Η Δικιά Μου «Τζούλια» Γυμνή Στο Γραφείο Του...

Γράφει ο Γιώργος Τσέκας

Δεν είμαι συγγενής του. Ούτε καν φίλος του. Ούτε ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος του. Ο πρώην ένοικος της γκαρσονιέρας στον τρίτο ναι. Νυν γείτονας του επίσης ναι, μιας και μετακόμισα πριν τρία χρόνια στο απέναντι μεγαλύτερο διαμέρισμα (αν και δεν αποκτήσαμε στο διάστημα αυτό παιδιά για να χρειαζόμαστε με την γυναίκα μου μεγαλύτερο χώρο ούτε είχαμε σκοπό να κάνουμε μάλλον, όχι άμεσα πάντως) αλλά μέχρι εκεί. Βέβαια, θα αναρωτηθεί κανείς γιατί έχω κρατήσει τα κλειδιά από το προηγούμενο σπίτι μου. Χωρίς να το πω στην γυναίκα μου. Και γιατί για καιρό, σχεδόν δυο χρόνια, όταν έβρισκα χρόνο έμπαινα κλεφτά μέσα και δανειζόμουν βιβλία και τσέπωνα τσιγάρα ή λίγο χόρτο και έβαζα να πιω δυο ποτηράκια από κάποιο μισογεμάτο μπουκάλι του. Εύλογη και η απορία οποιουδήποτε με έβλεπε τώρα μέσα στο διαμέρισμα του Παντελή. Ο οποίος είχε τρεις μέρες να δώσει σημεία ζωής και είχε ανησυχήσει έστω και λίγο αυτή η απουσία του την γειτονιά. Και πριν σκάσει μύτη η μπατσαρία, αν σκάσει γιατί παίζει και να μην την καλέσει κανένας, είπα να μπω να ρίξω μια ματιά μήπως βρω κάτι που θα με βοηθούσε να καθησυχάσω την οικοδομή, πάντα βέβαια χωρίς να πω σε κανέναν ότι έχω ξαναμπεί ξανά και ξανά, στον χώρο του κρυφά.

Ανέβηκα από τις σκάλες. Το διαμέρισμα ήταν μόλις στον τρίτο όροφο της οκταώροφης οικοδομής. Οι περισσότεροι ένοικοι ήταν στις δουλειές τους ή ήταν απορροφημένοι στις οθόνες των τηλεοράσεων τους βλέποντας εικόνες καταστροφής από την πρόσφατη θεομηνία που κατέστρεψε τη Θεσσαλία και μετρούσαν ΜΕΘ, κρούσματα, νεκρούς και πρωθυπουργικά διαγγέλματα. Κανένας δεν ασχολήθηκε πραγματικά με το που ήταν ο Παντελής. Περισσότερο κουτσομπολιό ήταν και μια φευγαλέα στιχομυθία στο ασανσέρ.

