Μεταγραφή: Γιάννης Ζελιαναίος
Έπαιξε κιθάρα για τους Gun Club, τους Cramps, τους Bad Seeds, τους Congo Norvell, τους Knoxville Girls, τους Kid & Khan και τους Fur Bible. Συνεργάστηκε ως guest με τους Barry Adamson, Mark Eitzel, Die Haut, The Make-Up και πολλούς ακόμη. Κοιτάζει πίσω στο 1979, όπου ξεκίνησε ως The Creeping Ritual, (οι προκάτοχοι των Gun Club) και σκέφτεται: «Σαράντα χρόνια! Έλεος!» Εν έτη 2019, μαζί με τους Bob Bert (βλέπε Pussy Galore, Sonic Youth, Chrome Cranks, κ.α.) και Mick Collins (βλέπε Gories, Dirtbombs) σχημάτισε τους Wolfmanhattan Project και τον Μάρτη της τρέχουσας χρονιάς κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους, Blue Gene Stew, από την In the Red Records. Φέτος έκλεισε αισίως τα 60: «Είναι τρομερό να γίνεσαι το μεγάλο 6-0. Όταν ήμουν νεότερος υπήρχε η ρομαντική αντίληψη « να πεθαίνεις» στα τριάντα – ευτυχώς δεν παρασύρθηκα ποτέ απ’ αυτόν τον ρομαντισμό. Την πέταξα μακριά αυτή την ερωμένη». Το τελευταίο καιρό έγραφε την αυτοβιογραφία του και σύμφωνα φήμες θα έχει τον απλό τίτλο Kid. Tο μόνο σίγουρο είναι ότι θα κυκλοφορήσει από την In the Red, τη δισκογραφική με την οποία συνεργάζεται τα τελευταία δέκα χρόνια και αυτή θα είναι και η πρώτη τους εκδοτική συνεργασία.
Στις αρχές του φετινού καλοκαιριού το ηλεκτρονικό περιοδικό Louder ζήτησε από τον Kid Congo να κάνει μια αποτίμηση της καριέρας του μέσα από αυτά τα σαράντα χρόνια που κουρδίζει την κιθάρα του. Ο ίδιος διάλεξε δώδεκα δίσκους μέσα από αυτές τις τέσσερις δεκαετίες και δήλωσε για την μουσική του: «Κάποιες φορές η μουσική σε οδηγεί σε μια σκοτεινή σπηλιά. Πρέπει να δοκιμάζεις καινούργια πράγματα και να αποδεχθείς ότι δεν θα είναι όλα καλά ή ότι θα πάρουν αυτό που τους αξίζει. Όλο αυτό δεν με αποθαρρύνει. Νομίζω πως είμαι ακόμα εκείνος ο πεισματάρης πιτσιρικάς που ήμουν πάντα. Θα χωθώ βαθιά μέσα σε όλο αυτό είτε το θέλετε είτε όχι. Το να παίζω μουσική είναι η μοναδική μου πηγή, η τροφή μου. Έχω περάσει πολλές απογοητεύσεις αλλά συνεχίζω να δουλεύω. Οι δίσκοι είναι όπως όταν αποκτάς παιδιά. Τα αγαπάς όλα, μερικά είναι προβληματικά και μερικά είναι εντάξει. Αυτά εδώ είναι τα καλά μου παιδιά».
Οι 12 αγαπημένοι δίσκοι του Kid Congo Powers μέσα από την προσωπική του καριέρα.
The Gun Club - The Birth, The Death and The Ghost (1983, ABC)
«Το συγκεκριμένο το κυκλοφορήσαμε καθαρά για ιστορικούς λόγους. Αυτή είναι μια πρώιμη μορφή των Gun Club, η προ–Fire of Love εποχή, όσο low-fi γίνεται, απλά μια ζωντανή bootleg ηχογράφηση σε κασέτα. Ήταν από την εποχή που προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε ποιοι θα γίνουμε. Το άλμπουμ ήταν περισσότερο μια ιδέα παρά αυτό που λέμε, ένας καλός δίσκος.
Το πνεύμα των Creeping Ritual βρισκόταν παντού. Εντελώς ασυμμάζευτο και ακατέργαστο, έχοντας κάποιες ρέγκε επιρροές. Ψευτοκουλτουριάρικο και θορυβώδες, αλλά είχε μπει ο σπόρος στον πυρήνα. Έκρυβε μέσα του όλες τις επιρροές μας και πολύ απλά προσπαθούσαμε να γραπωθούμε από αυτές. Όταν ήρθαν ο Rob Ritter και ο Terry Graham [πρώην μέλη των φοβερών Bags από το Λος Άντζελες], τα πάντα βρέθηκαν σε απόλυτη εστίαση και δεθήκαμε σαν μπάντα.
Mε τον Jeffrey μείναμε όλοι εμβρόντητοι, όσο και κάποιοι άλλοι που μας είχαν δει στο παρελθόν. Ο Jeffrey στην κυριολεξία ψάρωνε το κοινό. Εξαρχής, ολόκληρη η περσόνα που είχε δημιουργήσει ήταν να είναι προκλητικός και να προκαλεί τις αντιδράσεις του κόσμου, όποιες κι αν ήταν αυτές – συνήθως την οργή τους. Τα πάντα συνέβαιναν με την συμμετοχή του κοινού.
