Ο Μάγος του Μέρλιν...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

Εικονογράφηση: Δανιήλ Γουδέλης

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να γράψεις κάποια ιστορία, ούτε να την διηγηθείς σε κάποιον, αν αυτή είναι κατασκευασμένη, ψεύτικη και βασίζεται στο ρομάντζο και το επιτηδευμένο χάπι εντ. Ακόμα και αν αυτό γίνεται για να προβάλει κάτι σε οποιοδήποτε επίπεδο θρησκευτικό, πνευματικό, ηθικό, προσωπικό, ομαδικό ή απλά διδακτικό σε αυτούς που απευθύνεται. Οι λέξεις πρέπει να φτιάχνουν ένα τεράστιο καθρέπτη, όχι απαραίτητα με την στενή έννοια του γυάλινου κομματιού, που ο καθένας να βλέπει τον εαυτό του ή έστω να αντανακλάται πάνω στην επιφάνεια του ο πραγματικός κόσμος.

Αυτό δεν μπορεί να το χωνέψει ο εκδότης μου. Και κάθε τρεις και λίγο με παίρνει στο σταθερό μου, εκείνο το μαύρο με το καντράν ενθύμιο από τον πατέρα μου που δούλευε στον ΟΤΕ και που ο μέσος χίπστερ πληρώνει στο Μοναστηράκι ένα κατοστάευρο για να το έχει στο καθιστικό του φυσικά χωρίς να είναι συνδεδεμένο και που οι κάτω των τριάντα δεν ξέρουν πως να καλέσουν έναν αριθμό από αυτό, ζητώντας ενημέρωση για το τρίτο μου βιβλίο. Αρχικά μου κάνει εντύπωση πως ακόμα με ψάχνει και δεν με έχει στείλει στον διάολο μιας και τα δυο πρώτα πονήματα μου μετά βίας πούλησαν τριακόσια αντίτυπα -μαζί-, αλλά ΟΚ, δικά του είναι τα λεφτά , δικά του και τα μεράκια.
Την τρίτη μέρα από ντροπή και μόνο το σήκωσα και πριν προλάβω να του πω κάποια φτηνή δικαιολογία ή να του στείλω ένα ακόμα αρχείο στο μέιλ του με μισοτελειωμένη υπόθεση αλλά με άλλο τίτλο για να τον ξεγελαστώ έστω και προσωρινά πριν το ανοίξει, αυτός με ευχαρίστησε για την καινούργια ιστορία που του έστειλα χτες το βράδυ.
Δεν ξαφνιάστηκα. Λέω τρολάρει ο μαλάκας, επικρότησα και σκέφτηκα «καλά κάνει παίζει μπαλίτσα και αυτός στο γήπεδο μου» άρα ολοκλήρωσα την σκέψη μου; καθώς αυτός συνέχισε να μου μιλάει για την ιστορία και κάποιες λεπτομέρειες που ήθελε αποσαφήνιση και φυσικά δεν μπορούσα να τον βοηθήσω, θα χάσει πανηγυρικά μέσα στο «σπίτι» μου. Κλείνοντας το τηλέφωνο πήγα προς τον υπολογιστή μου να τσεκάρω τα μέιλ μου. Άνοιξα το pc και εκείνη την ώρα χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Απάντησα, ήταν ο ταχυδρόμος και είχε γράμμα για μένα, γράμμα όχι δέμα από κούριερ κάτι που με ενθουσίασε είχε αιώνες να κάνω γράμμα. Κάθε βδομάδα μου έρχεται πακέτο με δίσκους, σιντί και βιβλία για κριτική ή από αγορές που πραγματοποιώ μέσω Ίντερνετ αλλά εδώ και χρόνια είχα να παραλάβω κάποιο γράμμα. Κατέβηκα πήρα την αλληλογραφία από τον χαμογελαστό ταχυδρόμο που μου παρέδωσε αρκετούς λογαριασμούς ένα πακέτο από τον φλόγα που παρήγγειλε βινύλια ο Γιάκ και ένα δέμα από Σουηδία με όλα τα εφτάρια των Iron Lamb όπου στο όνομα παραλήπτη έγραφε με λατινικούς χαρακτήρες To: Μalakas το όνομα και επίθετο μου και δίπλα μέσα σε εισαγωγικά “Katse ston Fourno”. Τελευταίο το γράμμα. Αποστολέας Μάγος Μέρλιν. Γέλασα.
Ανέβηκα στον διαμέρισμα μου στον τέταρτο με τα πόδια αφού η γριούλα του τρίτου δεν δεχόταν άλλον μέσα στο ασανσέρ λόγω κόβιντ άλλωστε δεν είχα μάσκα μαζί μου και δεν κάτσαμε να το συζητήσουμε πολύ• λίγη γυμναστική είναι πάντα ευπρόσδεκτη.
Κάθισα στον ανοιχτό υπολογιστή και έψαξα για το εν λόγω μέιλ. Δεν βρήκα κάτι στα σταλμένα ούτε στον κάδος ανακύκλωσης. Τι στο διάολο από που το έστειλα; ΑΝ το έστειλα έτσι;
Πήρα τηλέφωνο τον Γιάννη από το Merlin’s την ώρα που άνοιγα τον φάκελο και διάβαζα το «γράμμα από τον Μάγο». Πολύ περιεκτικά και λακωνικότατα σε 11 λέξεις εκ των οποίων η μια επαναλαμβανόταν άλλες τρεις φορές μου έγραφε: “Αγαπητέ Γιώργο, μετά την συνάντηση μας ελπίζω να κατάλαβες πως ότι κατάλαβες κατάλαβες, κατάλαβες;”