Είχα καιρό να το επισκεφτώ. Μπορεί και περισσότερο από ένα χρόνο και μου πέρασε από το μυαλό πως μπορεί και να είχε αλλάξει κλειδαριά. Φυσικά και δεν είχε όμως. Όλα ήταν όπως τα θυμόμουν. Ακόμα και η μυρωδιά του χώρου ήταν ατόφια και απαράλλαχτη. Κλεισούρα, τσιγαρίλα και έντονη οσμή από χαρτούρα, αλκοόλ και καφέ.
Δεν υπήρχε ορατή σπιθαμή τοίχου. Παντού η λουστραρισμένη ξύλινη επένδυση και βιβλιοθήκες. Τρία κάδρα του έλειπαν από τον ξύλινο πια τοίχο και τα καρφιά περίμεναν σαν ψεύτικη υπόσχεση υπομονετικά μήπως φιλοτιμηθεί και ξανά κρεμάσει κάποιο σε αυτά. Το ένα μάλλον έπεσε γιατί και σπασμένο ήταν το τζάμι του και στραβωμένο το καρφί. Έσκυψα να το σηκώσω και είδα μια παλιά φωτογραφία του Iggy Pop με τον Bowie. Του άρεσε του Παύλου να διακοσμεί τα κάδρα του με φωτογραφίες των ινδαλμάτων του ή με εξώφυλλα από τους αγαπημένους του δίσκους. Μακάρι να είχα και γω ινδάλματα. Έστω πρότυπα. Τουλάχιστον έχω αγαπημένους δίσκους.
Η λάμπα στο γραφείο του ήταν αναμμένη. Το τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα, ενώ βιαστικά γραμμένα χαρτιά, αν κρίνω από τα τσαπατσούλικα γράμματα και παλιές εφημερίδες ήταν διάσπαρτα πάνω στο ξύλινο βαρύ σκαλιστό έπιπλο. Κάτω από το γυαλί που είχε στην επιφάνεια είχε τρεις φωτογραφίες. Μια από μια εκδρομή από τα φοιτητικά του χρόνια με μια μεγάλη παρέα στην οποία είχε αγκαλιά μια κοπέλα με μαύρα μακριά μαλλιά που ποτέ δεν αναρωτήθηκα ποια ήταν αν και κάτι μου θύμιζε ή έστω νόμιζα πως θύμιζε, σαν κάποια στάρλετ που είδα σε ταινία ή κάποια που πετύχαινα στο σούπερ μάρκετ. Οι άλλες δυο φωτογραφίες ήταν με τον σκύλο του, ένα μαύρο λυκόσκυλο που αγκάλιαζε με αγάπη και γεμάτος χαρά και ένα τεράστιο χαμόγελο την μια σαν παιδί και την άλλη σαν νεαρός έφηβος, μάλλον στο πατρικό του στα Λιόσια - μια μονοκατοικία με πράσινα κάγκελα και πολλά λουλούδια.