Αργότερα, την εποχή του The Las Vegas Story, μας πλησίασε κάποια στιγμή ο Billy Idol και ζήτησε να ανοίξουμε γι’ αυτόν μαζί του. Ήταν η περίοδος όπου είχε βγάλει το White Wedding και το Rebel Yell με την φήμη του να βρίσκεται στα ύψη και το κοινό του να αποτελείται από κοριτσόπουλα, γυναίκες γραμματείς και όλη την πρώτη γενιά του MTV. Η συναυλία έγινε στο Long Beach Arena. Το κοινό μας μίσησε. Όσο όμως περισσότερο μας γιουχάιζαν τόσο πιο απίστευτος γινόταν ο Jeffrey.
Ήμασταν στα καλύτερά μας, οπότε ήμασταν και σε φάση του στυλ, αν είναι να μας γιουχάρετε, τότε θα σας δώσουμε κάτι πραγματικά για γιούχα. Έτσι ξεκινήσαμε να παίζουμε το «Death Party», το οποίο είναι ένα ατελείωτο feedback με ουρλιαχτά. Ο κόσμος άρχιζε να πετάει μπουκάλια, σκουπίδια κι ότι άλλο έβρισκε μπροστά του, μέχρι που οι τεχνικοί της συναυλίας μας πέταξαν από τη σκηνή.
Νομίζω ότι κάποια άλλη βραδιά έπαιξαν και οι Suicide ή ο Alan Vega μόνος του, και το κοινό τους συμπεριφέρθηκε ακριβώς όπως και σε εμάς. Συμπέρασμα; Ο Billy Idol είχε πολύ καλό γούστο στην μουσική, αλλά το κοινό του δεν το συμμεριζόταν!
Kid & Jeffrey Lee Pierce
The Cramps - The Crusher (1981, Ι.R.S)
Ο ήχος σε αυτό εδώ είναι απίστευτος. Αυτό είναι το δισκάκι των Cramps που νιώθω πως έβαλα το μεγαλύτερο λιθαράκι μου. Πρωτοάκουσα το «The Crusher» από τους The Novas, μια γκαραζόμπαντα από τη Μινεάπολις, και στην ραδιοφωνική εκπομπή The Dr. Demento Show στο Λος Άντζελες. Βρήκα το κομμάτι σε μια συλλογή κάπου στο Λονδίνο, το ακούσαμε, και ο Lux ήταν σε φάση: Ας το παίξουμε… απόψε. Δεν κάναμε ούτε πρόβα ούτε τίποτα. Η επόμενη φορά που το παίξαμε ήταν κάνα μήνα μετά, όταν και μπήκαμε στο στούντιο να το ηχογραφήσουμε.
Το «New Kind of Kick», στη δεύτερη πλευρά, έχει ένα από τα πιο αγαπημένα κιθαριστικά σόλο που έκανα ποτέ. Το πώς έπιασα αυτόν τον ήχο είναι καταπληκτικό. Έπαιζα, και η Ivy αυξομείωνε την ταχύτητα στο τρέμολο. Στο «Save It», το άλλο B-side, έβαλα τα δυνατά μου να κάνω ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που μπορεί να περίμενες σε ένα άγριο ροκαμπίλι σόλο. Προσπαθούσα να το κάνω να ακουστεί σαν να επιβραδύνεται συνεχώς και προς τα πίσω. Μου ακουγόταν πολύ όμορφο, σαν μια φάλαινα που ξεψυχά.
Οι Cramps είχαν δημιουργηθεί πολύ πριν πάω κι εγώ μαζί τους. Τους είδα το 1978 στη Νέα Υόρκη. Είχα πάρει ένα λεωφορείο από το Λος Άντζελες και το πρώτο πράγμα που μου είχαν πει κάποιοι ήταν: Πρέπει να πας να δεις τους Cramps, αυτή είναι μπάντα. Μου πέσαν τα σαγόνια στο πάτωμα. Για μένα ήταν το τέλειο ροκ συγκρότημα. Όλο το όραμα βρισκόταν εκεί μέσα. Καταλάβαινες αμέσως τι ακριβώς γινόταν, όσο αλλοπρόσαλλο κι αν ήταν αυτό. Ήταν μια σύγκρουση διαφορετικών πραγμάτων που αγαπάει ο καθένας, αλλά ποτέ δεν έχει σκεφτεί να τα βάλει μαζί. Ροκαμπίλι, ταινίες τρόμου, υποκουλτούρα και αυτή η μηδενιστική στάση που έβγαινε κατευθείαν μέσα από τα μάτια. Το να τα βλέπεις όλα αυτά τα πράγματα μαζί, απλώς ανατίναζαν τον χώρο, χώροι όπου τα πάντα εκτινάσσονταν στον αέρα. Το CBGBs ήταν γεμάτο από κόσμο που ούρλιαζε.
Ο Lux ήταν απίστευτα προκλητικός, ψάρωνε κι αυτός το κοινό, αλλά με περισσότερη φινέτσα από ό,τι το έκανε ο Jeffrey. Οι Cramps επηρέασαν τους Gun Club τόσο θεατρικά όσο και μουσικά. Ήταν μια από αυτές τις μπάντες, όπως οι Ramones, που δημιούργησαν αμέσως έναν ολόκληρο κόσμο με την πρώτη ματιά ή με το πρώτο τραγούδι που άκουγες. Παρασυρόσουν κατευθείαν μέσα σε αυτόν τον κόσμο.
