Έρευνα: Φαίη Φραγκισκάτου
Για μια περίπου δεκαετία, από τα μέσα του '80 μέχρι τα μέσα του '90 στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες μεγάλες και μικρές πόλεις της Ελλάδας, υπήρξε μια άνθιση των φανζίν, χάρη στις προσπάθειες μερικών ανθρώπων που χρησιμοποίησαν τους όποιους πόρους μπορούσε να τους παράσχει η DIY (υπο)κουλτούρα για να δημιουργήσουν έναν διαφορετικό έντυπο κόσμο από αυτόν που είχε συνηθίσει η κοινωνία μέχρι τότε. Και αν το Ιδεοδρόμιο του Λεωνίδα Χρηστάκη, το Μουσικό Αυτί του Δημήτρη Μουστάκη, το Speak Out! και η Ανοιχτή Πόλη του Βλάση Ρασσιά είχαν ήδη δείξει τον δρόμο, η αμέσως επόμενη "γενιά" διεύρυνε το πεδίο της "διαφορετικής" ενημέρωσης για όποιους ήθελαν να ξεφύγουν από την mainstream πραγματικότητα και να ταξιδέψουν σε άγνωστα και συναρπαστικά νερά.
Εμείς στο Merlin's Music Bοx αισθανόμαστε πραγματικά τυχεροί που προσθέσαμε το λιθαράκι μας σε αυτή την προσπάθεια μαζί με πολλούς άλλους που θέλησαν να ξεφύγουν από τα καθιερωμένα, ορίζοντας και πραγματώνοντας τον δικό τους φαντασιακό κόσμο. Ζητήσαμε, λοιπόν, από οκτώ φίλους, οκτώ "φανζινάδες", οκτώ ανθρώπους που συμπορεύτηκαν μαζί μας σε αυτή τη "χρυσή εποχή" των φανζίν, να καταθέσουν την εμπειρία τους από ένα παρελθόν που μπορεί να φαντάζει μακρινό, αλλά για πολλούς από εμάς που εκείνη την περίοδο κάναμε κατάθεση ψυχής, είναι μια από τις σημαντικότερες και πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής μας. Το συγκεκριμένο "αφιέρωμα" αφορά φανζίν που κυκλοφόρησαν στην Αθήνα. Θα ακολουθήσουν σχετικά δημοσιεύματα για φανζίν και φανζινάδες εκτός κέντρου καθώς και ένα για τη νεότερη "γενιά". Και επειδή οι αναμνήσεις του καθενός είναι κομμάτι μιας γενικότερης ιστορίας, όσοι πιστοί, προσέλθετε...
Βασίλης Μπαμπούρης (Actions of Rebirth)
Η ιδέα να φτιάξω το δικό μου φάνζιν γεννήθηκε στο μυαλό μου όταν ήμουν 17 χρονών, δηλαδή το 1987. Εκείνη τη χρονιά ο μακαρίτης ο πατέρας μου είχε τη φαεινή ιδέα να με πάρει μαζί του στο Λονδίνο, σε ένα επαγγελματικό ταξίδι. Τα πρωινά εκείνος είχε δουλειές κι εγώ αλώνιζα κι έτσι βρέθηκα στο Shades, το θρυλικό μέταλ δισκάδικο σε ένα μικρό υπόγειο στη St. Anne’s Court στο Σόχο. Είχα δει διαφήμισή τους στο Kerrrang! Οι τύποι που το είχαν δεν ήταν κολλημένοι μεταλάδες – έφερναν όλα τα είδη του μέταλ, αλλά και πολλούς δίσκους hardcore και punk. Θυμάμαι ότι στην πρώτη μου επίσκεψη έφυγα με δίσκους Heresy, Concrete Sox, Civilised Society?, Extreme Noise Terror και Napalm Death, αλλά και Hellhammer, Death και Celtic Frost! Και με πολλά φάνζιν! Οι τύποι έβγαζαν κι ένα περιοδικό, το Metal Forces, κάτι σαν Metal Hammer αλλά στο πιο πρωτόγονο – έχω την εντύπωση ότι μια εποχή έφερνε τεύχη και το Happening στη Χ. Τρικούπη. Στις πίσω σελίδες κάθε τεύχους υπήρχαν αγγελίες για αλληλογραφία. Μιλάμε για μια εποχή χωρίς ίντερνετ, φυσικά, οπότε όλη η επικοινωνία μας με τον έξω κόσμο γινόταν με το απλό ταχυδρομείο. Δύο πράγματα πρόσεξα τότε στις αγγελίες: ότι κάποιοι penpals έβγαζαν φάνζιν κι ότι όλοι έκαναν tape-trading, δηλαδή έστελναν λίστες με τα άλμπουμ και τα demos που είχαν και μπορούσες να τους ζητήσεις να σου γράψουν κάτι σε κασέτα, αν είχες κι εσύ κάτι στις λίστες σου που το ήθελαν. Έχω ακόμα σε κασέτα τα πρώτα demos των Slayer, των Metallica και των Mercyful Fate από εκείνη την εποχή.
Όταν γύρισα, άρχισα να γράφω σε δεκάδες ανθρώπους από τις σελίδες των penpals και να τους στέλνω τις δικές μου λίστες. Σύντομα άρχισα να λαμβάνω πακέτα με κασέτες και φάνζιν απ’ όλο τον κόσμο. Παράλληλα είχα ήδη χωθεί στην ελληνική hardcore σκηνή κι ένα απόγευμα, στην κατάληψη της Λέλας Καραγιάννη, γνώρισα τον Αλέξανδρο, που μόλις είχε αρχίσει να βγάζει το Παπάρι. Απ’ το Solaris είχα ήδη πάρει κάνα δυο τεύχη του Κτήνους, του Rollin’ Under, της Βρωμιάς και της Ανοιχτής Πόλης. Όλες αυτές οι επιρροές με ώθησαν να βγάλω το δικό μου φάνζιν, το Actions of Rebirth. Έπρεπε, λοιπόν, να πάρω κάποιες αποφάσεις: Α4 ή Α3; Σε τι χαρτί; Σε ποια γλώσσα να το γράφω; Και τι περιεχόμενα θα έχει; Η απάντηση στα πρώτα ερωτήματα ήταν απλή. Ήθελα το Actions of Rebirth να ξεχωρίζει, οπότε αποφάσισα να το βγάλω σε Α4 και σε χρωματιστό χαρτί. Κάθε τεύχος είχε άλλο χρώμα: γαλάζιο, πράσινο, κίτρινο. Αλλά ήθελα να έχει και μια πανκ αισθητική, οπότε αποφάσισα να το στήσω όλο δακτυλογραφημένο, σε μορφή κολάζ, και να το φωτοτυπήσω (κάπου στο ’89 με ’90 είχαν βγει τα πρώτα τεύχη του Merlin’s και του Β-23 σε όφσετ, αλλά δεν είχα ούτε τα λεφτά ούτε τις γνώσεις για τέτοια τυπογραφία). Αποφάσισα επίσης ότι θα το έγραφα στα αγγλικά, ώστε να μπορώ να το στέλνω και στο εξωτερικό. Εκείνη την εποχή αν έβγαζες ένα φάνζιν ή έναν δίσκο ήταν σαν να είχες κόψει το δικό σου νόμισμα. Έστελνες π.χ. 10-15 κόπιες σε ένα distro στην Αγγλία ή την Αμερική και ζητούσες να σου στείλουν δίσκους ή φάνζιν της ίδιας αξίας. Όταν το έστειλα στο Maximum Rock ‘n’ Roll και στη βίβλο των φάνζιν, το Factsheet 5 του Mike Gunderloy, άρχισα να δέχομαι βροχή από αιτήματα για zine-trading. Και βέβαια μπορούσες να ανταλλάξεις κόπιες και με Έλληνες φανζινάδες.
Όσο για το περιεχόμενο, δεν ήθελα να φτιάξω ένα μονοθεματικό φάνζιν, αλλά κάτι που θα αντικατόπτριζε την ποικιλομορφία του underground κόσμου που είχα ανακαλύψει. Στα 3 τεύχη που έβγαλα όλα κι όλα πήρα συνεντεύξεις από τους Bolt Thrower και τους Autopsy (αργότερα έγιναν τεράστιες μπάντες, αλλά τότε ήταν απλώς κάτι τυπάκια που απαντούσαν χειρόγραφα στις ερωτήσεις μου) αλλά και τους Axegrinder, τους Kismet H.C., τους Active Minds, τους Hellbastard, τους Totalitär και άλλους, έγραψα άρθρα για τα δικαιώματα των ζώων, το σινεμά του φανταστικού, τον H. P. Lovecraft, το κυβερνοπάνκ και το θέατρο του παραλόγου, παρουσίασα το κίνημα του flag burning στις ΗΠΑ και την κολεκτίβα Punk Parents, πήρα συνέντευξη από τον Mike Diana (τον υπερ-βλάσφημο δημιουργό του Boiled Angel), έκανα ένα αφιέρωμα στον εικονοκλάστη ποιητή Paul Weinman αλλά και στις ταινίες του Lucio Fulci και του Herschell Gordon Lewis κ.ά. Ολίγον αχταρμάς τα περιεχόμενα κάθε τεύχους, αλλά ίσως αυτή να ήταν και η γοητεία του Actions of Rebirth – ή ίσως απλά να ήταν αχταρμάς και το μυαλό μου εκείνη την εποχή.
