Τα σκίτσα του Πάνου Μπαρούτι αποτυπώνουν μια ολόκληρη κατάσταση. Είναι η φωνή της κοινότητας του DIY, που στέκεται όρθια μέσα στις δυσκολίες και την ισοπέδωση της σημερινής Ελλάδας∙ εκφράζεται, διεκδικεί, βρίσκει νόημα και δυνατότητες για τέχνη, συλλογικότητα και γέλιο εκεί που η κυριαρχία βλέπει μόνο ευκαιρίες για «ανάπτυξη», κέρδος και ξερίζωμα. Οργανικά ενταγμένος σε αυτή την σκηνή, ζει και δημιουργεί μέσα από τις μπάντες, εμπνέεται από τους στίχους τους και τη μουσική τους∙ ζωντανεύει τις φιγούρες του με την εικονοκλαστική διάθεση που μας έκανε να σκιτσάρουμε στα κρυφά στη σχολική αίθουσα, σαν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο εκείνη τη στιγμή να ήταν να γκρεμίσουμε τον παραλογισμό που μας περιέβαλε με ένα γέλιο. Σε αυτή την κουβέντα, ο Πάνος περιγράφει στο Merlin’s και τον Αλέξη Καλοφωλιά πώς ένα παιδί βρίσκει τον δρόμο του και τη θέση από την «άγονη» ελληνική επαρχία των ‘90s στο αθηναϊκό punk underground με πυξίδα τις αξίες του και τη δίψα για έκφραση.
ΑΛ: Πιτσιρικάς ζωγράφιζες;
ΠΑΝ: Αραιά και πού έκανα κάποιες φιγούρες αλλά μην φανταστείς… σκόρπια, ό,τι μου ερχόταν στο κεφάλι. Το θρανίο ήταν γεμάτο ζωγραφιές.
ΑΛ: Πράγματα που έβλεπες ή της φαντασίας σου;
ΠΑΝ: Από τη φαντασία μου. Αλλά μου άρεσαν πολύ και το κομιξάκια. Πολλές ιδέες τις έχω πάρει από τον Robert Crump, o τύπος είναι μοναδικός.
ΑΛ: Εκεί στη Νάουσα πώς ερχόσαστε σε επαφή με αυτά τα πράγματα, με αυτή την κουλτούρα;
ΠΑΝ: Όλες οι αναφορές τέτοιου είδους έρχονταν από το Ράδιο Ουτοπία. Όλα ξεκίνησαν από έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Την εποχή που πήγαινα στην τεχνική σχολή, άκουγα μέταλ για κάνα χρόνο. Όμως δεν έγινα μεταλάς, κάτι δεν μου καθόταν καλά. Όταν άκουσα Ναυτία στο Ράδιο Ουτοπία έπαθα την πλάκα μου, όχι μόνο με τη μουσική μα και με τον στίχο. Αλλά ήταν δύσκολο να βρεις τα κομμάτια τότε. Μπάντες όπως οι Ναυτία ή οι Εκτός Ελέγχου ακούγονταν μόνο στο ραδιόφωνο. Ράδιο Ουτοπία και Ράδιο Κιβωτός – την Κιβωτό δεν την πιάναμε. Μιλάμε για μέσα ενενήντα, 93-94. Έτσι, οι πανκ επιρροές στον τόπο που μεγάλωσα έρχονταν περισσότερο από Θεσσαλονίκη. Υπήρχε και ένα δισκάδικο στη Βέροια που έφερνε ωραία πράγματα αλλά δεν τα προλάβαινες πάντα, γιατί υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που έψαχναν μουσικές έξω από τα «γνωστά» και τα αντίτυπα εξαντλούνταν στο πι και φι. Δεν υπήρχε όμως κάποιος πανκ πυρήνας που διοργάνωνε συναυλίες ή άλλα. Ό,τι γινόταν, γινόταν στη Θεσσαλονίκη και εσύ το μάθαινες από στόμα σε στόμα –χωρίς ίντερνετ– ή αν έπαιρνε το μάτι σου καμιά αφίσα στον… περιφερειακό.
