Γράφει ο Max Decharne
Μετάφραση Γιάννης Ζελιαναίος
Μέρος Πρώτο: Από τους Earls στους Stars
Πίσω στον Γενάρη του 1992 κι όταν όλος ο μουσικός τύπος γράφει συνέχεια άρθρα για το Grunge και το Shoegaze, ένα σύνολο μουσικών από το Βόρειο Λονδίνο φορώντας ρούχα που σε παραπέμπουν στο πιοτό και αυτοαποκαλούνται Earls of Suave φτάνουν στο στούντιο Toe – Rag, που μόλις έχει ανοίξει στο Shoreditch, για να ηχογραφήσουν μια κι έξω ένα single για την Camden Town Records του Nick Garrard, που βρίσκεται πάνω από το ιστορικό δισκάδικο Rock On Records δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Camden. Το single περιέχει τα τραγούδια A Cheat και Who Will The Next Fool To Be και ήταν το πρώτο κομμάτι βινυλίου που ξεπρόβαλε από το στούντιο Toe – Rag.
Οι Earls of Suave αποτελούνταν από τους Bal Croce στα φωνητικά και πρώην μέλος των String Rays, τον πρώτο κιθαρίστα Johnny Johnson που ήταν στους Cannibals και τώρα έπαιζε μπάσο στους Thee Headcoats, τον δεύτερο που και πάλι ήταν στους String Rays, τον μπασίστα Paul Dempsey που βρισκόταν στην αρχική σύνθεση των Gallon Drunk εκεί στις αρχές των eighties κι εμένα στα πλήκτρα και καμιά φορά στα φωνητικά (έπαιζα ντραμς στους Gallon Drunk αλλά τα βράδια ήμουνα με τους Earls).
Για κάποιους λόγους που ποτέ δεν χώρεσε το μυαλό μας εκείνο το single των Earls, αν και ήταν πρακτικά ανέφικτο να βγει εκτός Βρετανίας, εκτός Camden, στην πραγματικότητα πούλησε ένα εντυπωσιακό ποσό αντιτύπων σε κάποιους συλλέκτες στο Τόκιο, τραβώντας την προσοχή της Vinyl Japan εδώ στην Αγγλία, μια μικρή δισκογραφική η οποία λειτουργούσε ως ο προμηθευτής σε κάποια μαγαζιά στο Λονδίνο που βρισκόντουσαν εδώ τα τελευταία χρόνια. «Θα ενδιαφερόντουσαν οι Earls να κάνουν άλλο ένα single ή και κάποιο άλμπουμ;», μας ρώτησε η Vinyl Japan, «Ναι θα μπορούσαν…».
Οι Earls είχαν δημιουργηθεί κυρίως για να αράζουν σε διάφορα πανδοχεία, καταναλώνοντας αντρικά ποτά και κατόπιν να ανεβαίνουν στη σκηνή για να τραγουδήσουν διασκευές σε κομμάτια του Dean Martin, του Johnny Cash ή του Lee Hazlewood. Με ένα άλμπουμ όμως στα σκαριά τα πράγματα θα πήγαιναν σε ένα άλλο επίπεδο. Καθίσαμε κάτω και ξεκινήσαμε να γράφουμε ένα δικό μας υλικό ώστε να πάμε να το μιξάρουμε, φωλιάζοντας πίσω στο στούντιο. Ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν καθίσει στο σκαμπό των ντραμς πάνω στη σκηνή για λογαριασμό των Earls. Σε συναυλίες από το Good Mixer στο Camden μέχρι το Forum στο Kentish που ήμασταν support στους Cramps. Αλλά πια ο μόνιμος θαμώνας του σκαμπό ήταν ο Joe Whitney που έπαιζε στους String Rays και μετέπειτα στους Minxus. Με πλησίασε ο BJ από τους Death Cigarettes για να δει αν μπορούσα να συμμετάσχω με κάποιο τραγούδι σε μια συλλογή που σχεδίαζαν. Τα προηγούμενα χρόνια έγραφα τραγούδια σε ένα τετρακάναλο που είχα στο σπίτι, πήρα μαζί μου τον Johnny και τον Paul από τους Earls, νοίκιασα το Toe – Rag για μια μέρα - κάπου εκεί πίσω στο 1993 - ώστε να ηχογραφήσω ένα δικό μου κομμάτι που λεγόταν Kiss Tomorrow Goodbye.
