Το στοιχειό...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

Μύριζε βροχή και καπνό απο ξυλόσομπα. Βρωμούσε φτώχεια. Στη μασίνα έβραζε σούπα: κολοκύθια, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδο, λίγο λάδι και λίγο μοσχάρι μέσα στην κατσαρόλα για να θρέψει 5 στόματα. Καφενείο, σημείο συνάντησης πάνω στην πλατεία, εκεί γινόντουσαν οι γάμοι, εκεί κρατούσαν ζωντανή την Δημοκρατία, εκεί διάβαζαν τα παιδιά της για το σχολείο, όταν έβρεχε πολύ και έμπαζε νερό το σχολειό κάνανε μαθήματα εκεί, εκεί και το μοναδικό τηλέφωνο πλην του χωροφύλακα και του προέδρου της κοινότητας σε όλο το χωριό για όλο το χωριό.

Ένα χωριό σαν πολλά άλλα, αλλά και σαν κανένα άλλο...Μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες του χωριού αλλά και σαν άλλη καμία...
Στην άκρη του χωριού, εκεί όπου τα σπίτια μοιάζουν να υποχωρούν μπροστά στη σιωπή της νύχτας, υπήρχε ένα πηγάδι. Όχι απλώς ένα πηγάδι, αλλά μια ρωγμή στον χρόνο, ένα σημείο όπου οι ιστορίες των ανθρώπων συναντούσαν κάτι βαθύτερο, κάτι που δεν μπορούσε να εξηγηθεί. Τα γερόντια το αποκαλούσαν "Το Στοιχειό του Πηγαδιού", και η φράση αυτή έμοιαζε να κουβαλάει μαζί της έναν απόηχο που δεν ήταν ποτέ ακριβώς ανθρώπινος.

Οι νύχτες στο χωριό ήταν γεμάτες από ψιθύρους. Όχι αυτούς που γεννιούνται από τον άνεμο ή την κίνηση των δέντρων, αλλά ψιθύρους που έμοιαζαν να έρχονται από το βάθος του πηγαδιού, σαν μια αόρατη φωνή που καλούσε κάποιον να πλησιάσει. Οι χωρικοί έκλειναν τα παράθυρα και τις πόρτες τους, σαν να προσπαθούσαν να προστατευτούν από κάτι που δεν μπορούσαν να δουν, αλλά που ένιωθαν να τους παρακολουθεί.
Κόρη δεν είχε να την βοηθάει και ο αγαπημένος της ο Πέτρος, ο μεγαλύτερος απο τους τρεις γιούς της, ένας νεαρός με την ανυπομονησία εκείνων που δεν πιστεύουν σε τίποτα πέρα από το δικό τους βλέμμα, αποφάσισε να πλησιάσει το πηγάδι. Ήταν μια νύχτα γεμάτη φεγγαρόφως, όπου η σιωπή έμοιαζε πιο πυκνή από ποτέ. Με μια λάμπα στο χέρι και την περιέργεια να σιγοβράζει μέσα του, στάθηκε μπροστά στο πηγάδι και κοίταξε μέσα. Το σκοτάδι ήταν τόσο βαθύ που η λάμπα του έμοιαζε ανίκανη να το διαπεράσει.

Και τότε ήρθε ο ψίθυρος: "Διψώ..."
Η φωνή δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Ήταν τραχιά, γεμάτη πόνο, σαν κάτι που είχε ξεχαστεί για αιώνες και τώρα έβρισκε τρόπο να εκφραστεί. Ο Πέτρος ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά, αλλά η περιέργεια του δεν τον άφησε να φύγει. Έσκυψε για να ρίξει νερό στο πηγάδι, σαν μια πράξη συμφιλίωσης με το άγνωστο. Και τότε ένιωσε κάτι να τον τραβάει. Ένας παγωμένος αέρας τύλιξε τα χέρια του και τον έσυρε προς τα κάτω.
Το επόμενο πρωί, οι χωρικοί βρήκαν τη λάμπα του Πέτρου σβηστή δίπλα στο πηγάδι. Εκείνος όμως είχε εξαφανιστεί. Από εκείνη τη μέρα, οι ψίθυροι έγιναν πιο έντονοι: "Διψώ... πεινώ..."
Οι ιστορίες λένε πως ο Πέτρος έγινε μέρος του στοιχειού – μια ψυχή παγιδευμένη στο σκοτάδι για πάντα. Το πηγάδι τώρα δεν είναι μόνο ένα σημείο στον χώρο. Είναι ένας κόσμος από μόνο του, γεμάτος ψυχές που ψιθυρίζουν τη δίψα τους στον άνεμο της νύχτας.
Κανείς δεν πλησιάζει πια το πηγάδι. Όχι επειδή φοβάται το σκοτάδι του, αλλά επειδή ξέρει πως το σκοτάδι αυτό είναι ζωντανό.
Μόνο αυτή είχε το θάρρος και την λαχτάρα να τριγυρνά κάθε βραδυ εκεί γύρω για να ακούσει τη φωνή του γιού της... και για να του αφήσει ένα ποτήρι κρύο νερό και ένα πιάτο φαγητό...

Τα χρόνια πέρασαν και οι ιστορίες που λένε πως ο Πέτρος έγινε μέρος του στοιχειού – μια ψυχή παγιδευμένη στο σκοτάδι για πάντα, έγιναν μέρος της ιστορίας του χωριού. Το πηγάδι τώρα δεν είναι μόνο ένα σημείο στον χώρο. Είναι ένας κόσμος από μόνο του, γεμάτος ψυχές που ψιθυρίζουν τη δίψα τους στον άνεμο της νύχτας.
Όμως, η αλήθεια ήταν άλλη. Τον Πέτρο δεν τον πήρε το στοιχειό. Τον Πέτρο τον σκότωσαν οι χωροφύλακες, ένα βράδυ που γύριζε από το καφενείο. Είχε μιλήσει παραπάνω, είχε σηκώσει το κεφάλι, είχε πει λόγια που δεν άρεσαν στους δυνατούς. Τον βρήκαν στο στενό, τον χτύπησαν, τον άφησαν μισοπεθαμένο και τον έριξαν στο πηγάδι για να σβήσουν τα ίχνη τους. Το χωριό το ήξερε, το μάντεψε, το ψιθύριζε πίσω από κλειστές πόρτες, μα κανείς δεν μίλησε. Εθελοτυφλούσαν όλοι, προτιμώντας να λένε πως το στοιχειό τον πήρε, πως το πηγάδι τον κατάπιε, γιατί έτσι ήταν πιο εύκολο να ζουν με τον φόβο, παρά με την ενοχή.

Η μάνα του, μόνη της, κάθε βράδυ τριγυρνούσε γύρω από το πηγάδι. Όχι γιατί πίστευε στα στοιχειά, αλλά γιατί ήξερε. Ήξερε πως εκεί μέσα ήταν ο γιος της, όχι από κατάρα, αλλά από ανθρώπινο χέρι. Κι όμως, του άφηνε ένα ποτήρι κρύο νερό και ένα πιάτο φαγητό, όχι για να ξεδιψάσει το στοιχειό, αλλά για να μην ξεχαστεί ο Πέτρος. Για να θυμίζει στο χωριό πως το σκοτάδι του πηγαδιού δεν είναι πάντα μεταφυσικό – είναι και το σκοτάδι που αφήνει η σιωπή των ανθρώπων...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ

Βίλλα Γκριμάλντι...

Το μνήμα του καουμπόι και ο τόπος του άταφου νεκρού...

Κάτω από την πόλη...


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...