Γράφει ο Κώστας Ζήσης
Όταν κάτι που περιμένεις να το διαβάσεις, τελικά κι απροειδοποίητα
το ακούς και οι λέξεις άλλες φορές να συγκρούονται κι άλλες φορές
να καταφέρνουν, όχι τυχαία, να αποφεύγουν χορδές από ξέφρενες
κιθάρες που άλλοτε φαζάρουν κι άλλοτε λουπάρουν μοιρολογώντας
κι όλο αυτό να φιλτράρεται μέσα από το μέταλλο μιΑς φωνής
που συνεχώς κάτι σου θυμίζει και ποτέ δεν καταφέρνεις να βρείς τι,
τότε τα πράγματα γίνονται ζόρικα.
Τόσο όσο μια τρελή κούρσα με κομμένα τα φρένα και τσίτα τα γκάζια
στον κατήφορο της Καλλιδρομίου ή στον Κατήφορο του Δαλιανίδη
που δεν ξέρεις πως και που θα σταματήσεις.
Και κάπου εκεί, στην αρχή στην μέση στο τέλος της διαδρομής
θα δείς φευγαλέα σαν κομμένη σκηνή ταινίας να παίζουν
μπραντεφέρ πάνω σε τραπέζι με πράσινη τσόχα
ο Φάνης του Οργισμένου Βαλκάνιου με τον Νίκο Κοεμτζή
Και κάπου εκεί, στην αρχή στην μέση στο τέλος της διαδρομής
αν δες δείς, σίγουρα θα ακούσεις πράγματα που έχεις φανταστεί,
έχεις ονειρευτεί και δεν είχες την ευκαιρία ή το θράσος να πείς.
Υ.Γ. : Vanishing Point "Ερωτεύομαι κι είναι το Τέλος του Κόσμου"
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ "CARΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ"...
Μουσική: Γιώργος Γιαννόπουλος
Ερμηνεία: Αθανασία Αγραφιώτη
Ένα ποίημα του Γιάννη Ζελιαναίου
Η Carαυτοκτονία είναι κάμποσοι στίχοι για έναν φίλο που σουλατσάρει στην άκρη της ρόδας. Ένα ποίημα που γυροφέρνει στις γωνίες των Εξαρχείων κι ένα ποίημα που ξεκινάει μέσα από ένα κωλόμπαρο της Θήβας. Η Carαυτοκτονία είναι σαν μια ταινία τρίτου τύπου που την έγραψε ένας φίλος μια χώρα μακριά για έναν φίλο σε μια πλατεία πιο κοντά. Ένα rock ‘n roll, μακρύ, θανατερό, αυτοκτονικό ζεϊμπέκικο.
Η μουσική του Γιώργου Γιαννόπουλου, με τις ρυθμικές αλλαγές, σε πάει στην «Παραγγελιά» του Σφέτσα. Ο Χατζιδάκις ως υπαινιγμός στη θέση του ζεϊμπέκικου. Παίρνει την «Παραγγελιά» από soundtrack και φτιάχνει ξανά το σκυλάδικο. Ο τύπος της Carαυτοκτονίας είναι ο Κοεμτζής που δεν βρίσκει κανέναν να μαχαιρώσει εκτός από τον εαυτό του. Η Αθανασία Αγραφιώτη με την ερμηνεία της, μετατρέπει τις λέξεις σε νότες.
Η Carαυτοκτονία κυκλοφόρησε σε έντυπη μορφή από τις Εκδόσεις Bibliotheque, τον Φλεβάρη του 2018.
Ο Γιώργος Γιαννόπουλος είναι ο κιθαρίστας και φωνή των Rebel's Law από την Λάρισα.
Η Αθανασία Αγραφιώτη είναι ηχολήπτρια.
Ο Γιάννης Ζελιαναίος έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές.
Η Carαυτοκτονία κυκλοφορεί ψηφιακά στο bandcamp από την KZNK tapes, ενώ αργότερα θα κυκλοφορήσει και σε φυσική μορφή.
ΑΚΟΥΣΤΕ CARΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ...
https://kznktapes.bandcamp.com/releases
CARΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Για τον Βάσο Γεώργα
«Τα διαλυμένα μυαλά, οι χαλασμένοι και ματαιόδοξοι πρέπει να κρεμάνε σπίτι τους μια κολοκύθα στο καρφί για να διώχνει τις κακές ανάσες. Για τους ίδιους λόγους, προς γνώση και συμμόρφωση, κάθε ζωντανός οφείλει να κυκλοφορεί με έναν αόρατο κουβά γεμάτο κόκαλα».
