιστήμιο και προσπάθησε να βγάλει τα προς το ζην παίζοντας ζωντανά μουσική στα μπαρ του Χιούστον. Επηρεασμένος αρχικά από τον Hank Williams και τον Dylan, γνωρίστηκε σε κάποιο μπαρ του Χιούστον με τον μεγάλο bluesman Lightnin’ Hopkins, που το επηρέασε εξίσου στον τρόπο παιξίματος της κιθάρας. Σε κάποιο καφέ του Χιούστον, τον Van Zandt εντόπισε ο πετυχημένος συνθέτης της country Mike Newbury (συνθέτης, μεταξύ άλλων, του “I Just Dropped Dead To See What Condition My Condition Was In”, που είπε πρώτος ο Jerry Lee Lewis και έκαναν επιτυχία οι Edition). Ο Newbury εντυπωσιάστηκε από την τραγουδοποιία του Van Zandt και ανέλαβε μάνατζέρ του, πείθοντάς τον να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα της δισκογραφίας της country, το Νάσβιλ. Εκεί ο Van Zandt συνδέθηκε με τον ικανότατο παραγωγό Cowboy Jack Clement, o οποίος είχε δουλέψει με επιτυχία με σημαντικούς μουσικούς της εταιρείας Sun (ανάμεσα σε άλλους, με τον Jerry Lee και τον Johnny Cash). Ανάμεσα στο 1968 και στο 1973, η συνεργασία του Townes Van Zandt και του Jack Clement απέδωσε έξι άλμπουμ – τα “For the Sake of the Song” (1968), “Our Mother the Mountain” (1969), “Townes Van Zandt” (1969), “Delta Momma Blues” (1971), “High, Low and in Between” (1972), “The Late Great Townes Van Zandt” (1972), όλα στην εταιρεία Poppy (κάμποσα έχουν επανεκδοθεί από τη neo-blues ετικέτα της Fat Possum). Τα δύο πρώτα ελέγχονται ως παραφορτωμένα στην παραγωγή και στην ενορχήστρωση (χάπσισορντ, φλάουτα, έγχορδα κλπ.). Πιθανότατα ο παραγωγός Jack Clement τα σμίλεψε κατ’ αυτόν τον τρόπο για εμπορικούς λόγους, όμως τα τραγούδια του Van Zandt απαιτούν έναν μάλλον πιο ξερό και απογυμνωμένο ήχο∙ κάτι που επιβεβαιώνεται από τους τρεις επόμενους δίσκους του (“Townes Van Zandt”, “Delta Momma Blues”, “High, Low and in Between”), που θεωρούνται και οι πιο μεστοί της καριέρας του. Είτε στη μία περίπτωση όμως είτε στην άλλη, η απήχηση που βρήκαν αυτά τα άλμπουμ είναι αμελητέα, εμπορικά τουλάχιστον. Ο Van Zandt ηχογράφησε άλλον έναν αξιόλογο δίσκο (“Flyin' Shoes”, 1978) στη δεκαετία του 70 και στη συνέχεια εξαφανίστηκε για μία περίπου δεκαετία. Η κατάθλιψη, η κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ουσιών και η απογοήτευση που βίωσε από την αποτυχία των δίσκων του τον κατέβαλαν. Επανεμφανίστηκε το 1987 με το “At My Window”, ενώ στη δεκαετία του 1990 οι διασκευές στα τραγούδια του και οι αναφορές στο όνομά του από καλλιτέχνες της alt. country προσέδωσαν ένα cult επίχρισμα στον βετεράνο Τεξανό τραγουδοποιό. Σποραδικά συνέχισε να ηχογραφεί και να εμφανίζεται ζωντανά, αλλά και να ζει άστατα. Η υγεία του είχε επιβαρυνθεί ανεπανόρθωτα. Τελικά υπέκυψε την πρωτοχρονιά του 1997.


For the Sake of the Song

Αφορμή γι’ αυτή τη σύντομη αναδρομή στα έργα και τις ημέρες του Townes Van Zandt αποτελούν δύο εκδόσεις.
Το πρώτο άλμπουμ του Townes Van Zandt, με τον τίτλο "For the Sake of the Song" (Poppy Records, 1968), έλαβε στην εποχή του ανάμεικτες κριτικές, λόγω της κάπως πλουμιστής ενορχήστρωσης (με όργανο, έγχορδα και δεύτερα φωνητικά) που μερικές φορές επισκιάζει την αυστηρή σύνθεση τραγουδιών του. Έτσι, οι αναδρομικές κριτικές συχνά προτιμούν το επόμενο, πιο απλοποιημένο ομώνυμο άλμπουμ του (1969) για την ακατέργαστη εστίασή του στους ποιητικούς στίχους του και την περίπλοκη κιθαριστική του δουλειά. Μολαταύτα, το "For the Sake of the Song", περιέχοντας εμβληματικά κομμάτια όπως το "Waiting Around to Die" και το "Tecumseh Valley", αναγνωρίζεται σήμερα ώς ένα θεμελιώδες έργο που αναδεικνύει την πρώιμη ιδιοφυΐα του δημιουργού, παρά την παραγωγή του.