Όταν έβγαινε κάθε τεύχος είχα πλέον ένα δίκτυο ανθρώπων που το περίμεναν για να το διανείμουν: έδινα κόπιες χέρι-χέρι, άφηνα αντίτυπα στο Solaris και στο καφέ της Villa Amalias κι έστελνα πακέτα 10 και 20 αντιτύπων σε distro σε πολλές χώρες. Kλασική φάση τότε: αλείφαμε με ένα λεπτό στρώμα σαπούνι τα γραμματόσημα των πακέτων και βάζαμε μες στο πακέτο ένα σημείωμα που έλεγε SEND STAMPS BACK! Όταν μας επέστρεφαν τα γραμματόσημα, τα βρέχαμε λίγο κι έφευγε το σαπούνι και μαζί του και οι σφραγίδες των ΕΛΤΑ, οπότε μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ξανά τα ίδια γραμματόσημα πολλές φορές. Και κάθε τεύχος άνοιγε ένα σωρό νέες πόρτες, οδηγούσε σε ένα σωρό νέες γνωριμίες.
Κάπως έτσι θυμάμαι την εποχή εκείνη. Ξεκίνησα να βγάζω το περιοδικό στις αρχές του 1990 και αποφάσισα να σταματήσω όταν άρχισα να γράφω τη στήλη Survival Kit στο Merlin’s. Τι ήταν για εμένα τα φάνζιν εκείνης της εποχής; Ήταν μια υπέροχη αλυσιδωτή αντίδραση γνωριμίας με τον κόσμο και τους ανθρώπους της ελληνικής και της διεθνούς υποκουλτούρας, που είχε ως αποτέλεσμα να γνωρίσω φοβερούς ανθρώπους και να αποκτήσω βιβλία, δίσκους και περιοδικά που τότε ήταν αδύνατον να τα βρεις στην Ελλάδα. Υπό μια έννοια, τα φάνζιν ήταν το ίντερνετ του underground, κάθε τεύχος τους γεμάτο με «υπερσυνδέσμους» που οδηγούσαν σε νέα ακούσματα, νέα διαβάσματα, νέες γνωριμίες.
Ένα ανεξάρτητο νόμισμα κι ένα πρωτόγονο χάρτινο ίντερνετ, λοιπόν – αυτό ήταν για εμένα και για πολλούς άλλους τα φάνζιν. Όχι κι άσχημα για ένα μάτσο ασπρόμαυρες φωτοτυπίες...
Παναγιώτης Μπάρλας (Fractal Press)
Ολίγη προϊστορία...
Λένε πως, από όλες τις ανθρώπινες λειτουργίες, η μνήμη είναι η πλέον επιλεκτική. Θα στηρίξω έμπρακτα αυτόν τον αναπόδεικτο κανόνα, στο κείμενο που ακολουθεί, το οποίο δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα κολλάζ στιγμιοτύπων της εκδοτικής περιπέτειας του Fractal Press. Το πρώτο τεύχος του Fractal Press κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1993. Τυπώθηκε στις 17 Νοεμβρίου, στο τυπογραφείο του κ. Φερέτου, στη Δερβενίων. Προφανώς μοιράστηκε σε δισκάδικα και βιβλιοπωλεία το επόμενο απόγευμα, αλλά προλάβαμε και το δώσαμε αυθημερόν στο κάτω περίπτερο της Πλατείας...
Η εκδοτική ομάδα του Fractal Press είχε δώσει κάμποσα δείγματα στο μικρόκοσμο των ανεξάρτητων εκδόσεων. Οι αρχικοί εκδότες ήταν τρεις: Ο γράφων και ο Θανάσης Μήνας (από τα fanzines Veluria’s Home και Roller Coaster) και ο Βασίλης Παυλίδης (από τον Γολγοθά). Μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι, είχαμε τη σύμπραξη των δύο φανζίν (Roller Coaster και Γολγοθά) σε ένα split-issue (ναι, με δύο λογότυπα στο εξώφυλλο!), με cover story την πιο hot ελληνική μπάντα εκείνης της περιόδου, τους Honeydive. Ο κόσμος γούσταρε που συνεργαστήκαμε και κάναμε split έντυπο. Έτσι, όταν είπαμε πως η συνεργασία θα συνεχιζόταν με νέο τίτλο περιοδικού, τύχαμε πολύ θερμής υποδοχής. Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν από τις πλέον γόνιμες για τις εγχώριες ανεξάρτητες εκδόσεις. Παράλληλα, σε προσωπικό επίπεδο, ήταν από τις πιο δύσκολες φάσεις της ζωής μου, καθώς είχα διαγνωστεί με καρκίνο και έκανα χημειοθεραπείες σε ηλικία 22 ετών. Περιττό να πω πόσο με “κράτησε” τότε η φανζινιάρικη ενασχόληση, αλλά και η μουσική γενικότερα...
Δίπλα στον μάγο...
Ο πρώτος κύκλος ζωής του, ένα διάστημα 3-4 χρόνων, το φανζίν μας βγήκε σε πολύ στενή συνεργασία με τον συνεκδότη του Merlin’s Music Box, τον Βασίλη Τζάνογλο. Βασικά, το Fractal Press δεν θα ήταν το ίδιο, αν ο Βασίλης δεν αναλάμβανε να καλύψει άρτια γραφιστικές και εκτυπωτικές ανάγκες, παρά το ασφυκτικό μας μπάτζετ. Ο ίδιος άνθρωπος με έβαλε στον κόσμο των γραφικών τεχνών, μου έμαθε δηλαδή τη δουλειά από την οποία θα βιοποριζόμουν επί δύο δεκαετίες. Επρόκειτο για μια μεγάλη πολύχρωμη παρένθεση. Γεμάτη με υπέροχες εικόνες και απίστευτους ανθρώπους. Στιγμές τρέλας και ξενύχτια άγχους. Όμορφες δημιουργίες και μεγάλες γκάφες. Μπόλικα φέσια αλλά και καλές ανταμοιβές. Και φυσικά πολλή (πάρα πολλή!) φρέσκια μουσική.
Χάρη στην έμπρακτη αλληλεγγύη του Merlin’s, στην υπομονή του Βασίλη, αλλά και στη δική μας επιμονή, το εγχείρημα εξελίχθηκε, κυκλοφορώντας σποραδικά κάμποσα θρυλικά επτάιντσα και διοργανώνοντας αρκετές καυτές νύχτες στο An Club. Η πρώτη στιγμή που καταλάβαμε τη δυναμική του όλου εγχειρήματος ήταν ένα Παρασκευο-Σάββατο στο Αn. Είδαμε και πάθαμε να ψήσουμε τον Πέτρο να μας το δώσει τότε, αλλά έγινε πραγματικός χαμός από τον κόσμο. Βέβαια, είχαμε και line-up άχαστο: Σε δυο βράδια με πολύ φτηνό εισιτήριο, έπαιξαν μαζί οι Nightstalker, Make Believe, Honeydive, Groove Machine, Closer και Terminal Curve (ζητώ συγνώμη αν ξεχνάω κάποιους...). Χαμός! Επί χρόνια παίρναμε πολύ γερό feedback από music fans σε όλη την Ελλάδα. Ήταν πολύ δυνατή φάση και μας πήγε πολύ μακριά, αν λάβουμε υπόψη πως μιλάμε για την απόπειρα τριών ανθρώπων που τα έβγαζαν πέρα, ως επί το πλείστον, κάνοντας περιστασιακές δουλειές. Και μετά... ήρθε η κούραση! Λίγο ο στρατός του ενός, λίγο οι σπουδές του άλλου, λίγο τα επαγγελματικά και τα προσωπικά προβλήματα όλων, ήταν αρκετά για να γονατίσει η ομάδα...
Απογειώσεις, πτήσεις, προσγειώσεις, εκτοξεύσεις, συντριβές...
Κατά το 1997, μετά από απραξία αρκετών μηνών, ξαναβάλαμε μπρος. Επανεκκίνηση με εξώφυλλο τους Bokomolech και επτάιντσο από τους ίδιους. Αυτή τη φορά το βάρος της έκδοσης ήταν όλο σε ένα άτομο, αλλά το team συντακτών ήταν πολύ μεγαλύτερο. Είχαμε καλύτερες εκδοτικές και παραγωγικές συνθήκες, περισσότερες προσβάσεις στις ξένες δισκογραφικές και πολλές δυνατότητες προώθησης και διανομής του υλικού μας. Παράλληλα υλοποιήσαμε τις εμμονές μας για σταθερή ραδιοφωνική παρουσία του fanzine μας, αλλά και για μόνιμη περιοδική κυκλοφορία επτάιντσων βινυλίων. Η δεύτερη περίοδος του Fractal κράτησε μέχρι τα μέσα των 00s και έφερε κάμποσες νέες συγκινήσεις. Κάποια απίστευτα sold-out στο An (συνδιοργάνωση Broadcast, και δικές μας μετακλήσεις με Giardini di Miro, Electrelane, Life Without Buildings κ.α.), αλλά και μερικές σημαντικές δισκογραφικές κυκλοφορίες (The Earthbound, Calexico, Διάφανα Κρίνα, Giant Sand, Neko Case, Kingsbury Manx κ.α.)