Κωστής Παπαγιώργης
«Ζώντες και τεθνεώτες»
δες το και σαν ταινία
τρίτου τύπου
την ώρα που κάθεσαι αύγουστο μήνα
με τα αρχίδια πρησμένα από ποιήματα
αφάγωτες φακές στην κατάψυξη
κι ένα οποιοδήποτε αυτοκίνητο
να μην ξερνάει τίποτα
στον άνεμο
μελανιασμένη μουσική
σ’ ένα μουσικό κορμί
σκηνοθετημένο από τσιγάρα
να γονατίζει την λύπη
κι αυτή να ανθίζει
μαζεύοντας στριγκλιές ασφάλτου
μεγαλωμένος
σε νοσοκομειακές ποδιές
θαμμένα στο μαρτυρολόγιο τα αδέρφια
να μην σβήνει κανένα νούμερο πεισματικά
απ’ τα τηλέφωνα εκείνων που χάθηκαν
να τρέμει όταν κουδούνια αγκομαχούνε
γιατί έμαθε καλά πια
να μαζεύει απ’ το πάτωμα την απώλεια
να μισεύει απ’ τον ένα στίχο για τον άλλο
σε κακοτράχαλες στροφές
και σε περιφορές απόγνωσης
ένα φορντ έσκορτ μουγκρίζει
κανακεμένο απ’ τη θεμιστοκλέους
λογαριάζει το ξεραμένο αίμα
στο παρμπρίζ του
μετράει τα αντικλείδια στο δεξί του
και σαν το σάλτο είν’ έτοιμο
προς γνώση και συμμόρφωση
κατεβάζει δυο καντήλια
σ’ ένα κωλόπαιδο που
τού ‘κοψε το δρόμο
διάθεση μέρας
γράφει μετά
διάθεση νύχτας
ίδια πάντα
να σουλατσάρει
στα σαγόνια μιας ρόδας
με μια στάλα ύπνου
και σύριγγα
σε προεόρτια θανατικού
πάρε με γιατί
είναι επείγον
κάλεσέ με γιατί
δεν φυσάνε τα μάτια
στροφάρει η τρέλα
μοστράρει η μοναξιά
τα απέθαντα καπούλια της
λύπη
γαμημένη λύπη
που ξεκινάει
απ’ τη θήβα
και ξεδοντιάζεται
γωνία εξαρχείων
καθώς στρίβει το βολκσβάγκεν
στο συνοικέσιο του χαράματος
την ώρα που ο πρεζάκιας
χρωματίζει τις φλέβες
κι εκείνος μολογάει
στα εντόσθια του
πως άλλη μια μεταλλική μέρα
θα ρημάξει την άκρη του μακελειού
διασταύρωση χαμού και αγωνίας
ίμερου και μνημόσυνου
τον επόμενο χειμώνα
δεν θα `μαι εδώ
καραυτόχειρας ληξιπρόθεσμης συγκομιδής
έλα τώρα γιατί
οι ινσουλίνες είναι σαν πεθαμένο πανκ
στο στομάχι μου
κάτσε δίπλα μου γιατί
σπέρνει στάχτη κυριακής
και μυρίζομαι γράσο χαλασμένο
μεσημεριάτικο άτιμο ιδρώτα ποιητή
μουνί σε καύκαλο
και χαμένα πεζοδρόμια
σκάει γραφόμενος
γράφει σκασμένος
καβαλάει τα σκέλια του
κ` οι άλλοι του λένε μη
αυτός εκεί
θα το κάνω ρε πούστηδες
θα φέρω πίσω τη ρουφιάνα την ηδονή
κι ας επιμένω να του λέω
από την άλλη τη γραμμή πως
τίποτα πια δεν συμβαίνει
κάθοδος βαλτετσίου
ακούει ένα σέατ από
τη λάβρα των ποδιών του
τρέχει να το μαρκάρει
σκατόφατσες του κόβουν το δρόμο
μια πενηντάρα ηθοποιός
μπαίνει μπροστά του
είσαι ο
είμαι ο
γαμημένη σκρόφα σκέφτεται
έπρεπε να σ’ είχα αφήσει στο μαγείρεμα
και στα διαφημιστικά για οδοντόκρεμες
γαμώ τα χρόνια σου
γαμώ και τα ζαμάνια σου
λυγάνε τα πόδια
αλλά η ψυχή και τα χούγια ποτέ
στείλε μου ποιήματα ρε κωλόπαιδο
και θα σου βάλω τα μισά για να ‘ρθεις
θα σου ‘χω και μπουκάλι
θυμήθηκα τώρα τον καουρισμάκι
στο αεροδρόμιο τρεμάμενος
ούζο με μπίρα
άσε τον άλλον να λέει
φαγούρα είναι η λύπη
μονότονη και σκαφτιάρα
που καίει το πελεκούδι
οι ευκαιρίες του σκηνοθέτη
στην χώρα της ασφάλτου
κοιτάει απ’ το γυαλί
και το γυαλί αστράφτει
υπό σκιάν ο θρήνος
κι απότομα αρπάζει
έχει ακόμα μερεμέτια με τον θάνατο
ο χαμός είναι η δουλειά του
το λάδι στο καντήλι
φως απλήρωτο
στην προηγούμενη σπηλιά του
πριν στρίψει απ’ το τηνιακό
με παρασκήνιο της αλεξάνδρας
βάζει στο μάτι ένα όπελ
που θέλει την αγάπη του
σηκώνει το κεφάλι ψηλά
και βλέπει στην ταράτσα
ξεραμένες γλάστρες
ποιήματα που γράφονταν με φωνές
στις τέσσερις το πρωί
με παγωτό και σάμαλι
κορνάρει το καντέτ και προσπερνάει
γλύφει δυο δάχτυλα ροζιασμένα
και σιχτιρίζει το μεσαίο
που δεν του λέει γκουντμπάι
άι στο διάολο ρε πούστη μου σκέφτεται
και μπουκάρει στο επόμενο ζαχαροπλαστείο
πιο κάτω χασάπικο
κ’ ύστερα ο κουρέας
του οπάπ παπαδοπαίδι
με την μυρτώ βαλμένη ακόμα