Όταν μπήκα στην μπάντα, ήδη λάτρευα τους Cramps. Ήμουν φίλος με τον Bryan Gregory. Αυτά τα τακούνια ήταν πολύ ψηλά για να γλιστράς μαζί τους, αλλά ήμουν νέος και πεισματάρης. Ήταν μια σέξι μπάντα και γούσταρα αυτή την ανδρόγυνη εμφάνιση. Ειδικά η εμφάνιση του Bryan, η προσωπικότητά του κι ο χαρακτήρας του, ήταν μέσα στην τεστοστερόνη, ένα τρομακτικό αρσενικό και την ίδια ακριβώς στιγμή πολύ θηλυκός. Αυτό το κουβάλησα μέσα μου.
Για να ενσωματωθώ στους Cramps έπρεπε να μάθω να χρησιμοποιώ ένα φαζαριστό πετάλι. Με τους Gun Club δεν θυμάμαι να χρησιμοποίησα ποτέ πεταλιέρα, ούτε καν παραμόρφωση. Απλά άνοιγα τον ενισχυτή μου στο τέρμα. Συν του ότι έπρεπε να μάθω να παίζω μπροστά σε κοινό άνω των 10 ανθρώπων. Εκείνη την περίοδο το κοινό των Gun Club ήταν οι φίλοι και οι άλλες μπάντες που παίζαμε μαζί.
Kid & Lux & Ivy
Die Haut - Headless Body in Topless Bar (1988, What’s so funny about)
Παίζοντας με τον Nick Cave και τους Bad Seeds φτάσαμε κάποια στιγμή και στο Βερολίνο. Ένα από τα πρώτα πράγματα που συνέβησαν ήταν ότι βρεθήκαμε στα γυρίσματα της ταινίας του Wim Wenders, Τα Φτερά του Έρωτα. Το Βερολίνο ήταν συναρπαστικό.
Υπήρχε πολύ λιγότερη πίεση για την ποπ κουλτούρα απ’ ό,τι στο Λονδίνο. Στο Λονδίνο βρισκόσουν σε μια πληθώρα ενημέρωσης για το τι συνέβαινε εκείνη ακριβώς την στιγμή. Σαν άνθρωπος είμαι πολύ αφελής. Έδινα πάρα πολύ σημασία στο πράγμα και φίλτραρα τα πάντα. Κατά κάποιο τρόπο με ενοχλούσε κιόλας. Το Βερολίνο φαινόταν πιο κεντραρισμένο καλλιτεχνικά και οι τέχνες συναντιόντουσαν μεταξύ τους στενά, όπως ο κινηματογράφος με την μουσική ή ο χορός με τον κινηματογράφο, οι παραστάσεις με το ροκ εντ ρολ, κι όλο αυτό διότι το Δυτικό Βερολίνο ήταν πιο μικρό και πιο απομονωμένο. Γινόντουσαν γόνιμες καλλιτεχνικές ζυμώσεις αλλά και σπουδαία πειραματικά πράγματα. Πιστεύω επίσης ότι ήθελα να πάω και κάπου όπου δεν θα ήξερα την γλώσσα.
Ήθελα να το βάλω στα πόδια από όλο αυτό το Goth κύμα που κατέκλυζε τη Βρετανία. Το Batcave με είχε παγιδεύει για λίγο. Δεν είχα καμία πρόθεση να μπω σε μια Goth μπάντα. Οι Fur Bible ήταν πιο κοντά στους Swans, στους Scientists ή στον Foetus. Η εμφάνιση ξέφευγε λίγο. Mαύρα μαλλιά, λευκό μακιγιάζ και η Patricia Morrison, που ήταν από παλιά μέσα στο Goth, έχοντας εμφάνιση επηρεασμένη από τη Vampira. Νομίζω ότι δέχτηκα κάποια πίεση να παρουσιάσω μι εικόνα που δεν ήταν δική μου. Δεν ξέρω πώς προέκυψε αυτή η ανασφάλεια.
Οι Die Haut ήθελαν να βρουν κάποιον που να τραγουδάει αλλά να μην είναι τραγουδιστής. Τότε ήταν που άρχισα να βρίσκω την φωνή μου. Στους Fur Bible ένιωθα ότι δεν την είχα βρει. Εκείνα τα τραγούδια με τους Die Haut («You Seen Angel Jésus» και «My Gift To You») ήταν πολύ ικανοποιητικά και μου άρεσε πολύ να δουλεύω με την μπάντα. Ήμουν πολύ αγχωμένος αλλά ευτυχώς ήταν τύποι που τους άρεσε να κάνουν πολλές πρόβες. Είχα 100% λευκή επιταγή. Μου είχαν δώσει ένα τραγούδι και μου είπαν: Είχαμε κάποιον άλλο που το τραγουδούσε και το ερμήνευε σαν να ήταν το «Satisfaction». Τους είπα: Δεν νομίζω ότι μπορώ να το τραγουδήσω σαν το «Satisfaction». Η μουσική είναι τόσο συναρπαστική κι αυτό που του χρειάζεται είναι ένας αφηγητής. Τους άρεσε πάρα πολύ η ιδέα. Μου έδωσαν το ελεύθερο να γράψω ό,τι στίχους ήθελα. Ήταν καλό για μένα ώστε να δουλέψω και το κομμάτι των στίχων μου.
Ένα πράγμα που θυμάμαι πάντα από την εποχή που ήμουν στο Βερολίνο είναι ότι δεν πρέπει να είσαι κολλημένος σε ένα είδος. Αξίζει να πάρεις όλες αυτές τις ευκαιρίες που θα σου δοθούν και να παίξεις όλα αυτά τα διαφορετικά είδη μουσικής. Είναι όλα μέρος της καλλιέργειάς σου. Ήταν μια περίοδος γεμάτη έμπνευση. Γεννιόντουσαν ιδέες μέσα σε άλλες, πολλές ιδέες.
