Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναιος
Λένε πως τα θλιμμένα τραγούδια όταν δημιουργούνται δεν διώχνουν την κατάθλιψη έξω από τον κόσμο και μακριά από μια λυπημένη κάμαρα όπου ο δημιουργός τα καμώνει. Το μόνο που καταφέρνουν και κάνουν γερά είναι να στριμώξουν στη γωνία οποιουδήποτε δωματίου τα ζοφερά συναισθήματα και να μην τα αφήσουν να πάρουν αέρα καθ’ όλη τη διάρκειά τους. Η ζωή και ο δημιουργικός κάματος του Townes Van Zandt από το 1968 μέχρι και την πρωτοχρονιά του 1997 – όταν η κιθάρα του έμεινε μοναχή και παρατημένη στην άκρη ενός ξεβαμμένου τοίχου κάπου στο Memphis – κινήθηκε μέσα σε κάμαρες απομόνωσης, συνοικιακά μπαρ, με παρίες ενός απρόσκλητου κόσμου, φτηνά μοτέλ, πίσω αυλές γεμάτες αναθέματα και τροχόσπιτα όπου τα blues και η country του θανατικού μολογούσαν μερικά από τα πιο λυπημένα ξοδέματα που έβγαλε ο χώρος.
Λένε πως την εποχή της μεγάλης δουλείας στην Αμερική το ποσοστό αυτοχείρων μεταξύ σκλάβων και των ιδιοκτητών τους έγερνε προς την πλάστιγγα των δεύτερων. Αυτό συνέβαινε διότι οι πρώτοι είχαν τον τρόπο να αντιμετωπίσουν τις κακουχίες και τις στυγερές πράξεις των δεύτερων τραγουδώντας ολημερίς και ολονυχτίς τα blues ξορκίζοντας τα στοιχειά των μυαλών τους. Ο Townes Van Zandt μπορεί να μην ήταν μαύρος και σκλάβος αλλά από μικρός, εκεί στο αιμοβόρικο Texas, ακούγοντας όλα αυτά τα τραγούδια να βγαίνουν από τα ταλαιπωρημένα χείλη και δάχτυλα των ανθρώπων που ξεκίνησαν το rock n roll, ξόρκισε την δική του κατάθλιψη και τα δαιμόνια του μυαλού του που θα τον βασάνιζαν μέχρι το πέρας της ζωής του. Είναι κι εκείνη η ιστορία που λέει πως όταν κλείστηκε επί ώρες στο δωμάτιό του με την κιθάρα του και η πρώτη γυναίκα του περίμενε καρτερικά στην κουζίνα να βγει έξω ο άντρας της με ένα ερωτικό τραγούδι αφιερωμένο σε εκείνη, ο ψιλόλιγνος τραγουδοποιός της τραγούδησε το “Waiting Around to Die” φτιάχνοντας το πρώτο single της καριέρας του.
Λένε πως η ζωή σε κάποιους ανθρώπους μοιράζει πάντα από τον πάτο της τράπουλας. Τους αδειάζει πριν την ενηλικίωση και τους αφήνει να παλεύουν για όλο το υπόλοιπο. Τους πετάει μια κιθάρα, ένα πινέλο, μια πένα και αυτά είναι τα μόνα τους εφόδια για να αντιμετωπίσουν τα σκληρά μελλούμενα. Ο Townes Van Zandt μια ζωή υπέφερε από διπολική διαταραχή, μανιοκατάθλιψη, έχασε βασικές του μνήμες όταν οι γονείς του είχαν τη φαεινή ιδέα να τον «γιατρέψουν» κάνοντάς του θεραπεία με ηλεκτροσόκ και άλλες άστοχες ιατρικές μεθόδους. Εκείνος κρατήθηκε από την κιθάρα που του ’χε κάνει δώρο ο πατέρας του στα νιάτα του. Έγραψε μερικά από τα πιο σκληρά και θλιμμένα blues, folk και country τραγούδια από τα sixties μέχρι τα nineties, είχε μεγάλο πρόβλημα να τα κυκλοφορήσει σε δίσκους, δεν έκανε ποτέ μεγάλη επιτυχία και η μοίρα διέταξε να τα τραγουδά για δέκα δολάρια νυχτοκάματο σε μερικά από τα χειρότερα καταγώγια της περιοχής του. Τραγούδια όπως τα “Waiting Around to Die”, “Nothin’”, “Kathleen”, “No Place to Fall”, “Pancho and Lefty”, “Snake Mountain Blues” και πολλά ακόμα θα αναγνωρίζονταν δεκαετίες μετά, όταν θα τα διασκεύαζαν μπάντες του μέλλοντος όπως οι Tindersticks, oι Walkabouts, οι Fatal Shore, οι Bright Eyes, ο Rowland S. Howard, ο Robert Plant μαζί με την Alison Krauss και πολλοί ακόμα.