και στα αχαμνά
κουράστηκα ρε αλητάμπουρα
κι εσύ ακόμα να ‘ρθεις
μ’ έχεις και μετράω φρένα
έχω μάθει απ’ έξω τα διαφορικά
και κόβω με το μάτι μου τις ζάντες
αν θα την φέρουνε εις πέρας
την ανοιχτωσιά στο λαρύγγι μου
ταρκόφσκι και ξερό ψωμί
ρομέρο και ανάσταση
τη νύχτα που η επιμονή έμεινε στη θέση της
τη νύχτα εκείνη ήρθαν και τα πουράκια
να αστράψουν στα χείλη
να σφίξουν τα σαγόνια
να λαμπαδιάσει το λαρύγγι
ασπρόμαυρο κι αιμάτινο
ξερό σφαγμένο κόκκινο
κόκκινο σου λέω
αλαφιασμένης αιμόπτυσης
περιόδου σκαμμένης
καρακόκκινο ταξίδι στην ποίηση
τόμοι έξι
αμολημένοι σε κάμποσες βιβλιοθήκες
αποτροπιασμού
γκουχου γκουχου γκουχου
παύση ανηφορική
διάλειμμα για μουσική
ξημερώνει κι ο χότζας ακόμα να μεθύσει
εδώ
εκεί
ένα νισάν φαλτσάρει
πάνω στην καλλιδρομίου
με αγοραφοβικές ροδιές
κι εκείνος φοράει τη γκρίζα φόρμα
τα μαύρα μποτάκια
την μαύρη τρύπα της μπλούζας
και σούμπιτος
τσουλάει να το αφυπνίσει
ασανσέρ σάπιο
σκάλες να ροχαλίζουν
η κυρά τέτοια σφουγγαρίζει την εξώπορτα
κι αν έχει ο θεός της
έχει βγει με το λάστιχο καταμεσής
λαυρίζοντας με τρόμο ακινησίας
τα πόσα άλογα της ασφάλτου
επόμενο μάθημα
πώς να συνθλίβεις τις εσχατιές
να λογαριάζεις σε τεφτέρι την πίκρα
να γράφεις σιωπή
και να εννοείς ξεφάντωμα
να απεχθάνεσαι τους τσόγλανους
με μπόι ξηρασίας
να λες εγκόλπιο το κόσμημα
που ‘χει να κάνει με το τρίψιμο
κι όχι με τα βιβλία
να ‘χεις μάθει όλα τα υποκοριστικά
της λέξης θάβω
και να ‘χεις ειπωθεί απ’ την μελαγχολία
να σιχαίνεσαι την ομοιοκαταληξία
και να ρωτάς ένα τογιότα
πάλι κόκκινο
με καρότσα απόλυτη
νιάτων κουβάλημα από σκοπιά
πως είναι τα φτερά του
να ρέπουν στη λαγνεία
σφαίρες στο τραγούδι
μαντεμένια υπομονή
καψαλισμένο μαύρο
απείθαρχης λογικής
κοιλιά στομωμένη
με νεκρώσιμους
τιποτένιους φίλους
τετραπληγικής μόστρας
η διάθεση καθαγιάζεται
το μάτι μονολογεί
το σάλτο απ’ την ταράτσα
στο καπό ενός φορτηγού σκάνια
λαδωμένου απ’ την εθνική οδό
μέχρι τη λαχαναγορά με τα ζάρια
σκαρώνει εξάρες
η ηλίας περασμένος
χρόνια τώρα
από τη φαντασία στην πίστη
σουρωμένος απ’ το ίδιο σάλτο
αλλά εσύ εκεί
παλουκώνοντας το λογάριασμα
αποτάσσοντας τον βήχα
επιμένοντας σαν μουτρωμένο άλογο
στην ασημαντότητα
και στην χρεωκοπία
πάρε σβάρνα τα καταραμένα τα σκουτιά
σου λέω
`κείνα απ’ τη ναυαγισμένη θήβα
μύρισ’ τα για τελευταία φορά
κάν’ τα πατσαβούρια τρελού
σκούπισε τα χρονικά στην κόψη της νύχτας
πετάλωσε τις λέξεις με δαύτα
και γάμα το φεγγάρι
γάμα τα αστέρια
γάμα οτιδήποτε υπάρχει εκεί
υπεροπτικό κι ασήμαντο
κανείς δεν σώθηκε από μια τρύπα
από ένα ασκέρι
λευκών στρόγγυλων σχημάτων
όλα παραμυθίες ουρανού
που κάνει τα δικά του
λιντσάρισμα του μαύρου
καρκίνωμα του σάλιου
ασσόδυο φέρνει ο γκρεμός
κι εσύ μαρκαρισμένος
η σκύλλα ποντάρει στη χάρυβδη
η μοναξιά στην αποπλάνηση
και η ψυχή σκασιαρχείο απ’ το σώμα
αποκοτιές
στραφτάλισμα
επικίνδυνες λέξεις
γυροφέρνουν στα πόδια
η ναυαρίνου σημαίνει φόνος
η ζαλόγγου χορός απότομος
η σόλωνος ποίηση πεθαμένη
το φίατ που κατεβαίνει αρπακτικά
ξεφτέρι στη λαιμαργία του
να γείρει απρόσεκτα
να μην τον δει κανείς
να χορέψει τον φόνο
να σαλτάρει τον θάνατο
να γίνει η διάθεση
μια και καλή
αλύγιστη παραλυσία
σαν βάζει πρώτα το δεξί
να ακολουθήσει την πομπή
κουφάλες έφυγα πια
ξανά μονολογεί
τέρμα τα αστεία
ένα φανάρι λήγει την τελετή
σεμνά και ταπεινά
κόκκινα και σταθερά
ένας κωλόμπατσος
του κόβει την πορεία
η γλώσσα στέργει
για άλλη μια φορά
γαμώ την ομοιοκαταληξία
σιωπή σκληρή
σώμα πτώμα
οι μέρες βιοπορίζονται με
κακοήθη κατεβατά
αναιδείς γιορτές
και στροφές σακάτηδες
ταξίδια στη σχιζοφρένεια
η τσάρκα του τελειωμού