Όπως κάθε ανεξάρτητη προσπάθεια που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και η έκδοση του Fractal ήταν θνησιγενής. Είτε λόγω αυτοκαταστροφικών εμμονών, είτε λόγω άγνοιας κινδύνου, είτε λόγω ελλιπούς προσαρμοστικότητας στις εμπορικές επιταγές, το Fractal δεν θα μπορούσε να υπάρχει διαρκώς. Έτσι, για αιτίες που δεν είναι του παρόντος, η έκδοση του Fractal ανεστάλη εκ νέου γύρω στο 2007. Μέχρι τότε είχαμε προλάβει να βγάλουμε κάμποσες μουσικές βιογραφίες σαν ειδικές εκδόσεις του Fractal, να κυκλοφορήσουμε δυο πανέμορφα βιβλία στο εκδοτικό side project “Ήλεκτρον”, να αλλάξουμε ακόμη 4 (τέσσερις!!!!) φορές το σχήμα του περιοδικού μας, αλλά και να βγάλουμε τεύχος με CD αντί για βινύλιο, επιβεβαιώνοντας περίτρανα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τα μυαλά μας.
Για τη διαχρονική αμηχανία μας έναντι του διαδικτύου, νομίζω πως θα χρειαστεί ένα ξεχωριστό άρθρο προβληματισμών και εξηγήσεων. Πάντως, ο αδηφάγος ιστός, όσο αποτελεσματικός κι αν είναι, παραμένει το λιγότερο θελκτικό μέσο έκφρασης για μένα. Επιπλέον, φανταστείτε πόσο μπορεί να ξενερώσει ένας άνθρωπος που πάει να φτιάξει το fractalpress.gr και διαπιστώνει την αφάνταστη έλλειψη εφευρετικότητας (ή μήπως πρόκειται για κουτοπονηριά;) άλλων εγχώριων σάιτ που ονομάζονται π.χ. Fractal Art ή... FraPress! Anyway... Δεν μας φταίει κανείς που δεν μπήκαμε εγκαίρως στο νέο μέσο. Ακόμη και τώρα που μοιάζει απλούστερο, εξακολουθεί να με απωθεί. Ιδίως όταν “χρειάζεται” όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή στην εικονικότητα των social media. Αλλά, είπαμε: δεν θα τα πούμε όλα εδώ. Οι προβληματισμοί για αυτό το θέμα σηκώνουν χιλιάδες λέξεις...
Αμέτρητοι άνθρωποι και λίγα ξεχωριστά ευτράπελα...
Από το 1993 ως και το 2007, μετράγαμε αισίως δεκαπέντε χρόνια περιπέτειας. Το σημαντικότερο πράγμα που συνέβη όλο αυτό το διάστημα ήταν ότι η έκδοση έγινε αφορμή για τη γνωριμία και τη συνεργασία πολλών, ετερόκλητων και ενδιαφερόντων ανθρώπων. Αυτό που έμεινε σε όλους μας ήταν η διαχρονική αμοιβαία εκτίμηση, ανάμεσα σε δεκάδες άτομα που έσμιξαν συμμετέχοντας σε μια έκδοση από την οποία όλοι πήραν χαρές, αναγνώριση και εμπειρίες. Γνωρίσαμε δεκάδες αγαπημένους μουσικούς και χτίσαμε προσωπικές σχέσεις με πολλούς ντόπιους και ξένους καλλιτέχνες ή παράγοντες μικρών ανεξάρτητων δισκογραφικών. Νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη για όλα τα παιδιά, καλλιτέχνες ή ακροατές, που έσμιξαν μαζί μας σε όλη την πορεία. Βρεθήκαμε με τέσσερις διαφορετικές γενιές συγκροτημάτων και ζήσαμε με όλους μεγάλες συγκινήσεις. Βρεθήκαμε και με σπουδαίους ανώνυμους φανς, οι οποίοι μας στήριξαν έμπρακτα ως “καταναλωτές” του φανζίν μας, αλλά κυρίως μας έδωσαν ώθηση να τολμήσουμε εκδοτικά πράγματα που φαίνονταν (και ήταν) πολύ παράτολμα.
Όλα αυτά τα χρόνια συνέβησαν, όμως, και πολλά ευτράπελα. Θα μπορούσα να γράψω πολλές αστείες ιστορίες, αλλά θα ξεχωρίσω ενδεικτικά εκείνα που μου έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν:
1. Μια πολύ επιτυχημένη μπάντα που είχε συμβόλαιο με μια σπουδαία ανεξάρτητη δισκογραφική για τρείς δίσκους, εκμεταλλεύτηκε την κυκλοφορία του επτάιντσου με το φανζίν μας για να αποδεσμευτεί και να χαρίσει τον επόμενο (απίστευτα επιτυχημένο) δίσκο της σε μια πολυεθνική.
2. Σε κάποιο τεύχος μας αποσύραμε σχεδόν όλα τα αντίτυπα από την κυκλοφορία όταν -μετά την κυκλοφορία- ένας εμπλεκόμενος καλλιτέχνης ανακάλυψε πως μας έδωσε λάθος υλικό. Είχε σαμπλάρει λίγα δευτερόλεπτα από ένα άγνωστο μουσικό θέμα το οποίο όμως ήταν κατοχυρωμένο από έναν παγκόσμιο κολοσσό. Προφανώς επρόκειτο για παράβλεψη που ήταν ικανή να μας κλείσει. Έτσι, προτιμήσαμε την αιμορραγία της μη πώλησης χιλιάδων τευχών.
3. Ένα επτάιντσο που είναι παραγωγή του Fractal Press έχει κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής μόνο στην Αμερική, καθώς μια χιονοστιβάδα κρίσεων δεν μας επέτρεψε ποτέ να τυπώσουμε το τεύχος που θα το περιελάμβανε και με το οποίο θα διαθέταμε το συγκεκριμένο δισκάκι σε Ελλάδα και Ευρώπη. Με αυτό το θέμα, ίσως να γίνει κάτι σε μερικούς μήνες...
Κι όμως, γυρίζει...
Έξι χρόνια μετά την αναστολή έκδοσης του 2007, μετά από σημαντικές ανακατατάξεις σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, βρέθηκα σε μια ΜΕΘ να παλεύω για να ξεπεράσω ένα έμφραγμα. Εκεί μέσα συνειδητοποίησα πόσο μου είχε λείψει η έκδοση του Fractal. Εκεί κατάλαβα πως ήθελα να μοιραστώ και με την κόρη μου όλο εκείνο το δημιουργικό πανηγύρι... Έτσι, το Μάιο του 2013 ξαναβγήκαμε σε μια μορφή που πιθανότατα θα είναι το οριστικό format του Fractal Press: Χαρτονένιο κουτί που περιέχει ένα επτάιντσο βινύλιο και ένα πολυσέλιδο έντυπο σε μέγεθος επτάιντσου. Δεν είναι φανζίν. Ούτε περιοδικό, φυσικά. Είναι κάτι σαν… arty gadget, ας πούμε. Ως τέτοιο, δεν έχει καμία υποχρέωση να ακολουθεί κάποια εκδοτική περιοδικότητα. Βγάλαμε δύο όμορφα τεύχη, με 45άρια που έκαναν πάταγο (A Place To Bury Strangers και Thee Holy Strangers). Έκτοτε εκδοτική σιωπή, εν μέσω απανωτών οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων. Δεν ξέρω αν θα ξαναβγεί το Fractal Press. Πάντως, νομίζω πως το ταξιδι δεν τελείωσε...