Πήρα τηλέφωνο τον Καστανάρα.
- Καλημέρα Γιάννη, πήρα το γράμμα σου ή μήπως το έστειλε ο Δημήτρης;
- Καλημέρα, μέταλλο, ποιο γράμμα;
- Πώωω, όρεξη για πλάκα έχετε σήμερα όλοι σας, του απάντησα.
- Ειλικρινά δεν σε πιάνω, συνέχισε και καθώς μου εξηγούσε πως δεν είχε κανένα λόγο να επικοινωνήσει γραπτά, αφού μπορούσε να στείλει ένα μήνυμα στο μέσεντζερ αν ήθελε κάτι, νόμιζα θα έπαιζε κάποιο τραγούδι ή θα περνούσαμε σε διαφημίσεις αφού τέτοιες φωνές σαν την δικιά του εγώ προσωπικά έχω συναντήσει μόνο στο ραδιόφωνο.
Βαρέθηκα να πάρω πίσω τον εκδότη και ντύθηκα να πάρω μια εφημερίδα και ένα καφέ πριν ξεκινήσω να ανεβάζω νέα για το περιοδικό.
Ανάμεσα σε θανάτους ροκ σταρ και καλλιτεχνών όλων των ηλικιών είτε από γηρατειά είτε από ναρκωτικά είτε από κάποια κωλοασθένεια υπήρχαν κάποια ανιαρά καινούργια κομμάτια για το τμήμα των νέων, άλλη μια βαρετή μέρα που κάποια μετάφραση θα έκανε ακόμα πιο άσχημη, όποτε σηκώθηκα από τον υπολογιστή και πήγα στο στερεοφωνικό να ακούσω ένα από τα βινύλια του Ψηλού άλλωστε πάντα μου άρεσε να του χαλάω την ευχαρίστηση να ανοίγει αυτός τα “δώρα» του.
Δεν ξέρω ποιου είδους δυσλεξία ή απλά συνειρμικά με έκαναν να περιμένω στο πακέτο το κάποιο άλμπουμ των Sacrifice (το Forward to Termination θα ήτανε τέλεια επιλογή) ή το ομώνυμο EP των Sortilege πάντως εκείνο το πρωί άκουσα ολόκληρα τα 7” των Iron Lamb, Peskycostal Preaching και Backstabbers / The Angel Of Death, από 2 φορές και σχεδόν όλη την πρώτη πλευρά του Lost in the Beauty You Slay των Sacrilege αλλά πριν σηκωθώ να αλλάξω πλευρά αποκοιμήθηκα.
Βρέθηκα στην Αλμερία καβαλώντας ένα άσπρο άλογο που έτρεχε καμαρωτό και αγέρωχο από την υπερβολική ζέστη και τον καυτό ήλιο και χαζεύοντας το άγριο τοπίο της ερήμου με τα επιβλητικά βράχια και το εντυπωσιακό φρούριο Αλκαθάβα άθελα μου πέρασα μέσα στα γυρίσματα μια ισπανικής τηλεοπτικής σειράς του Νέτφλιξ στο Western Leone διακόπτοντας άγαρμπα το φιλμάρισμα. Ζήτησα ευγενικά να με συγχωρήσουν και έφυγα χωρίς να δω πως λίγα μέτρα πιο κει υπήρχε μια ταμπέλα πως έδειχνε Βαλένθια 344 χλμ, Σεβίλλη 320 χλμ και 1964 σε 1 χιλιόμετρο.
Διέσχιζα κάτω από τον καυτό μεσογειακό ήλιο την Έρημο Ταμπέρνας καλπάζοντας σε πιο χαλαρούς ρυθμούς σταθήκαμε μετά από λίγο για νερό εγώ και το λευκό άτι παρατηρώντας το γύρισμα ενός σπαγγέτι γουέστερν. Ήμασταν στο Fort Bravo και έψαχνα με μια χούφτα δολάρια να βρω κάποιον διάσημο ηθοποιό του Χόλιγουντ ή της Τσινετσιτά αλλά η τεχνητή πόλη της άγριας Δύσης ήταν άδεια από πιστολάδες και πρωταγωνιστές και μόνο το συνεργείο βολόδερνε καπνίζοντας και ακολουθώντας τον σκηνοθέτη που ούρλιαζε καθώς έψαχνε καλό σημείο για να στήσει την κάμερα για τις επόμενες σκηνές.
Αφού ξεδιψάσαμε ξεκινήσαμε σε χαλαρό τέμπο για το άγνωστο και χαθήκαμε στην κοιλάδα. Λίγο πριν βγούμε από αυτή άρχισαν πυροβολισμοί οι οποίοι με τρόμαξαν αρχικά αλλά θυμήθηκα πως είμαι εν μέσω γυρισμάτων όποτε γέλασα με την αφέλεια μου. Πριν προλάβω να χαϊδέψω στον λαιμό το άλογο και μα το καθησυχάσω μιας και αυτό τρόμαξε μαζί μου κατάλαβα πως οι σφαίρες ήταν αληθινές και το κατάλαβα με τον πιο οδυνηρό τρόπο. Τρεις σφαίρες πέτυχαν στον λαιμό το άλογο μου κόβοντας το κεφάλι από το υπόλοιπο σώμα του. Πριν βρεθώ κατάχαμα και με σπασμένα πλευρά έβαλα τα χέρια στο κορμί του ετοιμοθάνατου ζώου και σηκώθηκα όρθιος και έδωσα ένα γερό σάλτο προς τα πάνω. Πιάστηκα από ένα τεράστιο καλώδιο σαν αυτό που πιάστηκε ο Τάνγκο με τον Κας