Barry Adamson - Moss Side Story (1989, Mute)
Συμμετέχω στη Freedom Choir (μαζί με τον Mick Harvey και την Anita Lane) σε δυο κομμάτια, τα «Suck On The Honey Of Love» και «Free at Last». Κάθε τραγούδι κάθε δίσκου είναι μέρος του όλου. Το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι εξαιρετικό. Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια του Barry για έναν soundtrack δίσκο και δείτε πόσο πετυχημένο έγινε τελικά. Είμαι πολύ περήφανος που μου ζήτησε να συμμετάσχω.
Ήμουν οπαδός των Magazine και είχα γνωρίσει τον Barry για κάποιο σύντομο διάστημα. Στην πραγματικότητα, μπήκα στους Bad Seeds επειδή είχε φύγει ο Barry, ο Mick Harvey θα γινόταν ο μπασίστας και χρειαζόντουσαν έναν δεύτερο κιθαρίστα. Στην πραγματικότητα χώθηκα όταν άδειασε η θέση του Barry. Μπήκα για την περιοδεία του Her Funeral My Trial.
Με τον Barry παραμείναμε φίλοι και όποτε μας ζητούσε να περάσουμε από το στούντιο δεχόμασταν πάντα την πρόσκληση. Εμφανίζομαι και σε δυο βίντεο κλιπ. Στο «The Man With The Golden Arm» παίζω χαρτιά σε ένα νυχτερινό κλαμπ και στο «Busted off The Negro Inside Me» υποδύομαι έναν γλοιώδη χαρακτήρα που κουβαλάει έναν χαρτοφύλακα.
Ο Barry υπήρξε μέλος αυτής της κοινότητας στο Λονδίνο στην οποία ανήκα κι εγώ, όπως και οι Anni Hogan, Marc Almond, Dave Ball, Jim Thirlwell και Nick Cave. Αυτό ήταν το πάρτι μας και ήταν ένα ατελείωτο πάρτι.
Nick Cave - Helpless (The Bridge - A Tribute to Neil Young, 1989, Caroline Records)
Ήθελα πάση θυσία να συμμετάσχω σε αυτή την ηχογράφηση. Είναι μια ομορφιά, μια πραγματική ομορφιά. Δεν είναι και τόσο γνωστό και είμαι πολύ υπερήφανος γι’ αυτό. Το «Helpless» είναι ένα πανέμορφο κομμάτι του Neil Young. Επομένως, έπρεπε να το μεταχειριστείς με μεγάλο σεβασμό και με τρυφερό τρόπο, αντιστεκόμενος στην παρόρμησή σου να το καταστρέψεις.
Ήμασταν εγώ, ο Nick, ο Mick Harvey και η Bronwyn Adams από τους Crime & City Solution που έπαιζε βιόλα. Μήπως ήταν κι ο Thomas Wydler από τους Bad Seeds που έπαιζε ντραμς; Δεν θυμάμαι. Στην slide κιθάρα πάντως είμαι εγώ.
Η επιθυμία του Nick για τη διασκευή ήταν ένα βήμα προς την κατεύθυνση που είχε το The Good Son. Το Kicking Against The Pricks ήταν μια ένδειξη για το που θα καθόταν η μπίλια στα μουσικά γούστα του Nick. Αυτό είναι ένα από τα πολύ ωραία πράγματα που έχουν ο Nick και ο Mick Harvey. Αγαπούν τόσα πολλά διαφορετικά είδη μουσικής, ακόμα και κάποια που ο κόσμος θεωρεί μελό και κιτς. Δεν νομίζω ότι εκείνοι το είδαν ποτέ έτσι.
Υπάρχει κάτι με το «Helpless»» που αντηχεί μέσα μου. Το ακούω και σκέφτομαι, Πολύ καλό! Σπανίως το σκέφτομαι αυτό. Σε αυτή την περίπτωση θα κάνω μια εξαίρεση και θα χτυπήσω ελαφρά τον εαυτό μου στην πλάτη.
Κid & Nick
Congo Norvell - Abnormals Anonymous (1997, Jetset Records)
Οι Congo Norvell σχηματίστηκαν στο Λος Άντζελες αφού έφυγα από τους Bad Seeds και μετά από το The Good Son. Δεν είχα να κάνω τίποτα εκείνη την περίοδο και ένας φίλος μου είπε: Πρέπει να γνωρίσεις αυτή την γυναίκα. Το όνομά της είναι Sally Norvell. Είναι απίθανη τραγουδίστρια κι έχετε κάτι κοινό, έπαιξε κι αυτή σε μια ταινία του Wim Wenders. Στην ταινία, όταν η Nastassja Kinski δουλεύει σε ένα μπανιστιρτζίδικο, ο Harry Dean Stanton ψάχνει να την βρει και μπαίνει στο λάθος δωμάτιο. Εκεί υπάρχει μια άτακτη νοσοκόμα. Η άτακτη νοσοκόμα είναι η Sally Norvell.