Πάμε μπροστά μια χρονιά και στο καλοκαίρι του 1994, σε μια χρονική στιγμή όπου οι Earls είχαν σχεδόν ολοκληρώσει τα μαθήματά τους. Είχα φύγει από τους Gallon Drunk και ήταν φανερό πως ή συλλογή των Death Cigarettes δεν είχε σκοπό να βγει. Μαζί με τον Paul ξεκινήσαμε να συζητάμε τί θα ήταν καλό να κάνουμε με το Kiss Tomorrow Goodbye και πως θα μας φαινόταν μια ιδέα να γράψουμε κάποια τραγούδια ακόμα, να τα βάλουμε κάτω από έναν σκληρό ήχο, να κάνουμε διασκευές που δεν ήταν πολύ γνωστές και να ξεκινήσουμε μια μπάντα επηρεασμένη από τα 60s garage, τα Rhythm n’ Blues, τα soundtrack του Ennio Morricone, τη σκληροπυρηνική country και την punk της πρώτης γενιάς που βγήκε εκεί γύρω στα μέσα των seventies. Ο Paul, ο Johnny, ο Mark, ο Joe κι εγώ – που όλοι ήμασταν στους Earls – στήσαμε την μπάντα. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του ’94 είχαμε και το όνομα (The Flaming Stars), μερικά δικά μας τραγούδια (Kiss Tomorrow Goodbye, Like Trash, Back of my Mind) και κάποιες διασκευές που μας ταίριαζαν (το Blank Generation του Richard Hell, το Revenge του David Allan Coe, το Could you Would you των Them, το I’m in Pittsburgh and It’s Raining των Outcasts). Το μόνο που χρειαζόμασταν τώρα ήταν μια συναυλία.
Μέρος Δεύτερο: Από το Toe – Rag στο Riches
Από το ξεκίνημα πάντα ήμασταν οι headliners στις συναυλίες. Ωστόσο, στο πρώτο μας σόου τον Νοέμβρη του 1994 δεν θα ήταν δύσκολο να είμαστε αυτοί που θα έβγαιναν τελευταίοι μιας και ήμασταν οι μόνοι που συμμετείχαμε. Ο τόπος διεξαγωγής ήταν ένα μικρό μέρος στην Οδό Wardour που το έλεγαν St. Moritz και λειτουργούσε ως club έχοντας για dj’s σε τακτή χρονική βάση τους Jake Vegas και Sparkle Moore που έπαιζαν ως More than Vegas. Εμφανίστηκαν κοντά στα πενήντα άτομα αλλά οι πιο πολλοί ήταν φίλοι του Paddy από την Vinyl Japan – που μας ήξεραν ήδη από τους Earls – αν και ο ίδιος δεν είχε καταφέρει να έρθει στη συναυλία, αισθανόταν αρκετά σίγουρος στο να μας δώσει την ευκαιρία να γράψουμε ένα ΕΡ για την εταιρεία και στην κατάλληλη ώρα κλείσαμε το Toe – Rag στούντιο. Αυτό ήταν το ξεκίνημα μιας δεκάχρονης συνεργασίας μεταξύ της Vinyl Japan και των Flaming Stars, η οποία κατέληξε σε επτά δίσκους και 14 singles. Κάνοντας μόνο μια παύση για να δώσουμε μια συναυλία στο πάνω μπαρ του Brixton Academy, άλλη μια στο Garage στο Βόρειο Λονδίνο για ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι, επιστρέψαμε και πάλι στο Toe – Rag τον Γενάρη του 1995, γράφοντας τα τέσσερα τραγούδια μας που θα έφτιαχναν το ντεμπούτο ΕΡ μας με τίτλο Hospital, Heaven or Hell.
Το Toe – Rag είχε στηθεί το 1991 από τον Liam Watson και τον φίλο του Josh Collins σε μια ερειπωμένη αποθήκη δέκα χιλιόμετρα ανατολικά του σταθμού του Λίβερπουλ. Εκείνο τον καιρό, το διαφημιστικό τους περιείχε μια λίστα για το τι πρόσφεραν στις μπάντες που θα ηχογραφούσαν: «μικρόφωνα, κονσόλες, κιθάρες, ενισχυτές κτλ., τα περισσότερα ήταν vintage». Ο Mark και ο Johnny από την μπάντα μας, είχαν βοηθήσει πάρα πολύ για την κατασκευή του στούντιο.
Το εσωτερικό του κτιρίου του Toe – Rag έμοιαζε σαν μια έκρηξη μεταχειρισμένων πραγμάτων, με παμπάλαια παιδικά παιχνίδια, κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που είχαν διασωθεί μέσα από κάδους και χτυπημένα σουβενίρ διακοπών από τις αρχές των seventies που ανταγωνίζονταν για λίγο χώρο τα μεγαλύτερα αντικείμενα όπως ένας τεράστιου μεγέθους μηχανικός καρχαρίας που κρεμόταν απ’ το ταβάνι. Στο πίσω μέρος της πόρτας της τουαλέτας κρεμόταν ένα κιτρινισμένο πρωτοσέλιδο με την ιστορία μιας γυναίκας η οποία πιάστηκε να πιπιλάει το πόδι ενός εκ των Συντηρητικών του υπουργού της κυβερνήσεως David Mellor, η οποία είχε αναρτημένη τον τίτλο «MY TOE RAG PALS». Άλλη μια ταμπέλα δίπλα στην είσοδο του στούντιο έγραφε: «ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΙΖΕΙΣ ΤΖΑΖ, ΑΥΡΙΟ ΠΡΟΔΙΔΕΙΣ ΤΗ ΧΩΡΑ ΣΟΥ».