στην απόδραση τους από την φυλακή και μετά από μια «βόλτα» στον αέρα αιωρούμενος στο κενό προσγειώθηκα σε ένα τεράστιο τάνκερ στην θάλασσα της Μεσογείου. Ο χρόνος μετρούσε περίεργα και από την ηλιόλουστη Ισπανική κοιλάδα βρέθηκα μετά τα μεσάνυχτα αρκετά μίλια έξω από το λιμάνι της Μασσαλίας εν μέσω θαλασσοταραχής και έντονης καταιγίδας. Προσγειώθηκα στο κατάστρωμα του σαν σάκος με πατάτες. Πολύ καλύτερα από το να είμαι δεμένος σε κάποιο κατάρτι στην μέση του Ειρηνικού Ωκεανού να ακούω την μπαλάντα της αρμυρής θάλασσας σκέφτηκα.
Σηκώθηκα με στυλ και με δυσκολία έφτασα σε μια πόρτα. Την άνοιξα με έναν κλώτσο και είδα ένα τσούρμο ναύτες και εγκληματικές φάτσες να με κοιτάνε απαξιωτικά. Στην ουσία αυτό που έβλεπα ήταν ένα κακόφημο μπαρ από αυτά που συναντάς σε κάθε λιμάνι και συχνάζουν σε αυτά κάθε καρυδιάς καρύδι ειδικά τεμπέληδες, πουτάνες, απατεώνες και θαλασσόλυκοι.
- Βάλε σε όλο το σκυλολόι το ακριβότερο κρασί σου απευθύνθηκα στον μπάρμαν και σε μένα το πιο φτηνό ποτό. Κερνάω του είπα. Μια γερασμένη πόρνη ήρθε και έκατσε δίπλα μου.
- Ομορφούλη, θα μου βάλεις ένα ποτό; με ρώτησε όλο υποσχέσεις. «Με σαράντα ευρώ σου παίρνω μια πίπα εδώ μέσα» μου πρότεινε κοιτάζοντας με επίμονα μέσα στα μάτια. -Δεσποινίς μου απάντησα κοιτάμε και οι δυο από την σωστή μεριά τα σαράντα εγώ από ψηλά εσύ από χαμηλά συγχώρησε με που έχω ξεπεράσει τις επιπόλαιες ορμές μου πια της είπα.
- Ξέρεις τι να πεις για να ξεγλιστρήσεις ε; Γνωρίζω πολύ καλά πως κοιτάζω τα πενήντα και εσύ ίσα που γλίστρησες στα σαράντα, μικρέ, αχ με ξεγέλασες θαρρείς ε le beau; Γέλασε δυνατά και έφυγε δίνοντας μια γεννάει ρουφηξιά στο τσιγάρο της και ξεφυσώντας τον καπνό στο πρόσωπο μου.
Πριν βγάλω να πληρώσω βούτηξα στο χαμηλό ποτήρι μου και όταν έβγαλα το κεφάλι μου έξω βρέθηκα στο εστιατόριο Boutary στην οδό Μαζαρέν, 3 δρόμους μακριά από το αβαείο του Σεν Ζερμέν ντε Πρε και το μουσείο Ντελακρουά στο Παρίσι.
Το εστιατόριο έμοιαζε με βιτρίνα καταστήματος υαλικών. Μου θύμιζε το καφέ «ογα» (αλλά σε κόκκινο φόντο όχι πράσινο όπως το ιταλικό καφέ) στο Μιλάνο με τα βαριά ξύλινα λουστραρισμένα έπιπλα και τα κρυστάλλινα ποτήρια και το χρυσό νερό που το πλήρωνε τρεις φορές ακριβότερο από τον καλό καβουρδισμένο εσπρέσο σου. Πριν παραγγείλω ο σερβιτόρος μου σέρβιρε μια ζέστη σούπα. Το γεγονός πως είχε μύδια και πως τα φοβόμουν για δηλητηρίαση έστω και ελαφριάς μορφής, δεν με πτόησε. Άλλωστε υπάρχει ένας απαράβατος κανόνας: δεν μπορείς να αφήσεις μια βαρυστομαχιά να σου απαγορέψει την απόλαυση ενός τέτοιου πιάτου. (Στο καλύτερο εστιατόριο του Παρισιού είμαστε διάολε και πόσες φορές θα βρεθώ εδώ, αλήθεια τώρα;). Στο τραπέζι με περίμενε ένα βαθύ πιάτο που περιείχε πεσκανδρίτσα, λυθρίνι , μπακαλιάρο, μύδια και γαρίδες, μπόλικα μπαχαρικά και ειδικά κόκκινο πιπέρι. Αρωματικά• δάφνη, σαφράν, σκόρδο και πράσο. Δίπλα είχε σαλάτα από σολομό ψωμί μπριός κύβους από βούτυρο και αντσούγιες με αγγούρια κομμένα παράλληλα δίπλα σε κατακόκκινες μικροσκοπικές ντομάτες. Το κύριο πιάτο ήταν πιο χορταστικό ακόμα, στο μάτι, στην γλώσσα και στο στομάχι. Φυσικά δεν μπόρεσα να το φάω όλο. Βασικά ίσα που το άγγιξα το ψητό κοτόπουλο σοταρισμένο σε σαμπάνια.
Φώναξα με άξεστη προφορά το γκαρσόν στα γαλλικά ζητώντας τον λογαριασμό αλλά ο ευγενέστατος υπάλληλος μου είπε πως:
- Είναι όλα πληρωμένα από τον κύριο που ήρθατε μαζί, τον κύριο Μέρλιν.
- Μα ήμουν μόνος μου όλη την ώρα ποιον κύριο λέτε μεσιέ;