βαρκάδα στη φρίκη
τίτλοι ενός αρχίατρου του πόνου
ξέμπαρκα γράμματα
θρονιασμένα να αμπαρωθούν
σε σειρές που φτιάχνουν κύκλους
πάλι ο κύκλος
απολογητάρι βαλμένο φρόνιμα
σε στασίδι απόλαυσης
τα ‘παιξα όλα
κι έμεινα στο άσσο
ακούγεται από δυο κρεβάτια μακριά
με τα σώματα να σωριάζουν ιδρώτες
τα μαξιλάρια να κοπανιούνται στα χύσια
τα σεντόνια να γαμιούνται σε ακροδάχτυλα ποδιών
και τα γεννητικά όργανα
να βρωμάνε
τρόμπα
πλαστικό
αέρα βαρεμάρας
από μια κόρνα που ξεφυσάει
δεκαετίες πιο σιγά
κωλέττη και ζωοδόχου πηγής
θανατογράφημα πολέμων μιας καβλωμένης γενιάς
ο βολανάκης μου ψιθυρίζει κάτι στο στόμα
κι εγώ ακούω χαμός
πότε θα σταματήσεις την δική σου
μπαραυτοκτονία
φεύγει ο αύγουστος
κι ακόμα να σ’ αγκαλιάσω
οι άντρες πρέπει να τα λένε όλα
τι σκατά κάνεις εκεί κάτω
τι γράφεις αυτόν τον καιρό
βλέπω τον εαυτό μου
πελεκισμένο από ρόδες
τζάνκι το κεφάλι μου στο μέταλλο
στίχο με στίχο
ξοφλάω τις βέργες που με φορτώνουν
είχα να δω βόλβο απ’ το `80
ορθογώνιο σιδερένιο φέρετρο
απ’ το `80
μασίφ κάτουρο στα παντελόνια
να σκάβει καταγής σαν άροτρο καλοκαιριάτικο
στο κέντρο της πλατείας
θερισμός με αποτέλεσμα
ίσον τα μαζέψαμε
μας τσουβάλιασαν σε σκατένια περισυλλογή
αν είναι λοιπόν να μας πάρεις
πάρε μας τώρα
στον μεσημεριανό απόπατο
μιας χρονιάς που δεν στέκεται στο θεωρείο
μιας εποχής που δεν έχει σημασία
μιας αποφράδας διαφορετικής στιγμής
αγκαλιασμένους
τρυφερούς
παράνομους
πάρε μας
χαλκοκονδύλη και σωκράτους γωνία
με κόντρα μάτια στα φώτα
τσίτα φλέβες στα βλέφαρα
αλαφιασμένα μέτωπα στην πράξη
τρομαχτικά γινάτια στο ανεπίδοτο
κι ένα ήμερο μαχαίρι που στέκει μπροστά μας
να μπαίνει στήριγμα στο τραπέζι του απογεύματος
να τρέμει απ’ τη συνέχεια
το φανάρι ανάβει πράσινο
ένα χόντα σαρδανάπαλο
υποσχόμενο με τον ρυθμό
μοιάζει να ρίχνει πρόσχημα
και να τσοντάρει στον σκοπό
βαθιά βαθύτατα
κινάει
μαζεύει τα μανίκια του χεριού
κοντομάνικο δέρμα σκουντάει
μακρυμάνικη ατάκα γράφει το φευγιό
κι ένα ατύχημα απ’ το πουθενά
αλλάζει το τριαντάφυλλο της μοίρας
κι αυτός ξανά
να πάει με τον στανιό
ξέρεις τι λέει παρακάτω
γύρνα πλευρό για να στο πω
απίθανα κτήνη μιας τέχνης
που δεν πρέπει να είναι αυτή
η ποίηση
ο ποιητής
τα ποιήματα
λόγια
ανθρωπάρια
ημερολόγια
η σημασία του να καταλάβεις
πόσο τεμπέληδες είν’ όλοι
στον έρωτα
στον θάνατο
στα χρέη σου προς τα δυο
δεν θυμάμαι
και δεν σ’ ήξερα πως έφτασες
μέχρι εδώ
σ’ είδα μέσω μουσικής
ακόμα μέσω αυτής σε βλέπω
τους στίχους σου
δεν τους διαβάζω
την διάθεσή σου
την ξέρω
ρημάδα
απόκληρη
βλέμμα
αίμα
ρόδα
ρώγα
ηλίθια
γραμμή
πικρή
τόσο πικρή
όσο κι ο εμετός
στη χαρτοσακούλα αεροπορικών ζωών
γευτήκαμε τα πάντα
και τίποτα δεν έφτασε
λογαριάσαμε το τίποτα
κι αυτό ξεκίνησε όταν τελειώσαμε
λύπη
γαμημένη λύπη
λύπη
γαμημένη λύπη
είναι δεκαπενταύγουστος
και δεν κουνιέται ρούπι στη γωνία
πεσκέσι ο θάνατος
μανία ερημοκαταδίωξης
χρέη με τα άνθη του χαμού
δεν γράφει ποιήματα
βιοπορίζεται με γράμματα
να προλάβει τον χειμώνα
το βαλτό χιόνι της ινσουλίνης
το πεντάγραμμο του τελευταίου χρονικού
στημένο ανάποδα στο αναλόγιο
με τα μοιρολόγια του κάκου
να πετάνε φλεγόμενα μπουκάλια μπίρας
στο παρελθόν της σολωμού
λαϊβάδικου και σαντουιτσάδικου γωνία
χαράματα μ’ ένα ταμπούρο αγκαλιά
το σώμα κλατάρει
σαν τα λάστιχα που ‘ναι κρυμμένα
μέσα στα άντερα ενός πεζώ
δεν πάει άλλο
δεν θέλω άλλο
ο πόνος έχει φωλιάσει στο στήθος
τα σαπιόλογα στη γλώσσα
μυρίζουν ξεκρέμαστες υποθέσεις με τα δάχτυλα
αν πρέπει να το κάνω τώρα
ας γίνει την ώρα που
προσθέτω ατυχία με επιστροφή
λογαριάζει μια
λογαριάζει δυο
και κάμποσα χρόνια φαγούρας
του σφυράνε έναν σκοπό