ΑΛ: Ο πρώτος πανκ δίσκος που πήρες ποιος ήταν;
ΠΑΝ: Panx Romana, Σπάσε τη Γραμμή, κόκκινο βινύλιο. Χοροπηδούσα όταν το πήρα. Είχε τραγουδάρες, «Το Τραγούδι του Ποταμού», «Συναγερμός», διαχρονικό άλμπουμ, δισκάρα.
ΑΛ: Από τους ήρωες των κόμικς που διάβαζες πιτσιρικάς, ποιοι ήταν οι αγαπημένοι σου. Από όλα τα «σύμπαντα» ας πούμε.
ΠΑΝ: Ο Mister Natural του Robert Crumb ήταν ο «νούμερο ένα». Είμαι φαν της DC, επίσης. Λατρεύω Batman, σε ότι σκίτσο και να έχει απεικονιστεί. Πάρε για παράδειγμα τον Alan Moore. Φοβερό «χέρι», θυμήσου το V for Vendetta. Πανέμορφα πράγματα. Ή, τα σκίτσα που εμφανίζονταν σε αφίσες για πανκ και ροκ συναυλίες∙ με επηρέασε βαθιά η ελευθερία τους. Θυμάμαι τα σκίτσα της Μαρίας-Ηλέτρας Ζαγλοπίτου, μέσα από την πανκ κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Φοβερή, φοβερή δουλειά. Και το ζινάκι που έβαλαν στο ένθετο του δίσκου, εκπληκτικό. Εκείνη την εποχή επίσης, είχα βρει κατά τύχη το Merlin’s… Είχα βρει ένα από τα πρώτα τεύχη και είχα διαβάσει εκεί για τους Last Drive. Drive δεν είχα ακούσει. Άκουσα για πρώτη φορά μέσα από τη συλλογή το Local Heroes που είχε βγει με το Ποπ & Ροκ. Αλλά γενικά δεν ήταν τόσο εύκολο να βρεις μουσική, σίγουρα όχι όσο εύκολο είναι σήμερα, καμία σχέση.
Ένα λάιβ που θυμάμαι έντονα είναι Nightstalker∙ έπαιζαν στη Σκύδρα. Τρομερό λάιβ. Είχε κόσμο, έκλεισαν τον δρόμο, αλλά ήμουν μόνος∙ θα ήθελα να ήταν κι άλλος ένας έστω σύντροφος από τα μέρη μου, αλλά δεν ήταν. Εγώ έμενα τότε Νάουσα, αλλά άλλους Ναουσαίους δεν είδα. Ή δεν είχε ακουστεί, ή δεν ήθελαν να πάνε λίγο παραπέρα από αυτά που ήξεραν ήδη, δηλαδή Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά, ενώ υπάρχουν τόσες μπάντες. Πού να τους έλεγα ότι άκουγα Ωχρά Σπειροχαίτη.
ΑΛ: Διαβάζοντας τις ιστορίες σου ξανά και με όλη την προσοχή μου, διέκρινα μια λεπτομέρεια που με συγκίνησε γιατί ήμουν κι εγώ παρών, γράφεις «Αρετούσα-Στρες». Θυμήθηκα τα πανκ φεστιβάλ που διοργάνωναν οι ίδιες οι μπάντες στην Αρετούσα, στην Πλάκα. Και ειδικά τη βραδιά με τους Stress, κόλαση. Όταν τα ζούσαμε αυτά είχαμε την αίσθηση ότι θα γίνονταν και μετά θα τα κατάπινε η λήθη, ότι θα υπήρχαν μόνο στις δικές μας αναμνήσεις. Και μετά από τόσα χρόνια τα ξαναβλέπεις σε δουλειές όπως οι δικές σου και είναι πολύ ενδιαφέρον αλλά και για μας που τα ζήσαμε εντυπωσιακό. Πώς έφτασαν αυτές οι ιστορίες στα αυτιά σας,
ΠΑΝ: Από στόμα σε στόμα και από ντοκιμαντέρ. Τα ντοκ είναι πολύ σημαντικά για το πώς συντηρείται η μνήμη. Θυμάμαι για παράδειγμα της αφηγήσεις του Φρανκ για τις συναυλίες, τον χαμό που γινόταν. Ξεχωριστές στιγμές που τις διηγούνται ξεχωριστοί άνθρωποι.