Πήγα και είδα την Sally να τραγουδάει κλασικά κομμάτια της τζαζ. Τραγούδησε μια εκτέλεση του «Every Time We Say Goodbye», η οποία ήταν συγκλονιστική. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε τους Congo Norvell. Ήταν η εποχή που το AIDS θέριζε κόσμο και το δεύτερο μεγάλο του κύμα εκεί στις αρχές των 90s έπληττε και την κοινότητα των καλλιτεχνών. Δεν είχε περιοριστεί μονάχα στην ομοφυλοφιλική κοινότητα αλλά υπήρχε παντού. Είχαμε εμπλακεί ενεργά με τον ακτιβισμό. Στο Λος Άντζελες υπήρχε το κίνημα ACT UP και εμείς συμμετείχαμε ενεργά μέσω της μουσικής, παίζοντας σε διάφορες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Οπότε η μπάντα γεννήθηκε μέσα από αυτό.
Γνωρίσαμε σχετική επιτυχία και υπογράψαμε στην Priority Records, μια θυγατρική της NWA. Ήθελαν να στήσουν ένα εναλλακτικό παράρτημα, οπότε μας έδωσαν ένα μεγάλο μπάτζετ και ηχογραφήσαμε ένα καταπληκτικό άλμπουμ, στο οποίο βάλαμε μέσα όλη μας την ενέργεια. Οι κόπιες από τα promo που στείλαμε πήραν πολύ καλές κριτικές και ξαφνικά η εταιρία λέει: Δεν πρόκειται να κυκλοφορήσουμε αυτό το πράγμα. Είχαμε υπογράψει ένα πολύ κακό συμβόλαιο και τους ρωτήσαμε μήπως μπορούσαμε να αγοράσουμε τον δίσκο από αυτούς. Ήταν κάθετα αρνητικοί. Ένα τσούρμο από Χολιγουντιανούς μαλάκες δικηγόρους, μια γαμημένη μουσική μπίζνα, αυτό ήταν. Οπότε συμφωνήσαμε με την Sally να μετακομίσουμε στη Νέα Υόρκη και να ηχογραφήσουμε ένα καινούργιο άλμπουμ. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το Abnormals Anonymous που πίσω του είχε πολύ ενέργεια.
Ο Mark Eitzel ζούσε στην Νέα Υόρκη για κάμποσο καιρό τότε. Τα ψιλοείχαμε. Ήταν εκείνη η φάση που λέει πως: Είμαστε φίλοι, είμαστε και οι δυο γκέι. Είμαστε και οι δυο μουσικοί. Πρέπει να είμαστε μαζί. Αλλά τελικά περνούσαμε πιο καλά σαν φίλοι. Ήρθε στο στούντιο να τραγουδήσει ένα κομμάτι και τελικά τραγούδησε κάμποσα.
Το Abnormals Anonymous είναι ένα νουάρ-ροκ άλμπουμ, υποθέτω. David Lynch, υπάρχουν κάποια τραγούδια εδώ μέσα για σένα και περιμένουν. Πρώτον και κατά κύριο λόγο, η Sally είναι μια τραγουδίστρια που η φωνή της φωτίζει τα πάντα. Ήμασταν αρκετά μελοδραματικοί. Οι αναφορές μας ήταν περισσότερο κινηματογραφικές παρά μουσικές, επηρεασμένοι αρκετά από τις ταινίες του Douglas Sirk.
Αυτός είναι ένας παραγνωρισμένος δίσκος. Θα εκμεταλλευτώ το βιβλίο μου για να προσπαθήσω να τον κάνω γνωστό πιο έξω κι έτσι θα έχω κι έναν σοβαρό λόγο να τον παρουσιάσω ζωντανά.
Knoxville Girls - Knoxville Girls (1999, In the Red)
Οι Knoxville Girls ήταν σχεδόν στημένοι σαν μπάντα προτού συμμετάσχω. Υποτίθεται ότι θα ήταν η country rock μπάντα του Jerry Teel (The Honeymoon Killers). Ο Jerry είχε τον Bob Bert από τους Sonic Youth και τον Jack Martin από τους Honeymoon Killers και τους Bottleneck Drag. Οι Knoxville Girls βγήκαν μέσα από μια πολύ συγκεκριμένη σκηνή επειδή ο Jerry έτρεχε το στούντιο The Funhouse στο Ιστ Βίλατζ. Εκεί μέσα είχαν ηχογραφήσει οι πρώιμοι Yeah Yeah Yeahs, ο Jon Spencer, μέχρι και η Patti Smith είχε γράψει ένα κομμάτι.
Αφού μετακόμισα στη Νέα Υόρκη κατέληξα να μένω μαζί με τον Jerry που είχε διαμέρισμα πάνω από το στούντιο και κάποια στιγμή με ρώτησαν μήπως ήθελα να κατέβω και παίξω κάνα κομμάτι για τον δίσκο. Τελικά κατέληξα να παίξω σε όλο το άλμπουμ.
Ειδικά με τα γκαραζιάρικα και δυνατά κομμάτια, είχε γίνει πολύ δουλειά, στην πραγματικότητα είχε πολύ χημεία και πολύ αυθορμητισμό. Μ’ άρεσε πάρα πολύ ο ήχος των Knoxville Girls. Ηχητικά είναι ένας παράξενος δίσκος. Νεοϋορκέζικο ροκ εντ ρολ.
