Γράφει ο Γιώργος Τσέκας
Παραμονή της Γιορτής Τους, την Νύχτα με τα δυο φεγγάρια στέκεσαι σαν να υπάρχει και άλλος χρόνος/ούτε θυμάσαι ποτέ πέφτει ποια, βουβός μέσα στη λήθη δεν θυμάσαι ποια αρρώστια γέννησε τα δάκρυα
Αφού αντέχεις την σιωπή σου/ και δεν αισθάνεσαι το χάλκινο το πνίξιμο /μιας και αρκείσαι να μένεις παγωμένος και ακίνητος/ με μάτια γυάλινα και βλέμμα στο κενό/πως γίνεται να μην ακούς έστω τον ήχο της αλυσίδας;
Στο σκοτάδι αν δεν φωτίζει σαν δάδα η πνοή σου/ τον ύπνο ανόητα σου χαλάσανε/ νεκρή φύση μοιάζεις/αφού αντέχεις το ξενύχτι μοναχός/αφού αρνείσαι το τραγούδι των παιδιών/Ο έρημος ο άνθρωπος συντροφιά αν δεν βρίσκει στο γέλιο των τρελών/δεν ξαλαφρώνει από τον πόνο
Χρυσό αν ψάχνεις στα λιμάνια και κρασί στα χείλη διαδρομών/ αθώος αν βγεις από την βοή του όχλου έγκλημα έκανες μικρό και φανερό ή τρανό και μυστικό σαν τάφο ιερό και μυθικό αλλιώτικο από τους άλλους μα τόσο ίδιο
Η μέρα της γιορτής των Αγίων ξημερώνει/ κανείς δεν νήστεψε, κανείς δεν θυσίασε την θυγατέρα ούτε έμπηξε λεπίδα στον μοναχογιό / δεν στόλισε κανείς το σπίτι του, δεν προσευχήθηκε για αυτούς/ ούτε ένας δεν σκέφτηκε να φέρει ξύλα/ ουδείς δεν άναψε φωτιά για να χορέψουν γυμνοί θνητοί με σώματα δαιμόνων
Οι Άγιοι της Νεκρανάστασης/αχθοφόροι της Επανάστασης απαιτούν το αίμα που θα ξεπλύνει τα βουνά και οι βράχοι θα ανθίσουν/μόλις σαλπάρει αυτή η Νύχτα θα έρθουν να στο ζητήσουν
Ώρες απομένουν για τις χαροκαμένες Μάνες να χαρούν, ώρες η Γη να γεννήσει για αυτές τρεις κόρες και δυο γιούς για τις μυρτιές που κλάψανε/ δυο μέτρα θα ‘ναι με αρματωμένα χέρια και θα τραγουδάνε οι χήρες με φωνές και θα χορεύουν μαζί τους το ταγκό του Θανάτου /
Γιατί ξέχασαν οι καταραμένοι άνθρωποι να την γιορτάζουν τούτη την μέρα/Την Μέρα των Αγίων τους/και την θυμούνται πια μονάχα στα καταγώγια των Ποιητών και των Ερωτευμένων ;