Βγήκα έξω από το ρεστοράν νευριασμένος και προσπαθώντας να ξυπνήσω έβλεπα δυο μορφές σαν νεράιδες να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά και να μου ψιθυρίζουν νανουρίσματα όποτε εύκολα αφέθηκα στα χάδια τους. Για καλή μου τύχη χτύπησε ξανά το σταθερό μου -πάλι ο ανεξήγητα ευδιάθετος εκδότης μου- αλλά οι πονηρές μου νεράιδες έβγαλαν το καλώδιο από την πρίζα και εγώ συνέχισα να απολαμβάνω τον ύπνο μου.
Βρέθηκα στο πρώτο μας σπίτι στην Καλλιθέα στο μικρό διαμερισματάκι στην Ρήγα Φερραίου. Έβλεπα την μάνα μου να μας ταΐζει με την αδερφή στο μπάνιο ενώ εμείς πλατσουρίζαμε με τα νερά και μην μπορώντας να αδειάσουμε ένα μικρό πιάτο με σπανακόρυζο επί δυο ώρες δυο στόματα και την μάνα μας να μην βγάζει άχνα από δυσαρέσκεια ή αγανάκτηση γεμάτη υπομονή.
Κατέβηκα στην Θησέως και ανηφόρισα προς Κουκάκι. Σε ένα παγκάκι είδα μια μαυροφορεμένη φιγούρα να διαβάζει εφημερίδα και να πίνει μοναχικά το μιλκσέικ της. Κάθισα δίπλα του και τον ρώτησα γιατί είναι ντυμένος Μπάτμαν. Αρνήθηκε πως είναι ηθοποιός ή τρελός και κοίταξα την εφημερίδα που κρατούσε και είδα στην ημερομηνία πως δεν είχαμε Απόκριες. Κούνησα με απογοήτευση το κεφάλι και τον χτύπησα φιλικά στον ώμο.
-Ρε καριόλη εσύ έχεις πάρε δώσε με τον Μέρλιν εγώ σου φαίνομαι παράξενος που είμαι απλά ο εαυτός μου; με έβρισε ρωτώντας ρητορικά.
Γύρισα απότομα το βλέμμα μου προς το μέρος του.
-Μπρους ξέρεις τον Μέρλιν τον ρώτησα;
-Δεν με λένε Μπρους φίλε μου απάντησε.
-Αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος για να σκάσεις αφού δεν είσαι ο Μπρους Γουείν, τον έβαλα στην θέση του και συνέχισα το ίδιο επιθετικά, «που είσαι απλά ο εαυτός σου Μπάτμαν» του είπα με ειρωνικό ύφος. «Όσο για τον μάγο εσύ που στο διάολο τον ξέρεις;» τον ρώτησα αλλά αυτός σκουντουφλιασμένος βυθίστηκε στο μιλκσέικ του δείχνοντας μου πως δεν ήθελε αλλά πάρε δώσε μαζί μου. Βαρέθηκα κι εγώ να του δώσω άλλη αξία.
- Ρούφα μια καλή να πνιγείς του είπα ανάμεσα σε αλλά καντήλια φεύγοντας.
Ξύπνησα βράδυ μέσα στον ιδρώτα χωρίς να καταλάβω πως μέρα σε ολόκληρη η μέρα. Πήγα ξανά στον υπολογιστή να βρω το μέιλ αλλά τζίφος. Αύριο πρωί πρωί θα λύσω το μυστήριο, είπα στον εαυτό μου.
Μετά από τόσο ύπνο και τόσο βαθύ μια βόλτα θα μου έκανε καλό σκέφτηκα και μπήκα στο μπάνιο για να ετοιμαστώ. Καθώς το κρύο νερό έπεφτε στο πρόσωπο μου και με ξυπνούσε ένας καυτός μεθυστικός αέρας ένιωσα να αναβλύζει μέσα από το τηλέφωνο του ντούζ και βυθίστηκα πάλι στην αγκαλιά του Μορφέα.
Από Αύγουστο και θερμοκρασίες κοντά στους 35 βαθμούς Κελσίου τα μεσάνυχτα βρέθηκα δυο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα του 1968 στο θέατρο Άριστον του Σαν Ρέμο να παρακολουθώ τον πρωταθλητή Ιταλίας Νίνο Μπενβενούτι αντιμέτωπο με τον Αμερικανό Ντον Φουλμερ διεκδικώντας και οι 2 τον τίτλο του πρωταθλητή μεσαίων βαρών στην πυγμαχία. Δίπλα μου καθότανε ένας μεσήλικας με λευκό πουκάμισο που οι μεγάλοι γιακάδες του έβγαιναν με βια από τον λαιμό του κατακόκκινου πουλόβερ του. Αδιαφόρησα και έμεινα με καρφωμένα τα μάτια στο ρινγκ για τους δεκαπέντε γύρους ώσπου η πλάστιγγα έγειρε οριστικά προς το μέρος του Ιταλού πυγμάχου και το κοινό του θεάτρου άρχιζε να παραληρεί αφού μετά την τριλογία στο Μεγάλο Μήλο με τον Γκρίφιθ ο ντόπιος ήρωας κράτησε το στέμμα του βασιλέα των μεσαίων βαρών μέσα στο σπίτι του. Σηκώθηκα από την θέση μου και είδα πως ο παππούλης είχε ήδη φύγει πριν από εμένα. Έπεσε το μάτι μου ένα κομμάτι χαρτί που είχε αφήσει στη θέση, ένα σημείωμα. Το πήρα στα χέρια μου και το άνοιξα. «Θα είμαι στην αγγλοσαξονική Αγγλία για τρεις μέρες μέχρι τις 15 Αυγούστου κανόνισε να βρεθούμε από κοντά. Θυμήσου δεν μπορώ τον πολύ κόσμο. Μ.»
