Γιάννης Ζελιαναίος

  • Arcadian Child: Τα παιδιά από την Αρκαδία παίζουν μουσική στην Κύπρο...

    Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΛΙΑΝΑΙΟΣ

    Επ’ αφορμής του δεύτερού τους άλμπουμ,Superfonica, μια παρουσίαση της μπάντας από την Λεμεσό και μια συνέντευξη με τον frontman, Παναγιώτη Ι. Γεωργίου

    Τους Arcadian Child τους γνώρισα μουσικά πριν από κάνα χρόνο όταν και μια φίλη μού είχε στείλει να ακούσω το βίντεοκλιπ του "She’s on my mind" που άνοιγε το ντεμπούτο τους άλμπουμ Afterglow, (πως έλεγε μια παλιά γελοιογραφία;: κάποτε έγραφαν τραγούδια για να τα ακούμε, τώρα για να τα βλέπουμε). Η αλήθεια είναι ότι τσίμπησα κατευθείαν με το κομμάτι και πετάχτηκα προς bandcamp μεριά για να ακούσω ολόκληρο το άλμπουμ. Ένα άλμπουμ όπου με την πρώτη ακρόαση δεν μπορούσες να του βάλεις ταμπέλα (σιχαίνομαι τις ταμπέλες) μιας και ούτε αμιγώς νεοψυχεδέλικό ήταν, ούτε καθαρό indie, σε καμία περίπτωση stoner, ούτε ψυχεδελοπόπ και γενικά όλα τα παραρτήματα της ψυχεδέλειας, αλλά όπως σωστά χαρακτηρίζει τον ήχο της μπάντας ο Παναγιώτης στην κουβέντα που είχαμε (αν θέλετε με το ζόρι μια ταμπέλα) οι Arcadian Child παίζουν non-generic psych rock. Τα οκτώ κομμάτια που έφτιαχναν το Afterglow σχημάτιζαν ένα μεστό άλμπουμ με στιβαρές συνθέσεις, ιδανική παραγωγή από τον Αντρέα Τραχωνίτη - που τρέχει την εγχώρια δισκογραφική, λουβάνα δίσκοι – και την ίδια την μπάντα. Αν εξαιρέσεις το "She’s on my mind" που είναι και ο κράχτης του δίσκου, το Afterglow είχε άλλα επτά τραγούδια όπου σε κάθε ακρόαση ξεχώριζες κι ένα επόμενο. Ο γράφων την συγκεκριμένη περίοδο έχει κολλήσει με το καταληκτικό "Used". ενώ μετά από πολλές κι ανώριμες σκέψεις αποφάσισε πως το αγαπημένο του τραγούδι είναι το "Run". Εν κατακλείδι το Afterglow είναι το ιδανικό ντεμπούτο για μια πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα που θέλει να συστηθεί στον κόσμο και την περιμένεις στη γωνία για το δεύτερο δύσκολο άλμπουμ.

  • CARΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ...

    Γράφει ο Κώστας Ζήσης

    Όταν κάτι που περιμένεις να το διαβάσεις, τελικά κι απροειδοποίητα
    το ακούς και οι λέξεις άλλες φορές να συγκρούονται κι άλλες φορές
    να καταφέρνουν, όχι τυχαία, να αποφεύγουν χορδές από ξέφρενες
    κιθάρες που άλλοτε φαζάρουν κι άλλοτε λουπάρουν μοιρολογώντας
    κι όλο αυτό να φιλτράρεται μέσα από το μέταλλο μιΑς φωνής
    που συνεχώς κάτι σου θυμίζει και ποτέ δεν καταφέρνεις να βρείς τι,
    τότε τα πράγματα γίνονται ζόρικα.