(δες επίσης: Planet of Songs)
Γιώργος Μάρκου (gew-gaw)
Μέσα δεκαετίας του ’80. Τότε, κάποια μέρα που άλλαζα σταθμούς στο ράδιο ώσπου να βρω τίποτα της προκοπής, έπεσα τυχαία σε κάποιον σταθμό τον οποίο δεν θυμάμαι, ο οποίος έπαιζε το "A Trillion Sprods" των απαράμιλλων Deep Freeze Mice. Ακούγοντας το είχα νιώσει μια ανεξήγητη ορμή να βγαίνει από μέσα μου! Ήμουν συγκλονισμένος από το τραγούδι αυτό!! Και λίγο αργότερα, την ίδια δεκαετία επίσης τυχαία, άκουσα κάποιον Κοντογούρη να παίζει ένα εντελώς άγνωστο είδος σε μένα, την ψυχεδελική μουσική των σίξτις, είχα πέσει σε αφιέρωμα στην αμερικάνικη ψυχεδέλεια, μια μουσική η οποία συντάραξε την παρορμητική μου ανισορροπία και της έδωσε μια νέα, μεγαλύτερη ανισορροπία, μου έδωσε μια σφαλιάρα και έδιωξε από πάνω μου τις περισσότερες μουσικές που άκουγα έως τότε. Η μουσική αυτή, ένιωσα, έριξε μέσα μου τον σπόρο για να βγει μετά από μερικά χρόνια ο καρπός, το gew-gaw δηλαδή. Την ίδια εποχή επίσης, άκουσα τον Βάϊο, τον Δασκαλόπουλο, τον Αιμίλιο Κατσούρη, τον Θοδωρή τον Κούτση, τον Μηλάτο. Όλοι αυτοί με επηρέασαν, άλλος λίγο άλλος περισσότερο, και ανακατασκεύασαν την μουσική μου θεωρία οδηγώντας την σε εντελώς διαφορετικά μουσικά μονοπάτια από αυτά στα οποία έκοβα βόλτες έως τότε. Μαγικό το ραδιόφωνο τότε!! Και ήταν μαγική εποχή μιας και από την μια δεν υπήρχε αυτή η βαρετά εύκολη πρόσβαση μέσω ίντερνετ στα πάντα όπως τώρα, σε όλες αυτές τις υπέροχες μουσικές που ανακάλυπτα τότε, αλλά από την άλλη αυτή η δυσκολία του να βρω κάποιο δίσκο και μετά να βρω τα φράγκα να τον αποκτήσω δημιουργούσε μέσα μου μια γλυκιά προσδοκία που πραγματικά ήμουν υποχρεωμένος να έχω δεκάδες μελωδίες στο μυαλό μου, αμέτρητα γραμμένα ονόματα συγκροτημάτων στα χαρτιά, να αντιγράφω κασέτες με πολλές από τις εκπομπές των παραπάνω και με μοναδικά μου όπλα αυτά κατάφερνα που και που να βρίσκω μερικά και να τα αγοράζω κιόλας!! Αμέ!
Συναυλίες, αμέτρητες συναυλίες, αμέτρητος κόσμος και χαρά. Στην Μύκονο για το θρυλικό εκείνο φεστιβάλ του ήλιου, της μουσικής, του αέρα, της θάλασσας και της σκόνης!! Και κάπου εκεί, λίγο πριν το τέλος αυτής της δεκαετίας ήρθα σε επαφή με τα πρώτα φανζίν του χώρου, Merlin’s Music Box, Ψυχαγωγός, Rollin Under, Στις σκιές του Β23, Γολγοθάς κλπ, ενός χώρου ο οποίος «μύριζε» έντονα μια απύθμενη δημιουργικότητα και ακτινοβολούσε μια απίστευτη ενέργεια η οποία γεννούσε πράγματα τα οποία έκαναν τη ζωή πιο διασκεδαστική, πιο γεμάτη. Φυσικά όταν μιλάμε για νέους ανθρώπους οι οποίοι ανακαλύπτουν ένα σχεδόν μαγικό τρόπο να μοιράζονται τις σκέψεις τους, τις μουσικές κλπ, τότε τα αυτονόητα γίνονται πράξη. Όπου το αυτονόητο τότε δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο!! Αυτονόητο ήταν (όπως το χα εγώ στο ένα από τα αμέτρητα κεφάλια μου) κάτι πέρα από τα συμβατά και ελεγχόμενα πράγματα. Κάτι το οποίο ήταν τόσο προσιτό που στο τέλος βόγκαγα ώσπου να το κατακτήσω! Κάπως έτσι, και με την βοήθεια 2-3 φίλων στην αρχή, κάπου στα μέσα των 90ς ήρθε η ώρα να κολυμπήσουμε και μείς στον χώρο των φανζίν. Και με ποια μουσική; Μα φυσικά με την ψυχεδελική (κυρίως), μιας και ήταν η μουσική που με είχε μαγνητίσει εξαιρετικά πολύ. Μαγεία; καλά, όχι ακριβώς άλλα υπό τις συνθήκες που βγήκε το πρώτο τεύχος, θεωρήσαμε ότι κάθε νέο τεύχος που θα βγάζουμε θα περιλαμβάνει καταστάσεις στις οποίες η λογική θα μας κλείνει το μάτι από μεγάλη απόσταση. Όμως ναι, μαγεία!
Η επαφή με τον κόσμο ο οποίος αγόραζε το περιοδικό, η προσμονή να έρθει ο ταχυδρόμος με κάποιο γράμμα, με ένα βινύλιο, η χαρά του να βάζω ένα gew-gaw στον φάκελο για να το στείλω σε κάποια πόλη της επαρχίας, σε κάποιο νησί, στο εξωτερικό, το άνοιγμα ενός φακέλου το οποίο είτε προερχόταν από Ελλάδα είτε από το εξωτερικό η στιγμή ήταν έτσι κι αλλιώς μοναδική, το άγχος μην στείλουν τα συγκροτήματα τις κασέτες τους καθυστερημένα και αργήσει να βγει το τεύχος, μια συνέντευξη από μια σουηδική μπάντα η οποία χάθηκε τρεις φορές, εγώ να στέλνω γράμματα και τελικά την τέταρτη φορά που την έστειλαν να φτάνει στα χέρια μου ύστερα από ατέλειωτες βδομάδες αναμονής! Μαγεία. Ένα δεύτερο τεύχος τραγικό. Ένα τρίτο, πραγματικό έργο εξαιρετικής αντιτέχνης!! Γνωριμίες με αναγνώστες του περιοδικού, γνωριμίες μεταξύ φανζινάδων, απίστευτες βοήθειες χωρίς ανταλλάγματα από πολλά από αυτά τα παιδιά προς το gew-gaw, να ξεχάσω τον Κατσουλάκο (The Thing) όπου τον έπηζα μερικά βράδια για να μου «στήσει» το εξώφυλλο για μια συλλογή; Όχι φυσικά!! Το τεύχος του gew-gaw που το διάβαζες ανάποδα, ήταν εξαιτίας της τότε συναισθηματικής ρευστότητας μου, η ετοιμασία του κάθε εξώφυλλου να είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία, με αποκορύφωμα αυτή του 4 τεύχους, όπου λόγω αγνώστων ψυχεδελικών καταστάσεων, στο εξώφυλλο γράφτηκε ως νούμερο το 5!! Γνωριμίες με τις μπάντες, πολλές από αυτές τις γνωριμίες μας δίνουν ζωή ως τώρα, βράδυ στην Τοσίτσα για μια συνέντευξη με 7-8 εκδότες από μερικά μουσικά φανζίν της εποχής, για ένα δισέλιδο αφιέρωμα της Ελευθεροτυπίας, συνεντεύξεις στο ράδιο, κάποιοι από μας πρόλαβαν και έδωσαν και στην τηλεόραση!! Κόσμος να κατεβαίνει στα Εξάρχεια, στα δισκάδικα, στα βιβλιοπωλεία, στις συναυλίες και να ψάχνει για φανζίν. Όχι, δεν είναι ψέματα!! Τα ψυχεδελικά εξώφυλλα από την Ηλιάνα Νοέα τα οποία έδωσαν το κάτι παραπάνω στο να υπάρχει ένα μικρό μάλλον, αλλά πιστό κοινό του gew-gaw, η γνωριμία με τον μακαρίτη πλέον, Κώστα “Mod” Κωνσταντίνου, o οποίος όταν είδε τα σχέδια ενθουσιάστηκε και έτσι οι δύο επόμενοι δίσκοι της μπάντας του είχαν δικά της εξώφυλλα. Οι σάκοι στην πλάτη γεμάτοι περιοδικά, αμέτρητα χιλιόμετρα με αυτοκίνητα, λεωφορεία, κυρίως όμως με τα πόδια για να γίνει η διανομή!
Εκθέσεις φανζίν στα Εξάρχεια, στο Γκάζι, παντού, στην παραλία του Καϊάφα φανζινάδες να εκθέτουν στην αμμουδιά τα περιοδικά τους, μουσικές θεωρίες να ανακατεύονται με την άμμο, μουσικές να αιωρούνται σε ολόκληρη την παραλία, να περνάνε τα τρένα μπροστά από τα ηχεία, σουρεαλιστικές στιγμές, ανεμοδαρμένες σκηνές, παλαβοί έρωτες, μοναδικές γνωριμίες.
Αμέτρητα συμβάντα, αμέτρητες λάθος στιγμές, συνεντεύξεις μέσα σε αυτοκίνητα, μαγεία σκέτη!! Και για ποιο λόγο όλα αυτά; Μα θέλει και ρώτημα;
(facebook)
Ηρακλής Ρενιέρης (Το Κτήνος!)