Ήθελα δυο εβδομάδες μέχρι την άδεια μου βαριόμουνα να περιμένω και η «διορία» του Μ που στάνταρ έλεγα ήταν κάποιος Μανώλης, Μάριος, Μικές, πάντως όχι Μέρλιν, έληγε αλλά δεν το είχα πάρει πολύ στα σοβαρά το θέμα «ραντεβού κάπου στον χωροχρόνο» να πω την αλήθεια, περισσότερο το πήρα σαν πλάκα. Ούτως ή άλλως δεν σκόπευα να γίνω κάποιου είδους Χανκ Μόργκαν ούτε έχω κάποια σχέση με το Κονέκτικατ, ενώ είχαμε κανονίσει εδώ και καιρό ένα Σαββατοκύριακο στην Ιθάκη. είχα στείλει κάμποσες ιστορίες στο φάνζιν και ο Καστανάρας δεν πίεζε και ποτέ ενώ στο περιοδικό όλα ήταν υπό τον έλεγχο της Ελπίδας και του Γιάκ. Άρα πολύ καλύτερα από ότι θα το είχα εγώ. Όλα κανονισμένα για ένα διήμερο ξεκούρασης και χαλάρωσης. Καμία περιπέτεια στον ορίζοντα.
Το πρωί έφευγα για Αστακό με το αυτοκίνητο και την συντροφιά του κοριτσιού μου. Η ταλαιπωρία να φτάσεις είναι μέσα στο πρόγραμμα αλλά η ομορφιά μόλις φτάσεις στο νησί σε κάνει να τα ξεχάσεις όλα. Φτάσαμε αργά το απόγευμα, αφήσαμε τα πράγματα στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και κατευθύνθηκαν σούμπιτοι στην κοντινή παραλία του Σαρακήνικου. Κάτσαμε σε αυτή με τους ψαράδες και όχι σε αυτή των γυμνιστών. Όσο ελεύθεροι και αν είναι δεν έχουν όρεξη να μοιραστούν ιστορίες γύρω από μια φωτιά , όχι όσο έχουν οι ψαράδες που αφού δέχτηκαν να πιουν από την μποτίλια μας, έψησαν τα καλύτερα τους ψάρια για μας και άρχισαν να διηγούνται τις περιπέτειες τους. Ήμουν εξ αρχής ειλικρινής μαζί τους. Ότι πούνε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποια ιστορία μου, δεν θα χρειαστείτε δικηγόρο όμως ούτε μπορώ να σας παρέχω εγώ ή η πολιτεία κάποιον αν τον χρειαστείτε...με γεμάτο στομάχι και μπόλικη κούραση γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για ένα κρύο μπάνιο και ύπνο, ώστε να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας.
Ξεκινήσαμε με γεμάτο ντεπόζιτο και ψυγείο με πάγο και δυο μπουκάλια ρούμι για τουρ στο νησί, απογοητευτήκαμε από τα αρχαία εκθέματα και χώρους, παρατημένα να τα καίει ο ήλιος και ο Χρόνος αλλά μαγευτήκαμε από την βόλτα με το καραβάκι και γαλαζοπράσινα νερά στο Γιδάκι και την Πλατιά Άμμο στον Κόλπο των Αφαλών. Κοιμηθήκαμε στην παραλία και γυρίσαμε την άλλη μέρα καταμεσήμερο να προλάβουμε το πλοίο της επιστροφής. Κατάκοποι αλλά γεμάτοι πήγαμε για ένα γρήγορο μπάνιο και ποτό στο Φιλιατρό.
Στην Κίρκη καθίσαμε στο μπαρ και αφού έστειλα μια φωτογραφία μέσω ίνσταγκραμ με τον βαμμένο στα χρώματα της ΛΟΑΤΚΙ σημαίας φαλλό που κοσμούσε το εν λόγω μπαρ στον κολλητό μου που αποκλείστηκε η ομάδα του νωρίς νωρίς από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις ετοιμαζόμασταν σιγά σιγά για το δρόμο προς το λιμάνι.
- Δεν πιστεύω να περίμενες να βρεις τον Μέρλιν εδώ. Ή να πίστεψες στο «ραντεβού στα τυφλά» με κάποιον αυτόκλητο μάγο, σαμάνο ή ερημίτη γεράκο; Γνώστη μυστικών βοτάνων και αλχημειών και Μαθουσάλα που ζει επί των αιώνων μοιράζονταν ξόρκια και γνώση στους μύστες της τέχνης του;
- Χαχαχαχα γέλασε η σύντροφος μου και συνέχισε: 
- Μου θυμίζει και λίγο Αρλέτα η φάση», και άρχισε να τραγουδάει τους στίχους «προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο βρέθηκα να τα πίνω με ένα άγιο..»
