Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα απ’ τα χρόνια του Λυκείου ήταν οι κοπάνες της Τετάρτης σαν ήμασταν απογευματινοί. Πρώτα έπεφταν οι μπύρες στο τάκα τάκα μαμ, εκεί στην Καλλιθέα πίσω απ’ την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και μετά καρφί στον ηλεκτρικό για τον Περισσό. Έπαιζε η ομάδα βλέπεις κύπελλο και σένα δεν σ’ ένοιαζαν τα γαλλικά της αίθουσας αλλά εκείνα της σκεπαστής. Κοκκινόμαυρο καρό πουκάμισο, περφέκτο πέτσινο με την αγκράφα να κοπανιέται πέρα δώθε, γούρια και τα δυο, Τετάρτες-Κυριακές. Η πρώτη επαφή με τον Νίκο Νικολαΐδη θες πίστεψέ το, θες μην το πιστεύει,ς ήταν το ιστορικό πανό της original που έγραφε: «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα». Κοίταζα ολόγυρα το γήπεδο κι έψαχνα για κείνα τα κουρέλια μέχρι που ήρθε ένας τύπος κοντά στα 50 μια από κείνες τις Τετάρτες όταν η βροχή σε τσάκιζε και η ομάδα δεν έλεγε να το γράψει το ρημάδι με τίποτα. Σιδερένια μαλλιά, άσπρο μούσι με ίχνη πασατέμπο πάνω του, πρησμένα μάτια, βιβλιαράκι ιπποδρόμου στό ‘να χέρι, τρανζιστοράκι στ’ άλλο, κολλημένο πάντα στ’ αυτί. Προφέσορας της κερκίδας, προπονητής, πρόεδρος, μάνατζερ, παίκτης, αλογομούρης, βασιλιάς των γνώσεων.
«Τα Κουρέλια Τραγουδάνε ακόμα… ξέρεις από πού το ‘χουνε πάρει τα λαμόγια και το κάνανε πανό; απ’ το Νικολαΐδη, μεγάλη μούρη ο δικός σου, σάχνει κάτι ταινιάρες, σου κόβονται τα’ άντερα… που να ξέρεις εσύ μικρός είσαι ακόμα».
Οι προφέσορες στην κερκίδα όταν μιλάνε, μιλάνε στο πουθενά αλλά πάντα απευθύνονται κάπου, πρέπει να το ξέρεις αυτό αν έχεις φάει κάποιες απ’ τις ζωές σου στα γήπεδα. Ο δικός μου, ‘κείνη τη Τετάρτη που ‘ριχνε καρεκλοπόδαρα και η ομάδα δεν έλεγε να το γράψει, μίλαγε κι αυτός στο πουθενά αλλά μίλαγε συγκεκριμένα σε μένα. Πιάσαμε κουβέντα για την ομάδα, για τα σαπάκια που σέρνονταν εκείνο το απόγευμα στη Νέα Φιλαδέλφεια, για το πρωτάθλημα που θα το παίρναμε στο τέλος, για τη γαμοδιαιτησία, για τα κουρέλια απέναντι που τραγουδούσαν ακόμα. Στην ουσία δεν ήταν κουβέντα αλλά μονόλογος του προφέσορα που έχει το κοινό του και αραδιάζει τις διαλέξεις του.
«Ποιος είναι αυτός ο Νικολαΐδης ρε φίλε;», θυμάμαι να τον ρωτάω στο ημίχρονο.
«Γλυκιά Συμμορία ρε… ο Τάκαρος ο Σπυριδάκης με τη καραμπίνα και τις γκόμενες και ‘κείνη τη πουτάνα στη μπανιέρα που καθάρισε τον άλλονα… δες τη ταινία ψάξε να τη βρεις και θα με θυμηθείς… αλλά άστο δε θα καταλάβεις και πολλά, μικρός είσαι ακόμα».
«Και τα κουρέλια που γράφει το πανό;»
«Μεγάλη υπόθεση… για μας τα λέει εκεί ο δικός σου και καλά τα λέει… όταν λέω για μας εννοώ τη γενιά μου, έχει μια ατάκα ρε, που λέει κείνος ο ξανθός με τη χωρίστρα… πως τον λένε το πούστη, θα τον θυμηθώ… έχει μια ατάκα που τα λέει όλα ρε μέσα… ξέρεις τι λέει… ρε πως τον λένε το πούστη, φάτσες δεν ξεχνάω αλλά με τα ονόματα… ζούμε σ’ έναν εφιάλτη από σκατά, λέει, σ’ έναν εφιάλτη από σκατά… ρε, που θα μου πάει θα τον θυμηθώ… έλα ρε βγαίνουν… έκανε καμιά αλλαγή αυτός ο μαλάκας για μας άφησε έτσι».