μακάριο
αλητήριο
κι από στρατσόχαρτα βγαλμένο
να ‘ρθει να του γράψει το βιογραφικό
κανείς δεν έχει καταλάβει
πως δεν γράφει ποιήματα
το ξαναλέω
το ξαναλέει
και όλοι του ξαναλένε
απ’ τα καλύτερά σου
πολύ ωραίο
εξαιρετικό
θαυμαστικά
και κάτι τέτοιες αηδίες
που δεν χωράνε
στην κόψη των λέξεων
ώρα για διάλειμμα λοιπόν
να βάλουμε τα πράγματα
σε μια άπονη σειρά
δέκα σελίδες υπομονή ακόμα
και την κάναμε από ‘δω
μόλις άκουσα
ένα αυτοκίνητο απ’ την βοιωτία
να ξεμυτάει από σκυλάδικο σοφό
να βάζει μπρος τη μηχανή
και με 91,5 χιλιόμετρα απόσταση
το ντεπόζιτο να παίρνει τη στροφή
μια σακούλα κόκαλα είμαστε
πεταμένη στην εξώπορτα μιας ματαιόδοξης λέσχης
κενοτάφια μαγαρισμένα
απ’ τα ίδια μας τα χέρια
αν είχαμε μια δόση τσίπα πάνω μας
θα κρεμάγαμε τα μολύβια
και τα δελτία ποίησης
θα τα καρφώναμε στα αποδυτήρια
κάνοντας τουλάχιστον μια πράξη χρήσιμη
για να κρεμάν τα ρούχα τους οι πεθαμένοι
στο λέω και δεν καταλαβαίνεις τίποτα
είναι πιο τίμιο πια να αλλάζεις ένα μπουλόνι
παρά να πετάς ένα τετράστιχο στην εξυπνάδα
τίποτα δεν ξέρουμε
και πασχίζουμε να μην μάθουμε καν
τους εαυτούς μας μέσα από τις αηδίες
που γράφουμε
τα μόνα λόγια που αξίζουν στις μέρες μας
είναι το αίμα που τρέχει απ’ τη μύτη
με βγάζει βόλτα ο έρωτας
και δεν στο ‘χω πει
σαν λαϊκό κιμπάρικο
που έφερνε γυροβολιά η κατερίνα
φέρνω τις χαρές καπάκι
και δεν βγάζω κιχ
σαν τον αποτελειωμένο που άστραψε
και τα βρόντηξε τελικά
πριν η τράπουλα μοιράσει συγχωροχάρτι
μέσα απ’ τα δόντια
και λίγο πριν η φανέλα με το νούμερο Θ
ξασπρίσει την ηρεμία της περιφοράς μου
ξέρεις πόσα αυτοκίνητα ξεροστάλιασαν στη ζωή μου;
τόσα όσο φτάνει το ζάχαρο τώρα
το κοντέρ γράφει αίμα
και ζήτω το τρέμουλο
γαμήσια
μεθύσια
δυστυχίσια
η βαρβαρότητα ήταν η δουλειά μου
περί της αναίσθητης παιδείας του ξεγυμνώματος
το να ξυπνάς την πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας
και να αρπάζεις τα κάγκελα του μπαλκονιού
σε τελευταίο όροφο στο πεδίον του άρεως
παραμιλώντας στα λεωφορεία που παν για σαλονίκη
είν’ ένα σφυροκόπημα σ’ αυτό που
οι χαμένοι βαφτίσανε δρόμο
πάει κι αυτό
ξεμπέρδεψα με το στραφτάλισμα
τ’ αντιφεγγίσματα της λευκής γραμμής στην άσφαλτο
με τα γλεντοκοπήματα του χαμού
χέστηκα για την ρόδα που στροφάρει ανελέητα
αν δεν είναι πάνω μου
αν δεν μονιάσει το καμένο της
με το λάστιχο και το κορμί
αν δεν την πουλήσουν οι γύφτοι
με το αίμα μου πάνω της
χέστηκα για τις όμορφες λέξεις
τους ορίζοντες και τις βροχές
τις επικήδειες ασήμαντες παπαριές
τέσσερις ρόδες τόσα ευρώ
θέλω να ακούσω στο φεύγα μου
κ’ η μια απ’ αυτές
να σκούζει απ’ τη ζωή μου
σουβλατζίδικου και βιβλιοπωλείου γωνία
φτυάρι τα δίστιχα
στα κατάστιχα των αποτυχημένων νεκρών
ποντάρω στις γυμνές κουβέντες
στις σταγόνες των κραυγών τα βάζω
και στην μουσική του επιθανάτιου βήχα
θέλω να μου διαβάσεις κάτι
που να μην με συμφέρει
να τρίψω το μάτι με γράμμα ασύδοτο
καροτσάκι να με πάνε οι λέξεις
να στερέψει το σώμα
σ’ έναν κουρνιαχτό από αισθήματα
να με φακελώσει μια για πάντα
μια αρμαθιά απώλειας
κ’ ύστερα να χτενίσω τα μαλλιά μου
προς τα πίσω
σαν να ‘μαι έτοιμος για τ’ όμορφο το ξόδι
το αίμα μπήκε στ’ αυλάκι
και απ’ τον τελευταίο όροφο
μας μύρισε λιβάνι
διόδια με μπαλαντάινς για συνοδηγό
στο πίσω κάθισμα αθλητική
ένα αχαΐρευτο κουπόνι
με βλεφαρίδες ψεύτικες στο 1,10
αντίτυπα αφήγησης μιας μάρκας
που ξαπόστασε σε στουπί
σταμπαρισμένο από χύσια
δεν είν’ ώρα να παίζεις στις στροφές
μιλάω για θάνατο από να
για χιλιόμετρα που θα παραληφθούν μονοκοπανιά
για δεκαετίες σε απόχρωση της φλέβας
για βρώμικα πόδια που δεν θα προλάβουν
τους σπασμούς στα μαύρα γινάτια της ανακούφισης