Kατ' αρχάς ένα μεγάλο ευχαριστώ στα μερλινόπαιδα που με κάλεσαν για μιαν ακόμη φορά σε αυτό το αφιέρωμα στα fanzines που έπαιξαν έναν κάποιο ρόλο στην διαμόρφωση των αισθητικών και κοινωνικών μας αναζητήσεων. Αν και οι πλήρεις σκέψεις μου θα με οδηγoύσαν να γεμίσω ένα fanzine από μόνο του εδώ έχω μόνο μερικές σκέψεις-σκελετούς. Τα έξη χρόνια (1985-1990) που ήμουν πλήρως υπεύθυνος για Το Κτήνος! τα θεωρώ τα πιο όμορφα της πρώτης μου νεότητας, όχι φυσικά γιατί έβγαλα χρήματα ούτε για το ότι κέρδισα με ελάχιστες κινήσεις αυτό το διόλου κολακευτικό παρατσούκλι αλλά γιατί απλούστατα ήταν χρόνια πυρετώδους δημιουργίας και και ουσιαστικής επικοινωνίας με έναν ολόκληρο στρατό στρατηγών χωρίς στρατιώτες, ετερόκλητα άτομα με ελάχιστη υστεροβουλία και στιγμιαίους συντρόφους σε διάφορα στάδια αλληλεπίδρασης.
Ίσως να τα κατάφερνα εξίσου απολαυστικά σε άλλο χρόνο, με άλλο τρόπο και άλλα μέσα - όμως αυτός ήμουν, αυτή ήταν η εποχή μου και αυτή ήταν η δράση μου, δεν μετανιώνω για τίποτε και λυπάμαι που δεν πρόσφερα περισσότερα στις πολλές φιλίες που άντεξαν στον χρόνο, πολλές συζητήσεις, πολλές απογοητεύσεις και πολύ πείσμα για μια υπόθεση ζωής που υπερέβαινε τα βιβλία, τους δίσκους και τις ταινίες μια τεράστια παρέα της οποίας το συνολικό αποτύπωμα απέβαινε μεγαλύτερο του αθροίσματος των μελών της. Και τώρα πίσω στην πραγματικότητα : βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω (εδώ το διαβάσατε πρώτες/οι!) ότι τα υπόλοιπα θα τα τα μαρτυρήσω στο εισαγωγικό σημείωμα της ανθολογίας των 13 τευχών του Κτήνους που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις Εκδόσεις Στο Περιθώριο του φίλου και συνοδοιπόρου Δημήτρη Αργυρόπουλου. Προσοχή στους ουρανούς!
Πιέρ Κοσμίδης (The World of Suzie Wong)
Hūsker Dū?* Τα νοσταλγικά αφιερώματα του στυλ «θυμάσαι τότε που…» μου προκαλούν μια κάποια αίσθηση γλυκανάλατης αηδίας. Ναι, ωραία χρόνια ήτανε «τότε που…», περάσανε όμως, μεγαλώσαμε και κοιτάμε τα επόμενα. Αυτή η ανάγκη να ζεις στο παρελθόν, «τότε που…», ο εξωραϊσμός του παρελθόντος και ο αφορισμός «τότε που όλα ήταν ωραία» , μου ήταν πάντα ξένη. Ωραίο το παρελθόν, πέρασε όμως, δεν αλλάζει. Ζούμε ακόμα, το παρόν είναι εδώ και το μέλλον έρχεται, αν και πλέον η γενιά μου, μεσήλιξ γαρ, αρχίζει και «χαιρετάει» σιγά-σιγά. Θα κάνω το χατίρι όμως του Καστανάρα, να γράψω για «τότε που…» βγάζαμε κι εμείς ένα φανζίν, το The World of Suzie Wong, στις εποχές της κοπτοραπτικής των κειμένων, του χειροποίητου εξώφυλλου, της αντιγραφής του πρωτοτύπου στα φοιτητικά φωτοτυπάδικα, της αντιγραφής της κασέτας-δώρου στο σπιτικό ντεκ μέχρι να κάψει τα λαστιχάκια και του εννιάπινου εκτυπωτή.
Γυρίζοντας τριάντα και πλέον χρόνια πίσω, το μόνο ιστορικό που ζήσαμε, χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε κιόλας, ήταν η τεχνολογική επανάσταση του internet. Τίποτα πια δε θα έμενε ίδιο. Τότε, στα πρώτα βήματα του The World of Suzie Wong, ο Νίκος ο Χατζόπουλος και ο Παναγιώτης ο Μπάρλας βοηθήσανε μέσα από την καρδιά τους, να βγάλουμε το φανζινάκι μας, προσφέροντας απλόχερα τα κομπιούτερζ και τους εκτυπωτές και πολλές παραινέσεις. Γνωρίσαμε παιδιά από διάφορες μπάντες, γνωρίσαμε άλλους φιλόμουσους, εκκεντρικούς και αλλόκοτους, γνωρίσαμε τον ίδιο μας τον εαυτό μέσα από όλους εκείνους. Κάναμε τις συναυλίες μας στο Αn (που αλλού;), φάγαμε, ήπιαμε (κυρίως) και μετά ήρθε το Internet. Πιο εύκολη η επικοινωνία, αντί να περιμένεις 2 μήνες για ένα 7” flexi disk, ή για ένα γράμμα με τις απαντήσεις σε μια συνέντευξη. Δεν κοιτάω το παρελθόν με νοσταλγία. Το έζησα όταν έπρεπε, όπως νομίζω ότι ήθελα, αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος τι ήταν αυτό που ήθελα, εκτός από το αυτό που έλεγε ο ποιητής: Just what is it that you want to do? Well, we wanna be free, we wanna be free to do what we wanna do And we wanna get loaded and we wanna have a good time And that's what we're gonna do, away baby, let's go We're gonna have a good time, we're gonna have a party Ήταν ένα πάρτι, για την πάρτη μας κι όλους εκείνους σαν κι εμάς, τους τόσο ίδιους αλλά και τόσο διαφορετικούς.
(* Θυμάσαι;)
Βασίλης Καμπούρης (Bside cultzine)
Πρέπει να πω εξαρχής πως θεωρώ τη νοσταλγία ένα αρκετά πονηρό συναίσθημα (ιδίως όταν είναι κοινωνική) που κρατάει τα πράγματα πίσω. Προτιμώ να μην της επιτρέπω να εμφανίζεται στη ζωή μου. Ουσιαστικά εάν κυριαρχήσει θα ξέρω πως όσον αφορά τη θέση μου επάνω στη ζωή, τα πάντα τελείωσαν και έχει έρθει η ώρα της συντήρησης μιας κάποιας ποιότητας, ως το τέλος. Αλλιώς θα ζήσουμε για πάντα νέοι στο κεφάλι μας και μια μέρα ή νύχτα σαν κι αυτή, θα επιτρέψουμε στους άλλους να λένε πως ήμασταν υπέροχοι και ευγενικοί αλλά το θυμήθηκαν λίγο πιο αργά.
Επίσης θα ήθελα να πω ότι είμαι ταυτόχρονα ιδιαίτερα πεισματάρης, παρατηρητικός και περίεργος.
Όσον αφορά το περιοδικάκι που φτιάξαμε στις αρχές της δεκαετίας του 90, το Bside, όλα ξεκίνησαν από την επίπληξη εναντίον μου ενός χαρτογιακά κυρίου, περπατημένου όμως, διευθυντή μεγάλης εταιρείας στην οποία είχα απευθυνθεί για δουλειά παράλληλη με τις σπουδές μου. Ο κύριος εκείνος μου είπε τα εξής μετά από τη σειρά των συνεντεύξεων, των τεστ δεξιότητας και γνώσεων και την επικράτηση μου έναντι πολλών άλλων υποψηφίων: "Δυστυχώς κύριε δεν θα σας πάρουμε στη θέση που ζητήσατε αν και το πιθανότερο την αξίζετε.Δεν θα σας πάρουμε διότι έχετε πολλά ενδιαφέροντα τα οποία απ’ ότι καταλάβαμε μελετάτε ενδελεχώς, αλλά η νέα κοινωνία δεν θέλει αυτό. Χρειάζεται εξειδικευμένους ανθρώπους σε τομείς που θα τους αφιερώσουν ολόκληρη σχεδόν τη ζωή τους με ανταμοιβή και επειδή είστε πολύ μικρός ακόμη , σας συμβουλεύω να ακούσετε τα λόγια μου και να αφήσετε πολλά πράγματα πίσω σας". Τον ευχαρίστησα με πολλή (και μάλλον παράταιρη) χαρά και έφυγα ξέροντας πως ρε γαμώτο πρέπει να φτιάξω ένα περιοδικό να τα βάλω όλα μέσα. Ήρθε η ώρα...
Ακόμα τον ευχαριστώ.Αυτό που μου είπε το ήξερα καλά μέσω της παρατήρησης. Οι φίλοι μου δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως γίνεται να φοράω μπλούζα Ac/Dc φερ’ ειπείν, να έχω δίσκους Grateful Dead , να χορεύω μέχρι λιποθυμίας ροκαμπιλι και να έχω εισιτήριο για Nick Cave. Οι συγγενείς και περίοικοι ,οι διάφοροι στον περιφερειακό κύκλο γνωριμιών, δεν καταλάβαιναν τίποτα.