Καραμπίνες, γλυκές συμμορίες, ο Τάκαρος, γκόμενες στη μπανιέρα, κουρέλια που τραγουδάνε ακόμα, ο ξανθός με τη χωρίστρα… η ομάδα στο πρώτο ημίχρονο ήταν ένας εφιάλτης από σκατά.
Χρειάστηκαν 120 λεπτά για να το καρφώσουν το ρημάδι και να περάσουμε στον επόμενο γύρο. Ο προφέσορας κι εγώ ξεσπάσαμε στα μπινελίκια, στις αγκαλιές και στους πανηγυρισμούς μέσα στη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει. Στο τέλος τα κουρέλια που τραγουδούσαν ακόμα ξεκρεμάσανε το πανό και κάποιοι από μας καταλήξαμε στο ιστορικό σουβλατζίδικο δεξιά απ’ το γήπεδο για το νικηφόρο πιτόγυρο…
«Ο Παναγιωτίδης ρε… ο Παναγιωτίδης την είπε τη θεϊκή ατάκα… στο πα ότι θα τον θυμόμουν το πούστη».
Περάσανε κάμποσες Τετάρτες ακόμα μέχρι να αποκλειστούμε απ’ το κύπελλο και τον προφέσορα τον ξαναπέτυχα μια Κυριακή τελικά, ντάλα ήλιος το μεσημέρι στο σημείο της κερκίδας που ποτέ δεν άλλαζα… γούρια βλέπεις. Τις ταινίες του Νικολαΐδη δεν της είχα δει ακόμα αλλά τις είχα σημειώσει σ’ ένα από εκείνα τα τετράδια που έγραφα λίστες με δίσκους και τραγούδια που έπρεπε να ακούσω. Μια εφημερίδα με χτύπησε στον ώμο του πέτσινου περφέκτο κι όταν γύρισα κεφάλι εκείνος ήταν εκεί.
«Στο ‘πα ρε θα το πάρουμε το πρωτάθλημα, τους βλέπεις σήμερα, τρία τεμάχια τα καριόλια και πάμε γι’ άλλα τόσα… ΕΛΑ ΜΩΡΗ ΟΜΑΔΑΑΑΑ».
Η ομάδα πήγαινε σφαίρα, το πανό με τα κουρέλια που τραγουδούσαν ήταν ακόμα στη θέση του, το ημίχρονο έκλεινε με 3-0 υπέρ μας και ο ντάλα ήλιος βάραγε τα κεφάλια μας και όλη τη Φιλαδέλφεια. Ο προφέσορας είχε καθίσει δίπλα μου και μελετούσε την εφημερίδα, τρώγοντας πασατέμπο αλλά με το τρανζιστοράκι του κλειστό.
«Ρε φίλε, ακόμα δεν τις είδα τις ταινίες του Νικολαΐδη αλλά τις έχω σημειώσει», του είπα για να ανοίξω καμιά καινούργια διάλεξη.
«Γλυκιά Συμμορία ρε… και κονσέρβες ανοίγουμε… χαχαχαχαχαχα», γέλασε μ’ ένα διαβολεμένο γέλιο και δεν είχα ιδέα τι εννοούσε.
«Τι;»
«Τίποτα ρε, είσαι μικρός ακόμα, δεν θα καταλάβεις… μας έχει γαμήσει ο ήλιος σήμερα… αυτός ο πούστης ο ήλιος ποτέ δεν τελειώνει… κι αυτό δικό του είναι… ο ψηλέας το ‘λεγε στον Τάκαρο».
«Δεν κατάλαβα»
«Θα καταλάβεις αργότερα… θα βάλει ο μαλάκας κάνα πιτσιρικά για το δεύτερο, να πάρει κάνα παιχνίδι στα πόδια του…»
Η ομάδα τελικά το πήρε το πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά όπως και τις δύο επόμενες. Εγώ σταμάτησα μετά από ένα ευρωπαϊκό ματς να πηγαίνω στο γήπεδο και δεν ξαναπάτησα ποτέ μου από τότε. Τον προφέσορα δεν τον ξανάδα αλλά κάθε φορά που πήγαινα σχολείο και είχε ντάλα ήλιο έλεγα στους άλλους πως «αυτός ο πούστης ο ήλιος ποτέ δεν τελειώνει». Μ’ άρεσε σαν ατάκα βλέπεις και ήταν κάτι σαν φόρο τιμής στο προφέσορα χωρίς να έχω καταλάβει ότι δεν ήταν δικιά του. Τα χρόνια πέρασαν και μέσα τους κάθισα και είδα όλες τις ταινίες του Νικολαΐδη ούτε κι εγώ ξέρω πόσες φορές την καθεμία, διάβασα τα βιβλία του, είδα την δικιά μου Βέρα να τρέχει μακριά, έκανα παρέα με μερικά εφήμερα κουρέλια που δεν ξέρω αν τραγουδούν ακόμη, αλλά και κάτι άλλα που ξέρω πως σίγουρα το κάνουν και φτιάξαμε τις δικές μας γλυκές συμμορίες, εκτίμησα την Ευρυδίκη ΒΑ2037 στην τρίτη προβολή της, είδα τον Τάκαρο στη σκηνή που πηδάει, τον διακόπτει ο άλλος και λέει, «και κονσέρβες ανοίγουμε», χαμογελώντας σκεπτόμενος τον προφέσορα, και ταυτίστηκα απόλυτα όταν έλεγε ο Νίκος Νικολαΐδης: «Μου φαίνεται πως τώρα ήρθε η ώρα να περπατήσουμε σωστά τον λάθος δρόμο κι υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μη χαθούμε … -Να ξεχαστούμε αλλά να μην ξεχάσουμε.»
