Suicide: Πιονιέροι του electro-punk και ανατρεπτικοί του rock and roll...

Γράφει (και κάπου κάπου μεταφράζει) ο Γιάννης Καστανάρας

Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας τους, οι Suicide συγκρίνονταν συχνά με τον Iggy Pop για την ένταση και το θέαμα που χαρακτήριζαν τις συναυλίες τους. O Vega συχνά στεκόταν εχθρικός απέναντι στο ίδιο τους το κοινό κατά τη διάρκεια των εμφανίσεών τους κραδαίνοντας απειλητικά μια αλυσίδα, ενώ το πλήθος τον αποδοκίμαζε, τον γιουχάιζε ή αποχωρούσε. Η φωνή του, ώρες ώρες σαν επιθανάτιος ρόγχος, έμοιαζε να κυνηγάει φαντάσματα, καθώς τραγουδούσε αγέρωχος για μοναχικές, πονεμένες ψυχές που πλανιούνται μέσα σε ένα αλλόκοτο κλειστοφοβικό γοτθικό αστικό τοπίο. Οι μονότονοι, παγεροί electro-rockabilly ήχοι του Rev συνέβαλαν στη δημιουργία μιας ζοφερής εικόνας για το μέλλον.

H μουσική των Suicide, μια ανίερη σούπα από θορυβώδη και τραχιά ηλεκτρονικά μορφώματα, δεν έκανε καμία έκπτωση στην έντασή της. Η μπάντα χρησιμοποιούσε το επιθετικό ηχόχρωμα και την κακοφωνία ως όπλο εν μέσω αυτοσχεδιασμών. Για αυτόν τον λόγο, πολλές τυπικές περιγραφές του πανκ χαρακτηρίζουν την μπάντα ως ένα post-punk/new wave συγκρότημα, όπου το post-punk ορίζεται ως η λιγότερο ορθόδοξη, πιο υβριδική και πειραματική πτυχή του punk από τα τέλη της δεκαετίας του '70 και τις αρχές της δεκαετίας του '80: εδώ οι Suicide σίγουρα φαίνεται να ταιριάζουν απόλυτα. Αν υπάρχουν στυλιστικοί λόγοι για να τους χαρακτηρίσουμε ως post-punk, υπάρχουν και χρονολογικοί λόγοι για να θεωρήσουμε τους Suicide ως τυπικό παράδειγμα της δεκαετίας του '70 και, ως εκ τούτου, ως πρότυπο των μορφών που ακολούθησαν ή αντικατέστησαν το punk. Η πλειονότητα του έργου τους κυκλοφόρησε εμπορικά στα τέλη της δεκαετίας του '70 και στις αρχές της δεκαετίας του '80, συμπεριλαμβανομένου του ντεμπούτου τους άλμπουμ Suicide του 1977 από την Red Star Records, και της ομότιτλης συνέχειάς του που ηχογράφησαν τον Ιανουάριο του 1980 μέσα σε τέσσερις ώρες με παραγωγό τον Ric Ocasec των Cars που τους θαύμαζε, και κυκλοφόρησε από την ZE Records των Michael Zilkha και Michel Esteban τον Μάιο της ίδιας χρονιάς (συνήθως είναι γνωστό ως Suicide: Alan Vega and Martin Rev για να διαφοροποιείται από το πρώτο).

Αλλά αν κατανείμουμε το punk με βάση τη σχετική απλότητα ή πολυπλοκότητά του, οι Suicide θα μπορούσαν εξίσου λογικά να θεωρηθούν ως ένα από τα πρώτα punk συγκροτήματα. Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι για αυτό. Ο Alan Vega (Adam Bermowitz, 23 Ιουνίου 1938 -16 Ιουλίου 2016) και ο Martin Rev (Martin Reverby, γεν. 18 Δεκεμβρίου 1947) άρχισαν να παίζουν μαζί το 1970, για ένα σύντομο διάστημα ως τρίο με τον Paul Liebegott, ανακαλύπτοντας κοινά ενδιαφέροντα συχνάζοντας στο Project of Living Artists, έναν συλλογικό χώρο τέχνης που χρηματοδοτούσε το Συμβούλιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.