Sunshine Boy

Η διπλή συλλογή Sunshine Boy: The Unheard Sessions & Demos 1971-1972 (Omnivore Rec.) καλύπτει την περίοδο που, όπως ειπώθηκε, ήταν η πιο γόνιμη στην καριέρα του Van Zandt. Το πρώτο άλμπουμ περιλαμβάνει 16 κομμάτια, που τα περισσότερα εμφανίστηκαν σε διαφορετικές εκτελέσεις στα καλύτερα άλμπουμ του Van Zandt που μνημονεύτηκαν πιο πάνω. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια ακόμη συλλογή με εναλλακτικές εκτελέσεις, που είτε είναι περιττές είτε απευθύνονται μόνο στους ρέκτες και τους συλλέκτες. Υπάρχει πολύ ψαχνό στα κατάλοιπα του Van Zandt, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες που οι πρωτόλειες αυτές ηχογραφήσεις του δείχνουν σαν να αντιδιαστέλλονται με τις επίσημες, στις οποίες ο Jack Clement προσπάθησε να εξευγενίσει τον ήχο. Η διαπίστωση αυτή αφορά κυρίως στο δεύτερο άλμπουμ, με 12 ηχογραφήσεις που προέρχονται από demo.

Το πρώτο άλμπουμ πράγματι συγκεντρώνει τις σπουδαιότερες εγγραφές του Van Zandt της περιόδου 1971-1972 (προερχόμενες από τα άλμπουμ που αναφέρθηκαν παραπάνω): “T For Texas’, “Sunshine Boy”, “Blue Ridge Mountains”, “Pancho & Lefty”, “No Deal”, “You Are Not Needed Now”, “Sad Cinderella”, “Don’t Take It Too Bad”, “Mr. Mudd & Mr. Gold”, “White Freight Liner Blues”, τις διασκευές του στο “Who Do You Love” του Bo Diddley και το “Dead Flowers” των Jagger/Richards κ.ά. Ο Van Zandt, αν και αναμφίλεκτα είναι κληρονόμος μιας μουσικής παράδοσης δεκαετιών, σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρείται παραδοσιάρχης. Αντίθετα, όπως ειπώθηκε, είναι ένας ακραιφνής μοντερνιστής της country. Οι καινοτομίες που έχει επιφέρει στο παίξιμο αυτής της μουσικής παραμένουν αξιοζήλευτες. Ο Van Zandt παίζει την κιθάρα σχεδόν στα πέντε τέταρτα. Πολλές φορές αδιαφορεί για τα εισαγωγικά κουπλέ και εφορμεί in media res. Xρησιμοποιεί συχνά τη φωνή του ως μουσικό όργανο ή πιο σωστά σαν να ‘ ναι η έβδομη χορδή. Υπάρχουν κομμάτια του που ακούγονται ως ντουέτα, κι, όμως, είναι η ίδια, η δική του φωνή που σπάει στα δύο• σε μια πρωτοπρόσωπη βασική αφήγηση και σε μια παραπληρωματική που εκφέρεται ως εσωτερικός μονόλογος που απορρέει από τη συνείδησή του (stream of consciousness). O Van Zandt χρησιμοποιεί το μοτίβο της επανάληψης, που είναι ίδιον της τραγουδοποιίας της country και του blues, όμως το μεταπλάθει σε εναλλασσόμενες παρηχήσεις που υπερβαίνουν το μέτρο, κόβοντας συνειδητά λέξεις απ’ το συμπλήρωμα της φράσης. Οι στίχοι του είναι σεπτοί και γεμάτοι παρηχητικές ατασθαλίες. Οι ιστορίες που αφηγείται, μελαγχολικές συνήθως, προέρχονται πιθανότατα από προσωπικά του βιώματα, όμως κάπου κάπου μπορείς να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου σε έναν ή και περισσότερους ήρωές του – όχι απαραίτητα losers, αλλά σίγουρα απλούς ανθρώπους, που δεν έχουν δεχθεί τις καθημερινές μικρές ή μεγάλες ψυχρολουσίες τους.

Eιδικά στις demo εγγραφές των “Heavenly Houseboat Blues”, “Diamond Hell Blues”, “To Live Is To Fly”, “Tower Song”, “Highway Kind” και “Greensboro Woman”, οι ενορχηστρώσεις είναι απογυμνωμένες από καθετί το περιττό. Ο Van Zandt περισσότερο ασθμαίνει παρά τραγουδά, και τα αραιά ακομπανιαμέντα του εναλλάσσονται με σιωπές που γεμίζουν το τοπίο της μεγάλης αμερικανικής νύχτας. Παραφράζοντας τον Ναμπόκοφ, «η σέπια της μελαγχολίας ενός απογεύματος στα Μεσοδυτικά, μεσοχείμωνο, εισβάλει στο δωμάτιο και βαθαίνει καταθλιπτικά το μαύρο της».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Ψόφια κέφια: «Ο Townes Van Zandt είναι ο καλύτερος τραγουδοποιός σε ολόκληρο τον κόσμο και θα σταθώ με τις καουμπόικες μπότες μου πάνω στο τραπέζι του Bob Dylan και θα το βροντοφωνάξω»...

Όταν ο Johnny Cash έδειξε το μεσαίο του δάχτυλο...

Townes Van Zandt / "Nothin’"

Όταν ο Bob Dylan βρέθηκε στο στούντιο με τον Johnny Cash...

Το Blood on the Tracks του Bob Dylan, ένα χρονικό μιας συναισθηματικής καταιγίδας...

Elliot Smith: Επιτυχία και συντριβή...


image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)