μιλάω για την ώρα που ένα γκάζι
χρωστάει κάτι στο έμπα της πρωτεύουσας
και ο μοναδικός ρυθμός απ’ το αντίθετο ρεύμα
ειν’ οι νταλίκες στη μητρόπολη του νότου
βρίσκω τα πάντα στα δάχτυλα
έναν έρωτα που δεν έχει ξομολογηθεί
όσο κ’ η ποίηση να σε ξενοιάζει
αρχίδια λεμονόκουπες
σειρά μου τώρα
το πρωί έρχεται σαν βιασμός
το βράδυ σαν ξεσταύρι
αποπαίδι το ξημέρωμα
που όλοι σκοντάφτουν στην πρώτη παρουσία
θανατοπαίδι αποβραδίς
με παξιμάδι απόθεμα εκείνων που σβηστήκαν
ηρεμία
ψάρι ήμερο
μια πολυθρόνα νεκρή
στη λιακάδα των νιάτων
θα επιστρέφω πάντα απ’ το σκληρό της σκιάς
κοιτάζω τους δρόμους
και λήγω στα εξάρχεια
γράφω και μένω στις πλάκες
παίρνω τσιγάρα και γυρνάω
στο μακελειό του κορμιού μου
οι λέξεις δεν φτάνουν
πώς να φτάσουν
το να σκαρφαλώσεις τόσες δολοφονικές δόξες
είναι σαν να αρνείσαι το ίδιο σου το φιλμ
σε ένα πάρτι το ‘κανα κι αυτό
έκαψα τα πάντα για να γίνει μια δίκη
έγινε η δίκη και δεν ξαναγύρισα ταινία
καμία σημασία
έφτασα εδώ και σκέφτομαι την αυτοκτονία
πώς να παραμονεύσεις και πάλι τη λατρεία
σινεμά και μουσικής
στίχου και τοίχου
αριθμός κούτας
κάμποσες
δεν παίζω πια τσόγλανε
δεν γράφω πια κούκλε μου
την θανατίλα πολλοί αγάπησαν
την ανθρωπίλα όλοι
μην κοιτάς τι σπέρνουν
αν είναι να το πεις πια
πες το κοινότοπα
παντρεύτηκαν
έκαναν παιδιά
γάμησαν τον αέρα
την έπαιξαν με τις λέξεις
κι από ζωή παντόφλα
ε ρε γλέντια που έχει ο θάνατος
ο πραγματικός
αυτός από πιτζάμες
χοληστερίνη
κόκαλο τριμμένο
χάπια ηρεμιστικά
ύπνο κώλο με κώλο
μούγκα στη στρούγκα
και το τσαρδί πεθερονοίκι
στο ύψος του κόκκινου μύλου
τροφαντεύει η νύχτα
μετράει το βιολί στο πορτμπαγκάζ
και το βρίσκει δίχορδα ντυμένο
με πιάτσα στην απονιά
κοκότα πολυτελείας το σκαρί του
καύτρα χορεύτρια στα χείλη του
σε κάνα δεκάλεπτο θα ‘μαι κέντρο
γαμημένη επαρχία
εδώ ο άνεμος βρωμάει θανατόσφαιρα
σαν τις ακρίδες που τρώνε τα καπνά
αλλάζω σταθμό
μεταμεσονύχτια σκυλάδικα
χρέη μιας στραπατσαρισμένης επιστροφής
ξεκούτιαναν τα δάχτυλα
μαγαρίστηκαν οι έρωτες
λιβανίστηκαν καλά τα προσκεφάλια
απασφαλίστηκε ο θάνατος
δεμάτια οι χαμοί
αχόρταγα τα σεκλέτια
σκελετωμένο το παρελθόν
ανερέθιστες οι έννοιες
καβαλημένες οι πράξεις
ξαφρισμένοι οι πόνοι
βλογιοκομμένοι όλοι αυτοί
κλαταρισμένα όλα αυτά
να συνεχίζω για ώρες
να τους γνωρίζω από τις κόψεις
να τα καταλαβαίνω απ’ τις όψεις
που σκατά μετράν στην αλοιφή
σιχάθηκες
σιχάθηκα
με μια ευγένεια προχωράω
ευγένεια από φύση
δεν την λογαριάζω
στις μάντρες κλωσάω τη συμπόνια
τα σιδερικά είν’ εύκολα
τα παραμιλητά με την γαλήνη αδιάφορα
ρωτάω κι απαντάει μια αρρώστια
παρτίδα ανάποδη με ρίμα
τετράστιχες πόρτες
που στα κάνουνε μαντάρα
φλόγα που σε πνίγει σαν τρελό άλογο
στον τερματισμό με τα ανομολόγητα
δεν έπρεπε να μάθω τις κούρσες
με τα αρώματα που πασχίζουν
κινάω και δεν φεύγω
στέκομαι κι ο βήχας με φτύνει
ματώνω κι ο χρόνος με θυμώνει
αν θες να λέγεσαι άνθρωπος
μάθε να ντρέπεσαι κάποιο μεσημέρι
ξημερώματος και άλλης εποχής γωνία
τίποτα δεν μας επιστρέφει
μας περπατούν οι άνθρωποι
στη μουσική που πάντα πετσοκόβει
απ’ την χώρα στο τίποτε
κι απ’ το τίποτε στο
έχουμε χώρα
όποιος πει το τελευταίο
να κάνει έναν στίχο μπροστά
η μαμή με τ’ αρμόνιο στο χνώτο
επαρχίας ευλογιά
ήχοι ξεμωραμένου αυτοκινητόδρομου
που βγάζει το ξύσμα του κραγιόν
στο κασελάκι με τ’ αποκόμματα
ο διονυσίου μαρσάρει
η λαχαναγορά βροντάει και ξεφαντώνει
σε λίγο θα πραγματωνόταν μια αφύπνιση
μέσα από αναλόγιο καψερό
σε λίγο
ξημερώματα πριν τον ήλιο
ο άσσος άφιλτρο δεν πουλιέται πια
τα πούλια κοπανιούνται στο έξι
και στο τερέν με τα πεντάφραγκα
ο λαός τραγούδι θέλει
