Beau Eastman’s Last Pair of Boots/Desert's Breath

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

“Υπάρχουν δύο πιθανοί λόγοι για να βρεθείς στην έρημο. Ο ένας είναι γιατί γυρεύεις κάτι. Ο άλλος γιατί έχεις χαθεί. Κάποιες φορές μπορεί να ισχύουν ταυτόχρονα και οι δύο λόγοι. Εγώ δεν βρίσκομαι όμως για κανέναν από αυτούς τους δυο... Η έρημος υποδέχεται αδιάκοπα και αιώνια τους καταραμένους, χωρίς όρια και χωρίς να περιορίζεται από το χρόνο. Η μυρωδιά της σκόνης ανακατεύεται με αυτή της απελπισίας που μαστιγώνει την ψυχή και το δέρμα. Και να ήταν μόνο η σκόνη...Ο ήλιος καίει μανιασμένα, και εγώ σαν ζώο πληγωμένο, ζαλισμένος και γυμνός, βασανίζομαι ανάμεσα στο σκληρό άγγιγμα της άμμου και τη βουή του ανέμου που μοιάζει να σφυρίζει τον δικό μου θρήνο».

Ο Μπο Ίστμαν βρισκόταν σε μια έρημο που δεν ανήκε σε καμία γη, έναν τόπο που η ίδια η Κόλαση θα ζήλευε, εκεί που τα πάντα ήταν απέραντα, κυκλωμένα από ατέρμονη καταστροφή και αιώνιο πόνο.
Τον φέραν δεμένο και ετοιμαζόντουσαν να το εγκαταλείψουν εκεί σαν σκυλί μια γυναίκα και τέσσερις άντρες, και όχι οι πρώτοι τυχαίοι που βρήκε στα μονοπάτια της δυστυχίας, αλλά οι καθρέφτες του: ο παιδόφιλος δικαστής Ντικ Ντόουσον, ο μέθυσος σερίφης Άξελ Κόνγουει, και ο δήμαρχος της πόλης Μπλέιζ Βον, εδώ στο ρόλο του απατημένου συζύγου της γυναίκας που τον πρόδωσε, της Σύλβιας Βον, (αφού πρώτα τον ερωτεύθηκε παράφορα) μαζί με τον εφιάλτη του, τον Τζόζεφ Σπένσερ, τον σκυλοκαβγατζή και ρατσιστή γαιοκτήμονα. Οι τέσσερις τους είχαν δέσει τον Ίστμαν και τον ράπιζαν με το μαστίγιο που κρατούσε ο πιστός μαύρος δούλος του Σπένσερ, ο Οράτιος, που ξεχείλιζε από απόγνωση, χρησιμοποιώντας το ως εργαλείο τρομοκρατίας.

Ο Μπο Ίστμαν ήταν στα όρια της παράνοιας. Δεν υπήρχε κανένα «γιατί» πια. Κανένα νόημα. Οι πληγές του πονάγανε, αλλά το βαρύτερο ήταν εκείνο το σκουριασμένο βάρος μέσα κι από τον ίδιο - αυτή η θηλιά από απληστία και έπαρση που τον είχε ρίξει στην άβυσσο.
«Ζεις;» τον ρώτησε βρώμικα ο σερίφης, σκουντώντας με το πόδι του τα πρόσωπα των συντρόφων του, που στέκονταν σιωπηλοί και οργισμένοι.
«Αν ναι, που αμφιβάλλω, για πόσο λες ακόμα...;»
Ο Σπένσερ συνέχισε:
«Σκεφτόμουνα τώρα που σε έβλεπα να σέρνεσαι μεταξύ θανάτου και άμμου πως πρέπει να την γαμούσες πολύ καλά εδώ αυτή τη σκύλα. Δεν θέλω να προσβάλλω τον Μπλέιζ ούτε την όμορφη γυναίκα του, Σύλβια...», τότε γύρισε και κοίταξε την Σύλβια που έδειχνε θιγμένη ενώ ο Μπλέιζ έκανε πως δεν άκουγε κοιτώντας επίμονα με μίσος τον Μπο που μάζευε τα κομμάτια του στο χώμα.
«Να με συγχωρείς που μιλάω έτσι αλλά και συ δεν σεβάστηκες τον φίλο μου, ολόκληρο δήμαρχο, όταν άφηνες αυτόν εδώ να σε καβαλάει σαν καμία φοράδα μέσα στους στάβλους, οπότε ας μοιράσουμε αυτή την ντροπή στην μέση και να πάρετε εσύ και ο άντρας σου από μισή, εμένα βγάλτε από έξω από τις δουλειές σας, αυτές τις δουλειές σας με το καυλί του κυρίου Ίστμαν».