  • Eddie Cochran - C’mon Everybody

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    Σάββατο 16 Απριλίου του 1960 και λίγο πριν τα μεσάνυχτα ένα ταξί διαβαίνει με μεγάλη ταχύτητα τον αυτοκινητόδρομο του Wiltshire κάτω στην Νοτιοδυτική Αγγλία. Μέσα στο ταξί οι επιβαίνοντες συζητούν για την μουσική τους περιοδεία που λαμβάνει χώρα κατά μήκος του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο μάνατζερ της περιοδείας Pat Thompkins, ο τραγουδιστής και υπεύθυνος για την μεγάλη επιτυχία Be-Bop-A-Lula, Gene Vincent, ο 21ος χρόνων Eddie Cochran μαζί με την αρραβωνιαστικιά του και τραγουδοποιό Sharon Sheeley οδεύουν προς την επόμενη πόλη για ένα επόμενο live. Μέσα στην βαριά νύχτα και στην ιλιγγιώδη ταχύτητα ένα από τα λάστιχα του οχήματος θα σκάσει, το ταξί θα καρφωθεί πάνω σε ένα φανάρι του δρόμου και πριν τη σύγκρουση ο Eddie Cochran θα πέσει πάνω στην μέλλουσα γυναίκα του για να την προστατεύσει από το μεγάλο κακό. Ο ίδιος δυστυχώς θα εκσφενδονιστεί έξω από το αμάξι θα χτυπήσει σοβαρά το κεφάλι του και μετά από κάμποσες ώρες θα καταλήξει, νέος, όμορφος και άδοξα χαμένος στο πλησιέστερο νοσοκομείο της κοντινής πόλης έχοντας σώσει την γυναίκα του από βέβαιο θάνατο και με τους υπόλοιπους δυο φίλους του να ‘χουν γλιτώσει από καθαρή τύχη.

  • Glen Sherley: Ο Τραγουδιστής της Folsom Prison

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    «Δεν ήταν λίγοι οι κρατούμενοι που προσπάθησαν να ξεφύγουν από αυτή την κόλαση. Ήξερα ορισμένους. Τους έφεραν πίσω καταγδαρμένους και τσακισμένους. Οι τοίχοι του Folsom έχουν ίσα με τρία μέτρα πάχος. Εγώ όμως θα περάσω μέσα από αυτά. Τραγουδώντας. Για να δείξω πως εμείς, τα αδέλφια πίσω από τα σίδερα, είμαστε αλλιώτικοι απ’ ότι φαντάζονται έξω. Δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά έχω εμπιστοσύνη στο θεό. Και αν είναι το θέλημα του, η μαγνητοταινία αυτή θα βρει το δρόμο της και θα φτάσει στα χέρια κάποιου που θα ξέρει τι να κάνει… που δεν θ’ αφήσει μια αδελφή ψυχή παρατημένη εδώ».

  • Hilly Kristal, ο πατέρας της punk...

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    Ήταν από τους πιο γενναιόδωρους και πιο παράξενους ανθρώπους στον χώρο της μουσικής. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν του άρεσαν οι θορυβώδεις ήχοι αλλά ούτε και τα πλήθη. Η ιστορία τα 'φερε όμως έτσι ώστε ο ίδιος να βρεθεί στο κέντρο και των δύο, να γίνει ο μπροστάρης της Punk, ο οποίος όμως αγαπούσε την country, την jazz, την folk και την κλασική μουσική. Ένας ευγενικός γίγαντας που είτε θα τον έπιαναν τα διαόλια του είτε θα καθόταν ήσυχος στην μεριά του. Εξαίρετος μαραγκός, ακόμα πιο εξαίρετος βιολιστής κι αξιώτερος όλων στο να βοηθά στρατιώτες με ψυχικά τραύματα αφού είχαν γυρίσει από τον πόλεμο. Ένας οραματιστής επιχειρηματίας που δεν τον ένοιαζε καθόλου να πιάσει την καλή. Μπορεί να ντυνόταν σαν ξυλοκόπος αλλά είχε το μυαλό και το πάθος ενός καθηγητή πανεπιστημίου. Λάτρης του κλασικού κι ευρωπαϊκού κινηματογράφου καθώς και των B-Movies. Η μουσική καρδιά του Bowery που ποτέ δεν μπήκε σε καλούπια, άνοιξε έναν από τους πιο ιστορικούς συναυλιακούς χώρους στη Νέα Υόρκη και όταν μνημειώδη πράγματα συνέβαιναν πάνω στη σκηνή του εκείνος δεν τα ζούσε διότι ήταν απασχολημένος στο να καθαρίζει τα πατώματα του CBGB!!!

