Γράφει ο Γιώργος Τσέκας
«Και τι είμαστε δηλαδή; Σαν τι παραπάνω μοιάζουμε αν όχι σαν θλιβερές αντιστροφές της πραγματικότητας; Τι είμαστε, ρωτάς; Ένα μάτσο αναλώσιμοι που πρέπει να παράγουμε πλούτο που θα τον καρπωθούν άλλοι, λίγοι, και που πρέπει χωρίς αναστολές να καταναλώνουμε άχρηστα αντικείμενα υποκατάστατα της ευτυχίας μας και των γύρω μας σαν προϋπόθεση ώστε να μας χαρίσουν αυτοί οι λίγοι, το μοναδικό μας δικαίωμα: να ζήσουμε και να χαιρόμαστε με τα απολύτως απαραίτητα όταν μας το επιτρέψουν οι συνθήκες και η κατάσταση της οικονομίας καθώς και οι διεθνείς συγκυρίες. Στο δώσαν από πολύ νωρίς να το καταλάβεις καλά αυτό, σαν ένα κατοικίδιο ζωάκι που κουνάει την ουρά του όταν το αποφασίσει το αφεντικό του και όταν θέλει να ξεσπάσει πάνω του τη βάζει στα σκέλια και πνίγει το κλάμα του όταν το χέρι που το χάιδευε αρχίσει ξάφνου να το χτυπάει».
Ένας ηλικιωμένος με τραγιάσκα και χιλιοφορεμένες γυαλιστερές αθλητικές φόρμες και λευκά παπούτσια για μεγάλες αποστάσεις ήταν ο μόνος εκεί κοντά αν και ο άνθρωπος φαινόταν σιωπηλός και ολίγον απορημένος, αλλά απορημένος ήταν και ο ίδιος ο Πέτρος που θεώρησε πως ο κυριούλης απλά μονολογούσε ή σκεφτόταν υπερβολικά φωναχτά. Στο παγκάκι καθόταν εντελώς μόνος του και η απάντηση του έμοιαζε να πλανιέται έρημη σαν φύλλο που το παίρνει ο αέρας. Ο Πέτρος είχε βγει για την κλασική βόλτα του χωρίς φυσικά να στείλει το αστείο και άκρως ταπεινωτικό μήνυμα προς στην Πολιτική Προστασία «μετακίνηση 6». Άλλωστε η «άσκηση» ήταν στο καθημερινό του πρόγραμμα από πάντα. Από όσο θυμόταν τον εαυτό του. Δεν την θυμήθηκε ξαφνικά όπως η πλέμπα, που αφού της ενοχοποίησαν τον ελεύθερο χρόνο και την βόλτα για να ξεσκάσει, την ανέμελη, χωρίς ιδιαίτερο σκοπό και χωρίς να χρειάζεται να καταναλώσει ή για να δουλέψει έξοδο από το σπίτι, βρέθηκε να λέει ψέμματα για να ξεμυτίσει από την φυλακή της. Σκέφτηκε να πιάσει κουβέντα με τον τύπο και του τονίσει σε αυστηρό ύφος πως αυτός και η τάξη του απαντούσαν απόλυτα στο όρο «λίγοι», αλλά είχε ελάχιστο χρόνο μέχρι να επιστρέψει και τα αυστηρά δυο λεπτά για λίγες ανάσες και δυο φακέλους με ηλεκτρολύτες πριν τις διατάσεις στο παγκάκι θα γινότανε τουλάχιστον δεκαπέντε ίσως και παραπάνω και δεν ήθελε με τίποτα να βγει εκτός προγράμματος. Έμοιαζε να θέλει να σταυρώσει τα δάκτυλά του ώστε να μην του μιλήσει πρώτος ούτε και ο κύριος με την τραγιάσκα, μιας και η αστική του ευγένεια θα μπορούσαν να τον υποχρεώσουν να απαντήσει.
Τότε τον άκουσε να του λέει: «ούτε εγώ έχω όρεξη για κουβέντα, ρε μαλακα. Περνιέσαι για εξυπνότερος; Εμείς έχουμε περισσότερο χρόνο από σένα μαραθωνοδρόμε του κωλου; Τράβα για δουλειά από το σπίτι στον υπολογιστή σου τώρα και περίμενε το επίδομα του Χατζηαβάτη προς τους επιστήμονες σαν επαίτης».
Φανερά ενοχλημένος μιας και δεν ήταν ένα φτωχαδάκι ούτε κάποιος τυχαίος από τους χιλιάδες αυτούς τους επιστήμονες των δημοσίων πανεπιστημίων, γύρισε προς τον κύριο, ο οποίος φοβισμένα έκανε νόημα πως δεν μίλησε αυτός.