ΑΛ: Πώς ξεκίνησες με τα ζιν;
ΠΑΝ: Το πρώτο «Πανκοδρόμιο» γεννήθηκε μέσα στον κορωνοϊό και ήμουν φίφτυ φίφτυ να το βγάλω. Εμένα για κάποιο λόγο μου έκανε καλό ο κορωνοϊός, η κλεισούρα και όλο αυτό μου βγήκε σε δημιουργία. Ο άνθρωπος που μου έδωσε την ώθηση να βγάλω το πρώτο ζινάκι ήταν ο Γιώργος ο Καρανικόλας, ο δικός σας. Θυμάμαι είχα έρθει για να σας δω στην Καστοριά. Είχαμε ήδη ξεκινήσει να μιλάμε με τον Γιώργο διαδικτυακά. Anyway, η συναυλία δεν έγινε λόγω βροχής, αλλά όταν κατέβηκα Αθήνα το πρώτο μέρος που πήγα και επισκέφθηκα ήταν το Tilt. Από τότε περνούσα τακτικά, συζητούσαμε, πίναμε καφεδάκι. Σε κάποια φάση του βγάζω το ζινάκι και του λέω, «Αυτά είναι τα σκίτσα μου, αλλά δεν ξέρω… δεν έχω βγάλει καμιά Καλών Τεχνών….» Και ο Γιώργος μου λέει, το θυμάμαι σαν τώρα. «Καλά, είσαι μαλάκας; Πόσοι κομίστες νομίζεις έχουν βγάλει την Καλών Τεχνών; Κάνε ένα φάνζιν με τα κόμικς σου και κυκλοφόρησέ το μόνος. Αφού το κάνεις ήδη».
ΑΛ: Ωραίος. Αυτό είναι το πανκ.
ΠΑΝ: Ακριβώς. Και σιγά σιγά με καθοδήγησε και στην επιλογή των σκίτσων. Με βοήθησε πολύ, περισσότερο στην ψυχολογία, ότι αυτό που έκανα είχε ουσία, ότι μπορούσα και έπρεπε να το μοιραστώ.
ΑΛ: Θέλεις να μου πεις λίγα πράγματα για το πώς ήρθες σε επαφή με την DIY σκηνή της Αθήνας, της οποίας είσαι ενεργό μέλος;
Στην αρχή ξεκίνησα δειλά δειλά. Είχα αφήσει πέντε κόπιες στο Αν Club, άλλες πέντε στο Mr Βινύλιο, στο Scarecrow, από εδώ κι από εκεί. Μετά, ο Αλέξης από τους Proletcult Radio (πρέπει να ήταν 2021) μου πρότεινε να πάω σε ένα μπαζάρ που έκαναν στο Undeathens – έλα, μου λέει, εμείς κι εμείς θα είμαστε. «Καλή ιδέα» σκέφτηκα και πήγα. Από εκεί και μπρος άρχισα να γνωρίζω ωραίο κόσμο και να έρχομαι σε επαφή με τις μπάντες∙ πέτυχα πολύ ωραίες μπάντες. Σιγά σιγά φτάνουμε στο τώρα, γιατί τώρα αυτό που συμβαίνει είναι μαγεία. Αυτό που μου άρεσε σε αυτή τη σκηνή ήταν πως ήμαστε από την πρώτη στιγμή όλοι μαζί. Δεν υπάρχουν διακρίσεις. Και είχαμε στο νου μας επίσης ένα πράγμα, να ανεβάσουμε τη σκηνή. Γιατί έχουμε σκηνή. Διάβαζα σε ένα γκάλοπ πρόσφατο ότι η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα με τις περισσότερες μπάντες.
ΑΛ: Ναι, και υπάρχει ισχυρός απόηχος από τη σκηνή έξω από την Ελλάδα. Και αυτό ευνοεί και τα καινούργια συγκροτήματα να ταξιδέψουν, να αναζητήσουν το κοινό τους.