Ο τηλεφωνητής του είχε δύο μηνύματα. Αλήθεια πάντα το ρωτούσα στον εαυτό μου κάθε φορά που τον έβλεπα όταν επισκεπτόμουν κρυφά το σπίτι του -και παλιό δικό μου έτσι;, μην ξεχνιόμαστε-ποιος έχει τηλεφωνητή στις μέρες μας; Κάποιος που έχει γραφομηχανή στο γραφείο του και πικάπ για να ακούει μουσική, ενώ απουσιάζει κάποιος υπολογιστής ή λάπτοπ από τον χώρο όπως ο Παντελής θα έλεγε κάποιος πιο ψύχραιμος και λιγότερο κακεντρεχής. Όχι εγώ πάντως. Αυτό δεν με εμπόδισε από το να κοιτάξω τα μηνύματα του. Για πρώτη φορά και μάλλον ασυναίσθητα «Πρώτη και τελευταία» σκέφτηκα. Και καλά να πάθω, γιατί είδα κάτι που ίσως να μην ήθελα να δω. Είδα που λέτε έναν αρκετά γνώριμο αριθμό κινητού. Τώρα να μου τον ζητήσεις δεν ξέρω να στον πω. απ' έξω. Ούτε ποτέ τον κάλεσα ποτέ πατώντας ένα ένα τα ψηφία του. Μέσω καταλόγου τον καλούσα. Συχνά. Πολύ συχνά. Κάθε μέρα. Εκείνη την στιγμή όμως τον αναγνώρισα. Ήταν ο αριθμός της Ζωής, της γυναίκας μου. Τι στο διάολο; Πως ήξερε καν τον αριθμό του Παντελή και πόσο μάλλον το σταθερό του; Ούτε καλημέρα δεν έλεγαν καλά καλά... και άντε τον έμαθε τι τον ήθελε και τον πήρε;
Μια εφημερίδα με ημερομηνία πέντε μέρες πριν, δυο μέρες πριν χάσουμε τα ίχνη του, ήταν ανοιγμένη στην στήλη με τα καλλιτεχνικά. Μια κριτική σε θεατρική παράσταση από αυτές τις “πειραματικές που πρωταγωνιστούν γκαρσόνια και μπαργούμαν και παρακολουθούν καμιά ντουζίνα θολοκουλτουριάρηδες σαν τον μαλάκα τον γείτονα”, όπως έλεγα στην παρέα όταν μας πρότειναν να πάμε να δούμε θέατρο. Γύρισα την εφημερίδα στις σελίδες με τα αθλητικά. Διάβασα για την μεγάλη νίκη της ομαδάρας. Πωωωώ τι ωραία βραδιά η προχθεσινή, πήγε να το χαλάσει η άλλη βέβαια, αλλά και έτσι ακόμα, και ας με με ζάλισε η Ζωή με το που γύρισα σπίτι με τις μαλακίες της και τις εξετάσεις της μάνας της και κάτι άλλες υποχρεώσεις που με γέμισε και δεν έδωσα πολύ σημασία. Βασικά αν ήταν κάτι επείγον μπορούσε να μου το ξανά θυμίσει τον επόμενο πρωί.
Μιλώντας για το επόμενο πρωί, η Ζωή δεν με είχε καλέσει καθόλου στο τηλέφωνο. Θα πέρασε από τα μαγαζιά σκέφτηκα και συνέχισα να ψαχουλεύω τα πράγματα του γείτονα. Είχα δύο ώρες γεμάτες, μπα περισσότερο σχεδόν τέσσερις στο διαμέρισμα. Έχει δυο τρεις μέρες που ήταν πολύ ανήσυχη. Είχε ένα βλέμμα απλανές, κενό και ένα ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπο ζωγραφισμένο πάνω στα χείλη της. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία μιας και είχα στο μυαλό μου ένα σημαντικό μέιλ από την δουλειά που περίμενα και κάθε πέντε λεπτά κοιτούσα το κινητό μου μήπως ήρθε.
Μπήκα σε μια ανόητη και χωρίς νόημα διαδικασία να γράψω σε μια λίστα τα αντικείμενα που βρήκα στο διαμέρισμα που μου κίνησαν την περιέργεια -όχι απαραίτητα αυτά που θα ήθελα να έχω ή να τα αποκτήσω-, ήθελα να κάνω απλά μια λίστα με αυτά που έβλεπα. Έσκισα μια κόλλα χαρτί από ένα σπιράλ τετράδιο που είχε στο δεύτερο συρτάρι του γραφείου του και έψαξα για στυλό. Έπιασα ένα μολύβι μιας και δεν είχε ίχνος μελάνι κανένα από τα στυλό στις μολυβοθήκες ή σε κάποιο συρτάρι και ξεκίνησα να σημειώνω: τρίμματα από γομολάστιχα, ξεθωριασμένα σχεδόν μοβ καρμπόν, ένα πακέτο σπίρτα, μια ξύστρα, ένα ασημένιο κοπίδι, αδέσποτα μολύβια πολύχρωμα και ακονισμένα, άδεια στυλό μπικ, ένα λεκιασμένο καφέ παχύ χαλί σαν χοντρή μοκέτα, ένας καλόγερος με κρεμασμένα ένα παλτό και δυο καπέλα, η πελώρια βιβλιοθήκη με τα δεν ξέρω και γω πόσα, όλα με δερμάτινα εξώφυλλα σαν εγκυκλοπαίδειες βιβλία, οι δίσκοι του με αλφαβητική σειρά με βάση το όνομα του συγκροτήματος, το «V» του Πιντσον- το αγαπημένο της γυναίκας μου - το «Μπαουντολίνο» που μου πρότεινε η Ζωή να διαβάσω τα Χριστούγεννα και «η Τζούλιετ Γυμνή» του Χορνμπυ που μου πήρε δώρο πάλι η γυναίκα μου στα γενέθλια μου και ουδέποτε μπήκα στον κόπο να ανοίξω ούτε σελίδα και είχα καιρό να το αναζητήσω είναι αλήθεια, βγαλμένα στην άκρη του γραφείου.
Αντιλήφθηκα πως τα περισσότερα πράγματα που είχε ο Παντελής θα έπρεπε να μου ήταν αφόρητα δελεαστικά. Δεν ήταν κάποια μανία για ιδιοκτησία. Δεν ήταν πως έψαχνα για να αποκτήσω πιο πολλά ή κάτι που μου έλειπε. Ούτε κάλυπτα κάποιο εσωτερικό κενό. Δεν είχαμε το ίδιο γούστο, ούτε τα ίδια ενδιαφέροντα. Αλλά έπρεπε να παραδεχτώ πως αυτός ο καργιόλης είχε γούστο, τύπο και μια γοητεία που ψιλό ζήλευα και ας τον έθαβα καθημερινά στην Ζωή, που από μια στιγμή και μετά έπαψε να το υπερασπίζεται όπως έκανε αρχικά και κουνούσε απλά το κεφάλι της συγκαταβατικά, αρκεί να το βούλωνα. Μπορεί να μην είχε ότι ήθελα, αλλά αυτός προσωπικά έμοιαζε πλήρης από το πιο απλό στο πιο εξεζητημένο, από ένα πακέτο με μαύρους συνδετήρες μέχρι το «Raw Power» υπογεγραμμένο και από ποιήματα του Χέμινγουεϊ στα αγγλικά μέχρι αυθεντικά Κουβανέζικα πούρα στο συρτάρι του. Είχε τα πάντα και αυτό με έκανε να τρελαίνομαι, αυτό ζήλευα αυτό φθίνουσα. Πήγαινε ταξίδια, σε θέατρα, συναυλίες και εγώ έφτανα μέχρι το καφενείο της Ιάσωνος για να δω κανένα αγώνα. Ο μαλάκας ήταν μόνος του όμως. Δεν είχε φίλους δεν είχε κανέναν, ενώ εγώ είχα ...είχα κάποιους που έβγαινα, αλλά μετά αυτοί παντρεύτηκαν, εγώ είχα βρει και μια δεύτερη δουλειά μετά συγκατοίκησα με την Ζωίτσα, αλλάξανε τα πράγματα λογαριασμοί υποχρεώσεις καλύτερη δουλειά, περισσότερες ώρες, είχα το δάνειο για το αυτοκίνητο το πλυντήριο την κουζίνα με την κεραμική εστία θέλαμε να κάνουμε πράγματα αλλά δεν είμαστε δεκαπέντε χρόνων ο κόσμος σοβαρεύει δεν γίνεται να σπαταλάς τον χρόνο σου σε βλακείες ούτε να κολλάς με κάποιον ή σε κάποιον θες λίγο χρόνο προσωπικό κατάδικο σου πριν σε καταπιεί η σχέση σου και η καθημερινότητα. Για αυτό πήγαινα στο κωλόσπιτο του τρελού... έψαχνα λίγο χώρο δικό μου. Πνιγόμουνα. Γιατί δεν είχα τίποτα πια δικό μου, όλα κοινά και αδιαίρετα. Πνιγόμουνα, αλλά δεν ήξερα μάλλον από τι.
Ευτυχώς χτύπησε το τηλέφωνο και συνήλθε το μυαλό μου. Άγνωστο σταθερό. Καμία τράπεζα με θυμήθηκε ή εταιρία κινητής θα είναι. Απέρριψα την κλήση. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, το ίδιο νούμερο. Το σήκωσα.
- Ο κύριος Δεδέογλου; με ρώτησε ένας τύπος.
- Ο ίδιος, απάντησα.
Πριν προλάβω να ρωτήσω ποιος είναι μου είπε με σοβαρή φωνή :
- Παρακαλώ ελάτε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, θα χρειαστούμε την βοήθεια σας. Πρέπει να έρθετε το συντομότερο συνέχισε η ήρεμη φωνή του αστυνομικού με την επαρχιώτικη προφορά και το χαρακτηριστικό νιιι και λιιι. Δεν μου είπε πως θα χρειαστεί να μεταβώ με κάποιο όργανο στο νοσοκομείο να αναγνωρίσω δυο πτώματα. Δεν θα ήθελε να με πανικοβάλει, λογικό. Αλλά αναπόφευκτο σε λίγη ώρα.
Σάστισα, φοβήθηκα και μιας και είχα λερωμένη την φωλιά μου, ένιωσα πως με έκαναν τσακωτό. Η ενοχή που βρισκόμουν στο ξένο σπίτι με έκαναν να κλείσω βιαστικά το κινητό και να μην κάνω καν την ερώτηση για το τι αφορά. Ίσως είχα καταλάβει πως ήταν για τον Παντελή. Δεν είμαι συγγενής του. Ούτε καν φίλος του. Ούτε ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος του. Ο πρώην ένοικος της γκαρσονιέρας στον τρίτο ναι. Νυν γείτονας του επίσης ναι,αλλά μέχρι εκεί, γιατί πήραν εμένα;