κατάντησε κλισέ κι ο θάνατος
σακί με σάπιες λέξεις
τετράστιχη λογαριθμική αφασία
μονάδα μες στην κάσα
καταλαβαίνεις τι εννοώ
στης κυριακής τ’ απόγευμα
στα δρομολόγια με το λιβάνι
που προχωράς την ερημιά
που από λάθος παραξενεύεις
χάνονται όλα
βλέπεις τι σου λέω
παραλόγιασαν τα πάντα
δεν ξέρουμε που ‘παν τα τέσσερα
να ξεχωρίσουμε τα αυγά απ’ τα πασχάλια
δεν καταλαβαίνουμε
τη φλόγα με το δράμα
ίσα κι όμοια τα κάναμε
κι όταν σου λέω για ξεμάτιασμα
σσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσς
παράξενα το παίρνεις
ότι κι αν πεις στο λάδι πια
εκείνο θα σαλτάρει
ερωτεύομαι και είναι το τέλος του κόσμου
η φωτιά κερνάει την πίσω αυγή του κεφαλιού μου
θυμάμαι τα πάντα
το δεξί πονάει
να κάνεις τσουλήθρα τη ζωή σου
και το κορίτσι να πέφτει εκτός
χώμα στη στάση του απογεύματος
σπίρτο παράλυτο
να βουτάς στην άκρη της νιότης
κ’ η τρέλα να μην ορκίζεται
η τρέλα
η τρέλα
η τρέλα
πως το ‘γραψε
ο βάλζερ
δεν είμαι εδώ για να γράφω
αλλά για να τρελαθώ
κανείς δεν τον πίστεψε
να ‘σαι έτοιμος για την επανάσταση της εξαφάνισης
τις δεκαετίες που σου φίλεψε το χιόνι
δεν θυμάσαι τίποτα
πώς να θυμηθείς
η θήβα κοντά
πολύ κοντά
κι αυτό που σου ‘ρχεται
ανταύγεια στο λαρύγγι
βλέπω ένα θερμοσίφωνα
μια διαφημιστική μαλακία
πολύχρωμα απλωμένα πανιά
καφέδες και έρμαια
γατόσκυλα με συνεχόμενη περίοδο
μπαίνω στην πρωτεύουσα
και νιώθω να με κερατώνει
ο απέθαντος πολιτισμός
ακούω βιτάλη
και σέρνομαι για εξάρχεια
η άννα περιμένει
και κοίτα ρε πούστη μου
για την ίδια καριόλα τραγουδάνε
πρωινιάτικα στο ραδιόφωνο
καραυτοκτονίας και μπαραυτοκτονίας
όχι γωνία
υπεραστικής παλαβομάρας
το σκέβρωμα κατέπληξε τη νότα
η μοναξιά την αποκάλυψη
δεν υπάρχει αυτό που βλέπουμε
η συνήθειά μας ξεφτίζει τα ρούχα
βαραίνουμε απ’ το τρέξιμο των λουλουδιών
σερνόμαστε στην προσωδία των χαρτιών
στίχοι
στίχοι
στίχοι
ριχτάρια μιας ανειδίκευτης ζωής
κουρέλια βραχνά
λερά απ’ τις προσπάθειες
θάβω τις φανέλες μου
κι εκείνες πάντα με φυλάνε
στον ξύπνιο μου σε βλέπω πάντα μόνο
να τρέμει ο καρπός σαν τετράδιο αναψοκοκκινισμένο
να μην σε φάει και σένα η μαρμάγκα της ματαιοδοξίας
σε βλέπω να ετοιμάζεις την έξοδο
με βήμα σταθερό
χαμογελώντας στα τύμπανα
ανοίγοντας μια πόρτα για την αφωνία
σωριασμένο σε νοσοκομειακούς μπελάδες
να σκηνοθετείς τις γωνίες των γιατρών
με το λευκό να σε τρελαίνει
και τα χάπια να γράφουν το σενάριο για την επόμενη σκηνή
ξημέρωμα τελείωμα αυγούστου λέει
μια ασπρόμαυρη κλακέτα είναι έτοιμη
για δυο σελίδες κατακλείδα
το φθινόπωρο έρχομαι
και θα ‘χω χάσει το έγκλημα
κυλάω στην αναρχία της εξαφάνισης
δαγκώνω το αίμα
κι εκείνο με μοιράζει στη σκόνη
με πάνε στράτα τα κόκκαλα
ο ιδρώτας μου φοράει θάνατο αγενή
που τον πιστεύει η σιωπή της σκιάς μου
βάζω ρήματα σε αυτά που δεν πιστεύω
σαλιαρίζω με τα όρνια σου λέω
γλύφομαι με μισόλογα
κερνάω αρρώστιες τους εφιάλτες
παραληρώ γελώντας στα ανεπρόκοπα γραφτά
απόψε θα βάλω τα καλά μου
ναι απόψε
θα σιδερώσω ‘κείνο το παντελόνι απ’ τα φεστιβάλ
θα βάψω με φτύμα τα μποτάκια μου
και θα ξεμακρύνω απ’ τη γειτονιά
που της έρχεται γκαζολίνη απ’ την πατρίδα
ναι απόψε
ή τουλάχιστον σε λίγες ώρες
με το στανιό
πρέπει να βρω εκείνο το σακάκι
πρέπει
γαμιόλα αθήνα μού ‘λειψε το βυζί σου
η ρώγα σου που σπαρταράει στα μπατζάκια μου
οι ταξιτζήδες που σωρηδόν χασμουριούνται στα νυχτοκάματα
έχοντας πιο πριν σκουπίσει τα χύσια τους
μ’ αθλητική κωλοφυλλάδα
η πίκρα του έλατου
εκεί στην τρίτη σεπτεμβρίου
που ξεμονάχιαζα τη μέλπω
παντρεμένη με παιδί από πρώτο γάμο
και τώρα καρκινωμένη σε λάκκο νοτίων προαστίων
μού ‘λειψε η πρεμούρα της επόμενης παραγγελιάς