Στο καράβι διάβαζα το «Γαργαντούας και Πανταγκριέλ» του Ραμπελέ. κάτι μεταξύ φολκ καζαμία, απόσταγμα λαϊκής σοφίας και συλλογή από φωνές υπαίθριας φιέστας και ιπποτικού μυθιστορήματος της εποχής, τα οποία περιγράφουν αναλυτικά την ζωή και την προσωπικότητα, καθώς και το ταξίδι (μια κωμική εκδοχή της Οδύσσειας) του ήρωα, ο οποίος στο τέλος πρέπει να σώσει το βασίλειο των γιγάντων από τον εχθρό. Απολάμβανα τα κατορθώματα του αδερφού Ιωάννη: «...σε άλλους σκόρπιζε τα μυαλά, σε άλλους έσπαγε χέρια πόδια, σε άλλους εξάρθωνε τους σπονδύλους του σβέρκου, σε άλλους μετατόπιζε νεφρά, κατέβαζε μύτες, έβγαζε μάτια, έσκιζε σαγόνια, έδινε τα δόντια τους να τα φάνε, ξεκολλούσε ωμοπλάτες, σακάτευε κανιά, έβγαζε τα ισχία, θρυψιάλιαζε τα κόκαλα των χεριών και των ποδιών...» Με πλησίασε ένας νεαρός. Έχεις διορία μέχρι το τέλος του μήνα να εξιχνιάσεις μια υπόθεση. Αυτο σε θέλει ο Μέρλιν. Έγινε ένα τροχαίο και πρέπει να βρεις στοιχεία που αθωώνουν τον πελάτη μας. Κοίταξα γύρω μου να βρω την Βάνα. Ήμουν μόνος μου στο σαλόνι του καραβιού. Με αυτόν τον τρελό. Γιατί τρελό ήταν το παιδάκι... Μα που πήγαν όλοι;
-«Δεν είμαι ντετέκτιβ, ούτε σκοπεύω να χάσω άλλο από τον χρόνο μου με αυτή την αηδία, το πιο κακόγουστο αστείο και πιο κακοστημένη φάρσα που μου έχουν κάνει μεγάλε», του απάντησα.
–«Σου στέλνω βίντεο από κάμερες στο σημείο του συμβάντος. Δες την σύγκρουση και μετά σβήσε το. Το υλικό αυτό μπορεί να μας κάψει.»
Μπήκα στο κόπο να δω το βιντεάκι. Σε ένα κακής ποιότητας τραβηγμένο από πολύ μακριά δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα ούτε καν τα χρώματα των 2 αυτοκινήτων. Το έσβησα και ορκίστηκα να μην ξανασχοληθώ με την ιστορία αυτή. Το καράβι έπιανε στεριά και είχαμε αρκετό ακόμα δρόμο μπροστά μας.
Το ταξίδι δυστυχώς εξελίχθηκε σε μικρογραφία του Ράλι Ακρόπολις μέσα από παράδρομους, ατελείωτες στροφές, παρακάμψεις από την Εθνική Οδό σε χωματόδρομους, αμέτρητες νταλίκες στην άκρη του δρόμου, κόσμο –κατοίκους της περιοχής και εθελοντές-να παλεύει με τις φλόγες σαν ένα με τους πυροσβέστες και φωτιές όπου έβλεπες δάσος, αστυνομικούς όπου έβλεπες ίσκιο.
Γύρισα στο διαμέρισμα μου και έβαλα να δω μια ταινία πριν πέσω ξερός από την κούραση. Δεν άντεχα να βλέπω ειδήσεις με ζωντανά ρεπορτάζ από τα μέτωπα των φωτιών σε ολόκληρη την χώρα. Σε κάποιο σημείο της ταινίας σίγουρα αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα από την υπερβολική ζέστη και έβαλα σε ένα χαμηλό ποτήρι χυμό πορτοκάλι, μπόλικο πάγο, μια δόση μαρτίνι και δύο δόσεις αμαρέτο. Δροσίστηκα αρκετά και έβαλα ένα ακόμα ποτήρι.Ο καύσωνας ήταν αφόρητος και άνοιξα ξανα την τηλεόραση βλέποντας εικόνες βιβλικής καταστροφής από τους εμπρησμούς στην Εύβοια.
Βρέθηκα σε ένα υγρό υπόνομο όπου αρουραίοι με κράνη, τουφέκια στην πλάτη και τους τεράστιες γλώσσες σαν φίδια, κυνηγούσαν με μανία το ένα τρωκτικό το άλλο. Ακολούθησα το φως και βγήκα στο ύψος των δρόμων της πόλης. Στην επιφάνεια προσπάθησα να καταλάβω σε ποια πόλη βρισκόμουνα. Όλα μοιάζανε βρετανικά, από την δεξιά οδήγηση και το μουντό αστικό περιβάλλον. Φώναξα ένα ταξί και ο οδηγός του ήταν ένας γεράκος ολόιδιος με τον Μπένι Χιλ. Αν και με τόσα που μου συνέβαιναν την τελευταία βδομάδα ήμουν σίγουρος πως ήταν ο ίδιος και όχι κάποιος που του έμοιαζε. Τον ρώτησα που βρίσκομαι και μου είπε στην μεσαιωνική Ουαλία. Ήμουν σε ακόμα μια παραίσθηση. Το βιομηχανικό τοπίο γκρίζο και με πελώρια φουγάρα να γεμίζουν με τοξικά