Αlan Vega: Σουλατσάροντας στην άγρια πλευρά...

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

Σαν τραγουδιστής του πρωτο-punk ντουέτου των Suicide ο Alan Vega (γεν. Alan Bermowitz,) ακολούθησε μια πολύ ζόρικη καριέρα στη μουσική γεμάτη ενέργεια και πάθος, εμπνέοντας πολλούς καλλιτέχνες που ήθελαν και θέλουν να πειραματίζονται έξω από τα συνηθισμένα όρια. Υπήρξε ένας άνθρωπος που μονίμως προκαλούσε το κοινό τόσο με τους δυσοίωνους στίχους του όσο και με την απρόβλεπτη συμπεριφορά του πάνω στη σκηνή, θέτοντας μαζί με τον Martin Rev, τον συνεργάτη του, τα θεμέλια πάνω στα οποία έχτισαν τον ήχο τους ένα σωρό ακόλουθοί τους στο punk και την electro. Ο Vega γεννήθηκε στο Μπρούκλιν το 1938, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική πριν πιάσει το μικρόφωνο, διένυσε την πορεία που ήθελε να διανύσει και εγκατέλειψε αυτόν τον (τελικά, όχι και τόσο μάταιο) κόσμο στις 16 Ιουλίου 2016. Οι Black Flag, οι New Order, οι Spacemen 3, οι Daft Punk, οι Dead Kennedys, οι Soft Cell, οι Clash και πολλοί άλλοι έπιναν και πίνουν νερό στο όνομά των Suicide.


«Για τον πρώτο καιρό λένε ότι ίσως ήμουν ένας από τους πρώτους rappers. Ο λόγος για αυτό είναι ότι δεν μπορούσα να τραγουδήσω οπότε έπρεπε να μιλάω. Νομίζω ότι όλη αυτή τη φάση την άρχισε ο Lou Reed».


Όταν το 1970 ο Vega και ο Martin Rev άναβαν τις μηχανές των Suicide, ο ήχος που ακούστηκε σίγουρα ήταν πρωτοποριακός και πολύ διαφορετικός από τον ήχο που θα παρήγαγαν οι ενισχυτές των punk συγκροτημάτων μερικά χρόνια αργότερα. Οι Suicide χρησιμοποιούσαν στην ουσία ένα μικρόφωνο και ηλεκτρονικά όργανα, ενώ οι σπασπωδικές κινήσεις του Vega πάνω στη σκηνή σε συνδυασμό με τις υπνωτικές αντι-μελωδίες που παράγονταν από το keyboard του Rev, προκαλούσαν σύγχυση στο κοινό που τύχαινε να τους παρακολουθήσει και ενίοτε το εξόργιζε. Οι Suicide είχαν την τάση να πετούν κατάμουτρα στο πρόσωπο των ακροατών τους τη σκληρή πραγματικότητα μιας τεμαχισμένης κοινωνίας. «Τους προκαλούμε», έλεγε οVega. «Δεν θέλουμε να τους διασκεδάσουμε, ούτε να τους προσφέρουμε κάποια διέξοδο από τα προβλήματά τους. Είμαστε οργισμένοι και θέλουμε να αφυπνίσουμε τον κόσμο». Μνημειώδη κομμάτια όπως τα “Ghost Rider”, “Che”, “Frankie’s Teardrop”, “Cheree” και “Rocket USA” δημιουργήθηκαν για αυτόν ακριβώς το λόγο. Το συγκρότημα τα χρησιμοποίησε για να ανάβει μικρές φωτιές που θα εξελίσσονταν σε πυρκαγιές και θα κατάπιναν τον κόσμο. Όπως ήταν φυσικό, οι Suicide απέτυχαν ως προς αυτό επειδή οι εποχές, μολονότι αλλάζουν, πάντα υπάρχουν ισχυροί εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες που λειτουργούν σαν πυροσβεστήρες.