  • Jeffrey Lee Pierce - Ο Κήρυκας των Punk - Blues

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    Τον αποκαλούσαν «Marilyn Monroe απ’ την κόλαση» λόγω του παρουσιαστικού και του αυτοκαταστροφικού του βίου που μόνιαζε με το τρίπτυχο sex, drugs & rock n’ roll. Είχε αυτή την περίεργη θεωρία πως όλοι οι σεισμοί που συνέβαιναν στο Los Angeles προκαλούνταν από την ένταση που δημιουργείτο όταν υπήρχε μαζική χρήση ηρωίνης από τα πρεζάκια της πόλης. Κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα σημείωμα που του είχε χαρίσει η Debbie Harry και περιείχε οδηγίες για το πώς έβαφε τα μαλλιά της καθώς και τα συγκεκριμένα προϊόντα που χρησιμοποιούσε. Ο ίδιος υπήρξε κάπου εκεί στα 70s πρόεδρος του Blondie’s U.S fan club ενώ αργότερα όταν συνάντησε την Debbie συνεργάστηκαν στο άλμπουμ Miami με την δεύτερη να του κάνει backing vocals και να αναγράφεται στα credits ως D.H. Laurence, Jr.! Βαριά τοξικομανής και αλκοολικός, όταν βρισκόταν κοκαλωμένος από ουσίες μετατρεπόταν σε έναν κακό άνθρωπο προς τους φίλους και συνεργάτες του, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με όλους τους εθισμένους. Οι καραμπίνες του μυαλού του όπλιζαν συνέχεια στίχους παράφορα παρανοϊκούς και η μουσική του ιδιοφυία ήθελε να φέρει κοντά σε αυτούς, τα blues του Mississippi με το punk της δικής του γενιάς που συνέβαινε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Οι Οι Gun Club πήραν μπροστά και με τρία άλμπουμ από το 1981 έως το 1984, έκαναν τον Jeffrey Lee Pierce να μείνει στην ιστορία ως ο κήρυκας των punk - blues.

  • Kid Congo Powers: Σαράντα χρόνια καριέρας μέσα από δώδεκα δίσκους...

    Μεταγραφή: Γιάννης Ζελιαναίος

    Έπαιξε κιθάρα για τους Gun Club, τους Cramps, τους Bad Seeds, τους Congo Norvell, τους Knoxville Girls, τους Kid & Khan και τους Fur Bible. Συνεργάστηκε ως guest με τους Barry Adamson, Mark Eitzel, Die Haut, The Make-Up και πολλούς ακόμη. Κοιτάζει πίσω στο 1979, όπου ξεκίνησε ως The Creeping Ritual, (οι προκάτοχοι των Gun Club) και σκέφτεται: «Σαράντα χρόνια! Έλεος!» Εν έτη 2019, μαζί με τους Bob Bert (βλέπε Pussy Galore, Sonic Youth, Chrome Cranks, κ.α.) και Mick Collins (βλέπε Gories, Dirtbombs) σχημάτισε τους Wolfmanhattan Project και τον Μάρτη της τρέχουσας χρονιάς κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους, Blue Gene Stew, από την In the Red Records. Φέτος έκλεισε αισίως τα 60: «Είναι τρομερό να γίνεσαι το μεγάλο 6-0. Όταν ήμουν νεότερος υπήρχε η ρομαντική αντίληψη « να πεθαίνεις» στα τριάντα – ευτυχώς δεν παρασύρθηκα ποτέ απ’ αυτόν τον ρομαντισμό. Την πέταξα μακριά αυτή την ερωμένη». Το τελευταίο καιρό έγραφε την αυτοβιογραφία του και σύμφωνα φήμες θα έχει τον απλό τίτλο Kid. Tο μόνο σίγουρο είναι ότι θα κυκλοφορήσει από την In the Red, τη δισκογραφική με την οποία συνεργάζεται τα τελευταία δέκα χρόνια και αυτή θα είναι και η πρώτη τους εκδοτική συνεργασία.