ΠΑΝ: Για να βγάλεις ένα πανκ τραγούδι, θεωρώ ότι πρέπει να έχεις ένα πρόβλημα. Και αυτό πρέπει να το φωνάξεις. Να το τραγουδήσεις δυνατά. Με πάθος. Με ελευθερία. Είναι θεραπευτικό. Και όλο αυτό το πάθος φτιάχνει και μια κατάσταση που βοηθάει στην έκφραση γενικότερα. Για παράδειγμα, στο μπαζάρ που έγινε την περασμένη εβδομάδα στο κηπάκι της Τσαμαδού έδωσα όλα τα ζινάκια. Αλλά το πιο ωραίο ήταν πως ήμασταν όλοι μαζί, η συλλογικότητα. Πιάσαμε όλο το κηπάκι και από εκεί που όταν ξεκινήσαμε ήμασταν τρεις τέσσερις μπάντες και δύο τρεις πάγκοι με ζιν, αυτή τη φορά ήμαστε κοντά στα τριάντα άτομα με αντικείμενα, με ζωγραφιές, με ζιν, με ρούχα, με ραφτά, με τέχνη. Αν είναι τέχνη (γέλια).
ΑΛ: Πώς θα μπορούσε αυτή η κατάσταση να γίνει ακόμα καλύτερη;
ΠΑΝ: Να υπάρξουν περισσότεροι ελεύθεροι χώροι. Οι δημόσιοι χώροι μας ανήκουν και τους φροντίζουμε, τους συντηρούμε. Σε κάθε χώρο που πάμε με το Punk Against Capitalism, μόλις τελειώνει η συναυλία ή η μάζωξη καθόμαστε και καθαρίζουμε τα σκουπίδια, τον παραδίδουμε άψογο. Και έχω δει ότι κι εσείς με τα Αντισώματα κάνετε το ίδιο. Πέρυσι το ένα λάιβ για το PAC έγινε στο κηπάκι της Τσαμαδού και το άλλο στο Κατράκειο. Το Κατράκειο το αφήσαμε «πέννα». Στ’ αλήθεια «πέννα». Θυμάμαι άλλο ένα λάιβ antifa που είχα πετύχει στο πάρκο Δρακόπουλου. Άψογη οργάνωση, άψογος ήχος. Δυστυχώς όμως δεν έχουν απομείνει πολλοί ελεύθεροι χώροι, σήμερα υπάρχουν μόνο το κηπάκι, η Λαμπηδόνα και λίγοι ακόμα. Και μιλάμε τώρα για Αθήνα, υποτίθεται πρωτεύουσα. Φαντάσου τώρα τι γίνεται στην επαρχία ή αλλού, όπου δεν υπάρχουν δυνατότητες. Το καλό είναι ότι πια υπάρχει το Internet: αν ενδιαφέρεσαι να μάθεις θα μάθεις.
ΑΛ: Με όλες τις επιφυλάξεις για το τι μπορεί να σημαίνει τέχνη για τον καθένα, πιστεύεις ότι η τέχνη είναι ένα όπλο κατά του φασισμού;
ΠΑΝ: Εκατό τοις εκατό. Στάνταρ. Γιατί ενοχλεί, γιατί θίγει όλα αυτά που πάνω τους ριζώνει ο φασισμός. Και ο φασισμός είναι παντού. Τις προάλλες έκανα ένα σκίτσο για την ελληνική ταινία Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα. Ξέρεις κάτι; Δεν είναι κωμωδία. Είναι καθαρή πατριαρχία, όταν μπαίνει ο «άντρας» στο δωμάτιο και όλες οι γυναίκες στέκονται σούζα, κάτι δεν πάει καλά. Όμως ο κόσμος γελάει, του φαίνεται πολύ αστείο. Είναι μια κοινωνία που έσταζε σεξισμό, και ο κινηματογράφος είναι ένας καθρέφτης της.