Γινόντουσαν πολλά πράγματα στη Νέα Υόρκη πριν εμφανιστούν οι Strokes και οι Yeah Yeah Yeahs. Δεν νομίζω ότι σταμάτησαν ποτέ να γίνονται πράγματα. Όλο αυτό το πράγμα είναι ένα κατασκεύασμα της βιομηχανίας παρά μια πραγματικότητα. Υπήρχαν ένα σωρό μπάντες που έπαιζαν τότε, κάθε βράδυ και για όλη την εβδομάδα. Οι Speedball Baby, ο Jon Spencer, οι Railroad Jerk, οι Pavement, οι Swans. Η Lydia Lunch ήταν ακόμη μεγάλη δύναμη. Εκείνη την εποχή η Chan Marshall (Cat Power) έπαιζε στο Max Fish και σε άλλα μαγαζιά και υπήρχε ένα νέο συγκρότημα απ’ όσο θυμάμαι, οι Jonathan Fire*Eater.
Το Ιστ Βίλατζ ήταν τότε πάνω στην αλλαγή του, τα πάντα αναβαθμίζονταν. Πρωτοπήγα εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και το μέρος ήταν τρομαχτικό. Φανταστείτε ότι το Μπόουερι ήταν λιγότερα τρομακτικό, υπήρχαν κυρίως μέθυσοι, αλλά η Νέα Υόρκη ήταν πραγματικά μια επικίνδυνη πόλη. Όχι τόσο μέχρι τα τέλη των 90s, αλλά ήταν ακόμη άθλια, γεμάτη αποβράσματα, ήμασταν φτωχοί τότε.
Ακόμα πιστεύω ότι η Νέα Υόρκη είναι τίγκα στην γλίτσα και πανάκριβη. Τώρα πια πηγαίνω στο Ιστ Βίλατζ: Αν υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πληρώνουν αυτές τις υψηλές τιμές κι αν υπάρχουν όλες αυτές οι τρύπες; Πλάκα μου κάνετε;
Kid and Khan - Bad English (2004 Trans Solar)
Η μουσική των Kid and Khan είναι και αυτή από το Ιστ Βίλατζ όπως κι εκείνη των Knoxville Girls, απλώς έχουν διαφορετική φόρμα. Ο Khan είναι λίγο Γερμανός, λίγο Τούρκος και λίγο Φιλανδός και τότε ζούσε στη Νέα Υόρκη. Είχε ένα δισκάδικο που πουλούσε μίνιμαλ τέκνο μουσική και λεγόταν Temple Records NYC. Κάπου στην Avenue C, νομίζω. Αυτοί οι μίνιμαλ τέκνο δίσκοι ήταν το γκαράζ ροκ της τέκνο.
Έφτιαχνε έναν δίσκο και είχε έρθει να παρακολουθήσει μια πρώιμη μορφή των The Pink Monkey Birds ή κάποια σόλο δουλειά που έκανα. Μου ζήτησε να τραγουδήσω ένα κομμάτι στο άλμπουμ του που το έλεγαν No Comprendo και είχε ένα σωρό συμμετοχές όπως ο Andre Williams, η Julee Cruise, η Hanin Elias από τους Atari Teenage Riot και η Françoise Cactus από τους Stereo Total. Κατέληξα να βγω σε περιοδεία μαζί του και με την Julee, ενώ κάναμε και κάποια τραγούδια για το Twin Peaks, το οποίο ήταν απίστευτο διότι ήμουν μεγάλος φαν της σειράς.
Ο Khan ήταν φοβερός. Σε μια εποχή όπου η τέκνο σε χτύπαγε κατάμουτρα και ο μινιμαλισμός ήταν πολύ παγωμένος ως ήχος, εκείνος έκανε τρελές συναυλίες. Γδυνόταν ολοσχερώς κι έμενε με τα εσώρουχα, σερνόταν πάνω στην σκηνή, ήταν κάπως σαν τον Lux Interior του τέκνο. Ήταν καθηλωτικός, ξεκαρδιστικός και έβγαζε κάτι πολύ φρέσκο. Έδινε ψυχή στο τέκνο και το έκανε τέχνη. Του φόρεσε ένα προσωπείο και μια προσωπικότητα.
Ήταν μεγάλος οπαδός των Cramps και καθόμασταν και σκεφτόμασταν. Τι θα γινόταν αν οι Cramps ήταν μια τέκνο μπάντα; Πως θα ήταν; Αυτή ήταν η ιδέα για να φτιαχτούν οι Kid and Khan. Μας άρεσε πάρα πολύ να προκαλούμε, διότι μόνο και μόνο που φέρναμε μια κιθάρα μέσα σε ένα κλαμπ του τέκνο ήταν σαν να φέρναμε μαζί μας τον Σατανά. Γουστάραμε πολύ την ιδέα ότι ο κόσμος θα εκνευριζόταν επειδή ο Khan θα έπαιζε την μουσική του με έναν κιθαρίστα. Οπότε κάναμε εκείνη την συναυλία και ηχογραφήσαμε αυτό το άλμπουμ.
Kid Congo & The Pink Monkey Birds - Philosophy and Underwear (2005, Trans Solar)
Ο πρώτος δίσκος των Pink Monkey Birds ηχογραφήθηκε μέσα σε μια εβδομάδα. Αυτό το άλμπουμ ήταν σίγουρα το αποκορύφωμα όλων αυτών των δίσκων που υπάρχουν σε αυτή τη λίστα. Για παράδειγμα, είχαμε έναν τύπο στα ηλεκτρονικά μέρη, τον Jorge Velez, ο οποίος έγινε αργότερα πολύ γνωστός καλλιτέχνης της ίταλο-ντίσκο με το ψευδώνυμο Professor Genius. Του έδωσα την πρώτη του δουλειά. Ήταν ο δικός μας Eno στους δικούς μας Roxy Music.