  • Kurt Weill και Bertolt Brecht: Μουσικά έργα για επαναστατημένους παρίες...

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    «Δείξε μου το δρόμο για το επόμενο ουίσκι μπαρ / Ω, μην ρωτάς γιατί…» τραγουδούσαν περήφανα και ομόφωνα, κάπου εκεί στο 1930, οι πόρνες της παράστασης The Rise and Fall of the City Mahagonny που ανέβηκε στη Γερμανία καθώς το παρανοϊκό ναζιστικό κοινό αντιδρούσε έντονα σε όλον αυτό γενναίο συναισθηματικό συρφετό. Τριάντα εφτά χρόνια μετά –και συγκεκριμένα το 1967– οι Doors θα κυκλοφορούσαν το ντεμπούτο τους άλμπουμ διασκευάζοντας το «Alabama Song» και κάνοντας γνωστή την σύνθεση του Kurt Weill και τους στίχους του Bertolt Brecht στην ευρύτερη rock κοινότητα και όχι μόνο.

  • Low Tide – Reflection (Death Roots Syndicate, 2018)

    Παρουσίαση και Συνέντευξη με τον Γιώργο Γιαννόπουλο και την Φαίη Φραγκισκάτου

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    Ένας αναπτήρας ανάβει λίγο πριν την αφήγηση της νύχτας και μες στην άμπωτη που την ρολάρει μια κιθάρα μπορείς να ακούσεις τις φωνές μιας γυναίκας. Να περπατάει μαζί του μέσα από ψιχάλες που φτύνουν πόνο, θυμούμενη ένα μαύρο πουλί που ανέβαινε στην σκηνή με την πιο παρανοϊκή ματιά, αντανάκλαση μιας ζωής ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, φωτιά μέσα της, μια νύχτα που πέφτει πάνω σε ένα φως σαπισμένο, η θέα από την κάσα ενός παραθύρου που όλα φαίνονται ίδια αλλά τίποτα δεν μοιάζει να ‘χει νόημα καθώς ένα βαλς μεταφράζει ένα όνειρο και μια κιθάρα ακουμπάει στην άκρη της σκιάς λίγο μετά κι αφού η άμπωτη τα έχει πει για εκείνη την γυναίκα.

  • Oscar Wilde was a lonely child…

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    «Η μουσική είναι η τέχνη που βρίσκεται πιο κοντά στο δάκρυ και την ανάμνηση»
    Oscar Wilde

    Φτωχός, άπορος, καταβεβλημένος από τα καταναγκαστικά έργα της φυλακής του Ρέντινγκ και εξόριστος στο Παρίσι, απήγγειλε τα στερνά χρόνια της ζωής του πεζοτράγουδα μέσα στα καπηλειά για ένα ποτήρι μπράντι. Με τη στάση ζωής και τα έργα του όμως πάνω στο χαρτί είχε προλάβει να γρονθοκοπήσει το αγγλικό κατεστημένο και να φέρει το τέλος της ηθικής του 19ου αιώνα. Κυνηγήθηκε άγρια για τα ομοφυλοφιλικά του πάθη, προκάλεσε θύελλες αντιδράσεων με τα βιβλία και τον τρόπο ζωής του, υπήρξε ένας κυνικός δανδής με δαντέλες και βελούδα αλλά πάνω απ’ όλα ένας εξαίσιος ρήτορας.

  • Phil Ochs: Louder than Guns...

    Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΛΙΑΝΑΙΟΣ

    «Δεν υπάρχει κανένα μέρος στον κόσμο όπου θα ανήκω όταν θα φύγω. Δεν θα ξέρω το σωστό από το λάθος όταν θα φύγω. Δεν θα με βρείτε να τραγουδώ αυτό το τραγούδι όταν θα φύγω. Οπότε πρέπει να το κάνω όσο είμαι ακόμα εδώ»

    Με αυτούς τους στίχους όπου έμελλαν να είναι και προφητικοί, ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδοποιούς της δεκαετίας του ’60 έδινε έμπρακτα το δικό του μοναδικό στίγμα στην ίσως πιο βρώμικη περίοδο που διένυσε η Αμερική. Ο λόγος για τον Phil Ochs όπου κάπου εκεί στις 9 Απριλίου του 1973 έβαλε τέλος στην ζωή του έχοντας πρώτα προλάβει να πει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια διαμαρτυρίας που γράφτηκαν ποτέ για τα κοινωνικά εγκλήματα που συνέβαιναν στην αντίπερα όχθη.
    Γεννημένος στο Ελ Πάσο του Τέξας τον Δεκέμβρη του ’40 ο νεαρός Phil έδειξε τις μουσικές του ικανότητες από τα χρόνια της εφηβείας μιας και ήταν μεγάλο ταλέντο στο κλαρινέτο. Αν και στο σχολείο τα μουσικά του μονοπάτια ορίζονταν στην κλασική παιδεία, ο Ochs έστηνε αφτί στο ραδιόφωνο ακούγοντας τους rock n roll μύθους, Buddy Holly, Elvis Presley καθώς και τους folk τραγουδοποιούς Hank Williams, Johnny Cash, κ.α. Αργότερα και μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο όπου ήθελε μετά μανίας να σπουδάσει δημοσιογραφία ήρθε αντιμέτωπος καταλυτικά με τα τραγούδια των Woody Guthrie, Pete Seeger και πιο πολύ του Bob Gibson που ήταν και η μεγαλύτερη επιρροή του.

  • Ray Manzarek: «Ήθελα να περάσω το άρωμα του Muddy Waters, του Howlin’ Wolf, του John Lee Hooker και όλων των μεγάλων καλλιτεχνών των blues...»

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος 

    Μανιώδης συλλέκτης έργων τέχνης, με ιδιαίτερη προτίμηση στους Ρώσους κονστρουκτιβιστές, την αφρικανική «πρωτόγονη» τέχνη και τους ζωγράφους της Άπω Ανατολής, ο Ray Manzarek προτού βρεθεί να διαμένει στο ίδιο δωμάτιο με τον Jim Morrison και με την γυναίκα του Dorothy Aiko Fujikawa, μεγάλωσε στο Chicago τη δεκαετίας του ‘50 όταν τα blues κυριαρχούσαν στα αμερικανικά ραδιόφωνα και τα μικρά clubs. Μουσικές που θα επηρέαζαν το παίξιμό του στα keyboards, όπως τα ακούσαμε με τους Doors κι έπειτα από το τέλος αυτών με διάφορα μουσικά projects που θα σχημάτιζε ή στα οποία θα συμμετείχε.

  • Robert Johnson was the devil man..

     Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    Ο Muddy Waters τον είχε χαρακτηρίσει ως έναν επικίνδυνο τύπο, ο κιθαρίστας και καλός του φίλος, Johnny Shrines ως έναν περιπλανώμενο ταξιδευτή όπου πατρίδα του ήταν εκεί που βρισκόταν το καπέλο του και συνήθως πάντοτε το έψαχνε. Προορισμός του η αιώνια κίνηση, η επόμενη πόλη στο Δέλτα του Μισσισσιππή, το επόμενο κακόφημο μπαρ που γύρευε μπελάδες, το καθοριστικό σταυροδρόμι που θα 'γραφε τους στίχους και θα καθόριζε τον μύθο του. Και οι μύθοι γύρω από το όνομα του Robert Johnson - δόξα τα άγραφα βιβλία της μουσικής ιστορίας - είναι πάμπολλοι, με ισχυρότερο εκείνον που λέει πως κάποτε πούλησε την ψυχή του στο διάβολο για να παίξει την τέλεια κιθάρα αφήνοντας άναυδους όλους εκείνους που θα στέκονταν απέναντί του για να ακούσουν τα blues του.