κι ο μαρτυριάρης ο κωστής
που άχνα δεν έβγαζε σαν καθόταν
στα δόκανα των σκυλάδικων
ο πατσάς και οι μεσημεριανοί παπατζήδες
πως κατέβαιναν οι μάγκες τα σκαλιά
με τα τακούνια να απειλούνε
γέρασα ρε πούστη μου
και μ’ έφαγαν οι θυμησιές που μού ‘λεγε η γριά μου
μπαίνω με φόρα κι έρχομαι μωρή
να ματακαβλιαστούμε
γιακάς φτιαγμένος από εποχή σινεματογράφησης
μπλούζα με πεθαμένο σταριλίκι
σώβρακο απαθανατισμένα βολεμένο σε φιλμ υγρασίας
κάλτσα μπάνικη απ’ την πλατεία αττικής
σακάκι αφόρετο
μαγαρισμένο από χειμώνες
ασημένιο μαλλί
τσατσάρα μετά τον έρωτα
ένα φερμουάρ γεμάτο κουράγια
μονόχνοτος ο καθρέφτης στο ασανσέρ
η τελευταία σακούλα με τα σκουπίδια
οι φακές ένα μήνα στον θάλαμο
ήρεμη πάντα η κακουχία
γκούχου γκούχου γκούχου και πάλι
σερνόμενη αλυσίδα ανασασμών
εγώ μιλάω τώρα
ο βραχνάς του μελετημένου κατευόδιου
έξυπνα στο μεταγράφω
με διάθεση σπαρμένη στο κακό
και την οδό σου λέω
ιστορίας και απόκληρου αγωνία
αυτό που ήθελες πάντα
μια κούρσα με έναν κουβά σκεπάρνια
ποιος μίλησε για ποίηση
άντε καμιά φορά απλά να ξεδαγκώνεις
τα χείλη απ’ το στόμα
στοπ
ήτανε μια γιορτή
μια απ’ αυτές
μια
μια
απ’ τα παλιά τα χρόνια
γέλια που γέλαγαν
αγκαλιές που αγκάλιαζαν
φιλιά που φίλαγαν
λόγια που μολόγαγαν
έρωτες που ερωτευόντουσαν
μουσικές με βόλια
ποτά που πέταγαν
πατώματα που έκαιγαν
γυαλιά που κροτάλιζαν
επιστροφές που επέστρεφαν
τσιγάρα που τσιγάριζαν
όλα
πανέξυπνα παιχνίδια
με τις λέξεις
με τα σώματα
με τα αισθήματα
με τα κατεργάρικα κουνήματα
ώσπου κάποια στιγμή
κάποια
την καλύτερη στιγμή
το τηλέφωνο χτύπησε
κανείς δεν κίνησε να το σηκώσει
κι ένα φρενάρισμα βαρύ
ακούστηκε απ’ το μπαλκόνι
τελεία και γκάζι
Αύγουστος 2017, Λευκωσία
Κώστας Ζήσης
Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη,γεγονός που με σημάδεψε άθελά μου,στην ζωή μου μέχρι τώρα.
Μεγάλωσα τόσο ανέμελα,ώστε να μην θέλω να παίζω ποδόσφαιρο με τα άλλα παιδιά,αλλά να κυνηγάω φαντάσματα, πράγμα που συνεχίζω να κάνω ακόμα άλλωστε.
Το Πολυτεχνείο στάθηκε η αφορμή να επαληθευτούν όλοι μου οι φόβοι,αλλά και να μυηθώ με όλο το τελετουργικό της εποχής εκείνης στην μεγάλη του ροκεντρολ σχολή.
Η μυρωδιά του ξύλου απορροφά πια σημαντικό μέρος της δημιουργικής μου διάθεσης...
Κινούμαι μεταξύ στεριάς και θάλασσας ενώ ο ουρανός και τα περιεχόμενά του παραμένει ο επόμενος στόχος.
Κώστας Ζήσης
Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη,γεγονός που με σημάδεψε άθελά μου,στην ζωή μου μέχρι τώρα.
Μεγάλωσα τόσο ανέμελα,ώστε να μην θέλω να παίζω ποδόσφαιρο με τα άλλα παιδιά,αλλά να κυνηγάω φαντάσματα, πράγμα που συνεχίζω να κάνω ακόμα άλλωστε.
Το Πολυτεχνείο στάθηκε η αφορμή να επαληθευτούν όλοι μου οι φόβοι,αλλά και να μυηθώ με όλο το τελετουργικό της εποχής εκείνης στην μεγάλη του ροκεντρολ σχολή.
Η μυρωδιά του ξύλου απορροφά πια σημαντικό μέρος της δημιουργικής μου διάθεσης...
Κινούμαι μεταξύ στεριάς και θάλασσας ενώ ο ουρανός και τα περιεχόμενά του παραμένει ο επόμενος στόχος.
Κώστας Ζήσης
Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη,γεγονός που με σημάδεψε άθελά μου,στην ζωή μου μέχρι τώρα.
Μεγάλωσα τόσο ανέμελα,ώστε να μην θέλω να παίζω ποδόσφαιρο με τα άλλα παιδιά,αλλά να κυνηγάω φαντάσματα, πράγμα που συνεχίζω να κάνω ακόμα άλλωστε.
Το Πολυτεχνείο στάθηκε η αφορμή να επαληθευτούν όλοι μου οι φόβοι,αλλά και να μυηθώ με όλο το τελετουργικό της εποχής εκείνης στην μεγάλη του ροκεντρολ σχολή.
Η μυρωδιά του ξύλου απορροφά πια σημαντικό μέρος της δημιουργικής μου διάθεσης...
Κινούμαι μεταξύ στεριάς και θάλασσας ενώ ο ουρανός και τα περιεχόμενά του παραμένει ο επόμενος στόχος.