Ο ίδιος είχα μια τάξη μέσα σε αυτό μου το χάος. Έβρισκα τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα μέσα μου κι ας μην τα έβρισκε άλλος, όπως πχ δεν έχουν βρει μαθηματικάρες για χρόνια μοτίβο στο χάος του 3,142343544235123...
Μου άρεσαν πολύ οι κινήσεις του αντεργκράουντ. Βασικά όλη η τέχνη όσο βρισκόταν σε αυτό το επίπεδο του μη κατανοητού μου άρεσε πολύ. Σε τέτοια πλαίσια γοητευόμουν δυνατά από τον περιοδικό τύπο του είδους. Που έπιανες τα πάντα με το χεράκι σου και τα έφτιαχνες. Βινιέτες, ράστερ, φιλμ, φιλμόχαρτα, μηχανές αναπαραγωγής και άλλα που δεν ήξερα. Μάθαινα για αυτά που έκαναν οι διάφοροι αυτοεκδότες του εξωτερικου και τρελαινόμουν. Συνδύαζαν δε αυτό το ενδιαφέρον τους με τα κινήματα και τη μουσική. Είχα λατρέψει εκείνους που το έκαναν στα 60s , αυτούς που το έκαναν μετά τα μισά του 70 με το πανκ και ω του θαύματος βρήκα και μερικούς τέτοιους τρελούς που το έκαναν στη σύγχρονη μου τότε Ελλάδα. Επηρεάστηκα από την Ανοιχτή Πολη, το Ιδεοδρόμιο, τη Γάτα, κάποιες εφημερίδες τοίχου όπως ο Ραγκαβας , το INBI, το ηλεκτρικό μαχαίρι , τις Σκιές του B23, το Merlin’s Music Βox και κάποια άλλα που προϋπήρξαν. Είχα καταφέρει να βρω και μερικά θρυλικά του εξωτερικού.
Αυτές όλες οι συνιστώσες και βέβαια ο υπέροχος εκείνος κύριος... εργοδότας που εντόπισε το χάος μου ως μέθοδο αποτυχίας με έκαναν ν’ αποφασίσω να βάλω την περιβόητη (μεταξύ δέκα ανθρώπων περιβόητη χαχαχα) αγγελία στην εφημερίδα (ο μάγος του) Οζ και στον Σχολιαστή (κίτρινες σελίδες).
Απάντησαν διάφοροι. Τακιμιάσαμε αμέσως με τον Δημήτρη Ορφανό, τον Βασίλη Ρούβαλη και τον Χρήστο Γιώτη. Είπαμε να το πούμε Bside από την άλλη μεριά του 45rpm 7" δίσκου γιατί εκεί θεωρούσαμε πως βρίσκεται το μικρό διάστημα που μπορούμε να μπούμε. Πάρτι ίδρυσης κάναμε στο Maze. Κάναμε δύο μέρες να θυμηθούμε μετά τι ιδρύσαμε. Είχαμε να πούμε πολλά. Είπαμε κάποια...
Η περιοδικότητα μας ήταν ανέκδοτο χαχαχα Δεν είχαμε απαυτή. Βγαίναμε με (σεξ) ψέματα (και βιντεοταινίες ). Όμως το περιοδικάκι αυτό, μας έκανε να γνωρίσουμε από μέσα τη φάση.Γνωρίσαμε εταιρίες, είδαμε άπειρα λαιβ, γνωρίσαμε μουσικούς, μάθαμε μουσική οι ίδιοι, εντρυφήσαμε σε δίσκους, ταινίες και άλλους γραφιάδες και εν τέλει γίναμε φίλοι με αρκετό κόσμο.
Αδελφά περιοδικά ήταν το The Thing του Δημήτρη του Κατσουλάκου και το Roller Coaster των Παναγιώτη Μπάρλα και Θανάση Μήνα με τους οποίους κάναμε πάρτι συναυλίες και διάφορα ωραία έχοντας ένα όραμα γενικής συναδέλφωσης που νταξ... στην Ελλάδα ζούμε δεν ήρθε ποτέ. Μου άρεσε και θέλω να το αναφέρω και το The World of Suzie Wong του Πιερ Κοσμιδη. Φίλοι επίσης γίναμε με τον Γιάννη Καστανάρα (Merlin's), τον Alex K (Last Drive ), τον Χρήστο Δασκαλοπουλο (Ροδον Fm κ.α), τον Αιμίλιο Κατσούρη (Hitch Hyke), τον Γρηγόρη Βαιο (Wipe Out), τον Κωστα (Purple Overdose) ,τον Χάρη (Rockin Bones), τη Ρούλα την Άντα και την Εύα (Nonmandol), τον Γιώργο Λάιτμερ (HoneyDive), τον Gabriel (Jesus Toy), τον Βασίλη και το Γιώργο (No Μans Land), τον Αργύρη (Nightstalker), τον Δημήτρη (Sound Εxplosion), τον Γιώργο και τον Φώτη από τους Illusion Fades (οι οποίοι μεταξύ πολλών άλλων είπαν «μέσα» με ενθουσιασμό όταν τους προτείναμε να κάνουμε το πρώτο unplugged live ηλεκτρικού συγκροτήματος με στήσιμο MTV unplugged δύο χρόνια πριν να το πράξει το κανάλι με τους γνωστούς σπουδαίους), το Θοδωρή Μανίκα (667), τον Τάσο και το Γιάννη (ομάδα στον τρόμο του κενού) και αρκετούς ξένους όπως ας πούμε τους Dead Moon τους Fuzztones τους Fleshtones, τους Midnight Men και πολλούς άλλους και όταν λέω φίλοι εννοώ με εξόδους, ξύδια μύδια, αλληλοπροσφορές.
Στο Bside έγραψαν διάφοροι και διάφορες συνεργάτες και συνεργάτριες και διασκεδάσαμε απίθανα με τον Παναγιώτη τον Καλαμαρά και το Μιχάλη (συγνώμη που δεν θυμάμαι το επώνυμο) της Ελευθεριακής Κουλτούρας στην οποία αλληλοβγάζαμε τις ψυχές μας με τη φωτοσύνθεση και το μοντάζ. Περάσαμε πολύ ωραία και γελάσαμε, χορέψαμε, μεθύσαμε με τη μουσική και τις λέξεις κυριολεκτικά. Κάτι αποσπασματάκια της ύπαρξής μας μπορεί να βρει κανείς από δω κι εκεί πχ στην εκπομπή του Μελισσινού για την ΕΤ2 αν θυμάμαι καλά καθώς και την πολύ ενδιαφέρουσα, ευγενική , καταρτισμένη και νεότατη προσέγγιση που μας έκαναν οι Chimeres ή το Merlin’s τώρα. Προσωπικά κολοφώνα της “δόξας” του Bside θεωρώ το ότι έτυχε να δω δύο άγνωστες μου κοπέλες στο τρένο, με το περιοδικό που είχε εξώφυλλο το Βέγγο, γεγονός κατά το οποίο η μία μετέφραζε στην άλλη που ήταν Αγγλίδα, το περιοδικό μας. Δεν τους μίλησα ποτέ.
Ανέκδοτες ιστορίες υπάρχουν πολλές αλλά θα θυμηθώ μία τρομερή με το σκύλο Καραμανλή (ονομάστηκε έτσι λόγω των τεράστιων φρυδιών του) ο οποίος σύχναζε τότε στο Αn, που ήταν ο ναός μας, του Πέτρου Κουτσούμπα, αλλά είχε εμφανιστεί και στο Ροδον, σε λαιβ στο Στρέφη και άλλους εναλλακτικούς χώρους. Ένα βράδυ σε κάποιο από τα πάρτι Bside-The Thing που κάναμε στο πεδίο του Άρη, αφού τελειώσαμε σχεδόν ξημερώματα, και μετρούσαμε με το Δημήτρη τον Κατσουλάκο τις εισπράξεις από τις μπύρες για να δούμε αν θα μπορέσουμε να πληρώσουμε όσους μας βοήθησαν τεχνικά ή θα έπρεπε να πούμε πάλι φίδια κολοβά, εμφανίστηκαν κάτι απειλητικές μούρες από τις πρασιές. Σε αμυντική θέση εμείς αλλά λιγότεροι θα σφαζόμασταν για αυτά τα λίγα φράγκα είναι η αλήθεια.Τότε κι ενώ δεν τον είχαμε δει καθόλου κατά τη διάρκεια των συναυλιών που στήσαμε , εμφανίστηκε πίσω από κάτι δέντρα ο Καραμανλής-Σκύλος και τσάκισε τους κακούς. Βασικά το γράφω με συγκίνηση.
Έχω να πω πως δεν ήμασταν τίποτα σπουδαίο με βάση τη σπουδαιότητα για την οποία διψάει το σήμερα, όμως περάσαμε σπουδαία και κάναμε σπουδαίους φίλους που δεν μας ξεχνούν και δεν τους ξεχνάμε.