  • Rowland S. Howard: Δε χρειάζομαι τίποτα κι από κανέναν, η βελόνα είναι στο κόκκινο, τίποτα για να χάσω, τα πάντα είναι νεκρά...

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    Υπήρχαν κάτι άγρια αγόρια κάποτε που στέκονταν δίπλα στην πόρτα, έπιναν λίμνες αλκοόλ, γέμιζαν ναρκωτικά τα μυαλά τους, γυρνούσαν τις περισσότερες φορές σκόπιμα στους κακόφημους δρόμους της Μελβούρνης περιμένοντας το επόμενο τραγούδι να βολτάρει στο κεφάλι και στα χείλη τους και, μέσα σε όλα αυτά, γυρνώντας σπίτι πολλές στιγμές μετά, έφτιαχναν μπάντες όταν απλώς ένα ξεχαρβαλωμένο σετ από τύμπανα και μια μεταχειρισμένη κιθάρα ήταν αρκετά για να ξεβγάλουν τις ανήμερες μουσικές που κινούσαν στις φλέβες τους.

  • Schizo Constellation – "Dark Youth" (self-release, 2019)


    Παρουσίαση και συνέντευξη του Γιάννη Ζελιαναίου με τα δυο βασικά μέλη της μπάντας

    Μεγαλώσαμε μέσα σε μια σκοτεινή νιότη, με μια σκοτεινή βασίλισσα για προσκεφάλι, λέγοντάς μας μια ανείπωτη ιστορία κάποια οποιαδήποτε ώρα. Παρέα με την δεσποινίς κάβλα, παρέα με βότκα και χάπια, υπερασπίζοντας την σιωπή σε μια τελευταία ευκαιρία μπας και ξεφύγουμε λίγο πριν έρθει ένα τραγούδι που θα μας βάλει για ύπνο. Ζούμε στον αστερισμό της σχιζοφρένειας και μια ρημάδα ταχύτητα μας πλησιάζει.
    Πάντα μ’ άρεσε να φτιάχνω φράσεις από τίτλους τραγουδιών ενός άλμπουμ κι αυτό κάνω ακόμα. Αυτό κάνω και τώρα με τους Schizo Constellation που στις αρχές της αποφράδας τούτης χρονιάς κυκλοφόρησαν τον ντεμπούτο τους δίσκο κάτω από κανένα label. Τους παρακολουθώ κάθε μέρα να κοινωνούν το βινύλιό τους ανάμεσα σε φίλους, γνωστούς, δισκάδικα, μπαραποθήκες, φανζινάδες και λοιπούς συνδαιτυμόνες που διαλέγουν μια πλευρά στα πράγματα και δεν βαράνε προσοχή στην πρώτη πρόσκληση που σκάει από την άλλη μεριά. Από το λεγόμενο underground κι εναλλακτικό μπουχτίσαμε στην κωλοτούμπα τα τελευταία πολλά χρόνια κι εγώ κάτι δικά μου σκέφτομαι τώρα που ακούω το Dark Youth των φίλων, (φίλοι κι όχι μαλακίες), Schizo Constellation.

  • Sounds Like Barley: Οι ήχοι που χορεύουν το κριθάρι. Μια γουέστερν παρουσίαση του "What’s Done Is Done" και μια συνέντευξη με τα μέλη της μπάντας...