Ήξερα ήδη τον κιθαρίστα Jack Martin από την εποχή των Knoxville Girls. Σε αυτό το άλμπουμ ακούγεται σαν τον Robert Quine στους Voidoids, το οποίο είναι μεν καλό αλλά ίσως να το παρακάναμε.
Θέλαμε να επηρεαστούμε κυρίως από τα σόλο άλμπουμ του Lou Reed. Ο στίχος «rent controlled apartment off Tompkins Square μέσα στο Even Though Your Leather Is Cliché» είναι μια αναφορά στο «Sally Can’t Dance»: «She lives on St Mark’s place in a rent controlled apartment - $80 a month / She had a lots of fun». Τέτοια πράγματα, καθώς και το ότι σαν έφηβος άκουγα συνέχεια το Coney Island Baby που το αγαπούσα. Το ότι μετακόμισα από το Λος Άντζελες στην Νέα Υόρκη ήταν μια φαντασίωση που έγινε πραγματικότητα.
Στο συγκεκριμένο άλμπουμ υπάρχει πολύ χιούμορ και πολύς παραλογισμός. Τι κάνει ρίμα με το cuisine; Τι κάνει ρίμα με το cuisine; Χμμ, ξέρω… Ben Vereen! Είναι ωραία εικόνα να το φαντάζεσαι και να το φτιάχνεις σαν άρθρο μέσα σε περιοδικό: «Your eyes turn over like scenes / The pages in a magazine / ‘Faces of Ben Vereen’/ ‘The History of French Cuisine».
Το συγκεκριμένο τραγούδι χρησιμοποιήθηκε ως κεντρικό θέμα για τη γαλλική τηλεοπτική σειρά Kaboul Kitchen μια σκοτεινή και παράλογη κωμωδία με έναν Γάλλο στρατιώτη που ένα νυχτερινό κέντρο-εστιατόριο στην διαλυμένη από τον πόλεμο Καμπούλ.
Pinkcourtesyphone & Kid Congo Powers - Move To Trash EP (2015, 3particles)
Όταν ζούσα στην Ουάσινγκτον έγινα φίλος με τον σπουδαίο σύγχρονο καλλιτέχνη που ονομάζεται Richard Chartier. Έκανε μια περφόρμανς στην πόλη και στο μουσείο Hirschhorn, ένα μουσείο σύγχρονων τεχνών. Στο αρχείο του Ινστιτούτου Smithsonian είχε ανακαλύψει μια συλλογή με διαπασών και μέσα στα χρόνια τα ηχογράφησε όλα και έφτιαξε μουσική απ’ όλο αυτό το αρχείο. Ήταν ένα εντυπωσιακό ηχητικό αποτέλεσμα.
Το alter ego του είναι ο pinkcourtesyphone – η pop πλευρά του. Μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό που κάνει, είναι ένα είδος ambient μουσική. Κρατάει σταθερή γραμμή σε αυτό που κάνει αλλά έχει αρκετά μεγάλο κοινό. Έχει και δικό του label, την LINE records. Κυκλοφορεί και άλλους καλλιτέχνες, όπως η Cosi Fanni Tutti.
Δεθήκαμε χάρη στην κοινή αγάπη μας για την Amanda Lear. Έτσι ηχογραφήσαμε μια εκτέλεση του «I Am A Photograph» της Amanda Lear. Είμαι φωτογραφικός τύπος. Πιστεύω ότι η μουσική που φτιάχνω και οι λόγοι που την κάνω είναι για κάποιο πρόσωπο ή για τον κόσμο. Κάπως έτσι κατέληξα να φτιάχνω μουσική, λόγω του ότι συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλο και λόγω μιας συγκεκριμένης αισθητικής. Δεν σκέφτομαι καθόλου την φήμη ή το είδος που θα παίξω.
Kid Congo & The Pink Monkey Birds - La Araña Es La Vida (2016, In the Red records)
Ήμασταν σε περιοδεία για το Philosophy and Underwear κι όταν εκείνο το σχήμα διαλύθηκε το μόνο που έκανα ήταν να ξεκινήσω να γράφω κάτι καινούργιο. Κάποιος με έφερε σε επαφή με τον Kiki Solis και τον Ron Miller. Στα πρώτα πέντε λεπτά γράψαμε ένα τραγούδι από το πουθενά. Ήταν καταπληκτικό.
Οι αλχημείες με τα στυλ του καθενός συνεχίζονταν. Συγχρονίζονταν με αυτό που ήθελα να κάνω και με έβαλαν να συγχρονιστώ κι εγώ με αυτά που ήθελαν αυτοί, οπότε το όλο πράγμα έφερε την ολοκλήρωση του La Araña Es La Vida. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με το πώς στέκεται ο δίσκος, έστω κι αν δημιουργήθηκε από διαφορετικές πηγές αναφοράς.
Δυστυχώς ζούμε μακριά ο ένας από τον άλλον. Εγώ ζω στο Τούσον, ο Mark στην Ουάσινγκτον, o Kiki στο Μισούρι και ο Ron στο Κάνσας. Μπορεί να μην τα λέμε κάθε μέρα, αλλά είμαστε πολύ δεμένοι όταν βρισκόμαστε να παίξουμε μουσική. Στέλνουμε ιδέες μέσω των iPhone μας. Είναι ιδέες σαν φαντάσματα που αιωρούνται τριγύρω και διαφορετικοί ρυθμοί και κατευθύνσεις.