απόβλητα την ατμόσφαιρα, δεν απαντούσαν στο «μεσαιωνική». Ξάφνου σειρήνες πολέμου ηχούσαν. Λευκά αεροπλάνα με τον Σιδηρούν Σταυρό στο πλάι άρχιζαν να βομβαρδίζουν την πόλη. Η μια βόμβα ήταν αρκετά διαφορετική από όσες είχα δει ποτέ στην ζωή μου. Σε σχήμα αυτοκινήτου της δεκαετίας του 1940 μια κατάλευκη Μερσέντες που έβγαζε φλόγες από την εξάτμιση και το καπό που ανοιγόκλεινε σαν στόμα κάποιου θηρίου κατευθυνόταν με ορμή στο κέντρο της πόλης. Μια κατακόκκινη Μπέντλεϊ ερχόταν προς το σημείο προσγείωσης με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η στιγμή της σύγκρουσης στα έκπληκτα μάτια μου ήταν κάτι το πλέον εντυπωσιακό. Μου θύμιζε την έκρηξη του πυρηνικού μανιταριού στην Ιαπωνία όπως το είχα δει σε ένα ντοκιμαντέρ στην κρατική τηλεόραση. Το αναπάντεχο «τροχαίο» μου θύμισε το τρακάρισμα που μου ζητούσε βοήθεια ο βοηθός του Μέρλιν. Όσοι επέζησαν από την σύγκρουση στο σημείο έτρεχαν αιμόφυρτοι και τυφλωμένοι από την λάμψη της έκρηξης που ακολούθησε. Πλησιάσαμε προσεχτικά με το ταξιτζή να μου ζητάει να απομακρυνθούμε, αλλά εγώ να επιμένω να δω τι έγινε από κοντά. Πήγα μόνος μου τελικά με τον οδηγό του ταξί να ανοίγει την πόρτα και να φεύγει τρέχοντας. Εκεί είδα τον οδηγό της Μπέντλεϊ και τον οδηγό της Μερσέντες να κοιτιούνται στα μάτια όπως κοιτούσε την βελόνα ο Μπάροουζ και τους δυο άθιχτους, και ήταν πιστέψτε με, ο σιχαμερός ο τυχοδιώκτης ο Πρώτος Λόρδος, Τρίτος Πόρδος του Ναυαρχείου, η ντροπή των Δαρδανελλίων, ο συνωμότης, ο ίδιος ο Τσόρτσιλ και να σου να φιλιέται με πάθος στο στόμα με τον οδηγό της Μερσέντες, τον μυθομανή αυστριακό, τον επαγγελματία ψεύτη, τον αντισημίτη προπαγανδιστή που ονειρευόταν πισώπλατες μαχαιριές, τον τσιράκι του Φορντ και των τραπεζιτών, τον ίδιο τον Χίτλερ. Άμοιρε Myrddin Emrys, φτωχό μου παιδί και ‘συ άμοιρε Μάγε η μάχη του λευκού και του κόκκινου δράκου δεν έγινε όπως την σχεδίασες, ο λευκός δράκος δεν τράπηκε σε φυγή και ο κόκκινος δράκος δεν επέστρεψε ήσυχα στη φωλιά του ποτέ... Ώ.
Ο Μέρλιν, είναι πραγματικό και όχι μυθικό πρόσωπο και βασική μορφή του αρθουριανού κύκλου, που εμφανίζεται στα υπάρχοντα αρχεία από τις αρχές του δέκατου αιώνα ως προφήτης μόνον, αλλά ο ρόλος του εξελίχθηκε βαθμιαία σε εκείνον του μάγου και του προφήτη πριν οι φεουδάρχες λίγο πριν γίνουν θλιβερή ανάμνηση στα βιβλία της Ιστορίας έκλεψαν το όνομα και το βάφτισαν με αυτό σημαίνοντα πρόσωπα και ανθρώπους κλειδιά που τους δώσαν ρόλους στην βιομηχανία όπλων και ρόλους όπως υπουργών, δικτατόρων και συμβούλων επιχειρήσεων, σε όλες τις εξελικτικές φάσεις του βασιλείου του βασιλιά Αρθούρου και μετέπειτα του καπιταλιστικού συστήματος. Του δόθηκε το όνομα Εμρίς (ή Αμβρόσιος) κατά τη γέννησή του στο Καέρ-Φίρντιν. Μόνο αργότερα έγινε γνωστός ως Μέρλιν, εκλατινισμένη εκδοχή της ουαλικής λέξης Μίριντιν, από τον τόπο της γέννησής του. Τούτος ο τύπος επινοήθηκε -όπως και πολλοί άλλοι- πιθανώς από τον Τζέφρεϊ του Μόνμαουθ, καθώς δεν ήθελε ο χαρακτήρας του Μέρλιν να σχετίζεται με τη γαλλική λέξη merde, που σημαίνει «περίττωμα» και θα έφερνε στο μυαλό των ανθρώπων το οικονομικό σύστημα που θριαμβεύει επί της γης εδώ και 500 χρόνια.Την τιμή του Μάγου που το όνομα ληστρικά καπηλεύτηκαν έχουν αναλάβει να διαφυλάξουν 2 εραστές του ροκ εν ρολ παλεύοντας ανάμεσα σε θηρία...
Θα μου πείτε γιατί σας τα λέω όλα αυτά; “Αγαπητέ αναγνώστη μετά την συνάντηση μας ελπίζω να κατάλαβες πως ότι κατάλαβες κατάλαβες, κατάλαβες;”