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    Άκου κιθάρες πάνω στα ανοιγμένα εντόσθια του κόκορα. Ρίξε μπαρούτι στην κάνη πριν φιλήσεις την γυναίκα και φύγεις την αυγή. Ζέψε το άλογο καλά, πιες ουίσκι και φάε φίδι ανοιγμένο στα δυο. Κάψε το μαχαίρι, άναψε τη φωτιά, φτύσε τον καπνό και τζάσε απ’ την πόλη. Φτιάξε θηλιά γερή και φύσα την καραμπίνα, μάσα χορτάρι, πιες καφέ νερόπλυμα με σκόνη, γέμισε πάνινο φλασκί, κλέψε στα χαρτιά, φόρα το καπέλο, κοιμήσου σε πέτρα, κλώτσα το αρμαδίγιο μακριά, ίδρωσε στην έρημο σκάβοντας τον λάκκο και μ’ ένα ξύλο στήσε το σταυρό. Στο τραίνο κλέψε τα λεφτά, τον μεξικάνο φόβισε κι άσε του σιτάρι για φαΐ. Σε δωμάτιο πιο βρώμικο κι από σένα, κάνε μπάνιο μισό, μην δίνεις όνομα ποτέ κι όταν ζητάς σπίρτο να έχεις πάντα αίμα στα δάχτυλα. Κλείσε το μάτι στο παιδί και ρίξτου λίγο ασήμι καθώς με ξεραμένο το στόμα και την γλώσσα σκύβεις σ’ ανύπαρκτη πηγή, φύλα την δεξιά σου τσέπη. Το όπλο κοίτα να είναι εκεί γεμάτο όλο σφαίρες γιατί έρχεται ο άλλος απ’ τη σκιά για να σου την ανάψει. Αγρίεψε το βλέμμα σου, χόρεψε τα δάχτυλά σου κι ετοιμάσου. Ο θάνατος στα γουέστερν συμβαίνει πάντα μεσημέρι… (συνεχίζεται στο τέλος από τους Sounds Like Barley).

  • Syd Barrett - Το Τρελό Διαμάντι των Floyd...

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος
    Πέμπτη 5 Ιουνίου του 1975 και μέσα στα στούντιο της Abbey Road, οι Pink Floyd ηχογραφούν το ένατό τους άλμπουμ με τίτλο Wish you Were Here. Ένας εύσωμος άντρας με ξυρισμένο το κεφάλι και τα φρύδια μπαίνει κρυφά στο στούντιο, κάθεται σε μια γωνιά και παρακολουθεί αθόρυβα την μπάντα να βρίσκεται στη μέση της εκτέλεσης του «Shine On You Crazy Diamond». Ο μυστηριώδης άντρας δεν είναι κανένας άλλος από τον Syd Barrett, τον άνθρωπο που δημιούργησε κι έβαλε μπροστά την μηχανή των Floyd. Τα μέλη του συγκροτήματος στην αρχή δεν τον αναγνωρίζουν αλλά λίγο αργότερα σταματούν την ηχογράφηση και εμφανώς συγκινημένοι πέφτουν στο πλευρό του, με τον Roger Waters να ξεσπά σε κλάματα. Αφού ζητούν την άποψή του για το τραγούδι κι εκείνος τους απαντά πως το βρίσκει κάπως παρωχημένο, αποχωρεί ήσυχα από το στούντιο για να τραβήξει στο πατρικό του ώστε να συνεχίσει να ζωγραφίζει και να ασχολείται με τις γεωργικές καλλιέργειες ως το πέρας της ζωής του, τον Ιούλιο του 2006. Μιας ζωής γεμάτης μουσική ευφυΐα που την τερμάτισε ο ίδιος πρόωρα, καταστρέφοντας το μυαλό του μέσω ψυχεδελικών ναρκωτικών ουσιών.

  • The Flaming Stars: Τραγούδια από το πάτωμα του μπαρ...