«Δεν ξέρω τι σημαίνει πλέον η λέξη punk. Την πρώτη φορά που χρησιμοποιήσαμε αυτή τη λέξη ήταν το 1971. Το κάναμε στη διάρκεια μιας συναυλίας σε κάποια γκαλερί. Ασφαλώς, δεν μπορούσαμε να παίξουμε αλλού. Εξέθετα τα έργα μου εκεί και ο χώρος ήταν μεγάλος. Ρώτησα αν μπορούσα να παίξω με το συγκρότημά μου εκεί και συμφώνησαν. Ομολογώ ότι τα έχασα γιατί μας είχαν απορρίψει από όλα τα συνηθισμένα μαγαζιά. Η αφίσα μας έγραφε “Μυσταγωγία punk μουσικής”. Μέχρι τότε ο μόνος που είχε χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο ήταν ο Lester Bangs σε ένα άρθρο του το 1969. Είχε γράψει ένα μεγάλο κομμάτι για τον Iggy Pop στο Creem και τότε είδα για πρώτη φορά να αναφέρεται τη λέξη “punk” σε σχέση με τη μουσική. Όταν μεγάλωνα στο Μπρούκλιν, punk σήμαινε ο “χέστης”, εκείνον που λάκιζε από τον καβγά – είσαι punk, είσαι νυφίτσα, είσαι ένα τίποτα. Η λέξη μου άρεσε κι έτσι χρησιμοποίησα τον όρο “Μυσταγωγία punk μουσικής” προσπαθώντας να αλλάξω τη σημασία της. Και ξυπνάω ένα πρωί και βλέπω παντού γύρω μου τη λέξη punk. Τότε ήταν που για μένα έχασε τη σημασία της. Κάποιος είπε ότι οι Suicide έπρεπε να είναι η απόλυτη punk μπάντα γιατί ακόμα και οι πάνκηδες μας μισούσαν. Νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα. Ποτέ δεν μας θεώρησα punk συγκρότημα. Μας έχουν χαρακτηρίσει glitter. Μας έχουν χαρακτηρίσει τα πάντα».


Ένα σχεδόν μόνιμο στοιχείο στις συναυλίες των Suicide ήταν οι βίαιες αντιδράσεις των ακροατών – εξάλλου, αυτός ακριβώς ήταν εξαρχής ο στόχος του Vega και του Rev. Τον πρώτο καιρό ο Vega κράδαινε μια μακριά ατσάλινη αλυσίδα μοτοσικλέτας πάνω στη σκηνή εκτοξεύοντας τις θρηνώδεις κραυγές του μέσω του μικροφώνου. Έψελνε, γρύλιζε και έσκουζε ενώ ο Martin Rev στεκόταν όλος απάθεια παραδίπλα με το πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από μαύρα γυαλιά, σέρνοντας τα δάχτυλά του πάνω στα πλήκτρα ενός φτηνιάρικου ηλεκτρονικού keyboard. Το σώου των Suicide σπανίως ξεπερνούσε τα 45 λεπτά.


«Θα το λέω και θα το ξαναλέω: ποτέ μου δεν θα γίνω διασκεδαστής. Οι Suicide ποτέ δεν ήταν για διασκέδαση».


Κάποτε κάποιος εκτόξευσε ένα τσεκούρι εναντίον του Vega και μια άλλη φορά τα δυο μέλη ξυλοκοπήθηκαν άγρια στη διάρκεια μιας συναυλίας με αποτέλεσμα να ξεσπάσει κανονική εξέγερση, η οποία έληξε με τη ρίψη δακρυγόνων από τους μπάτσους. Μπουκάλια εκσφενδονίζονταν πάνω στη σκηνή και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Vega κατέβαινε με το πρόσωπό του στάζοντας αίμα. Πολλές φορές χάραζε ο ίδιος το σώμα του αφήνοντας άναυδο το ακροατήριο. «Όταν μας πετούσαν διάφορα αντικείμενα καταλάβαινα ότι τα πάμε μια χαρά, ότι είχαμε προκαλέσει αναταράξεις – αυτό εξάλλου υποτίθεται πως ήταν οι Suicide».


Το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ τους κυκλοφόρησε το 1977, μια χρονιά που θα μείνει αξέχαστη για τη Νέα Υόρκη: η πόλη έχει γλιτώσει την τελευταία στιγμή από τη χρεωκοπία, ένα blackout πυροδοτεί λεηλασίες και καταστροφές, ενώ ένας serial killer που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Son of Sam τρομοκρατεί τους δρόμους της. Κοινώς, το ιδανικό περιβάλλον για να ταιριάξουν οι Suicide και το “Frankie Teardrop” είναι το αποκορύφωμα του δίσκου περιγράφοντας με ανατριχιαστικό τρόπο το τέλος ενός νεαρού εργάτη που, καθώς αδυνατεί να πληρώσει το νοίκι και να ταΐσει την οικογένειά του, εκτελεί τον γιο του και τη γυναίκα του και στη συνέχεια αυτοκτονεί. Ο Bruce Springsteen το χαρακτηρίζει ως ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχει ακούσει ποτέ, ενώ το βίντεο των Walter Robinson, Edit deAk και Paul Dougherty σήμερα ανήκει στη συλλογή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης. Το Suicide ακούγεται ακόμα και σήμερα μπροστά από την εποχή του. Με ένα drum-machine, ένα keyboard και φωνητικά ήταν ηλεκτρονικό αλλά δεν ακουγόταν γερμανικό ή ευρωπαϊκό. Ήταν καθαρόαιμο αμερικάνικο rock and roll και ο Alan τραγουδούσε σαν στοιχειωμένος Elvis ή Gene Vincent.


