Γράφει ο Γιώργος Τσέκας
Στις 30 Αυγούστου 1949, μια μονομαχία βγαλμένη από την Άγρια Δύση έλαβε χώρα στα αφιλόξενα για τη δημοκρατία και εχθρικά για τη λαοκρατία βουνά της Μακεδονίας. Αυτά τα κακοτράχαλα γεμάτα καφέ αρκούδες που μιλούσαν σλάβικα, μα βάφτιζαν τα παιδιά τους σε ορθόδοξη κολυμβήθρα και και δεν είχαν σκεφτεί ποτέ να βάλουν τους φράχτες τους πιο κάτω ή πιο πάνω και για χρόνια δεν ενοχλούσαν. Σε αυτόν τον τόπο που οι πατριώτες διεθνιστές του Δ.Σ.Ε. τον είχαν ποτίσει με αίμα για να ανθίσουν λουλούδια και δέντρα και ήταν γεμάτο με Έλληνες από τον Πόντο και τη Μικρασία. Εκείνη την ημέρα, το μαντρόσκυλο του Αθηναίου εργοστασιάρχη Φρίξου Κοντολέοντος, ο 26χρονος κάτοικος Παγκρατίου Βαγγέλης Γιακουμής, μονομάχησε με τον 23χρονο εργάτη κάτοικο Καβάλας Νίκο Αρβανιτίδη.
Στην αρχή φάνηκε πως οι δυο νέοι αλληλοσκοτώθηκαν. Μια πιο προσεκτική εξέταση όμως διαπίστωσε διαφορετικά αποτελέσματα.
Ο Γιακουμής έφερε διαμπερές τραύμα στο στήθος. Στο χέρι του κρατούσε σφιχτά το όπλο του που δεν είχε εκπυρσοκροτήσει. Ο έτερος νεκρός είχε πυροβολήσει μόλις μια φορά με ένα λιανοτούφεκο της κακιάς ώρα που βρέθηκε τρία μέτρα μακριά από την σωρό του. Το σώμα του δόλιου του Νικόλα ήταν ξεσκισμένο λες και είχαν πέσει πάνω του όρνεα. Τα διαμπερή τραύματα από τις σφαίρες 100 διαφορετικών όπλων, όλων αμερικανικής κατασκευής, στην πλάτη του Αρβανιτίδη, είχαν διαλύσει το κορμί του άτυχου εργάτη. Η πισώπλατη επίθεση στο νεαρό κομμουνιστή, βέβαια, δεν επισκίασε το θρίαμβο των εθνικοφρόνων υποστηρικτών του Γιακουμή που τύλιξαν τον νεκρό τους με την αστερόεσσα, τον έραναν με βασιλικό και τοποθέτησαν ένα καφέ καουμπόικο καπέλο στην κεφάλα του, ενώ βρίσκονταν μέσα στο νεκροκροκούτι.
Τη μονομαχία είχε παρακολουθήσει στο πρόχειρα κατασκευασμένο στα πρότυπα ρωμαϊκής αρένας σκηνικό ένα ετερόκλητο πλήθος δημοσιογράφων, υπαλλήλων ξένων πρεσβειών, εμπόρων, μικροϊδιοκτητών, μικροκαταστηματαρχών, δημοσίων λειτουργών, δικαστών, χωροφυλάκων, εκπροσώπων εργοστασίων όπλων, εφοπλιστών, παπαδαριού, στρατιωτικών, καλοθρεμμένων και πλαδαρών αστών, τραπεζιτών αλλά και αμόρφωτων αγροίκων που φορούσαν όλοι κουκούλες και γερμανικές μπότες, καθώς και κάποιων φανερά ταλαιπωρημένων και υποσιτισμένων αλλά με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο, ένα χαμόγελο που το έσβησε απότομα η κραυγή του Αρβανιτίδη καθώς σωριαζόταν στο έδαφος.
Κανένας δεν άκουσε ούτε έναν από τους πυροβολισμούς εκτός από εκείνον που είχε προέλθει από το όπλο του Καβαλιώτη αγωνιστή. Η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και στα 100 όπλα είχε χρησιμοποιηθεί σιγαστήρας φτιαγμένος από κίτρινο χαρτί εφημερίδας.
Στην τσέπη του Αρβανιτίδη βρέθηκε ένα γράμμα από την γυναίκα του που κατασχέθηκε από την αστυνομία και καταστράφηκε παρουσία εισαγγελέα, και ένα κομμάτι από φιτίλι που ο διοικητής της αστυνομίας ταυτοποίησε με το φιτίλι που είχαν συνδέσει οι αντάρτες του ΕΛΑΣ στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία το 1944, στα Δεκεμβριανά. Η μεγάλη αυτή επιτυχία είχε αποσιωπηθεί εκουσίως στη Μόσχα, όπως μας ενημέρωναν οι αθηναϊκές εφημερίδες... Στις τσέπες του σακακιού του Γιακουμή βρέθηκε ένας ξύλινος σταυρός, η Αγία Γραφή και ένα πακέτο τσιγάρα Λακι Στραικ.
Στο φύλλο της Κυριακής υπήρχε αναλυτικό ρεπορτάζ και πλήθος φωτογραφιών και από τα δυο θύματα με έμφαση στα τραύματα τους. Τα κείμενα που συνοδεύονταν από ανατριχιαστικές φωτογραφίες, αποτελούσαν βεβήλωση της μνήμης του ενός νεκρού και αγιοποίηση του άλλου, μαζί με μια άγαρμπη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Η μνεία στη συνδικαλιστική ζωή του βορειοελλαδίτη νεκρού πριν τον πόλεμο έγινε με αρνητικό πρόσημο και βαφτίστηκε "εγκληματικό παρελθόν" του εκλιπόντος. Τονίστηκε η φυλάκιση του στην Ακροναυπλία λόγω πολιτικών φρονημάτων και η απόκρυψη της δράσης του σαν αντιστασιακός στα χρόνια της Κατοχής ήταν ένα ακόμα ψεγάδι που φυσικά ωχριούσε μπροστά στον επικήδειο ύμνο για τη ζωή του Γιακουμή και την συσκότιση του γεγονότος ότι είχε συνεργαστεί με τους Γερμανούς την περίοδο ‘41-’43, ότι το ‘44 είχε μπει στην χωροφυλακή, και ότι επειδή είχε βιάσει μια γειτόνισσα δεν είχε βρεθεί στη φυλακή αλλά στην προσωπική ασφάλεια του εργοστασιάρχη, του σπουδαίου τρανού, τι τρανού, του τιτάνα πατριώτη Φρίξου Κοντολέοντος, ο οποίος κατασκεύαζε φασόν τις ραπτομηχανές Σίνγκερ στην Ελλάδα...
Στις σελίδες των εφημερίδων διαφημιζόταν η δημοσιογραφική κάλυψη της κηδείας του Γιακουμή στο επόμενο φύλλο και ότι τα έξοδα θα πλήρωνε η κυβέρνηση των Αθηνών.
Το μελάνι λογικά σώθηκε κι έτσι δεν γράφτηκε πουθενά ότι το πτώμα του Αρβανιτίδη παρέμεινε άταφο...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ...
Η νύχτα έρχεται και φεύγει κύριε Μπάροουζ...