Υιοθετώντας το όνομα Suicide από τη φράση «Satan Suicide» στο κόμικ Ghostrider της Marvel, οι δύο συνεργάτες απέφυγαν τα συμβατικά όργανα και αφού συναρμολόγησαν ένα φθηνό πληκτρολόγιο και έναν ενισχυτή, εγκαινίασαν μια σειρά μουσικών πειραμάτων, χρησιμοποιώντας την ωμή γλώσσα του δρόμου για να αφηγούνται ιστορίες αφόρητης νεύρωσης, όπως έγραψε κάποιος. Μετά την πρώτη του εμφάνιση στο Project of Living Arts το 1971, το συγκρότημα έδωσε μια σειρά συναυλιών σε εμβληματικούς χώρους όπως το Village Vanguard και το Ungano’s, ένα κλαμπ-ιταλικό εστιατόριο, γνωστό από τις εμφανίσεις των Stooges στη Νέα Υόρκη το 1970. Όταν το Mercer Arts Center έγινε τακτικός χώρος για τα πρώιμα punk συγκροτήματα όπως οι New York Dolls, οι Magic Tramps και οι Queen Elizabeth της Jayne County το 1972, οι Suicide πραγματοποίησαν εκεί μια σειρά από συναυλίες.

Είναι επίσης από τις πρώτες μπάντες, αν όχι η πρώτη, που χρησιμοποίησαν τη λέξη «punk» για να περιγράψει τον ήχο της, χρησιμοποιώντας τον όρο του Lester Bangs από ένα άρθρο του που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Creem με τίτλο «Of Pop Pies and Fun» για να περιγράψει τα φυλλάδια που χρησιμοποιούσε το ντουέτο για να διαφημίζει τις «punk λειτουργίες» του το '71 και το '72.

Alan Vega

Αυτήν την περίοδο οι Suicide ήταν αρκούντως παραγωγικοί. Το 1974 και το 1975 ηχογράφησαν μια σειρά τραγουδιών, τα οποία κυκλοφόρησαν μόνο μετά τα δύο πρώτα τους άλμπουμ. Η πρώτη συλλογή κυκλοφόρησε σε κασέτα από την Roir Records το 1981 (επανεκδόθηκε σε CD το 2000) και περιλαμβάνει τρία πρώιμα demo από το 1974/1975, τα «Space Blue», «Long Talk» και «Speed Queen», καθώς και ένα κομμάτι, το «Dreams», που ηχογραφήθηκε στο Sun Dragon Studio το 1975. Η δεύτερη κυκλοφόρησε ως bonus disc στην επανέκδοση του δεύτερου άλμπουμ από την Mute Records το 2000, περιλαμβάνει δεκατέσσερα κομμάτια ηχογραφημένα σε δυο κανάλια στο υπόγειο διαμέρισμα του Alan Vega στην Greene Street το 1975. Το συγκρότημα κυκλοφόρησε επίσης ένα σινγκλ με τα τραγούδια «Rocket USA» και «Keep Your Dreams» (αμφότερα ηχογραφήθηκαν εκ νέου για τον πρώτο τους δίσκο, ένα ορόσημο στην ηλεκτρονική μουσική). Το κομμάτι της πρώτης πλευράς συμπεριλήφθηκε στη συλλογή του 1976, Max’s Kansas City.

Δεδομένης της εκτεταμένης δραστηριότητάς τους πριν από τα μέσα της δεκαετίας του '70, οι Suicide διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στις πρώτες προσπάθειες να οριστεί το punk ως μουσικό και κοινωνικό ιδεώδες. Οι πρώτοι ακροατές των Suicide συμφώνησαν ομόφωνα ότι το συγκρότημα δεν ήταν μόνο ακατανόητο, αλλά και καταστροφικό. Οι αναφορές για τις πρώτες συναυλίες του συγκροτήματος καταγράφουν σε μεγάλο βαθμό μια σειρά από αναταραχές και απορρίψεις από τη μεριά του κοινού και των ιδιοκτητών των χώρων. Για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης του Gaslight Au Go Go στο Γκρίνουιτς Βίλατζ φέρεται να έκοψε το ρεύμα στο συγκρότημα μετά από τρία μόλις λεπτά παράστασης, ενώ ένας από τους ιδιοκτήτες του Ungano's στο Μανχάταν, ο οποίος χαιρόταν να φιλοξενεί στο κλαμπ του τον Iggy, σίγουρα ένα κακό παιδί του rock, απέλυσε το συγκρότημα λέγοντας ότι ήταν «σαν να είχα ενενήντα εννέα Iggies».

Και όταν σε κάποια φάση άνοιξαν για τους Ramones στο περίφημο CBGB, το πλήθος που ανυπομονούσε για τους δεύτερους τους έκραξε άγρια. Μετά τη σύντομη εμφάνισή τους και επειδή οι Ramones είχαν χαθεί «κάπου», ο Hilly Kristal, το αφεντικό του μαγαζιού, τους πίεσε να ξαναβγούν στη σκηνή και τότε ο Vega εμφανίστηκε κραδαίνοντας ένα μαχαίρι και την αλυσίδα του, πριν κόψει το μάγουλό του, αναγκάζοντας το πλήθος να το βουλώσει και να τους ακούσει.