- Τι φάση, εγγαστρίμυθος είσαι; τον ρώτησε θυμωμένα.
- Δεν ξέρω παλικάρι μου τι γίνεται, απάντησε φοβισμένα αυτός». Και συνέχισε, Δν μίλησα στο ορκίζομαι αλλά άκουσα και γώ αυτή τη φωνή όπως και πριν.
Τι διάολο σκέφτηκε ο Πέτρος κάποιος του κάνει πλάκα και ήλπιζε να μην είναι ο παππούς ο φαρσέρ γιατί σεβόταν τα χρόνια του και δεν θα ήθελε να τον χτυπήσει.
«Μα καλά θα χτυπούσες τον γεράκο ρε; Ρε άθλιε ρε ελεεινό πλάσμα ρε ρε ρε !!!»
Ναι, είχε καταντήσει ενοχλητικό να διαβάζει την σκέψη του και μέσα σε όλα να την φωνάζει κιόλας αλλά και να τον ακούει και ο γέρος ρε γαμώτο... Αλλά πιο ενοχλητικό από όλα ήταν που δεν ήξερε ούτε πως το έκανε αυτό και, κυρίως, ποιος το έκανε!
Ο Πέτρος δικηγόρος, γόνος δικηγόρων και εγγονός δικηγόρων και από τις δυο οικογένειες είχε ελάχιστες επιλογές για να διαλέξει επάγγελμα ανάμεσα σε νομικής φύσης δουλειές. Όπως δεν είχε επιλογή ποια θα παντρευτεί που θα μείνει ποιους θα έχει φίλους σε ποιο κολέγιο θα πάει και σε ποιας ξένης χώρας το πανεπιστήμιο θα αγόραζε το πτυχίο του, αν θα ερωτευτεί που θα συχνάζει με ποιον θα συναναστρέφεται. Η μόνη του πολυτέλεια ήταν στην επιλογή αθλήματος στο οποίο θα γυμνάζονταν καθημερινά για να διατηρεί την φόρμα του. Επέλεξε το τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων. Η σωματική καταπόνηση του ήταν μια ευχάριστη συνήθεια που άγγιζε τα όρια της απόλαυσης. Όσο πιο πολύ ταλαιπωρούνταν τόσο περισσότερο το χαιρότανε. Άλλωστε τα όρια του είχαν ξεχειλώσει από την καθημερινή προπόνηση και κάθε φορά που τα ξεπερνούσε και τα όριζε ξανά σε μεγαλύτερο βαθμό ένιωθε μια απίστευτη ηδονή. Φυσικά η χρονική διάρκεια του τρεξίματος του έδινε ένα μεγάλο κενό από υποχρεώσεις, διαταγές πληρωμής, αγωγές, εκτελεστούς τίτλους, δίκες, διαζύγια και συμβόλαια. Αν και η ειδίκευση του ήταν τα ποινικά αδικήματα εναντίον των ηθών και το άρθρο 336 του Ποινικού Κώδικα. Δηλαδή, να να αθωώνει βιαστές. Είχε μεν τρεις αθωώσεις σε πέντε χρόνια και μια καταδίκη, αλλά σε τρία χρόνια ο πελάτης του θα έβγαινε έξω πάλι. Και του χάριζε και στιγμές εσωτερικής αναζήτησης και μια παύση από το να είναι ο εαυτός του. Όχι δεν σιχαινόταν τον εαυτό του τουναντίον. Αλλά μια παύση από το να είσαι τέλειος του έδινε μια πρώτης τάξης ευκαιρία να αποθεώσει την καθημερινότητα του μέσω της προσωπικής έλλειψης της. Έτσι το τρέξιμο έγινε η ιδανική επιλογή άθλησης για αυτόν, αφενός γιατί σιχαινόταν το τένις και τους πλούσιους επαρχιώτες βουλευτές που μαζευόταν στο κλαμπ, και αφετέρου, υπήρχε ένα πολύπλοκο σύστημα ψυχοσωματικών προσδοκιών από την πλευρά του ως ένας ορίζοντας αναμονών. Η σιωπή του περίγυρου που του χάριζε το τρέξιμο, σε συνάρτηση με τις μεγάλες αποστάσεις που απαιτούσε, ελευθέρωναν μπόλικο χρόνο πολύτιμο, σαν την αμοιβή των εργατοωρών που υπερχρέωνε τους πελάτες του.