Περπατώντας με αργούς, βαριούς βηματισμούς και τα χέρια πίσω από την πλάτη του μετά από μια μικρή παύση συνέχισε την σκέψη του:
«Και επειδή είμαι δίκαιος έναν τόσο καλό επιβήτορα πρέπει να τον θαυμάσουμε και να τον ανταμείψουμε. Δεν λέω να μην τον τιμωρήσουμε γιατι θα δίναμε το πολύ κακό παραδειγμα στους ψηφοφόρους του δημάρχου και σε ολόκληρη την πόλη μας και την κοινωνία μας αν αυτο καθίκι γινότανε ήρωας επείδη πήδηξε την κυρα του Βον. Μα σαν άντρες πρέπει να τιμήσουμε τον αντρισμό αυτού του τύπου, εδώ που δεν μας βλέπει κανείς γιατί όπως ξέρει καλύτερα από όλους μας ο κύριος δικαστής όταν δεν μας βλέπει κανένας άλλος, εκεί βγάζουμε τον πραγματικό μας εαυτό...αλήθεια δεν λέω κύριε Ντόουσον;»
«Όμορφε πες μου ένα πράγμα, ένα αντικείμενο και μόνο ένα, ένα όπλο (όχι όμως και σφαίρα είπαμε ένα πράγμα μόνο), ένα μαχαίρι, που θα λαχταρούσες αυτή τη στιγμή. θα στο χαρίσουμε σαν μια ύστατη χάρη στον μελλοθάνατο. Μην μας λες και κτήνη στα τελευταία σου λόγια» αναφώνησε πικρόχολα ο γαιοκτήμονας.
«Το καλύτερο βέβαια που μπορείς να σου ζητήσεις εδώ είναι να σε αφήσουμε να πεθάνεις πριν σε φάνε τα όρνεα. Ή έστω ένα παγούρι με νερό, το νερό δεν είναι πράγμα ξέρεις οπότε ας φανώ γενναιόδωρος...»

Μετά από τρία λεπτά που έμοιαζαν αιώνας «Θέλω... ένα ζευγάρι μπότες.» ψέλλισε ο Ίστμαν σαν θρόισμα φύλλων.
Ακολούθησε παύση. Και μετά ξάφνου δυνατά γέλια από όλους.
Ο Τζόζεφ, με το στόμα γεμάτο καπνό από τσιγάρο, ούρλιαξε: «Μπότες; Τι διάολο να τις κάνεις σε αυτή τη γαμημένη έρημο;»
Ο σερίφης γρύλλισε:
«Μπότες; Ένα ζευγάρι μπότες, είπες; Πες μας, λοιπόν, γιατί διάολο τις χρειάζεσαι;»
Ο δικαστής Ντόουσον, από την άλλη ανάμεσα στα γέλια την απορία ξεφούρνισε την δικιά του προσωπική περιέργεια που τον έτρωγε τόση ώρα μέσα του: «Η απληστία και η έπαρση συνήθως σε φέρνουν σε τέτοια σημεία. Η γυναίκα που σε έστειλε εδώ, σε αγαπάει ή όχι;»
Οι υπόλοιποι τον κοίταξαν απορημένοι για την ερώτηση το ίδιο όσο απορημένοι και περίεργοι ήταν για την απάντηση, ο δήμαρχος κοίταξε την γυναίκα του η οποία κοιτούσε το χώμα...