Φανταστείτε το Factory του Andy Warhol χωρίς την κουλτουριάρικη υποκρισία και την κατά συρροή πόση τσαγιού με την μπίρα που αντικατέστησε τα σκληρά ναρκωτικά και είσαστε κοντά στο πως έμοιαζε το μέρος. Τα συγκροτήματα μπορούσαν, και ηχογραφούσαν ένα δίσκο την ημέρα – η ακόμα και μια ολόκληρη εβδομάδα, που γενικά αυτό ήταν η συνήθειά μας – περικυκλωμένα από στοίβες φτηνιάρικων πορνοπεριοδικών των 70s, καθώς ο Josh κινηματογραφούσε το Thunderbirds – σκηνές σε στυλ stop – motion τεχνική - για ταινίες όπως το Pev Parlour στα κενά από τις ηχογραφήσεις μας και η Babs από τον οίκο μόδας Babzotica έραβε ολόσωμα κολάν για το κοινό της Frat Shack στην ραπτομηχανή της. Πολλοί άνθρωποι περνούσαν απλά για να πουν ένα γεια και να δανειστούν ή να επιστρέψουν κάποιον εξοπλισμό. Το ρόστερ των συγκροτημάτων που ηχογραφούσαν εκείνη την εποχή περιελάμβανε τους: Thee Headcoats & Thee Headcoatees, the Kaisers, Armitage Shanks, Sexton Ming & His Diamond Gussets, Dave Vanian’s Phantom Chords, Cee Bee Beaumont, The Mystreated, the Diaboliks και την μπάντα με το εξαιρετικό όνομα Ken Ardley Playboys (προσπαθήστε να το πείτε αυτό γρήγορα και με βόρεια προφορά).
Όταν εμφανιστήκαμε να ηχογραφήσουμε το ντεμπούτο ΕΡ μας το πρωί της 21ης Γενάρη του 1995, συναντηθήκαμε με τον Liam ο οποίος ήταν πολύ ενθουσιώδης και μας ανακοίνωσε πως, «Ε, θα βρίσκεται μαζί σας για λίγο και στο ίδιο δωμάτιο ένα συνεργείο του BBC. Θα κάνουν ένα μικρό αφιέρωμα για μένα και για λογαριασμό της εκπομπής «Πρωινά Νέα» που θα προβληθεί στο BBC1». Δεδομένου ότι το στούντιο ηχογραφήσεων ήταν περίπου στο μέγεθος ενός κανονικού σαλονιού, η όλη κατάσταση θα ήταν το λιγότερο στριμωγμένη, αλλά εκείνο το απόγευμα καταφέραμε να ηχογραφήσουμε τέσσερα κομμάτια για το ΕΡ συμπεριλαμβανομένης της καθοριστικής βερσιόν του Kiss Tomorrow Goodbye συν μια διασκευή στο θέμα του Roy Budd από την ταινία Get Carter η οποία αργότερα θα κατέληγε ως b – side στο δεύτερο single μας – παρόλο που εκείνη την περίοδο δεν είχαμε καν ιδέα αν θα κυκλοφορήσουμε κάτι ακόμα. Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν το να κυκλοφορήσουμε τον δίσκο και να ελπίζουμε για το καλύτερο.
Μέρος Τρίτο: Ξύστε (Peel) σιγά και δείτε
Το ΕΡ μας Hospital, Heaven or Hell κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 1995, και μέσα στις εβδομάδες τα ραδιόφωνα ξεκίνησαν να το παίζουν. Με κανένα χρηματικό μπάτζετ για να προωθηθεί, το μόνο που μπορούσε να κάνει η εταιρεία μας ήταν να ταχυδρομήσει κάποια αντίτυπα στους συνήθεις υπόπτους και να ελπίζει για το καλύτερο - και με το γεγονός ότι το Kiss Tomorrow Goodbye παιζόταν τακτικά από την εκπομπή του John Peel στο Radio One, έκανε πολύ μεγάλη διαφορά για εμάς. Κατάφερα να βρω το τηλέφωνο της παραγωγού του John Peel και αφού την πήρα ρώτησα αν υπήρχε καμιά περίπτωση να κάνουμε κάποιο live session στην εκπομπή του. «Ίσως» μου είπε. «Θα ρωτήσουμε τον John και θα σας πάρουμε πίσω». Η απάντηση ήταν θετική και στις 15 Ιουνίου του 1995 περάσαμε το απόγευμά μας στα στούντιο του BBC ηχογραφώντας το πρώτο από τα επτά sessions για την εκπομπή του John. Όταν έπαιζε στον αέρα εκείνο το πρώτο session, ο John ανακοίνωσε πως θα έφευγε για λίγο και κατά την διάρκεια που θα έπαιζε το The Face on the Bar Room Floor. Έκανε μια θεραπεία για τους κάλλους στο πόδι του η οποία «είναι μια κάποια λύση που μάλλον είναι και απαγορευμένη από την Σύνοδο της Γενεύης» κι επιτυχώς «είχε βγει ένα τεράστιο κομμάτι από το πόδι μου – όλο το δέρμα έχει γίνει άσπρο κι έχει μείνει ένα μεγάλο μαύρο κομματάκι κάπου στη μέση…». Αφού χαριτολόγησε με την ιδέα να δωρίσει αυτό το κομμάτι σε κάποια φιλανθρωπική δημοπρασία που κάνουν οι διάσημοι, συνέχισε εικάζοντας πως ήλπιζε να βγάλουμε «έναν κανονικό άλμπουμ πριν το τέλος του χρόνου. Ας το ευχηθούμε κι ας ελπίσουμε πως κάτι τέτοιο θα συμβεί».