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 


image

Δανιήλ Γουδέλης

Μπαμπάς από 3η Γη και μαμά από Σάιμπερτρον, οριακά πριν την 80ίλα, τον φέρνουν και τον μετακομίζουν στο Γκόθαμ! Βρίσκει έναν μπλε σκατζόχοιρο για κατοικίδιο, γνωρίζει τη ροκ και ξεκινά να παίζει οκαρίνα. Κάνει το "ultimate trip" στον πλανήτη Ζέμπες κ δουλεύει εκεί υδραυλικός στους υπονόμους του εξοχικού του D.Lynch και μετά χτίστης τείχους και γκρεμιστής. Τον τραβάει ότι πειραματικό και εκτροχιασμένο κ ενδοσκοπεί με moshing και τσάι στο παλάτι του πορφυρού βασιλιά. Το γυρίζει στον καφέ και δεν το αφήνει μέχρι σήμερα. Σ' ένα κομιξάδικο του Γύαψ πουλά και αγοράζει επιστημονική φαντασία και ανεξάρτητη καθημερινότητα και ξεκινά να ερωτεύεται μέχρι την κορυφή του "Ιερού Βουνού" όπου ψάχνει για τις πηγές διασκεδάζοντας επιτέλους! Πριν από κάποια χρόνια κωλώνει λίγο αλλά τρώει μια φάπα κ παίρνει μπρος. Ίσως χρειάζεται μέσο μεταφοράς για να ναι κάπως πιο αυτόνομος παρόλο που γουστάρει κάθε πρωί να παρατηρεί, χωρίς να προσέχει, ακούγοντας μουσική. Το ότι περπατα πολύ και κουβαλάει πετάλια τον κρατάει, θαρρεί, σε νορμάλ βιορυθμούς.
 
 
 
image

Δανιήλ Γουδέλης

Μπαμπάς από 3η Γη και μαμά από Σάιμπερτρον, οριακά πριν την 80ίλα, τον φέρνουν και τον μετακομίζουν στο Γκόθαμ! Βρίσκει έναν μπλε σκατζόχοιρο για κατοικίδιο, γνωρίζει τη ροκ και ξεκινά να παίζει οκαρίνα. Κάνει το "ultimate trip" στον πλανήτη Ζέμπες κ δουλεύει εκεί υδραυλικός στους υπονόμους του εξοχικού του D.Lynch και μετά χτίστης τείχους και γκρεμιστής. Τον τραβάει ότι πειραματικό και εκτροχιασμένο κ ενδοσκοπεί με moshing και τσάι στο παλάτι του πορφυρού βασιλιά. Το γυρίζει στον καφέ και δεν το αφήνει μέχρι σήμερα. Σ' ένα κομιξάδικο του Γύαψ πουλά και αγοράζει επιστημονική φαντασία και ανεξάρτητη καθημερινότητα και ξεκινά να ερωτεύεται μέχρι την κορυφή του "Ιερού Βουνού" όπου ψάχνει για τις πηγές διασκεδάζοντας επιτέλους! Πριν από κάποια χρόνια κωλώνει λίγο αλλά τρώει μια φάπα κ παίρνει μπρος. Ίσως χρειάζεται μέσο μεταφοράς για να ναι κάπως πιο αυτόνομος παρόλο που γουστάρει κάθε πρωί να παρατηρεί, χωρίς να προσέχει, ακούγοντας μουσική. Το ότι περπατα πολύ και κουβαλάει πετάλια τον κρατάει, θαρρεί, σε νορμάλ βιορυθμούς.
 
 
 
image

Δανιήλ Γουδέλης

Μπαμπάς από 3η Γη και μαμά από Σάιμπερτρον, οριακά πριν την 80ίλα, τον φέρνουν και τον μετακομίζουν στο Γκόθαμ! Βρίσκει έναν μπλε σκατζόχοιρο για κατοικίδιο, γνωρίζει τη ροκ και ξεκινά να παίζει οκαρίνα. Κάνει το "ultimate trip" στον πλανήτη Ζέμπες κ δουλεύει εκεί υδραυλικός στους υπονόμους του εξοχικού του D.Lynch και μετά χτίστης τείχους και γκρεμιστής. Τον τραβάει ότι πειραματικό και εκτροχιασμένο κ ενδοσκοπεί με moshing και τσάι στο παλάτι του πορφυρού βασιλιά. Το γυρίζει στον καφέ και δεν το αφήνει μέχρι σήμερα. Σ' ένα κομιξάδικο του Γύαψ πουλά και αγοράζει επιστημονική φαντασία και ανεξάρτητη καθημερινότητα και ξεκινά να ερωτεύεται μέχρι την κορυφή του "Ιερού Βουνού" όπου ψάχνει για τις πηγές διασκεδάζοντας επιτέλους! Πριν από κάποια χρόνια κωλώνει λίγο αλλά τρώει μια φάπα κ παίρνει μπρος. Ίσως χρειάζεται μέσο μεταφοράς για να ναι κάπως πιο αυτόνομος παρόλο που γουστάρει κάθε πρωί να παρατηρεί, χωρίς να προσέχει, ακούγοντας μουσική. Το ότι περπατα πολύ και κουβαλάει πετάλια τον κρατάει, θαρρεί, σε νορμάλ βιορυθμούς.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1