Αναφερόμενος στο cult μυθιστόρημα Η τελευταία έξοδος για το Μπρούκλιν του Hugh Selby Jr., o Allen Ginsberg είπε ότι είχε εκραγεί σαν μια σκουριασμένη οβίδα από την κόλαση πάνω από την Αμερική και ότι οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να το διαβάζουν με πάθος, ακόμα κι έπειτα από περάσει εκατό χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για το συνολικό έργο του Alan Vega ακριβώς επειδή δεν αποτελούσε κομμάτι του κόσμου της τέχνης. Κι αυτός ήταν ο λόγος που δεν προωθούσε τον εαυτό του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η δημιουργία και αδιαφορούσε για το χρήμα – θα μπορούσε να ζήσει μέσα σε ένα ψυγείο.
Στην περίπτωση του Vega, η γραμμή ανάμεσα στην τέχνη και τη μη-τέχνη ήταν ανέκαθεν θολή. Η αισθητική των γλυπτών του και της μουσικής του ήταν η ίδια αισθητική – η ομορφιά της παλιατσαρίας που απαντάται στο έργο του Jean-Michel Basquiat, σε πίνακες που παρουσιάζουν ένα κολάζ όλων αυτών των στοιχείων σε μια καλλιτεχνική συναρμολόγηση γεμάτη ενέργεια και με τη δική της εσωτερική λογική. Ο Vega ήταν ενάντια στη φόρμα και ταυτόχρονα ήταν λιτός και αυστηρός. Αυτός ίσως είναι ο λόγος που ακόμα και σήμερα επηρεάζει πολλούς μουσικούς και καλλιτέχνες. Αρκετούς μήνες πριν το θάνατό του είχε ξαναπιάσει την πρώτη του αγάπη, τη ζωγραφική, για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες. Ξενυχτούσε ζωγραφίζοντας μια σειρά από πορτρέτα χωρίς πρόσωπο, σαν πνεύματα – ανθρώπινες μορφές αλλά με ένα κενό.


Ο Αlan Vega ήταν ένας κλασικός Νεοϋοερκέζος καλλιτέχνης, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον Warhol, τους χίπις και το punk rock. Κάτι σαν beatnik, ένας βετεράνος καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος που πέρασε από πολλά στάδια της μποέμικης ζωής. Ρισκάρισε πολλά προκειμένου να παραμείνει αληθινός και αυθεντικός και ένα από αυτά, ίσως το σημαντικότερο, ήταν η δημοσιότητα – ποτέ δεν έδινε δεκάρα γι’ αυτήν. Άφησε όμως πίσω του μια κληρονομιά που δικαίως τον κατατάσσει ανάμεσα στις σημαντικές δημιουργικές μορφές της underground μουσικής. Tόσο με τους Suicide όσο και στη διάρκεια της προσωπικής του καριέρας κυκλοφόρησε κάμποσους δίσκους με «περιεχόμενο», οπωσδήποτε ανατρεπτικούς και, με τον τρόπο του, ποιοτικούς. Δεν πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και όταν πέθανε, ο mainstream τύπος ασχολήθηκε μαζί του περισσότερο από όσο είχε ασχοληθεί συνολικά σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, πλέκοντας το εγκώμιο ενός ανθρώπου, τον οποίο είχε παντελώς αγνοήσει όσο ζούσε. Ωστόσο, τον τίμησε και με το παραπάνω ένας μικρός κύκλος ανθρώπων που εκτίμησαν τις εικαστικές του δημιουργίες και, κυρίως, τη μουσική του, ψιθυρίζοντας τους στίχους του και χορεύοντας τα τραγούδια του – με εκείνο το σπασμωδικό στυλ…


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1