Μέσα στα χρόνια όποτε είχαμε ένα νέο άλμπουμ ή single ο John έπαιζε τα τραγούδια στην εκπομπή του και είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το πόσο αυτή η στήριξή του μας βοήθησε στο να βρούμε ένα κοινό. Στις συναυλίες του εξωτερικού συναντούσαμε ανθρώπους που τον είχαν ακούσει να μας παίζει στις εκπομπές του, που έβγαιναν παγκόσμια ή στην τακτική του μεσολάβηση στο Radio Eins του Βερολίνου. Διάολε, μας ανέφερε ακόμα και στο Radio Times μια εβδομάδα.
Μέρος Τέταρτο: Κοπάνησέ το κάτω και θα το φτιάξουμε αργότερα
Κάναμε τρία άλμπουμ στα αρχικά στούντιο της Toe – Rag μαζί με τον Liam Watson ή τον Ed Deegan πριν κλείσουνε στα τέλη των 90s, ύστερα ακολουθήσαμε τον Liam όταν μετακόμισε στο ιστορικό Pathway Studio στο Highbury – το μέρος όπου πολλά από τα πρώιμα singles των δισκογραφικών Chiswick και Stiff είχαν ηχογραφηθεί την εποχή του punk. Λίγο μετά κι αφού είχαμε ηχογραφήσει το άλμπουμ Pathway, εκείνο το στούντιο έκλεισε, οπότε μετακομίσαμε στο Sweet Georgia Brown στην Οδό Hornsey για κάνα δυο δίσκους, την ίδια περίοδο που το Toe – Rag είχε ξανά ανοίξει σε καινούργια περιοχή, οπότε επιστρέψαμε στον καινούργιο χώρο για το πιο πρόσφατο άλμπουμ μας, το Named & Shamed. Αν και κάναμε δίσκους σε πολλά και διαφορετικά στούντιο, η προσέγγισή μας ήταν σχεδόν πάντα η ίδια: περίπου τρεις μέρες να βρούμε τα βασικά μας κομμάτια, να προσπαθήσουμε να πιάσουμε το κυρίως συναίσθημα του τραγουδιού με όλους μας να παίζουμε μαζί στο ίδιο δωμάτιο, γενικά με δυνατά τον ήχο και με την βοήθεια από κάμποσες μπίρες. Ύστερα για κάνα δυο μέρες προσθέτοντας οτιδήποτε χρειαζόταν – μια κιθάρα ή κανένα σόλο πλήκτρων ή παλαμάκια και τα φωνητικά. Δυο μέρες να το μιξάρουμε και νάτο το LP. Ηχογραφούμε σε κασέτα – καθόλου υπολογιστές ή προηχογραφημένα – και το όλο πράγμα λειτουργεί στο να προσπαθήσουμε να βγάλουμε ένα αποτέλεσμα σαν να είσαι σε συναυλία. Ίσως και για αυτό να μας αρέσει τόσο πολύ να κάνουμε ζωντανά ραδιοφωνικά sessions, γιατί η βασική διαδικασία είναι πάνω-κάτω η ίδια.
Όλοι στην μπάντα γράφουμε τραγούδια, οπότε οι δίσκοι είναι το αποτέλεσμα αυτού που όλοι θέλουμε να ακούσουμε. Απλά ακούγοντας μερικά από τα singles θα δεις ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένος ήχος. Το Bury My Heart at Pier 13 έχει μαράκες και μια Μεξικάνικη γεύση. Το Downhill Without Brakes είναι ένα ατόφιο κομμάτι από την garage εποχή των Nuggets. Το Spilled your Pint είναι ένα glam rock κομμάτι που σε κάνει να κοπανάς πόδια και γοφούς. Το The Day the Earth Caught Fire είναι μια μπαλάντα με πιάνο και το New Hope for the Dead είναι μια punk rock έκρηξη βγαλμένη από το 1977. Είναι μια δημοκρατική διαδικασία και δουλεύει καλά. Ακόμα και το γεγονός πως από το 2000 μέχρι το 2005 ζούσα σε μια άλλη χώρα ξέχωρα από την υπόλοιπη μπάντα, αυτό δεν μας πήγε πίσω καθώς και οι ηχογραφήσεις αλλά και οι περιοδείες μας συνεχίστηκαν φυσιολογικά όπως γινόταν.