    Γράφει ο Max Decharne
    Μετάφραση Γιάννης Ζελιαναίος

    Μέρος Πρώτο: Από τους Earls στους Stars

    Πίσω στον Γενάρη του 1992 κι όταν όλος ο μουσικός τύπος γράφει συνέχεια άρθρα για το Grunge και το Shoegaze, ένα σύνολο μουσικών από το Βόρειο Λονδίνο φορώντας ρούχα που σε παραπέμπουν στο πιοτό και αυτοαποκαλούνται Earls of Suave φτάνουν στο στούντιο Toe – Rag, που μόλις έχει ανοίξει στο Shoreditch, για να ηχογραφήσουν μια κι έξω ένα single για την Camden Town Records του Nick Garrard, που βρίσκεται πάνω από το ιστορικό δισκάδικο Rock On Records δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Camden. Το single περιέχει τα τραγούδια A Cheat και Who Will The Next Fool To Be και ήταν το πρώτο κομμάτι βινυλίου που ξεπρόβαλε από το στούντιο Toe – Rag.
    Οι Earls of Suave αποτελούνταν από τους Bal Croce στα φωνητικά και πρώην μέλος των String Rays, τον πρώτο κιθαρίστα Johnny Johnson που ήταν στους Cannibals και τώρα έπαιζε μπάσο στους Thee Headcoats, τον δεύτερο που και πάλι ήταν στους String Rays, τον μπασίστα Paul Dempsey που βρισκόταν στην αρχική σύνθεση των Gallon Drunk εκεί στις αρχές των eighties κι εμένα στα πλήκτρα και καμιά φορά στα φωνητικά (έπαιζα ντραμς στους Gallon Drunk αλλά τα βράδια ήμουνα με τους Earls).

  • The Moffs – Αφιέρωμα

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    Παλιές, κοινότυπες αλλά με πολλά αναμνησιακά χαμόγελα οι μουσικές αυτοβιογραφίες των νιάτων μας. Πιο παλιές, αρκετά ξεπερασμένες, αλλά να μένουν εκεί, περήφανες και με πολλά καντάρια σκόνη να τις φυγαδεύουν στα συρτάρια ενός αρχαίου κομοδίνου, οι κασέτες compilations που κάποτε μας έγραψε ένας μακρινός ξάδερφος που ήξερε πιότερη μουσική από μας, με καλά κρυμμένα μουσικά μυστικά της αντίπερα όχθης. Ο ίδιος κάποτε μου είχε πει: «Η δεκαετία του ’80 είναι η πιο παρεξηγημένη απ’ όλες. Βγήκαν απίστευτα πράγματα που λειτούργησαν σαν φίλτρο για τις επόμενες, τούτες που ζούμε, και κρύφτηκαν μέσα της μερικά από τα καλύτερα διαμάντια της μουσικής ιστορίας». Κακά τα ψέματα αλλά η ιστορία το απέδειξε και το αποδεικνύει περίτρανα. Τα ‘80s, (τα μυστικά ‘80s), είναι εκείνα που πέρασαν από κόσκινο τις παλιότερες μουσικές, τις γαλούχησαν με την τελευταία αθωότητα που υπήρξε και τις ξέρασαν στις αρχές των nineties και στα πρώτα γεννητούρια του διαβατάρικου αιώνα που ζούμε. Ένα από τα μεγαλύτερα χωνευτήρια και μια από τις πιο σημαντικές σκηνές που έβγαλε ποτέ η πλάση, ήταν ένα μέρος όπου τα καγκουρό δεν μοχθούν για άλλα δυο πόδια και οι ακτές της Maroubra δεν ζηλεύουν ήλιους και σανίδες surf της άλλης μεριάς.

  • Tom Waits: "Rain Dogs" - Αναμιγνύοντας ιδέες στη χύτρα της μαγείας...

    Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος

    Τέλη Σεπτέμβρη του 1985 και ο άνθρωπος που δεν έβγαλε ούτε ένα άσχημο άλμπουμ στην καριέρα του θα κυκλοφορήσει τον, κατά πολλούς μουσικόφιλους ανά τον κόσμο, καλύτερό του δίσκο. Το Rain Dogs του Tom Waits υποδέχεται την Αμερική του Ρίγκαν, παρακολουθώντας την πίσω από το κιτρινισμένο παράθυρο ενός απογευματινού τρένου, που διασχίζει τη χώρα με 19 μίλια την ώρα, όσα δηλαδή είναι και τα τραγούδια που υπάρχουν μέσα στο όγδοο κατά σειρά άλμπουμ του επονομαζόμενου και «βραχνού προφήτη».

FEATURED VIDEOS

  • 1