Δεν φανταζόμουνα πως θα ήταν και για την Ζωή. Αλλά τα σημάδια ήταν εκεί. Το μπαουντολίνο, οι παραστάσεις που πήγαινε η Ζωή τις Δευτέρες και ο Παντελής τότε έλειπε για ώρες και έβρισκα ευκαιρία και χωνόμουν στο διαμέρισμα του. Η μουσική που άκουγε τα απογεύματα ενώ κοιμόμουν και μετά λες και την άκουγα να έρχεται, τα ίδια τραγούδια, από το σαλόνι μας όπου καθότανε η Ζωή. Οι κλήσεις τα βραδιά αργά στο κινητό της που αν και στο αθόρυβο δεν μπορούσε να κρύψει την οθόνη που φώτιζε το δωμάτιο ενώ έβλεπα ταινία και τότε σταματάγανε αυτόματα να χτυπάνε τα πλήκτρα από την κωλογραφομηχανή του...η γυμνή Τζούλιετ η γαμημένη η Τζούλιετ που δεν άνοιξα να δω καν την αφιέρωση , και τώρα αφού έμαθα τα μαντάτα είμαι σίγουρος πως η σελίδα είναι σκισμένη στην οποία ήταν γραμμένη, ήταν εκεί και με κοιτούσε απαξιωτικά.