Μέρος Πέμπτο: Οπουδήποτε εκτός από την Route 66
Μέσα στα χρόνια δώσαμε συναυλίες σε πολλές διαφορετικές χώρες. Παίζοντας αποκλειστικά στο Λονδίνο για τους πρώτους έξι μήνες εντέλει σπάσαμε το ρόδι τον Απρίλη του 1995 και φτάσαμε μέχρι το Μπέρμινχαμ. Από τότε και όπως μπορείτε να φανταστείτε δεν ξανακοιτάξαμε πίσω.
Το πρώτο μας ταξίδι στο εξωτερικό ήταν το Γενάρη του 1996, όταν και δώσαμε δυο συναυλίες στο κλαμπ Gibus στο Παρίσι – μια σκηνή όπου στο παρελθόν την είχαν ανεβεί καλλιτέχνες όπως ο Johnny Thunders, οι MC5 και ο Vince Taylor μεταξύ άλλων. Στην επιστροφή μας για την πατρίδα ο Johnny Johnson μας είπε ότι θα ήταν αδύνατον για αυτόν να συνεχίσει να παίζει κιθάρα μαζί μας μιας και η κανονική του μπάντα ήταν οι Thee Headcoats όπου ήταν ο βασικός μπασίστας, οπότε θα έπρεπε να αποχωρήσει μέσα στους δυο επόμενους μήνες και μόλις θα ηχογραφούσαμε το δεύτερό μας άλμπουμ. Ο αδερφός του Joe, ο Huck Whitney που έπαιζε στους Delicious Monsters ήρθε στη θέση του ώστε να γίνει ο κιθαρίστας μας και αυτή ήταν η μοναδική αλλαγή στο line – up μας σε ολόκληρη την ιστορία του συγκροτήματος.
Δίνοντας συναυλίες μέσα σε μια δεκαετία και μέσα στα χρόνια, παίξαμε στα πιο γνωστά μπαρ της Βρετανίας - για να μην αναφέρω και όλους αυτούς τους σταθμούς έξω στους εθνικούς δρόμους που σταθήκαμε για ένα ποτό κι ένα πιάτο φαΐ. Πήγαμε επίσης σε ένα σωρό μακρινά μέρη του κόσμου παίζοντας τακτικά για πολύ μικρές αμοιβές.
Μερικά μέρη που βρεθήκαμε θα ξεχωρίζουν πάντα… ένα τιγκαρισμένο και ιδρωμένο ΑΝ club στην Αθήνα όπου ανεβήκαμε στη σκηνή στις δύο το ξημέρωμα και οι πιο μεθυσμένοι από το κοινό ήμασταν εμείς οι ίδιοι, όταν κατέβηκα από τη σκηνή και τα δυο πρώτα λεπτά σκεφτόμουνα πως ήταν πιο βαθιά απ’ ότι ήταν πριν. Ένα μεγάλο χειροκρότημα ακολούθησε μετά από αυτό μου το λάθος μιας και στην ουσία ήμουν κάτω στον κόσμο και ύστερα από το πρώτο μας τραγούδι ο προμότερ μας ο Νικόλας κατάφερε να έρθει μέσα από το κοινό και πάνω στη σκηνή με ένα μπουκάλι ουίσκι και πέντε ποτήρια πάνω σε έναν δίσκο… όταν κοιτούσαμε έξω από τα παράθυρα των καμαρινιών μας στο Liquid Room στο Τόκιο πριν ξεκινήσουμε το live με τους Thee Headcoats and Headcoatees και βλέπαμε ολόκληρη την περιοχή Σιντζούκου να απλώνεται από κάτω μας σαν να βρισκόμαστε μέσα σε κάποια σκηνή του Blade Runner κι αυτό γιατί ο χώρος που γινόταν η συναυλία και χωρούσε κοντά στα 1000 άτομα γινόταν στο ρετιρέ ενός ουρανοξύστη… παίζοντας στη Βοστόνη μαζί με τους Downbeat 5 του JJ Rassler μέσα στο Abbey Lounge σε ένα καθόλου ηλίθιο κοκτέιλ – μπαρ όπου στους τοίχους του είχε καρφωμένα εσώρουχα… σε μια συναυλία στο Λουντ στη Νότια Σουηδία όπου όλα τα φώτα κάηκαν στα μισά του σετ λιστ μας, οπότε το κοινό πήρε τα κεριά από τα τραπεζάκια και το μπαρ, τα έφερε πάνω στη σκηνή και καταφέραμε να τελειώσουμε το live σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι με τα κεριά να χύνονται πάνω στους ενισχυτές μας. Ένα εξαιρετικά φιλικό κοινό, όπου κάναμε τρία ή τέσσερα encore αλλά μετέπειτα ένας παλαβός