ΑΛ: Εσένα πώς σε επηρέασε το σινεμά;
ΠΑΝ: Είμαι λάτρης για χρόνια. Όταν ήμουν πιτσιρικάς στη Νάουσα, η μόνη μου απόδραση ήταν το σινεμά της πόλης και οι ταινίες που έφερνε. Μάλιστα δούλευα και βοηθός, άλλαζα την μπομπίνα. Και είδα πολύ ωραίες ταινίες τότε, το ενενήντα, άνοιξαν τα μυαλά μας. Η αίθουσα έβγαζε ένα αφισάκι και ξέραμε τι ταινίες παίζονταν κάθε εβδομάδα. Υπάρχουν ταινίες που ενοχλούν. Τώρα θυμάμαι την ταινία Μαζί ή Τίποτα με την Diane Krueger όπου οι φασίστες σκοτώνουν την οικογένειά της, πέρασε σχεδόν στο ντούκου. Στην Ελλάδα, έχουμε βγάλει το Πέταγμα του Κύκνου (του Νίκου Τζίμα), φοβερή ταινία που προσβάλλει και προβληματίζει. Ξεκινάει από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και φτάνει στο σήμερα, στις εξορύξεις της Χαλκιδικής. Φυσικά και ενοχλεί η ταινία. Αυτά όμως ο μέσος άνθρωπος δεν θέλει να τα βλέπει. Δεν θέλει να βλέπει τον καθρέφτη του. Κάθε μορφή τέχνης ανοίγει το μυαλό. Κι αν δεν είναι μια καλή ταινία, θα είναι ένα καλό βιβλίο, ένα καλό μουσικό κομμάτι, ένα βινύλιο, μια καλή κουβέντα, οτιδήποτε περνάει από τον ένα άνθρωπο στον άλλον.
ΑΛ: Κάπως σαν παρακαταθήκη…
ΠΑΝ: Ναι, για τις επόμενες γενιές, ας πούμε… μου αρέσει πολύ όταν τρέχω το φάνζιν και βλέπω πιτσιρικάδες να ασχολούνται και με το σκίτσο αλλά και με τα κείμενα, και αυτό συμβαίνει μέσα από τις μπάντες – γιατί πάντα βάζω μέσα μπάντες χρησιμοποιώντας στίχο και προσπαθώ να φτιάξω μια σχέση με τον κόσμο σαν αυτή που φτιάχνει η κάθε μπάντα. Θέλω να έχω το βινύλιο, να βλέπω το εξώφυλλο όταν ακούω τον δίσκο, και μετά το σκίτσο βγαίνει μόνο του. Μπορεί να βγει από δυο μάτια, ή δυο χέρια και από εκεί να ξεκινήσει μια ολόκληρη ιστορία, τρελή, που να συνδέεται βέβαια με το τραγούδι.
ΑΛ: Δηλαδή αυτό που σου δίνει την κίνηση είναι η μουσική;
ΠΑΝ: Και ο στίχος. Η μουσική είναι το παν, όλα ξεκίνησαν από τη μουσική. Βρίσκεται στην κορυφή για μένα. Υπάρχουν φοβεροί κομίστες. Δεν είμαι κομίστας, καμία σχέση. Απλώς κάνω κάτι που γουστάρω για την πάρτη μου και όποιον άλλον μπορεί να συντονιστεί με αυτά που φτιάχνω. Σίγουρα δεν κερδίζω χρήματα. Κερδίζω όμως όλη αυτή την αγάπη που έρχεται, είναι κάτι πολύ όμορφο. Γνωρίζω ανθρώπους που εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος, γνωρίζω μπάντες, τα λέμε και πολλές φορές κρατάω τους πάγκους των merch, ανταμώνουμε και αγκαλιαζόμαστε, νιώθουμε μια οικογένεια.
Παλιά είχα κάνει ένα ζινάκι στη Νάουσα, σκίτσο και στίχος, αλλά έτσι όπως το έκανα, έτσι έμεινε. Μαζεύει σκόνη σε μια βιβλιοθήκη ενός σπιτιού στη Νάουσα. Όμως με το Πανκοδρόμιο και την ανταπόκριση που πήρα γεννήθηκαν και βρήκαν τον δρόμο τους οι φιγούρες, ο Νώντας, ο Μιλτιάδης και οι υπόλοιποι χαρακτήρες.
ΑΛ: Αυτές οι φιγούρες ενσωματώνουν και στοιχεία ανθρώπων που γνωρίζεις;
ΠΑΝ: Χμ… δεν θέλω να λέω ψέματα… ναι. Υπάρχουν αγαπημένοι φίλοι που είναι… ούγκανοι βρε παιδί μου, με όλη την αγάπη το λέω. Ο Μιλτιάδης ήταν ένα παλιό μου αφεντικό. Και μου αρέσει πολύ το μαύρο χιούμορ, έτσι; Είναι άλλη ποιότητα.. μου αρέσει να «ξενερώνει» ο άλλος με χαμόγελο.