Δεν ήξερα τι ώρα ήταν αλλά σε μισή ώρα το πολύ, όσο θα έκανα να φτάσω στο αστυνομικό τμήμα, ο κόσμος μου θα κατέρρεε ολοκληρωτικά. Από εκεί θα με πήγαιναν με συνοδεία στο νοσοκομείο για να αναγνωρίσω ένα ζευγάρι που είχε τροχαίο πριν τέσσερις περίπου ώρες, όσες εγώ σκάλιζα τα αντικείμενα του γείτονα και έγραφα λίστες με ανόητα πραγματάκια που παρατηρούσα στο σπίτι του.
Άρχιζα να ιδρώνω. Στάθηκα στην πόρτα. Πριν βγω έξω γύρισα να πάρω το βιβλίο του Χορνμπυ και πέταξα όλα τα πράγματα που ήταν πάνω κάτω με μίσος. Έδωσα μια και άλλη μια και άλλη μια με την γροθιά μου μέχρι που έσπασα το γυαλί του γραφείου. Πήρα την φωτογραφία από τα φοιτητικά χρόνια του Παντελή. Ξανακοίταξα την κοπέλα. Έβαλα την φωτογραφία μέσα στις σελίδες του βιβλίου, το έβαλα κάτω από την μασχάλη μου και μπήκα στο διαμέρισμα μου και το άφησα στο τραπέζι της κουζίνας. Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και περιμένοντας στο διάδρομο το ασανσέρ η κυρία Νίτσα η γειτόνισσα με ρώτησε - Χρήστο τι έπαθες είσαι καλά; Είσαι χλωμός. Η Ζωή που είναι; Όλα καλά παιδί μου; Συνέχισε με αγωνία.
Δεν την άκουγα. Δεν πρόλαβα να ανοίξω την πόρτα του ασανσέρ. Λιποθύμησα...