ανέβηκε πάνω στη σκηνή και μας απείλησε με ένα τσεκούρι που είχε κρυμμένο κάτω απ’ το παλτό του… που ανοίξαμε τη συναυλία των Pogues στο Brixton Academy όταν έπαιξαν με την αρχική και πρώτη σύνθεσή τους κάνα δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα παρακολουθώντας κατά την διάρκεια της εκτέλεσης του Fairy Tale of New York να πέφτει ψεύτικο χιόνι από το ταβάνι… μια συναυλία σε ένα μετατρεπόμενο σφαγείο στην Πω στα Πυρηναία της Γαλλίας όπου ειδικά για την περίσταση είχαν στήσει κι ένα εξωτικό μπαρ… όταν είχαμε κλειδωθεί και τα πίναμε στο Eagles Cottage Pub στο Νιούκαστλ με τον Ratty Campbell και τους Coyote Men αφού είχαμε παίξει στο Bridge Hotel ή στο Riverside περίπου δέκα χρόνια πριν και ύστερα στα τέλη του 2005 ξαναβρεθήκαμε για ένα φεστιβάλ στην Πορτογαλία… που ήμασταν support στον Jello Biafra στο Σαν Φρανσίσκο μέσα σε ένα πρώην καμπαρέ σε ένα live για την επετειακή γιορτή της αμερικανικής εταιρείας μας Alternative Tentacles… αμέτρητες τουρνέ στη Γερμανία, παρακολουθώντας πόσα άτομα θα χωρέσουν μέσα στο Wild at Heart στο Βερολίνο ώστε να υπάρχει ακόμα χώρος για να αναπνεύσεις ή παίζοντας στο Molotov στην οδό Reeperbahn στο Αμβούργο σε μια σκηνή που φημολογείτο ότι είχε φτιαχτεί από μικρά κομματάκια μιας παλιότερης εκείνης του Star Club και ύστερα που σερνόμασταν μέσα κι έξω σε διάφορα μπαρ μέχρι τις εφτά το πρωί πληρώνοντας για ποτά τρεις φορές παραπάνω από την κανονική τους τιμή…
Και ο άνθρωπός μας να μας οδηγεί σε όλα αυτά τα μέρη και να μας γυρνάει πίσω, να τραβάει φωτογραφίες στις διαδρομές, να στέκεται στην άκρη της σκηνής έτοιμος να φτιάξει τα πράγματα όταν τα διαλύαμε – τις χορδές της κιθάρας, τα πετάλια των ντραμς, τους ενισχυτές μας, οτιδήποτε βάζει ο νους σας – ο άνθρωπός μας αυτός εδώ και πολλά χρόνια ήταν ο Anton Rapley, που η φιλία του με τον Mark και τον Joe πάει πολλά χρόνια πίσω, από τα 80s και την εποχή των Sting Rays. Χωρίς αυτόν το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού καθώς και οι πέντε της μπάντας θα είχαν καταρρεύσει.
Αν σε κάποια περίπτωση έχετε την ιδέα ότι η κάθε συναυλία ήταν εκτυφλωτική και ο κάθε προμότερ ήταν ένας γέρο – ξούρας με λεφτά ας κάνουμε μια παύση για λίγο και ας φρίξουμε ενθυμούμενοι τι έγινε στο Newport στη Δυτική Ουαλία, όταν η support μπάντα κάνοντας το soundcheck γύρισε και είπε: «Κανένας δεν πρόκειται να έρθει απόψε γιατί η είσοδος για το live είναι πολύ ακριβή (3 λίρες) και οι φίλοι μας δεν μπορούν να μπουν και κανένας δεν σας έχει πολύ ακούσει». Είχαν δίκιο… ύστερα ήταν και στο High Wycombe όπου ο διοργανωτής μας έδωσε την μισή αμοιβή που είχαμε συμφωνήσει λέγοντάς μας πως «Και πολλά σας είναι», και όταν διαμαρτυρηθήκαμε έφερε τους «χτιστούς» του για να το κουβεντιάσουμε… τίποτα όμως δεν πλησιάζει την απόλυτη κοψοφλεβιάρικη μιζέρια όταν παίξαμε στο Club Spirit 66 στο Βέλγιο, μια συναυλία με θέμα την Route 66, το οποίο αυτή τη στιγμή που γράφω όλα αυτά έχει ευτυχώς μετατραπεί σε πάρκινγκ ενός πολυκαταστήματος ή σε κάποια χωματερή.