Δυο χρόνια αργότερα απ’ τον θάνατό του και πίνοντας στο Closer στην Ιπποκράτους, μια από εκείνες τις βραδιές που δεν συνέβαινε τίποτα, είχα την τύχη να γνωρίσω έναν από τους καλύτερους φίλους του Νικολαΐδη που δεν θέλω να αποκαλύψω το όνομά του. Με δάκρυα στα μάτια, μου μιλούσε για τον φίλο του και για το πόσο σπουδαίος σκηνοθέτης ήταν. Είχαμε πιει μέχρι τελικής πτώσεως δίχως μοιρολατρίες και λοιπές μνημόσυνες μαλακίες, ήταν από εκείνες τις σπουδαίες βραδιές που λες ότι κάτι συμβαίνει. Κάποια στιγμή γύρισα και του ‘πα και τη δικιά μου ιστορία με το πανό και τον προφέσορα, γέλασε σαν τρελός, κάναμε τις υποθέσεις μας για το που μπορεί να βρισκόταν ο προφέσορας σήμερα, μολογήσαμε μυστικά που μένουν πάντα πάνω στη μπάρα και δεν φεύγουν ποτέ από εκεί και κάποια στιγμή, στο λίγο πιο μετά του χρόνου, ξεκίνησε με την σειρά του να μου πει κι εκείνος μια παρανοϊκή ιστορία για τον Νίκο Νικολαΐδη.
Η ιστορία ξεκίναγε κάπως έτσι… Άκου πτώμα να μαθαίνεις.
[Το κείμενο του ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΛΙΑΝΑΙΟΥ δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο biblioteque
Ο Γιάννης Ζελιαναίος γεννήθηκε τον Γενάρη του άσωτου έτους 1978. Το 2004 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Καλώς ήρθες χειμώνα, γραφιά της νιότης μας» από τις εκδόσεις Εριφύλη. Μια χρονιά αργότερα και από τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Άννα». Το 2009 από τις εκδόσεις Ενδυμίων κυκλοφόρησε το «Ο Διάβολος πάνω σεστρατσόχαρτο», ενώ το 2016 επανεκδόθηκε διορθωμένο και με τρία μπόνους πεζά από τις εκδόσεις Straw Dogs. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε την τέταρτη ποιητική του συλλογή, «Μακάριοι οι Σκύλοι του Οινοπνεύματος» και πάλι από τις εκδόσεις Straw Dogs. Υπήρξε αρθρογράφος σε πολλά μουσικά sites, αποκλειστικός φωτογράφος του συγκροτήματος «Διάφανα Κρίνα» για πολλά χρόνια, δισκοθέτης, φανζινάς, υπάλληλος δισκοπωλείου και πολλά άλλα επαγγέλματα που ευτυχώς έκανε για να βιοποριστεί. Ποιήματα και κείμενά του έχουν χρησιμοποιηθεί για θεατρικές παραστάσεις, opening acts και άλλα πολλά. Την περίοδο 2012-2017 ήταν συνεκδότης μαζί με την Γιώτα Παναγιώτου στις εκδόσεις Straw Dogs όπου κυκλοφορεί και το ομότιτλο περιοδικό τέχνης με έδρα του την Κύπρο. Για ένα χρόνο (2015-2016) αρθρογραφούσε στο πολιτιστικό ένθετο «Ηδύφωνο» της κυριακάτικης «Σημερινής» κρατώντας την δική του μουσική στήλη με τίτλο «Ο Ήχος της Μουσικής». Είναι βασικός συνεργάτης της Τεθλασμένης Ψηφιακής Βιβλιοθήκης, bibliotheque.gr. Ζει κι εργάζεται ως δισκοθέτης στην Λευκωσία.
Επικοινωνία: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.