Άνοιξα τα μάτια μου στο νοσοκομείο. Στο ίδιο νοσοκομείο που ήταν τα δυο πτώματα που έπρεπε να αναγνωρίσω. Σύντομα θα μάθαινα πως πρόκειται για την γυναίκα μου και τον εραστή της. Ο αστυνόμος με ρωτούσε διάφορες λεπτομέρειες που δεν είχα διάθεση να απαντήσω. Όχι λόγω πένθους. Όχι λόγω πίκρας για την γυναίκα μου και το κέρατο. Για μένα που ήμουν ένα ακόμα ανθρωπάκι, εγωιστικό και τυφλό αυτά δεν σήμαιναν πια τίποτα. Μπορεί να μην σήμαιναν και ποτέ. Μέσα στο χάος της προσωπικής μου ζωής και της συντριβής της ψευδό εικόνας που είχα χτίσει το μόνο που με ένοιαζε ήταν να τελειώσω την λίστα με τα πράγματα, πριν σφραγίσει η αστυνομία το σπίτι του Παντελή για τυχόν στοιχεία. Γιατί όμως ο κωλόμπατσος με κατηγορούσε για κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω εκείνη την ώρα ζαλισμένος από το σοκ; Ή έκανα πως δεν καταλάβαινα. Με κατηγορούσαν για κάτι και κυρίως μήπως για φόνο εκ προμελέτης; Μέσα στο πανικό άκουγα τους γονείς της, τα πεθερικά μου να με καταριούνται και μέσα στις κραυγές άκουσα πως τα πτώματα δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστούν...είχαν απανθρακωθεί.
Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά με πρόδωσαν οι δυνάμεις μου. Ένας γιατρός και μια νοσοκόμα μπήκαν στο δωμάτιο 203 της παθολογικής κλινικής που νοσηλευόμουν.
- Πρέπει να με αφήσετε είμαι μια χαρά. Πείτε μου τι έγινε με την γυναίκα μου ρώτησα.
- Καλησπέρα. Μου είπε κοφτά ενώ η νοσοκόμα μου έγνεψε κάτι σαν χαιρετισμό. -ποιος σας είπε για την γυναίκα σας κύριε Δεδέογλου; Πως το πληροφορηθήκατε , μου κάνει εντύπωση. Ο αστυνόμος ήταν σαφέστατος πως δεν σας είπε κάτι.
- Θέλω μόνο το χαρτί που έχω στο σακάκι μου. Αυτό βρήκα να απαντήσω.
Μου έδωσε το χαρτί και ένα μολύβι και συνέχισα να σημειώνω. Έγραφα μέρη που ήθελα να πάμε με την Ζωή και διέγραφα μέρη που είχε πάει ο Παντελής. Με βοηθούσαν οι σημειώσεις μου γιατί είχα σημειώσει ένα ένα τα μαγνητάκια στο ψυγείο του. Μια πράξη θλιβερή ενός ανόητου ανθρώπου σαν και μένα που ήταν η μόνη που φανέρωνε την αγωνία, τις εμμονές, τους φόβους μου, την ροή της συνείδησής μου, τα λάθη μου, το κενό μου, την μανία μου και ίσως ήταν το μόνο που με γαλήνευε...
Στην πόρτα του δωματίου της κλινικής φάνηκαν δύο σκιές. Ήξερα πως ήταν αστυνομικοί. Μπορεί ο ένας να ήταν και αυτός που με πήρε τηλέφωνο. Τα προβλήματα μου μόλις ξεκίνησαν. Και μάλλον θα έπρεπε να αρχίσω να σημειώνω στο πίσω μέρος του χαρτιού επιχειρήματα για ένα καλό άλλοθι...ακόμα μια φορά θα έκανα την λάθος επιλογή.
Αλήθεια πως έφτασα στο σημείο να κατηγορούν για κάτι τόσο σοβαρό; Και γιατί με είχαν ικανό για κάτι τόσο περίπλοκο, επικίνδυνο αλλά και τολμηρό; Και γιατί δεν νιώθω καμία θλίψη, κανένα πόνο ή έστω θυμό; Όσο περνάει η ώρα αρχίζω να σκέφτομαι πως όλο αυτό είναι ένα νουάρ θεατρικό σαν του Χιτσκοκ, ή από αυτά τα πειραματικά που γουστάρει ο Παντελής στο οποίο εγώ πρέπει να περιμένω κάποια είδους λύτρωση σαν τους αρχαίους αλλά στο πιο μοντέρνο, εκτός και αν αυτοί οι 2 σκηνοθέτησαν ένα φτηνό αστυνομικό πλεκτάνης από αυτά τα παλπ φίξιον που γυρίζονταν ταινίες αποκλειστικά για βίντεο...


image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 
image

Γιώργος Τσέκας

Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1