Martin Rev

Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας τους ο Vega έφευγε πολύ συχνά από τη σκηνή μέσα στα αίματα. Οι περιοδείες του συγκροτήματος το 1978 στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα διαβόητες για την ένταση και ακόμη και τη βία που προκάλεσαν. Η εμφάνιση του συγκροτήματος με τους Clash στο Apollo Theatre της Γλασκόβης προκάλεσε έναν θεατή να πετάξει ένα τσεκούρι στο κεφάλι του Alan Vega, ενώ στο Πλύμουθ μια συμμορία ναζί ξυλοφόρτωσε τον Vega στα παρασκήνια. Η συναυλία των Suicide στις Βρυξέλλες εκείνο το καλοκαίρι μαζί με τον Elvis Costello προκάλεσε μαζικές ταραχές και την επέμβαση των βελγικών ΜΑΤ λίγα λεπτά μετά την έναρξη της συναυλίας του συγκροτήματος (κυκλοφόρησε ως 12” bootleg από τη New Musical Express με τίτλο 21½ Minutes In Berlin/23 Minutes In Brussels). Στο Εδιμβούργο πάντως κατάφεραν να κάνουν ένα επιθετικό πλήθος χιλίων ατόμων να χορεύει σαν υπνωτισμένο.

Οι κριτικοί θεωρούσαν σε μεγάλο βαθμό τον ήχο τους ως το μουσικό αντίστοιχο των ανατρεπτικών εμφανίσεών τους. Οι Suicide προσέγγιζαν τη μουσική από μια καλλιτεχνική παρά rock προοπτική, αποδομώντας το rock and roll αλλά όσο ακραία και αν ήταν η μπάντα, ποτέ δεν απομακρύνθηκε τελείως από το κλασικό στυλ του rock, καθώς σε μουσικό επίπεδο το ντουέτο χρησιμοποιούσε χαρακτηριστικά στοιχεία του είδους. Η τυπική δομή που είναι κοινή σε σχεδόν όλες τις ηχογραφήσεις των Suicide συνδυάζει ένα σύντομο ριφ στα πλήκτρα με απλά μοτίβα στο ντραμ μασίν και μινιμαλιστικά φωνητικά. Φυσικά, θα ήταν αστείο να χαρακτηρίσουμε τους Suicide κλασικό ροκ συγκρότημα, καθώς τα τραγούδια τους ακούγονται σαν ξεθωριασμένα κακέκτυπα αντιγράφων και κόντρα αντιγράφων.

Τελικά, η μουσική των Suicide σηματοδοτεί μια στιγμή σχεδόν πλήρους κατάρρευσης, ωθώντας το κλασικό στυλ στα άκρα. Στη μουσική τους, κατακερματίζουν και κουρελιάζουν το rock, αλλά ακόμα και τότε δεν ξεφεύγουν από το κλασικό στυλ. Οι Suicide κουβαλούν στα αυλάκια των δίσκων τους την ιστορία του rock σαν ουλές, και όσο κατεστραμμένη και αν είναι, η παράδοση του rock παραμένει. Με αυτόν τον τρόπο, καταδεικνύουν μια ένταση που δεν είναι μόνο μια συνιστώσα του punk κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, αλλά και μια τάση που παραμένει μέχρι σήμερα.

Οι Suicide ακολούθησαν μια μοναδική, ασυμβίβαστη φιλοσοφία που έδινε προτεραιότητα στην αυτοέκφραση έναντι της εμπορικής απήχησης, μια βασική αρχή της αντιπολιτισμικής τέχνης. Αυτή η επίμονη ανεξαρτησία σήμαινε ότι παρέμειναν ένα συγκρότημα με μικρό αλλά φανατικό κοινό για μεγάλο μέρος της πρώιμης καριέρας τους, αλλά η παρακαταθήκη τους ως καινοτόμοι διογκώθηκε με την πάροδο του χρόνου, επηρεάζοντας μια στρατιά από καλλιτέχνες και συγκροτήματα ως τις μέρες μας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Αlan Vega: Σουλατσάροντας στην άγρια πλευρά...

To πανκ στον κινηματογράφο: μια ιστορική αναδρομή...

Ό,τι μάσησε ο Raymond Pettibon το έφτυσε ο Alexander Heir: Ωμό, γραφιστικό punk μέσα από xrays...

In Punk we trust: Η μικρή-μεγάλη ιστορία των Dead Kennedys...

Το punk rock στη Νέα Υόρκη: New York Dolls, Johnny Thunders, Patti Smith, Richard Hell, Television, The Dictators, Ramones και... πάει λέγοντας...

Η νύχτα που γεννήθηκε το punk...

 


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.