Ύστερα ήρθε η χαμένη δεκαετία. Συγκροτήματα, περιοδικά κ.α σταμάτησαν για περίπου δέκα χρόνια από το 96-97 ως το 2003 πάνω κάτω. Πολύ παράξενο μου φάνηκε αυτό αλλά ασχολήθηκα κι εγώ με άλλα πλάνα. Μέσα εκεί ότι έμεινε όρθιο οργανώθηκε. Έτσι το βλέπω εγώ δηλαδή. Με ότι καλό ή κακό συνεπάγεται το «οργάνωση χωρίς συναδέλφωση». Κατά βάση όμως έπεσε σφαγή. Λίγοι παρείχαν έργο.
Μετά ήρθε η άνοιξη και πάλι και όσους δεν είχαμε καταφέρει να τους γνωρίσουμε τότε, τους γνωρίσαμε τώρα. Με τη συντριπτική πλειοψηφία διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις. Αυτό είναι μιας μορφής μετάλλιο δεδομένων των νοοτροπιών του τόπου. Με το Δημήτρη τον Ορφανό από την συντακτική ομάδα παραμένουμε πολύ καλοί φίλοι με ξύδια μύδια και απ’ όλα, με τους άλλους χαθήκαμε.
Θέλω για κατακλείδα να πω ότι όλοι οι παλιοί φανζινάδες, γραφιάδες και άλλα μελαν-ούρια είμαστε λουλούδια. Κάναμε φωτοσύνθεση. Αυτό λέει πολλά στο δικό μου το δευτέρι.
Γιάννης Κολοβός (Στις Σκιές του Β-23)
Το 1986 άρχισα να εκδίδω το Β-23. Πήγαινα στη Β’ λυκείου. Πέρα από δίαυλος έκφρασης, δικής μου και κάποιων φίλων και συμμαθητών, ήταν κι ένας τρόπος να υπάρξω σε έναν κόσμο που μόλις έκανα τα πρώτα μου βήματα: Τα βιβλιοπωλεία των Εξαρχείων, τα δισκάδικα που μαζεύονταν όσοι άκουγαν παράξενη μουσική, οι συναυλίες, ο Φαέθων –πρώην Πήγασος–, το Οινόφλιξ…
Αφού εκείνοι που άκουγαν παράξενη μουσικοί και ντύνονταν ασορτί παράξενα γινόντουσαν όλο και περισσότεροι, το Β-23 ανέβηκε επίπεδο: Ενώθηκε με ένα άλλο φανζίν, τις Σκιές, τις οποίες εξέδιδε ο φίλος Δημήτρης Αργυρόπουλος από το 1985, και προέκυψαν οι… Σκιές του Β-23.
Αν είναι να δώσω με δυο λέξεις το κλίμα και τον ρόλο που παίζαμε, θα μιλούσα για τεμνόμενους σε άσχετα σημεία κύκλους: μια παρέα απ΄ όπου προσθαφαιρούνταν άνθρωποι, ένα δίκτυο βιβλιοπωλείων, δισκοπωλείων, στεκιών, ανθρώπων που είχαν κάποιο κύκλο γνωστών, σχεδόν όλα τα συγκροτήματα της σκηνής του ροκ της εποχής, κάποιες εταιρείες, μικρές ή μικρότερες, που κυκλοφορούσαν τη μουσική των συγκροτημάτων αυτών, ένας αστερισμός συναυλιών σε μικρούς και μεγάλους χώρους, χώρους με επαγγελματικές προοπτικές ή εντελώς διαφορετικές λειτουργίες (όπως οι πανεπιστημιακές σχολές), μια ευρύτερη αντικουλτούρα που προσπαθούσε να διαφοροποιηθεί από ότι θεωρούσε συμβατικό, η αίσθηση μιας πολιτικής παρατοποθέτησης σε μια κοινωνία που χαιρόταν με την πολιτική συναίνεση και την ευμάρεια που για πρώτη φορά βίωνε και, φυσικά, οι συνάδελφοί μας «φανζινάδες».
Δεν γνωρίζω αν τελικά υπήρξαμε διαφορετικοί και «ανταγωνιστικοί» προς την κουλτούρα της κατανάλωσης –του Κλικ ως συμβόλου, να πούμε, το οποίο κατάφερε να κυριαρχήσει και να επιβάλει ένα κοινό γούστο, πέραν του συντηρητικού μικροαστισμού– χαιρόμασταν πολύ όμως που πιστεύαμε πως ήμασταν. Κι αυτό δεν είναι αναδρομική αυτοδικαίωση. Πραγματικά το νομίζαμε… Δεν ξεβλαχέψαμε, συνειδητά ξεβλακέψαμε!
Σπύρος "Spacefreak" Παπαναστασάτος (Thrash Metal)
Πλην του Thrash Metal, έβγαζα ή συμμετείχα ως συνεκδότης και σε διάφορα άλλα fanzines. Noise Core, Genital Grinder, Genital Necrosis (συνένωση του Genital Grinder και του MegaNecrosis που επιμελούνταν τα παιδιά από το τότε τρίο των Rotting Christ) και έστελνα άρθρα και ανταποκρίσεις και σε μερικά zines του εξωτερικού, όπως το Slayer Mag, το Thrashing Maniacs κλπ. Στα τέλη των 80s συνεισέφερα μερικά άρθρα και συνεντεύξεις στο νορβηγικό Slayer Mag, στις Σκιές του Β23, ενώ στα 90s στο Zoo (όταν ήταν ένθετο στο Ποπ+Ροκ) και στο βέλγικο ιστορικό ψυχεδελικό fanzine Crohinga Well.
Το Thrash Metal ήταν χρονολογικά, το πρώτο ελληνικό metal fanzine και δεν το λέω για να περιαυτολογήσω. Ξεκίνησε στα τέλη του 1985, από μια ιδέα που είχαμε εγώ (γνωστός με το nick Captain Death τότε) και ο Δημήτρης ο Minotaur που ήταν ντράμερ των Vomit. Είχαμε επηρεαστεί από το στυλ γραφής και στησίματος του ιστορικού Metal Forces που τότε το βρίσκαμε μόνο σε ένα περίπτερο στην Ομόνοια, καθώς και από την αισθητική των DIY punk fanzines που δειλά-δειλά εκείνη την εποχή είχαν ξεκινήσει να κυκλοφορούν σε κάπως πιο ευρύ κύκλο και μπορούσες και να τα βρεις και σε βιβλιοπωλεία των Εξαρχείων. Είχα επαφές μέσω αλληλογραφίας με διάφορα συγκροτήματα γιατί αγόραζα δίσκους που δεν μπορούσαν να βρεθούν στην Ελλάδα -με το γνωστό πρωτόγονο τρόπο του χρήματα σε συστημένο γράμμα τυλιγμένα σε καρμπόν ή ανάμεσα σε καρτ ποστάλ) και σκέφτηκα να αρχίσω να παίρνω συνεντεύξεις. Έτσι ξεκινήσαμε. Ξεκίνησα να στέλνω δεκάδες γράμματα και ο Δημήτρης να γράφει κριτικές και να τυπώνει το περιοδικό στη γραφομηχανή. Το πρώτο τεύχος βγήκε φωτοτυπίες στη ζούλα, στην εφημερίδα που δούλευε τότε ο Δημήτρης και συρράψαμε και τα 300 τεύχη ένα-ένα στο χέρι. Στη συνέχεια, τα πράγματα οργανώθηκαν καλύτερα, προστέθηκαν ως μόνιμοι συντελεστές ο Κώστας ο Atomic και ο Γιάννης ο Mad (που ανέλαβε τα γραφιστικά) από τους Vomit, από μια στιγμή και μετά, περιοδικό και Vomit ήταν ένα σώμα. Σταδιακά προστέθηκαν και διάφοροι εξωτερικοί περιστασιακοί συνεργάτες. Σχεδόν όποιος έστελνε κάτι αξιόλογο δημοσιεύονταν. Το fanzine δίνονταν πλέον για φωτοτυπία και "συναρμολόγηση" σε επαγγελματικά φωτοτυπάδικα. Στο offset δεν περάσαμε ποτέ… δεν ήθελα εγώ. Προτιμούσα να είναι μέχρι τέλους underground ως αισθητική.