Καμιά φορά, όταν αυτό που κάνουμε πάει να κατηγοριοποιηθεί, αμέσως θέλω να αλλάξουμε κατεύθυνση και τότε οι υπόλοιποι με συγκρατούν. Όλοι τους έβαλαν το λιθαράκι τους για το La Araña Es La Vida. Είναι κάτι σαν το δικό μας White Album.
Έριξα στο τραπέζι την ιδέα να κάνουμε να διασκευάσουμε το τραγούδι των Psychedelic Furs. Μ’ αρέσουν πάρα πολύ οι στίχοι του «We Love You». Τραγουδάω με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Είναι άλλο ένα τεράστιο τραγούδι στο πάνθεον του ροκ εντ ρολ. Ήταν πολύ όμορφο που ο Mark κατάφερε να προσεγγίσει κιθαριστικά το σόλο του σαξοφώνου.
The Wolfmanhattan Project - Blue Gene Stew (2019, In the Red Records)
Γνώρισα τον Mick Collins κάμποσα χρόνια πριν στο SXSW. Θαύμαζα την δουλειά που είχε κάνει με τους Gories και τους Dirtbombs. Συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλον, εκτιμήσαμε ο ένας την δουλειά του άλλου, οπότε σκεφτήκαμε: Ας δοκιμάσουμε κάτι μαζί. Βάλαμε στο κόλπο και τον Bob Bert που είναι κοινός μας φίλος. Ο Larry Hardy (ιδιοκτήτης της In the Red Records) ήθελε πραγματικά να κάνουμε κάτι όλοι μαζί. Ήταν καταλυτική η επιθυμία του.
Κάναμε πολλές πρόβες. Είχαμε κάποια τραγούδια που σκεφτήκαμε πως ο Larry θα ήθελε πολύ να τα ηχογραφήσουμε. Οπότε είπαμε μεταξύ μας, ας κάνουμε κάποια κομμάτια που πραγματικά θέλουμε να γράψουμε. Ο Mick Collins δεν είναι κάποιος που θα σε διαφθείρει, κανένας από εμάς δεν είναι τέτοιος τύπος. Ηχογραφήσαμε ένα σωρό πράγματα και πετάξαμε έξω πάρα πολλά. Κάποια από αυτά παρατραβούσαν το τζαμάρισμα. Μάλλον, όχι τζαμάρισμα! Αυτοσχεδιασμός, μάλιστα! Αλλά όχι τζαμάρισμα. Ούτε κατά διάνοια ένα μπλουζ τζαμάρισμα.
Το Blue Gene Stew ήταν απολαυστικό σαν δίσκος. Βγήκε πολύ καλό – ένα παράξενο άλμπουμ. Η ιδέα ήταν να βάλουμε δυο βαρύτονες κιθάρες αλλά κανένας από εμάς δεν είχε τέτοιου είδους κιθάρα. Υπήρχε μια στο στούντιο. Είναι μια πιο βαθιά κιθάρα με μακρύ λαιμό. Δεν είχα ιδέα πώς να δουλέψω μαζί της, οπότε επινόησα τα πάντα. Συνειδητοποίησα ότι μπορείς να την παίξεις με δυο τρόπους. Σε κάποια τραγούδια, όπως το «Now Now Now», την παίζω σαν μπάσο και σε κάποια άλλα την παίζω σαν κανονική κιθάρα με συγχορδίες. Κάπου εκεί κατέληξε να είναι μια κανονική κιθάρα και αυτό ακούγεται και στο άλμπουμ.
Συμμετέχει και η Lydia Lunch. Ο Mick, o Bob κι εγώ τρέφουμε μεγάλη αγάπη για το ποστ πανκ της Νέας Υόρκης. Υπήρχαν διάφορες νο γουέιβ ιδέες στα κεφάλια μας. Τις αφήναμε να μας πηγαίνουν. Το αγαπημένο μου κομμάτι στο άλμπουμ είναι το εναρκτήριο «Delay Is The Deadliest» όπου που τραγουδάει ο Bob. O Bob είναι πολύ καλός τραγουδιστής, δεν ξέρω γιατί δεν τραγουδάει συχνότερα. Τον είχα δει σε ένα φεστιβάλ αφιερωμένο στους Cramps. Τραγούδησε το «Shadazz» των Suicide. Ήταν πάρα πολύ καλός.
Το τελευταίο project του Kid Congo είναι οι The Wolfmanhattan Project και το άλμπουμ Blue Gene Stew κυκλοφόρησε φέτος από την In the Red records. Μπορείτε να το ακούσετε όλο ΕΔΩ.
ΤΑ BLOGS TOY ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΛΙΑΝΑΙΟΥ
https://aroundbukowski.blogspot.com/
http://yianniszelianaios.blogspot.com/
Γιάννης Ζελιαναίος
Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.
Γιάννης Ζελιαναίος
Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.
Γιάννης Ζελιαναίος
Γεννήθηκε το 1978. Εργάζεται στην Στέγη Bibliotheque. Συνεργάζεται με το Merlin’s Music Box. Βάζει μουσική στο Closer. Κυκλοφορεί τις φανζινατες εκδοσεις συλλεκτικου παραλογισμου ΚΑΖΑΝΑΚΙ. Έχει βγάλει πέντε ποιητικές συλλογές. Πιστεύει πως το φαΐ των θεών είναι τα μακαρόνια και του αρέσει το ρήμα βοτκάρω.