Τώρα όμως δεν μπορούσε να κρυφτεί από την φωνή μέσα στο Αττικό δάσος. Ούτε από τον γεράκο που όσο τον κοιτούσε του θύμιζε κάτι οικείο μπορεί και τον πατέρα του. Έδεσε με βία τα κορδόνια των παπουτσιών του και ξεκίνησε το τρέξιμο χωρίς να κοιτάξει τον αποσβολωμένο παππού. Ο ρυθμός του ολοένα και δυνάμωνε και ο αριθμός των σφυγμών του επίσης. Συνέχισε να ανεβάζει στροφές ενώ την ίδια ώρα άρχισε μια έντονη βροχή. Ολόκληρος η περιοχή μέχρι τα πρώτα σπίτια στην Μεταμόρφωση σκεπάστηκε από ένα τεράστιο σύννεφο που οι παχιές του στάλες ξέπλεναν το βουνό. Η λάσπη δεν εμπόδισε τον Πέτρο να δίνει και άλλη ένταση στο τρέξιμο του. Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μεγάλο ψέμα. Ακόμα και στις πιο επιφανειακά ήσυχες στιγμές του, ο άνθρωπος ο κάθε άνθρωπος, από τον πιο φτωχό ως τον πιο πλούσιο, ουδείς μπορεί να καταλαγιάσει την εσωτερική του φωνή, τις συγκρούσεις με την μνήμη, την μάχη με τα προβλήματα, με τα όνειρα, τις ανησυχίες του, τα λάθη που έκανε ή αυτά που πασχίζει να αποφύγει, να σιωπήσει τις αναμνήσεις του, τους φόβους του, τους ανεκπλήρωτους έρωτες και τους ανθρώπους που πλήγωσε, πόνεσε και αδίκησε. Κάθε άνθρωπος, όσο σκληρός και αν είναι. Ο άνθρωπος, όχι τα κτήνη.
Ο Πέτρος θολωμένος αλλά καθόλου εξαντλημένος παρά το γεγονός πως έτρεχε με ρυθμούς σπρίντερ γλίστρησε καθώς πάνω στον βηματισμό του προσπάθησε να αποφύγει μια μεγάλη πέτρα και στραμπούληξε τον αστράγαλο του. Ο μορφασμός την ώρα που το πόδι του γύριζε ήταν στιγμιαίος και θα φανέρωνε σε άλλον βαρύ διάστρεμμα. Αυτός όμως σηκώθηκε αμέσως χωρίς να δώσει στο κορμί του τον ελάχιστο χρόνο ή την πολυτέλεια να πονέσει ή να βρει δικαιολογία να σταματήσει. Οι δυνατοί δεν σταματούν ποτέ. Η αδρεναλίνη και η ψυχική του προετοιμασία ντοπάρανε το σώμα του που υπάκουο σαν και τον ίδιο στους κανόνες που του επέβαλαν συνέχισε με τον ίδιο αμείωτο ρυθμό μέχρι το τέλος της διαδρομής όπου είχε παρκάρει το πολυτελές SUV που του είχε πάρει σωρό ο μέλλον πεθερός του.
Εκεί δίπλα σχεδόν στο πανάκριβο αυτοκίνητο τον περίμενε ένας ανέμελος ποδηλάτης. Ο Πέτρος δεν έσωσε σημασία στον ασήμαντο τύπο που ξεκουράζονταν και μάλλον θα χάζευε το αυτοκίνητο του. Σταμάτησε με τον πόνο να αρχίζει να γίνεται πολύ δυνατός στον αστράγαλο του. Άνοιξε το φερμουάρ από την διαφανή θήκη που φορούσε στο μπράτσο του και έβγαλε το κινητό του και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Την ίδια ώρα ο ποδηλάτης τον σημάδευε με ένα περίστροφο. Ούτε που πήρε χαμπάρι ο Πέτρος τι έγινε, η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Η Μαρία, το θύμα του τελευταίου του πελάτη που είχε αθωωθεί και του οποίου η έφεση θα δικαζόταν αύριο είχε κρεμαστεί, το πρωί σπίτι της, αφού δεν άντεξε την κοινωνική απομόνωση και την ιδέα πως και αυτός θα την γλιτώσει. Το προηγούμενο βράδυ ο Πέτρος είχε εμφανιστεί σε πράιμ τάιμ καναλιού πανελλαδικής εμβέλειας μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα και είχε δώσει πραγματικό σόου-πανηγύρι, προαναγγελία αθώωσης που ερχόταν με μαθηματική ακρίβεια. Μπορεί και να είχε σχέση η εκτέλεση με αυτό. Μπορεί πάλι να τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο.
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...
Γιώργος Τσέκας
Ηeavy metal lover, bad decision taker, satan worshipper, storyteller, collector of mistakes...