Μέρος Έκτο: Περιπέτειες στα Media
Το να βγάζεις δίσκους και να κάνεις περιοδείες είναι φυσικά μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Ήμασταν πολύ τυχεροί με τα ραδιόφωνα – εκτός από την μακρόχρονη στήριξη του John Peel κι εκείνη του Wolfgang Doebeling στην εξαιρετική του εκπομπή, Roots για το ραδιόφωνο του Βερολίνου, μας είχαν καλέσει και κάναμε κάποια live στις εκπομπές των Mark Radcliffe, Sean Hughes και Mark Lamarr. Γενικά χρησιμοποιώντας μόνο φτηνές βιντεοκάμερες κι ένα γενικό μπάτζετ 250 λιρών για κάθε τραγούδι φτιάξαμε οκτώ ή εννιά βίντεο στην καριέρα μας και το ένα για το τραγούδι Ten Feet Tall κατάφερε να παιχτεί στην εκπομπή Top of the Pops 2 στο BBC2 ένα σαββατιάτικο απόγευμα ακριβώς μετά από ένα διαβολεμένα πανάκριβο πρόμο ταινιάκι για τους New Order. Μέσα στα χρόνια οι κριτικές του τύπου ήταν κατά κόρον διασκεδαστικές, αν εξαιρέσεις το γεγονός πως δεν κολλάγαμε στο καλούπι του οτιδήποτε ήταν της μόδας την εκάστοτε εβδομάδα.
Σίγουρα αν είχαμε υπογράψει σε μια από τις μεγάλες εταιρείες τότε ίσως και να ήμασταν εξώφυλλα σε όλη την πόλη για καμιά εβδομάδα και να διαφήμιζαν τον ντεμπούτο δίσκο μας, αλλά και πάλι μέχρι το τέλος της χρονιάς θα μας είχαν παρατήσει, εκτός αν τους φέρναμε εκατομμύρια στα ταμεία τους, οπότε δεδομένων όλων αυτών των συνιστωσών πιστεύω ότι σταθήκαμε τυχεροί με την Vinyl Japan. Εφτά άλμπουμ και μια μεγάλη στοίβα από singles μέσα σε δέκα χρόνια – περίπου 120 τραγούδια συνολικά χωρίς να μετράμε τα BBC sessions – είναι μια χαρά υπόθεση καθώς και το ότι είχαμε την απόλυτη ελευθερία να ηχογραφήσουμε οτιδήποτε θέλαμε, να σχεδιάσουμε μόνοι μας όλα τα εξώφυλλα από τα LP και τα singles και να αποφασίζουμε πότε και που θέλαμε να δώσουμε συναυλίες. Αυτή τη στιγμή καθώς είμαστε έτοιμοι να γράψουμε ένα καινούργιο άλμπουμ για λογαριασμό της Ace Records είναι μεγάλη ευχαρίστηση που μας δίνουν την ευκαιρία να κυκλοφορήσουμε μια αντιπροσωπευτική συλλογή με υλικό από τους δίσκους της Vinyl Japan ώστε να σημαδέψουμε τα πρώτα δέκα χρόνια της δισκογραφικής μας πορείας.
Λονδίνο, Φλεβάρης 2006
Πούλα την ψυχή σου στους Flaming Stars
Γράφει ο Γιάννης Ζελιαναίος
Η δισκογραφική μοίρα τελικά των Flaming Stars - και μετά από αυτό το κείμενο του τραγουδιστή τους Max Decharne που έγραψε για λογαριασμό της συλλογής τους London After Midnight – έμελλε να λήξει την ίδια χρονιά (2006) και με το τελευταίο τους μέχρι σήμερα άλμπουμ, Born Under a Bad Neon Sign. Η μπάντα υπάρχει ακόμα δίνοντας αραιά και που συναυλίες κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, σαν η ιστορία τους πια να διαβαίνει όπως ξεκίνησε. Οι Flaming Stars είναι από εκείνα τα συγκροτήματα όπου η μουσική τους μοιάζει να ζει σε ένα film noir γεμάτο παρίες, μοιραίες γυναίκες, φόνους μαρκαρισμένους στη γωνιά και αλκοόλ… πολύ αλκοόλ μέσα σε νύχτες που οι πιο περίεργες ιστορίες φαντάζουν φυσιολογικές. Τα παιχνίδια στους τίτλους των τραγουδιών τους όπου παραφράζουν γνωστές και μη ταινίες όπως το Bring Me The Head of Alfredo Garcia που το μεταφέρουν ως Bring Me The Rest of Alfredo Garcia και το Malice Doesn't Live Here Anymore, σαφή αναφορά στο «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ» έδιναν κι έπαιρναν σε όλη τους τη δισκογραφία. Ο Max Decharne όπου πέρα από τραγουδιστής υπήρξε και υπάρχει ως ζωγράφος, συγγραφέας, ερευνητής και μουσικοκριτικός (ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που πήρε συνέντευξη στον John Peel) κατάφερε κι έβαλε στη μπάντα όλες τις επιρροές του από τον παλιό κινηματογράφο, τα εγκλήματα που διάβαζε στις εφημερίδες κρατώντας αρχείο, την αγάπη του για την άλλη πλευρά ενός κόσμου που στο πέρασμά του μόνο μπελάδες και προβλήματα αφήνει. Όλα αυτά μέσα από την μουσική όπως την περιέγραψε ο ίδιος πιο πάνω. Άλλοτε garage, άλλοτε σε ήσυχες μπαλάντες που περίμενες το εσωτερικό τους ξέσπασμα, άλλοτε σε ένα φρενήρη ρυθμό όπου μέσα σε ένα παλιό αμάξι κάνεις ένα ταξίδι που το τέλος του δεν ξέρεις τι θα ξεψαχνίσει. Κατάφερα και τους είδα μια φορά ζωντανά στην Αθήνα κάποτε σε μια συναυλία όπου ακόμα την θυμάμαι στις φλέβες μου. Σε μια εμφάνιση όπου πουλήσαμε την ψυχή μας στο συγκρότημα κι αυτό μας πλήρωσε με τον πιο ανείπωτο rock n roll τρόπο.