ΑΛ: Πώς βλέπεις τα πράγματα γενικότερα;
ΠΑΝ: Εντάξει, η κατάσταση είναι στο δεν πάει άλλο. Και δεν φαίνεται και αλλαγή. Κάθε πέρυσι και καλύτερα. Δεν μπορώ να πω, κρίνοντας βέβαια από τους κύκλους μου, ότι ο κόσμος δεν συμμετέχει, αλλά κάθε μέρα που περνάει το πράγμα βαραίνει κι άλλο. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, αυτό που γίνεται στη Γάζα για παράδειγμα. Είναι δυνατόν να μπαίνει ο άλλος και να σπάει τη θερμοκοιτίδα με τον υποκόπανο; Πού είμαστε;
ΑΛ: Είναι δυνατόν να μαζεύεται ο κόσμος ο απελπισμένος για να φάει μια μπουκιά ψωμί και να τον γαζώνεις;
ΠΑΝ: Και δεν κουνιέται φύλλο. Δεν θυμάμαι πώς το έλεγε ο Τζιμάκος: Έχουμε βάλει όλους τους άχρηστους να κυβερνάνε, αυτούς που είναι για τη λάντζα… Έχουν έναν Αμερικάνο μπούφο για βιτρίνα -τον δικό μας άστον, ας μην το πιάσουμε- και ελέγχουν τα πάντα. Δες τον Μακρόν, απ’ όλα έχει ο μπαξές. Μου είχανε τις προάλλες τη Μέρκελ συνέντευξη… Ρε πάτε καλά; Η Μέρκελ μας ισοπέδωσε… και μου τη βγάζεις και συνέντευξη με υπότιτλους στα ελληνικά; Δηλαδή, τι να μας πει; Ότι μας… γάμησε; Και δεν υπάρχει σωτηρία, αυτό είναι το χειρότερο… Πιστεύω μόνο στις κοινότητες, όχι στα κόμματα. Στα κόμματα δεν βλέπω τίποτα. Καλύτερα να ψηφίσω ένα μικρό κόμμα που ξέρω καλά ότι δεν θα βγει παρά να πάω να δώσω την ψήφο μου σε αυτούς τους άχρηστους. Είναι λυπηρό το έργο που παίζεται. Είναι δυνατόν να μεγαλώνεις δύο παιδιά και να τους λες διαβάστε και κάντε ό,τι μπορείτε για να σηκωθείτε να φύγετε απ’ αυτόν τον τόπο; Εκεί φτάσαμε. Όπως γίνεται και με τα Εξάρχεια. Ότι δεν μπόρεσαν να καταφέρουν τόσα χρόνια, ξεκινώντας από την Επιχείρηση Αρετή, το κατάφεραν με τους τουρίστες και τα Airbnb. Να, εδώ απέξω μόλις τώρα είδα δύο γκρουπ να ανεβαίνουν, σαν πρόβατα. Για να πάνε να δούνε τι; Την ξηλωμένη πλατεία; Πού την κάνανε στάση μετρό πέρα από κάθε λογική;
ΑΛ: Ή μήπως το ζήτημα ήταν να στήσουν ένα εργοτάξιο στην καρδιά των Εξαρχείων;
ΠΑΝ: Και να μη γίνει ποτέ ο σταθμός, αυτό που θέλανε το πετύχανε.
ΑΛ: Θέλεις να κλείσεις με κάτι αισιόδοξο;
ΠΑΝ: Δύο φράσεις μου έρχονται στο μυαλό: Μια φράση του Νίτσε «Καλύτερα Άνθρωπος με Άλφα κεφαλαίο, παρά θεός με θήτα μικρό» αλλά θα μπορούσα να σου πω και το «Μέσα σε ένα τραίνο όταν ψάχνεις για το φρένο, το κορδόνι τράβα που βρίσκεται ψηλά» του αείμνηστου Χρηστάκη.
ΕΠΑΦΗ: Πάνος Μπαρούτις
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
«ΑΓΚΑΘΙ: ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΝ» – Ο αιρετικός Θανάσης Μάνθος και η εποχή του...