Η συζήτηση άναψε εκείνη τη στιγμή. Η ερημιά, οι πληγές και οι ανθρώπινες αποτυχίες φέρνουν περίεργες αντοχές.
«Αυτή η γυναίκα με αγαπάει όσο κάποιος αγαπάει το δηλητήριό του», απάντησε ο Μπο, και έσκυψε και αυτός το κεφάλι του.
Η άμμος καίει κάτω από τα πόδια σαν ψυχρός φονιάς. Η ερημιά δεν είναι μόνο φυσικός χώρος, αλλά καθρέφτης της ψυχής του Ίστμαν: αχανής, άγρια, απομυθοποιημένη. Η σκόνη ανεβαίνει γύρω του, χαμένη ανάμεσα στις αναθυμιάσεις της προδοσίας και των ανείπωτων φόβων.
Ο σερίφης με το πρόσωπο βαμμένο από τις κακουχίες και το ποτό, αρπάζει το μαστίγιο από τα χερια του μάυρου σκλάβου και το πετά με απογοήτευση στο χώμα.
«Τελειώσαμε μαζί σου εδώ, Μπο», τα λόγια του βρώμαγαν από την αμάθεια και την έχθρα. «Πάρε τις μπότες του σκλάβου, νομίζω σου κάνουν».
Ο παιδόφιλος δικαστής, μια φιγούρα βγαλμένη από εφιάλτη που δεν σβήνει, σπρώχνει το κορμί του γεμάτο μώλωπες και αίμα σαν άψυχο κουρέλι.
Ο Ίστμαν φοράει με δυσκολία τις μπότες ενώ ακούει τις φωνές τους να σβήνουν, σαν να ήταν σε άλλη διάσταση.
Ο Τζόζεφ πλησιάζει, το πρόσωπό του λασπωμένο από μίσος και θλίψη.
«Πόσο νομίζεις ότι θα σε κρατήσουν αυτές οι μπότες στην ζωή;» λέει με ήρεμη φωνή που κρύβει φωτιά: «Σαν κι εσένα, τίποτα δεν κρατάει για πολύ εδώ».

Η απόλυτη σιωπή της ερήμου σπάει μόνο από έναν ψιθύρισμα που μοιάζει με δάκρυ.
«Ίσως η μοναδική σου δύναμη», λέει ο δικαστής, «είναι ότι ακόμα έχεις την ψευδαίσθηση πως μπορείς να περπατάς».
Ο Ίστμαν βάζει όλες τους τις δυνάμεις για να σταθεί όρθιος.
Θα ήθελε με βραχνή, παγωμένη φωνή, κοφτή σαν λεπίδι να του απαντήσει: «Γιατί μπότες; Για να περπατήσω πάνω στα πτώματά σας... και να σας δείξω ποιος κάνει κουμάντο όσο ακόμα σέρνεστε στην άμμο».
Αντ’ αυτού με σφιγμένα χείλη, φωνή βαριά, σχεδόν ψίθυρος είπε: «Γιατί μπότες; Για να μη γλιστράω στο αίμα που θα χύσω πριν αυτή η κόλαση με καταπιεί. Σε αυτήν την έρημο δεν γίνεσαι ήρωας, ούτε επιβιώνεις τυχαία... αυτή την κατουρημένη γη την περπατάς μόνο αν την πατήσεις με σίδερο...»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ

Η Δικιά Μου «Τζούλια» Γυμνή Στο Γραφείο Του...

Aναγκαστική εκτέλεση...

Η Μέρα των Αγίων της Νεκρανάστασης...


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...