Λένε πως οι καταχρήσεις και οι εξαρτήσεις από ναρκωτικά και αλκοόλ στον χώρο της μουσικής πάνε παρέα. Ο δημιουργός «είναι μεγαλύτερος από τη ζωή» και μην αντέχοντας όλο αυτό το ψεύτικο θέαμα, μέσα στην μοναξιά του βρίσκει αποκούμπι στις ουσίες. Ο Townes Van Zandt έκανε την κατάχρηση και την εξάρτηση μέρος της ζωής του όχι για να αντιμετωπίσει όλο αυτό το θέαμα, αλλά ολόκληρο αυτό το μεγάλο «τίποτα» όπως το έγραψε και το τραγούδησε σε ένα από τα καλύτερά του τραγούδια ποτέ, το περίφημο “Nothin’”. Δεν κυνήγησε την καριέρα του, δεν δούλεψε για την υστεροφημία του, δεν έχτισε πάνω στην αυτοκαταστροφή του, δεν λειτούργησε παρέα με τους μάνατζερ, δεν τον ένοιαξε ποτέ να δει το όνομά του στο νούμερο ένα των charts. Οι εξαρτήσεις ήταν ένας τρόπος να φωλιάσει αυτό το «τίποτα», να στριμώξει στη γωνία την μανιοκατάθλιψη, να γίνει η πανάκεια στις διαταραχές του, να μολογήσει την αδυναμία του και στο τέλος να καταστραφεί αφήνοντας το έργο του να μιλήσει αντί για τον ίδιο.
Λένε πως ακόμα να ανακαλύψουμε όλους αυτούς τους τραγουδοποιούς του παρελθόντος που ξεθάβονται κατά καιρούς χάρη στους μελλούμενος ακροατές του μέλλοντος και του παρόντος. Όλα γίνονται όταν ένα αγαπημένο γκρουπ ή μουσικός αναφέρει κάποιους από αυτούς ως σημείο αναφοράς ή μεγάλης επιρροής και όλοι τρέχουμε να τον ψάξουμε. Ο Townes Van Zandt υπήρξε ένας από αυτούς, ακόμα και για καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Bob Dylan. Μπορεί την πρωτοχρονιά του 1997 η κιθάρα του να σταμάτησε για πάντα αλλά τα τραγούδια του θα τραγουδιούνται εις τον αιώνα των αιώνων βαφτίζοντάς τον πια ως έναν από τους μεγαλύτερους στιχουργούς και τραγουδοποιούς που έπιασαν ποτέ κιθάρα. Το απόλυτο «τίποτα» θα είναι για πάντα δικό του. “Sorrow and solitude / These are the precious things / And the only words / That are worth rememberin'” όπως τραγούδησε κάποτε σε έναν γέρο bluesman μέσα σε ένα τροχόσπιτο κι εκείνος στρίμωξε τα δάκρυά του σε μια αρχαία πλευρά της ζωής του.
Άλλα κείμενα του Γιάννη Ζελιαναίου στο Merlin's Music Box:
Νίκος Νικολαΐδης: "Αυτός ο πούστης ο ήλιος δεν τελειώνει ποτέ..."
Χαιρετίσματα από ένα παλιοτόμαρο