Στόχους δεν είχαμε ιδιαίτερους στον εμπορικό τομέα. Μάλλον επικρατούσε το τρίπτυχο: Total Underground - No Profit - No Sell-out, η παντελής έλλειψη "γραμμής" και η απόλυτη ανεξαρτησία στις απόψεις. Επίσης, να υποστηρίξουμε όσο γίνονταν τη σκηνή που μας πώρωνε (ξένη και εγχώρια) και κανείς τότε δεν ασχολούνταν στη ψωροκώσταινα. Μέχρι τότε, το συνειδητοποιημένο underground ήταν αδιανόητο ως concept στη ελληνική metal σκηνή. Σχεδόν όλοι αγωνίζονταν να "πιάσουν τη καλή", να "γίνουν". Το μόνο επίσημο ελληνικό metal περιοδικό της εποχής, το Heavy Metal ήταν στα μάτια μας, αφόρητα mainstream. Θυμάμαι τι μηδενικά έπαιρναν οι Venom και οι Bathory στις κριτικές. Πού να βρει κανείς να διαβάσει για Dark Angel, Whiplash, Cryptic Slaughter, Necrodeath, Mayhem, At War, Blessed Death, St. Vitus κλπ. εκείνες τις εποχές. Μόνο συνέχεια για Scorpions, Maiden, Saxon, Manowar… και φτου και πάλι τα ίδια. Έπρεπε δηλαδή να αγοράζω το Metal Forces για να διαβάσω και να μάθω πχ. για τους Carnivore ή τους Hellhammer; Την εποχή που το metal έβραζε από υπόγεια δημιουργικότητα, που στήνονταν μια σκηνή μακρυά από τις μεγαλοεταιρείες, που άνθιζε το tape trading στα χνάρια του punk DIY εγχειρήματος. Άσε που στο περιοδικό Heavy Metal, εκείνη την εποχή ο εκδότης ήταν ένας άσχετος με τη μουσική "επενδυτής" και οι περισσότεροι συντάκτες (μη λέμε ονόματα, οι παλιοί γνωρίζουν) ήταν και υπάλληλοι συγκεκριμένων δισκογραφικών εταιρειών. Οπότε ήταν και αναπόφευκτο το στίγμα ότι λειτουργούσαν ως διαφημιστικό έντυπο αυτών ακριβώς των "μαγαζιών". Έκαναν τον 17άρη μεταλλά, μέσα σε όλη την αγνότητά του, να νοιώθει κορόιδο. Χώρια που πάντα όταν υπάρχουν μονοπώλια σε μια ελεύθερη οικονομία, από κάτω βρωμάει ασύμμετρη συσσώρευση κέρδους.
Έτσι πήραμε φόρα και αυτή η anti-mainstream στάση του περιοδικού, νομίζω ότι ήταν και ο δυνατότερος driver, ο ιδεολογικός αν θέλεις (και ενίοτε ιδεοληπτικός) στόχος, αυτό που μας πόρωνε περισσότερο. Το Thrash Metal θέλαμε να ήταν από δω και μπρος το έντυπο που ο Έλληνας μεταλλάς θα μπορούσε να ενημερωθεί για όλες τις μπάντες αιχμής αυτού του νέου -επαναστατικού για τα κλισέ του είδους- ήχου. Μην ξεχνάς ότι εκείνη η εποχή ήταν πολύ πολωμένη… ό,τι υπόγειο έπρεπε να είναι defacto ακραίο, επιθετικό και αντιεμπορικό. Ως αυταξία.
Το έχω ξαναγράψει εν σχέσει με τον ευρύτερο μουσικό rock τύπο, αλλά ισχύει ακόμη πιο πολύ και για το metal. Τα mainstream έντυπα εκείνης της εποχής, επιχειρώντας να εμφανιστούν ως "πολυσυλλεκτικά", να αρέσουν σε ένα ευρύτερο κοινό για το οποίο η μουσική ίσως και να είναι επιδερμική προτεραιότητα, έγραφαν κυρίως βλακείες. Πόσες βδομάδες έμεινε ο τάδε δίσκος στο νούμερο… 666, αν το πρώτο metal τραγούδι ήταν το "You Really Got Me" ή το "Wild Thing", εύκολα τσιτάτα στις κριτικές του στυλ "τα πετσάκια ξερνάνε φωτιά και ατσάλι", ιππότες να εκθειάζουν τη λατρεία του ήλιου, Καζαμίες… Αυτού του είδους η αρλουμπολογία είναι εγγενές χαρακτηριστικό της προσπάθειας του να αρέσεις σε όλους. Δεν υποστηρίζω ότι τα πιο underground έντυπα είχαν πάντα τεκμηριωμένες απόψεις, λέω όμως, πως σε ό,τι αφορά τις "εποχές του λίθου", οι πιο σοβαρές κουβέντες έχουν διαβαστεί στα fanzines ή από πρώην fanzinάδες. Είναι προφανής η διαφορά.
Απεχθανόμαστε -από DIY ιδεολογίας- το κέρδος και κρατάγαμε τη τιμή ίσα-ίσα ώστε να βγαίνουν τα έξοδα για το επόμενο τεύχος. Έπειτα το τρέξιμο για να το εκτυπώσουμε… Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα εκείνες τις εποχές, φορτώναμε ένα ποδήλατο και ένα σαπιομηχανάκι με τις κούτες για να τις πάμε από το φωτοτυπάδικο στα σπίτια μας. Η διανομή μετά… Τρία μόνο δισκάδικα στην Αθήνα (Rock City, Δισκάδικο της Αθηνάς, Παλόμα), να το δίνουν κάτω από το πάγκο για το φόβο της εφορίας, ένα περίπτερο στη Κάνιγγος και δυο βιβλιοπωλεία στα Εξάρχεια. Ευτυχώς στήριξε πολύ η επαρχία. Θεσσαλονίκη στο δισκάδικο του Smash Joe, Χανιά, Βόλος, Κέρκυρα, Γιάννενα, Λάρισα. Αποστολές και από τη ταχυδρομική θυρίδα του zine, δια αλληλογραφίας. Και χέρι-χέρι στα metal clubs της εποχής που τολμούσαν να παίζουν thrash: Rainbow, Βικτόρια. Τρέξιμο, τρέξιμο, ατελείωτο τρέξιμο. Τέλος, υπήρξαν και ελάχιστες κακές στιγμές: απειλές από "παράγοντες" που είχαν συνηθίσει στις αβάντες του mainstream μουσικού τύπου και εμείς τους χαλάγαμε τη σούπα, να απειλούν ότι θα μας "δώσουν" στην εφορία, ότι θα μας έκαναν μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση και όταν έβλεπαν πως δεν μασάγαμε, ότι θα έστελναν τους κολλητούς τους χουλιγκάνους να μας σπάσουν τα μούτρα. Αθάνατη Ελλάδα!
Νομίζω ότι αυτό που είχε το fanzine και που κέρδισε εκείνη την εποχή το metal κοινό που ενδιαφέρονταν να ψαχτεί, ήταν οι απόψεις και η ανεξαρτησία. Ειδικότερα στις κριτικές και τις παρουσιάσεις, υπήρχαν αναφορές σοβαρές, που έδειχναν ότι οι γράφοντες είναι διαβασμένοι. Υπήρχε και απίστευτη πώρωση εκείνη την εποχή. Το τότε περιθωριοποιημένο underground κοινό του thrash, death, hardcore και grind μας στήριξε αφάνταστα. Φτάσαμε να εξαντλούμε όλες τις 500 κόπιες του κάθε τεύχους εντός 15νθημέρου. Νομίζω δε ότι ο ενθουσιασμός κορυφώθηκε όταν κυκλοφορήσαμε εκείνες τις demo κασετοσυλλογές "Deathfuck #1&2". Είμαστε και εκεί οι πρώτοι που το κάναμε στον χώρο του ακραίου metal. Θα παραμείνω για πάντα ευγνώμων σε όλη την τότε σκηνή, τους fans, τις μπάντες, τα μαγαζιά. Αυτοί μας κράτησαν στα πέτρινα χρόνια. Respect.
Φτάσαμε 15/16 τεύχη και σταματήσαμε το 1989, όταν τα παιδιά πήγαν φαντάροι και εγώ έφυγα στο εξωτερικό. Όχι γιατί πηγαίναμε άσχημα ή βαρεθήκαμε -κάθε άλλο, η κυκλοφορία όλο και ανέβαινε- αλλά γιατί ήταν αδύνατο να διατηρηθεί η τακτική περιοδικότητα της έκδοσης από μια παρέα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Για τον ίδιο λόγο, διάλυσε και η μπάντα άλλωστε… Νομίζω ότι υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας, θα μπορούσαμε να συνεχίζαμε για 5-10 χρόνια ακόμα. Με την εκτίναξη του death/black metal στα 90s και τις άκρες που είχαμε στη σκηνή, σίγουρα. Ίσως το πιο ουσιαστικό επίτευγμα ήταν ότι ανοίξαμε ένα δρόμο και μας ακολούθησαν και άλλα παιδιά• το 1988 έβγαιναν περίπου άλλα 4 fanzines -μερικά (όπως το Buttfuck και το Merciless Slaughter πχ. για να αναφέρω δυο από αυτά που μου 'ρχονται τώρα στο μυαλό) εξαιρετικά ως προς την ποιότητα πληροφορίας και την ανεξαρτησία της άποψης. Ευχή μας ήταν άλλωστε να μας μιμηθούν και άλλες παρέες και από πλευράς μας πάντοτε προωθούσαμε όλες τις underground πρωτοβουλίες. Το metal δεν θα ήταν πλέον ξανά ίδιο στην Eλλάδα... Αλλά υπήρξε και συνεχής όσμωση. Νέοι φίλοι, γνωριμίες, συνεργασίες, ακούσματα. Δόσιμο και ξόδεμα, που ακόμα και αν ήταν μια τρύπα στο νερό, άξιζε το κόπο με χίλια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Let The Music Play: Η ανεξάρτητη μουσική σκηνή δημιουργεί και προβληματίζεται εν μέσω πανδημίας...
Το Popaganda τίμησε το Merlin's Music Box με μια συνέντευξη...
.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.