Σκέφτομαι καμιά φορά πως από τη μουσική προσωπική ιστορία του καθενός θα μείνουν πάντα οι αγαπημένες του μπάντες και τραγουδιστές και όχι οι καλύτεροι. Δεν υπάρχουν καλύτεροι αλλά εκείνοι μονάχα που πήγαν τα πράγματα παρά πέρα. Οι Flaming Stars είναι μια από εκείνες τις αγαπημένες μπάντες που τραγούδησαν αυτά που ομοιώνονται μαζί σου. Τα πάθη σου, οι απελπισίες σου, οι ζαριές που πήγαν κατά διαόλου κι εκείνες που στάθηκαν πάνω σε έναν άσσο μπαστούνι. Η μαγική ρουλέτα της ζωής, η απάθεια όταν ο κόσμος γύρω σου διαλύεται και η παράδοση στην πτώση του κορμιού σου όταν δε δίνεις δεκάρα αν θα ξυπνήσεις σε ένα νοσοκομείο με σημάδια που θα μείνουν καρφωμένα για πάντα πάνω σου. Η αιώνα εις των αιώνων κατάσταση του να πηγαίνεις τα πράγματα μέχρι να ξηλωθούν οι γύρω σου. Σαν εκείνο τον πίνακα στο στερνό τους άλμπουμ που ζωγράφισε ο ίδιος ο Decharne και απεικονίζει μια γυναίκα να στέκεται σε έναν φανοστάτη έξω από ένα καφέ παραδεχόμενη και αποδεχόμενη την κακιά της μοίρα αφού δεν θέλει να σωθεί από κανέναν. Οι Flaming Stars είναι ένα συγκρότημα που σηκώνει το ποτήρι πάντα ψηλά, που γιορτάζει τους χαμούς και αδιαφορεί για τις μίζερες λύπες, που το rock n roll τους δεν έχει φρένα και χαλινάρια, που πάντα θα υπάρχει στην κακόφημη γωνιά να σε ξεμπλέξει όταν όλες αυτές οι μουσικές και τα συγκροτήματα που είναι στη μόδα κάθε χρόνο, θα ‘χουν μια για πάντα χεσμένα τα βρακιά τους από φόβο μην και δεν υπάρξουν στο επόμενο πρωινό. Οι Flaming Stars με τα κοστούμια του πιοτού και τις μουσικές των gentlemen που στέκονται στην άκρη μια άλλης ζωής, εκείνης που σφυρίζει με κότσια όταν βλέπει το στραφτάλισμα του μαχαιριού να πλησιάζει τρεις τα ξημερώματα πάνω από το πάτωμα ενός αιώνιου μπαρ. Μια βόλτα στον κόσμο της αδρεναλίνης κι ένα φιλί στο αυριανά αντίο.
Στούντιο δισκογραφία:
Songs From The Bar Room Floor / 1996
Sell Your Soul To The Flaming Stars / 1997
Pathway / 1999
A Walk On The Wired Side / 2000
The Six John Peel Sessions / 2000
Sunset & Void / 2002
Named And Shamed / 2004
Born Under A Bad Neon Sign / 2006
Βιβλιογραφία του Max Decharne
Beat Your Relatives to A Bloody Pulp & Other Stories, Malice Aforethought Press, 1989
The Prisoner of Brenda & Other Stories, Malice Aforethought Press, 1991
I Was a Teenage Warehouse & Other Stories, Thirst Editions, 1997
Straight From the Fridge, Dad: A Dictionary of Hipster Slang, No Exit Press, 2000
Hardboiled Hollywood – The Origins of the Great Crime Films, No Exit Press, 2003
King's Road: The Rise and Fall of the Hippest Street in the World, Weidenfeld & Nicolson, 2005
Rocket in My Pocket: The Hipster's Guide to Rockabilly Music, Serpent's Tail, 2010
Capital Crimes: Seven Centuries of London Life and Murder, Random House Books, 2012
TA ΒLOGS TOU ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΛΙΑΝΑΙΟΥ
http://yianniszelianaios.blogspot.com/
http://yianniszelianaios.blogspot.com/
Γιάννης Ζελιαναίος
Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.
Γιάννης Ζελιαναίος
Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.
Γιάννης Ζελιαναίος
Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.